«Μείνον μεθ΄ ημών!» (Λουκ. 24: 29) -- του αειμνήστου Στεργίου Σάκκου Ομ. Καθηγητού Α.Π.Θ.


Μία γραφική σκηνή
Κλασικός ο πίνακας αποτυπώνει εικαστικά την ειδυλλιακή περιγραφή, που μας χάρισε η γλαφυρή πένα του ευαγγελιστή Λουκά, όπως τη ζωντανεύει μέσα στο λειτουργικό κύκλο το ε΄ εωθινό ευαγγέλιο: Μία μοναδική πορεία μέσα στο καταπράσινο ανοιξιάτικο τοπίο. Οι δύο μαθητές περπατούν σκυθρωποί, θλιμμένοι, ενώ τους πλησιάζει ο Συνοδοιπόρος. Το βήμα των μαθητών βαρύ, αποκαμωμένο. Βαρύτερη η καρδιά τους, απελπισμένη. Βαθύς ο στεναγμός φουσκώνει τα στήθη τους. Παράπονο πικρό ανεβαίνει στα χείλη τους και γίνεται πένθιμος διάλογος.

Δύο από τους εβδομήκοντα
Είναι από εκείνους τους εβδομήκοντα, που γνώρισαν από κοντά τον μεγάλο Διδάσκαλο. Σαγηνεύθηκαν από την ευσπλαγχνία του. Ευεργετήθηκαν από την αγάπη του. Έγιναν μάρτυρες πολλών και θαυμαστών σημείων, τα οποία Εκείνος επιτέλεσε. Είδαν να εκπληρώνονται στο πρόσωπό του οι αρχαίες προφητείες. Πολλά, πειστικά και αναντίρρητα τεκμήρια τους βεβαίωσαν ότι Αυτός είναι ο Μεσσίας. Γι΄ αυτό τον αγάπησαν αληθινά, τον πίστεψαν και ήλπισαν ότι αυτός θα φέρει τη λύτρωση στο Ισραήλ. Ήρθαν, όμως, τα γεγονότα των τελευταίων ημερών, για να πνίξουν την πίστη τους, να ξεριζώσουν από την καρδιά τους την ελπίδα, να τσακίσουν το φρόνημα, ν΄ αναστατώσουν την ψυχή τους.

Αμφιβολία και φόβος
Το σκάνδαλο ήταν, πράγματι, μεγάλο: Ο αναμάρτητος Ιησούς υψώθηκε σαν κακούργος πάνω στο ατιμωτικό ξύλο του σταυρού. Και είναι ήδη η Τρίτη ημέρα που η βαρειά ταφόπετρα τον έκρυψε από τα μάτια τους. Τώρα πια έπαυσαν να πιστεύουν. Δεν μπορούν πλέον να ελπίζουν. Δεν απέκαμαν, όμως, να αγαπούν τον Διδάσκαλο. Σκιάζει, ωστόσο, την αγάπη τους το νέφος της αμφιβολίας. Γι΄ αυτό αδυνατούν να αξιολογήσουν την είδηση που τους έφεραν με το χάραμα οι μυροφόρες και επιβεβαίωσαν οι δύο μαθητές, ο Πέτρος και ο Ιωάννης: ο τάφος είναι άδειος! Δεν τους συγκινεί ούτε και του αγγέλου η διαβεβαίωση, που δείχνοντας το «κενόν μνημείον» είπε στις γυναίκες ότι ο Κύριος «ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε»! (Μαρκ. 16: 6). Είναι, πράγματι, παράξενα όλα αυτά, αλλά καμμία υποψία ανάστασης δεν γεννούν στο μυαλό τους. Μιλούσαν, βέβαια, οι προφητείες για «παθήματα», τα οποία θα ακολουθήσει «η δόξα», αλλά η δική τους σκέψη συνέδεε τα παθήματα με τον ταλαίπωρο λαό και διψούσε για εγκόσμιες δόξες. Πώς να συλλάβει η γήϊνη σκέψη τους «τα εις Χριστόν παθήματα και τας μετά ταύτα δόξας» (Α΄ Πέτρ. 1: 11); Πώς να αισθανθεί ότι δια του σταυρού έρχεται η χαρά στον κόσμο; Η δική τους προσδοκία επιμένει να ζητά έναν Μεσσία ενδοκοσμικό, που θα ανέσταινε τη βασιλεία του Δαβίδ. Κι ο φρικτός θάνατος του Διδασκάλου, τον οποίο αυτοί πίστεψαν ως Μεσσία, εξανέμισε κάθε τέτοια προοπτική. Φοβισμένοι κι εναγώνιοι για το δικό τους μέλλον μιμούνται τον ένα από τους ένδεκα, τον Θωμά: Εγκαταλείπουν τα Ιεροσόλυμα. Σίγουρα θα ΄ναι πιο ασφαλείς μακριά από την πόλη όπου τόσα θλιβερά συνέβησαν τις τελευταίες μέρες.
Ένας απρόσμενος Συνοδοιπόρος
Φορτωμένοι πόνο και παράπονο πορεύονται προς Εμμαούς. Η αθυμία τους κατακλύζει. Η ανάμνηση των γεγονότων της Ιερουσαλήμ τροφοδοτεί τη συζήτηση και συνεπαίρνει τη σκέψη τους. Ούτε μπορούν να καταλάβουν πως τους πλησίασε ο Συνοδοιπόρος, αυτός ο Ξένος κι Άγνωστος που μπήκε διακριτικά στη συντροφιά τους. Είναι ο Διδάσκαλος, αλλά «εν ετέρα μορφή» (Μάρκ. 16: 12), γι΄ αυτό δεν τον αντιλαμβάνονται. Έχει το ίδιο εκείνο σώμα με το οποίο τον γνώρισαν, το σώμα που προσέλαβε κατά την ενανθρώπηση από την Παρθἐνο Μητέρα του και που φέρει τους πρόσφατους «τύπους των ήλων». Δεν τον αναγνωρίζουν, όμως, διότι «οι οφθαλμοί αυτών εκρατούντο» (Λουκ. 24: 16). Το σώμα του αναστημένου Ιησού γίνεται προσιτό στα ανθρώπινα μάτια μόνο όταν και όσο θέλει. Ωστόσο, από την ώρα που τους πλησίασε ο άγνωστος Συνοδοιπόρος, νιώθουν ένα ξαλάφρωμα στην ψυχή οι δύο συμμαθητές. Τους γλύκανε τη συντροφιά η φωτεινή παρουσία του. Τους άνοιξε την πικραμένη καρδιά το ενδιαφέρον του για το πρόβλημά τους. Τον είχε, σχεδόν, αποπάρει ο Κλεόπας, όταν τους ρώτησε ποιο είναι το θέμα τους. «Συ μόνος παροικείς εν Ιερουσαλήμ και ουκ έγνως τα γενόμενα εν αυτή εν ταις ημέραις ταύταις;»(στ: 18). Νόμιζαν ότι αγνοεί τα δραματικά γεγονότα της Ιερουσαλήμ. Αυτός, που ήταν ο πρωταγωνιστής των γεγονότων. Κι εκείνος απλά αλλά τόσο αυθεντικά έπιασε να τους εξηγεί τις Γραφές. Ω, πως ανέστησε μέσα τους τη νεκρή ελπίδα αυτή η εξήγηση! Η διδαχή του Ξένου λειώνει τον πάγο της απόγνωσης. Θερμαίνει την κρύα, δίχως πίστη καρδιά. Προβάλλει ενώπιόν τους μια καινούργια πραγματικότητα. Υποβάλλει στην ψυχή τους σκιρτήματα ελπίδας. Επιβάλλει στη σκέψη τους μία άλλη θεώρηση. Είναι, πράγματι, «ανόητοι και βραδείς τη καρδία» που δεν βλέπουν την εκπλήρωση των προφητειών στην ιστορία του Διδασκάλου, και σ΄ αυτόν ακόμη τον φρικτό θάνατό του, ο οποίος – όπως προλέγουν οι Γραφές – φωτίζεται από το φως της Ανάστασης.
Είναι ο Ιησούς—Εμμανουήλ!
Έφθασαν ήδη στον προορισμό τους κι ο οικείος τους πλέον Ξένος δείχνει πως δεν θα τους ακολοθήσει, αλλά θα συνεχίσει μόνος του την πορεία. Όχι, δεν θα τον αφήσουν ν΄ απομακρυνθεί από κοντά τους! Νιώθουν αναγκαία την παρουσία του, καθώς κλείνει προς το εσπέρας η ημέρα και θ΄ απλωθούν σε λίγο της νύχτας οι σκιές. «Μείνον μεθ΄ ημών»! Άθελα κι ανεπίγνωστα απαγγέλλουν το όνομά του. Ναι, Αυτός, που με την παρουσία και το λόγο του λύτρωσε τις καρδιές τους από το βάρος και την οδύνη, ο Ιησούς, είναι ο «μεθ΄ ημών Θεός», ο Εμμανουήλ. Το επιβεβαίωσε η αναστροφή μαζί του, όταν στο σπίτι όπου «εισήλθε του μείναι συν αυτοίς» (στ. 29) τον είδαν, όπως παλιά, να ευλογεί και να μοιράζει το ψωμί. Τότε ανοίχθηκαν τα μάτια τους κι είδαν πως δεν ξένος αυτός. Ήταν η ίδια, η ζωντανή Ελπίδα, ο αναστημένος Κύριος, που το πρωϊ έλειπε από το μνήμα κι αυτή τη στιγμή «εγένετο άφαντος απ΄ αυτών» (στ. 31). Ω, πως τους φτερώνει τα πόδια η πυρπολημένη από τον θείο λόγο καρδιά τους! Ανέγγιχτο μένει το τραπέζι, που τους έστρωσε ο Συνοδοιπόρος. Τους χόρτασε η χαρά της παρουσίας του Διδασκάλου. Τρέχοντας επιστρέφουν την Ιερουσαλήμ. Βρίσκουν τους «ένδεκα», δηλαδή τους δέκα μαθητές, διότι έλειπε ο Θωμάς (βλ. Ιωάν. 20, 24), και τους «συν αυτοίς», δηλαδή τη συντροφιά των εβδομήκοντα. Σ΄ όλους αναγγέλλουν ότι είδαν τον Κύριο, είναι γεγονός η Ανάσταση!
Και σήμερα, όπως τότε
Δυο χιλιάδες χρόνια μετά, οδοιπόροι της ζωής κι εμείς, βρισκόμαστε συχνά στην ψυχολογική κατάσταση των δύο συνοδοιπόρων προς Εμμαούς. Μας κυκλώνουν ποικίλοι πειρασμοί. Μας συνέχουν προβλήματα, μας λυγίζουν δυσκολίες. Όχι, δεν είμαστε άπιστοι. Δεχόμαστε τον Χριστό. Πιστεύουμε πως Αυτός είναι ο Λυτρωτής του κόσμου. Κι όμως, σαν βλέπουμε να θριαμβεύει γύρω μας το κακό, ν΄ αυθαδιάζει η ασέβεια, να κυριαρχούν τα πάθη, να παραγκωνίζεται το δίκαιο και να φιμώνεται η αλήθεια, πως σαλευόμαστε τότε! Σκυθρωπάζει η μορφή, διότι χλωμιάζει μέσα μας η πίστη. Ψυχραίνεται η αγάπη, «δια το πληθυνθήναι την ανομίαν». Μαραίνεται η ελπίδα. Σκέψεις ολιγοπιστίας κι αμφιβολίας μας ταράσσουν. Η απελπισία μας παραλύει. Ο σκεπτικισμός μας μελαγχολεί, μας κάνει σκυθρωπούς και δειλούς. Που είναι, λοιπόν, η νίκη της Ανάστασης; Τι κάνει για τον κόσμο, για μας, ο Χριστός; Κι όμως! Σ΄ αυτές τις σκληρές και δύσκολες ώρες δεν είμαστε μόνοι. Συνοδοιπορεί μαζί μας ο Αναστημένος. Εμείς νομίζουμε πως αγνοεί το δράμα της ζωής μας, ότι δεν ενδιαφέρεται. Αλλά Αυτός είναι τόσο κοντά και ξέρει τόσο καλά εμάς και τα δικά μας, αφού όλη η ιστορία μέσα στη θεϊκή του χούφτα ξετυλίγεται. Ακόμη κι όσα μας πονούν και μας προβληματίζουν, είναι συχνά το δικό του παρατεταμένο χτύπημα στην πόρτα της καρδιάς μας. Είναι η φωνή του «ιδού, έστηκα επί την θύραν και κρούω» (Απ. 3: 20). Μη διστάσουμε να του ανοίξουμε. Μη δειλιάσουμε να επαναλάβουμε το αίτημα των δύο μαθητών: «Μείνον μεθ΄ ημών, Κύριε»! Για να μη μας σκοτίσει το νου η αμφιβολία του κόσμου. Μίλησε στην καρδιά μας, για να κατανοήσουμε τη θεία σου Γραφή. Στήριξέ μας στην πίστη, για να μη απελπισθούμε. Χάρισέ μας την αναστροφή μ΄ Εσένα, τη «ζώσα ελπίδα», μέσα στην Εκκλησία σου. Γίνε συνοδοιπόρος στης ζωής μας το στρατί, Κύριε, για να μαρτυρούμε στον κόσμο την Ανάσταση!

Δεν υπάρχουν σχόλια: