Αειθαλάς και Ακεψεής οι Άγιοι
Μάρτυρες κατήγοντο εκ της Περσίας εκ πόλεως καλουμένης Αρβήλ. Και ο μεν
Αειθαλάς ήτο ιερεύς των ειδώλων, εγένετο δε κοινωνός της εις Χριστόν πίστεως
δια τον λόγον ότι και μόνον ως εσκέφθη να υπάγη εις τον Επίσκοπον των
Χριστιανών, ευθύς ιατρεύθη εκ της ασθενείας, από την οποίαν έπασχεν, ήτις ήτο
ρύσις αίματος. Μαθών λοιπόν και κατηχηθείς υπό του Επισκόπου την εις Χριστόν
πίστιν, επανήλθεν εις την ιδικήν του πόλιν, ίνα γίνη και εις τους άλλους
διδάσκαλος της ευσεβείας. Επειδή δε διεβλήθη ως Χριστιανός εις τον της πόλεως
άρχοντα και ωμολόγησε τον Χριστόν, έκοψαν το ωτίον του και έρριψαν αυτόν εις
την φυλακήν. Ο δε Άγιος Ακεψεής ήτο Διάκονος και συλληφθείς ωμολόγησε την
ευσέβειαν. Όθεν δέρεται ανηλεώς και στέλλεται ομού με τον Αειθαλάν εις τον
αρχιμάγειρον του βασιλέως (ήτο δε ο αρχιμάγειρος αξίωμα μέγα παρά Πέρσαις)· ο δε
αρχιμάγειρος παρουσιάζει αυτούς εις τον βασιλέα, έμπροσθεν του οποίου,
κηρύξαντες τον Χριστόν, αμφότεροι απεκεφαλίσθησαν και ούτως έλαβον οι μακάριοι
τους στεφάνους του Μαρτυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου