Ἐκάθητο τὸ πρωΐ, φουμάρων τὸν ναργιλέν του εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ
Σταθμοῦ τοῦ Σιδηροδρόμου, καὶ ἀντέγραφε καλλιγραφικῶς διάφορα σχέδια ἀναφορῶν ἐπὶ
ἡμιθλάστου χάρτου. Τὰς ἡμέρας ἐκείνας εἶχε κάποιαν ἐργασίαν. Τὸ τοιοῦτον τοῦ
συνέβαινε δὶς τοῦ ἔτους, τὸν Δεκέμβριον καὶ τὸν Μάρτιον. Ὅλον τὸν ἄλλον καιρὸν
διήρχετο τὰς πρωίας του εἰς τὸ καφενεῖον τοῦ σιδηροδρόμου, ἢ εἰς τὸ γεῖτον αὐτοῦ,
τὸ γωνιακὸν ἀντικρὺ τοῦ Θησείου, ἢ ἂν ἦτο ἡ συνήθης λιακάδα, ἀνέβαινε πέραν τοῦ
Θησείου, εἰς τὸ ἐξοχικὸν καφενεδάκι, κ᾿ ἐκάθητο ἐκεῖ νὰ λιασθῇ. Ἐσώρευεν ἔμπροσθέν
του ὅλας τὰς ἐφημερίδας χωρὶς ν᾿ ἀναγινώσκῃ καμμίαν κ᾿ ἔρριπτε βλέμματα εἰς τὰς
εἰδήσεις, ἁλιεύων ν᾿ ἀνακαλύψῃ καμμίαν τῆς ἀρεσκείας του. Ἀλλ᾿ αἴφνης ἐξῆγεν ἀπὸ
τὴν τσέπην του μέγαν τόμον τῆς Βενετίας, παλαιόν, ἐφθαρμένον, τὸν ἤνοιγεν καὶ
ρίπτων βλέμμα εἴς τινας σελίδας τὰς ὁποίας εἶχε σημαδευμένας, ἔγραφεν ἐπὶ
τεμαχίου χάρτου μὲ τὸ μολυβδοκόνδυλον διαφόρους σημειώσεις. Εἶτα, ἀφοῦ εἶχεν ἀποστακτωθῇ
ὅλον τὸ τουμπεκὶ τοῦ ναργιλέ του, ἠγείρετο, ἐτυλίγετο μὲ τὸ σάλι του, τὸ ὁποῖον
δὲν ἔπαυε νὰ φορῇ ἢ νὰ φέρῃ μαζί του ἀπὸ τοῦ Σεπτεμβρίου μέχρι τοῦ Μαΐου, καὶ ἀνέβαινε
πρὸς τὰ ἐπάνω, καὶ εἰσήρχετο εἰς ἓν τῶν καφενείων τῶν περὶ τὴν Μητρόπολιν ἢ εἰς
τοῦ Καλαμιώτου, καὶ ἐν τῷ ἅμα τῷ ἤρχετο ὁ ἀργιλές.
Ἐκάθητο ἐκεῖ, μέχρι τῆς ἑνδεκάτης
ὥρας συζητῶν πολιτικὰ μὲ τοὺς φίλους, ἂν ὑπῆρχόν τινες εὔκαιροι. Ἄλλως ἔβγαζε
πάλιν ἀπὸ τὴν τσέπην του σημειώσεις τινάς, τὰς ὁποίας εἶχε γράψει ὁ ἴδιος, καὶ
τὰς ἀνεγίνωσκεν. Ἐπὶ τεμαχίου δὲ χάρτου, ἐδοκίμαζε νὰ συναρμολογήσῃ ταύτας καὶ
καταρτίσῃ ἐν εἴδει ὑπομνήματος ἢ πραγματείας. Ἢ ἔβγαζεν ἀπὸ τὴν ἄλλην βαθεῖαν
τσέπην τοῦ μακροῦ παλτοῦ του δεύτερον βιβλίον, ἔκδοσιν τῆς Βενετίας, καὶ τὸ ἐφυλλολόγει
ἐπὶ πολύ.
Τὴν ἑνδεκάτην ὥραν καὶ πέντε λεπτὰ ἠγείρετο καὶ ἀνήρχετο τὴν ὁδὸν
τοῦ Ἑρμοῦ. Ἔφθανεν εἰς τὴν πλατεῖαν, ἀνέβαινε τὰ δύο σκαλοπάτια καὶ εἰσήρχετο εἰς
τὸ καφενεῖον τῆς Ἀνατολῆς. Ἀμέσως, «ἀργιλὲ στὸ χέρι». Ἐζήτει τὰς ἐφημερίδας, καὶ
τὰς ἐξαναδιάβαζε. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν τὰς εἶχε διαβάσει. Ἐπίσης εἶναι ἀληθὲς ὅτι
ποτὲ δὲν ἔλεγεν «ἀγγαζὲ» οὔτε ποτὲ καὶ ἐκράτει ἐπὶ ἓν δευτερόλεπτον ἐφημερίδα ἅμα
ἄλλος τις τοῦ ἐφώναζε τὴν λέξιν. Δὲν ἀγαποῦσε τὰ γαλλικά.
Κατόπιν ἔβγαζεν ἀπὸ τὴν μέσα τσέπην τοῦ παλτοῦ τετράδιά τινα
συνερραμμένα καὶ τὰ ἐξαναδιάβαζε διὰ τριακοστὴν φοράν. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐσυζητοῦσε
πολιτικὰ μὲ δύο ἀποστράτους ἀξιωματικούς, μ᾿ ἕνα πρῴην ἔπαρχον καὶ μὲ δύο ἢ τρεῖς
δημοσιογράφους. Τέλος, ὅταν τὸ ὡρολόγιον ἐδείκνυε μίαν παρὰ ἕνδεκα λεπτά, ἐσηκώνετο,
διευθύνετο πρὸς τὴν ἔσω συνοικίαν, κατήρχετο διὰ τοῦ Λέκκα, ἔφθανεν εἰς τὴν ὁδὸν
Αἰόλου, ἐπερνοῦσεν ἀπὸ τὴν Ἀγοράν, ἐψώνιζε κάτι, ἔφθανεν εἰς τὴν οἰκίαν του, καὶ
τὴν μίαν καὶ μισὴν ἐγευμάτιζε.
Εἰς τὰς δύο καὶ τέταρτον ἐξήρχετο, κατέβαινεν εἰς τὴν ὁδὸν
Πειραιῶς, ἐκάθητο εἰς τὸ πρῶτον καφενεῖον, κ᾿ ἐκάπνιζε ναργιλέν. Εἶτα ἐτραβοῦσε
περίπατον κατὰ τὸν δρόμον τοῦ Χασεκῆ, ἐπέστρεφε, καὶ εἰς τὸ πρῶτον καφενεδάκι τῆς
ὁδοῦ παρὰ τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἐκάθιζεν εἰς τὴν λιακάδαν κ᾿ ἐφουμάριζε ναργιλὲ
«βρέξε λίγο». Ἐκεῖ ἐσύχναζον καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλοι φίλοι του, μὲ τοὺς ὁποίους ἐσυζητοῦσεν
ἐπεισοδιακῶς θρησκευτικὰ πράγματα, ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε ἐπανέφερε τὸν λόγον εἰς
τὰ πολιτικά. Εἶτα, πρὶν νυκτώσῃ, ἀνέβαινεν εἰς τὸ κέντρον τῆς πόλεως, καὶ εἰς ἕνα
δρομίσκον πλησίον τοῦ Ἁγ. Γεωργίου εἰσήρχετο εἰς ἓν καφενεδάκι, τὸ ὁποῖον ἄλλος
θὰ ἐχρειάζετο πιλότον διὰ νὰ τὸ ἀνακαλύψῃ. Ἐκεῖ ἀμέσως «βρέξε λίγο». Ἤρχοντο
δύο ἢ τρεῖς φίλοι του, μὲ τοὺς ὁποίους συνεζήτει ἐναλλὰξ θρησκευτικὰ καὶ
πολιτικά. Ἀφοῦ ἀπετελείωνε τὸν πρῶτον ναργιλέν, ὁ εἷς τῶν φίλων τούτων τὸν ἐτρατάριζε
δεύτερον «πολὺ γιαβάσικον*» καὶ ὁ ἕτερος τὸν ἐκέρνα καφὲν «βαρὺν καὶ ὄχι».
"papadiamantis.org"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου