Ερωτήθη
μίαν φοράν ένας σοφός: ποια είναι εκείνα τα μάτια, οπού βλέπουσι καλύτερα; τα
μαύρα ή τα γαλανά; των ανδρών ή των γυναικών; των ανθρώπων ή των αλόγων ζώων;
Απεκρίθη: τα μάτια οπού βλέπουσι καλύτερα είναι εκείνα των φθονερών διατί
βλέπουσι και από μακράν, διατί βλέπουσι και τα μικρότερα πράγματα· διατί
βλέπουσι και εκείνα οπού δεν είναι.
Ένα μόνον πράγμα δεν
βλέπουσι, το καλόν· μάλιστα βλέπουσι και τούτο, μα τότε κλαίουσι και σφαλίζουν
τα μάτια τους, διά να μη βλέπουσι. Κρύψου
όσον θέλεις, σφαλίσου, παραμέρισε, ησύχαζε μέσα εις το κελίον σου, φύγε και εις
την έρημον, διά να ασκητεύης, σε φθάνουσι τα μάτια του Φθονερού και βλέπουσι τι
κάνεις. Έχει κάποια τηλεσκόπια και ξανοίγει πολλά μακράν. Ποιος είναι
εκείνος ο άνθρωπος, ο πλέον ενάρετος και ο πλέον άγιος, οπού να μην έχη κανένα,
ας είναι και παραμικρόν, ελάττωμα; ουδετινάς· ο Θεός μόνος είναι
αναμάρτητος, και καθαρός από ρύπου.
«Ἃπτεται γάρ, οὐ μόνον τῶν
πολλῶν, ἀλλά καί ἀρίστων ὁ μῶμος, ὡς μόνον εἶναι τοῦ Θεοῦ τό παντελῶς
ἂπταιστον, καί ἀνάλωτον πάθεσιν», λέγει ο θεολόγος. Και τα μικρότερα
ελαττώματα βλέπουσι τα μάτια του φθονερού. Υπομένει εκείνα οπού είναι, μα και
εκείνα οπού δεν είναι! Ένας τυφλός, περί του οποίου διηγείται ο ιερός
Μάρκος, εφέρθη προς τον Χριστόν διά να ιατρευθή· ο Χριστός τον
έγγιξεν εις τα ομμάτια την πρώτην φοράν, και τον ερώτησε: τι βλέπει; βλέπω,
απεκρίθη, τους ανθρώπους ως δένδρα περιπατούντα. Α! δυστυχισμένε τυφλέ! οι
άνθρωποι σου φαίνονται δένδρα; και ποία ομοιότης είναι ανάμεσα δένδρων και
ανθρώπων! μα τα δένδρα πώς περιπατούσιν, αφ' ου είναι στερεά ριζωμένα εις την
γην! κακά βλέπεις, αν βλέπης εκείνα οπού δεν είναι. Έτσι βλέπει ο Φθονερός τους
ανθρώπους, ως δένδρα περιπατούντα. Α! Χριστιανέ! εκείνος είναι άνθρωπος, και σε
φαίνεται δένδρον; εσυ βλέπεις εκείνα οπού δεν είναι, και είσαι διπλά τυφλός.
Εγώ είπα
έως τώρα εκείνα οπού ήξευρα να ειπώ· ας τελείωση την διδαχήν ο μακάριος
Παύλος. «Μή γενώμεθα κενόδοξοι, λέγει, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις
φθονοῦντες»· ας μη γενόμεσθεν κενόδοξοι· ας γνωρίζωμεν ο καθείς τον εαυτόν μας·
ας μη κατακρίνωμεν ένας τον άλλον· διατί, ακολουθεί ομιλώντας μας ο αυτός
Απόστολος, αν εσείς κατατρώγετε ένας τον άλλον, βλέπετε, μήπως και
καταχαλασθήτε εις το παντελές «εἰ ἀλλήλους δάκνετε, βλέπετε μή ὑπ'
ἀλλήλων ἀναλωθῆτε». Αυτή είναι προφητεία, και επληρώθη εις ημάς·
τόσον μεγαλείον του Γένους μας, τόση δόξα της βασιλείας μας, ηξεύρετε πώς
ηφανίσθη; διαβάσατε τας Ιστορίας μας· όχι από την δύναμιν των Περσών, όχι από το
σπαθί των Αγαρηνών, αλλά από τον φθόνον μας. Ημείς εκαταχαλασθήκαμεν, διατί ανάμεσόν
μας εκαταφαγωθήκαμεν· αλλήλους προκαλούμενοι, αλλήλοις φθονούντες. Και αν
ημείς αρματωνόμασθεν ένας εναντίον του άλλου διά να καταχαλασθώμεν, δεν έχομεν
χρείαν από άλλον εχθρόν, ούτε καν από τον διάβολον, λέγει ο Χρυσόστομος· «εἰ
κατ' ἀλλήλων ὁπλιζώμεθα, οὐδέ τοῦ διαβόλου χρεία λοιπόν, πρός τήν
ἡμετέραν ἀπώλειαν».
Μα δια
τον Θεόν οπού πιστεύομεν, οπού είναι Θεός ειρήνης, και Πατήρ οικτιρμών διά το
Ευαγγέλιον οπού κρατούμεν, οπού είναι διαθήκη αγάπης· διά την Εκκλησίαν οπού
έχομεν, οπού είναι τόπος συμφωνίας και ομονοίας, ας παύσωμεν μίαν φοράν ημείς
τα δυστυχή λείψανα οπού εμείναμεν, καν διά να μη δίδωμεν αφορμήν να
χαίρωνται περισσότερον και να γελώσι με εμάς οι εχθροί μας. Οι Φιλισταίοι
ενίκησαν κατά κράτος τον λαόν του Ισραήλ· την ημέραν εκείνην εφονεύθη και ο
Βασιλεύς Σαούλ και τα παιδία του· χαλασμόν μεγαλύτερον δεν έλαβον καμμίαν άλλην
φοράν οι Ισραηλίται· ήκουσε το πολύ κακόν του γένους του ο Δαυίδ, και
στρεφόμενος προς τους συντρόφους του, είπε: μη το ειπήτε, μη το φανερώσετε
εις Γεθ, και εις Ασκάλωνα, όπου εκατοικούσαν αλλόφυλοι, «μή
ἀναγγείλετε ἐν Γέθ, μηδέ εὐαγγελίζεσθε ἐν ταῖς ἐξόδοις Ἀσκάλωνος»· διατί; διά
να μη ακούσωσι την δυστυχίαν μας, και χαρούσιν οι εχθροί μας «ἳνα μή
εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων».
Αδελφοί,
και συνάδελφοι Χριστιανοί, τας συμφοράς μας, τα πάθη μας, τα πταισίματά μας,
τας αμαρτίας μας μη τας λέγωμεν, μη τας φανερώνωμεν με την κατάκρισιν!
«ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες». Διατί; διά να μη χαίρωνται οι
αλλόφυλοι, οι αόρατοι και ορατοί μας εχθροί· σιωπή, συμπάθεια, σπλάγχνα
οικτιρμών. Μα Φθόνος, είναι οπού κατηγορεί, οπού καταλαλεί, οπού κατακρίνει·
όποιος έχει τέτοιον πάθος, λέγω πάλιν, δεν είναι άξιος να ονομάζεται άνθρωπος,
και να λέγεται Χριστιανός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου