ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ
Τροπάριον.
Ο γήρα καμφθείς και νόσω τρυχωθείς, ανωρθούτο Ιακώβ χείρας αμείψας, την
ενέργειαν φαίνων του ζωηφόρου Σταυρού· την παλαιότητα και γαρ, του νομικού
σκιώδους γράμματος εκαινογράφησεν, ο εν τούτω σαρκί προσπαγείς Θεός, και την
ψυχόλεθρον νόσον, της πλάνης απήλασεν.
Ερμηνεία.
Γέγραπται εν τω ΜΗ΄ Κεφαλαίω της Γενέσεως, ότι όταν ο Πατριάρχης Ιακώβ
εγήρασε και δεν έβλεπε, τότε ο Υιός του Ιωσήφ, επήρε τους δύο Υιούς του,
Μανασσήν το μεγαλύτερον, και Εφραίμ τον
μικρότερον, και επρόσφερεν αυτούς εις τον Πατέρα του Ιακώβ δια να τους ευλογήση·
και τον μεν Μανασσήν έβαλεν από την δεξιάν χείρα του Ιακώβ, τον δε Εφραίμ
έβαλεν από την αριστεράν. Ο δε Ιακώβ αλλάξας τας χείρας του έβαλεν αυτάς
σταυροειδώς επάνω εις τας κεφαλάς των νέων: ήτοι την μεν δεξιάν έβαλεν εις τον
Εφραίμ, την δε αριστεράν, εις τον Μανασσήν. Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν υπόθεσιν
ποιείται του παρόντος Τροπαρίου ο ιερός Κοσμάς, και αυτήν προσαρμόζει εις την
του Σταυρού πανήγυριν. Διο και λέγει, ότι ο παλαιός εκείνος Ιακώβ, ος τις
εκαμπούρωσε μεν από το πολυχρόνιον γηρατείον (ήτον γαρ χρόνων εκατόν
τεσσαρακονταεπτά), εταλαιπωρήθη δε από την ασθένειαν, αυτός, λέγω, μ΄ όλον ότι
έπασχεν από τα δύο πάθη αυτά, το γήρας δηλαδή και την ασθένειαν· όμως δεν
εμποδίσθη ούτε από το ένα ούτε από το άλλο· αλλ΄ εσηκώθη επάνω όρθιος, όταν
άλλαξε τας χείρας του, και έβαλεν αυτάς σταυροειδώς επάνω εις τας κεφαλάς του
Εφραίμ και του Μανασσή. Διατί δε εσηκώθη όρθιος και έβαλε τας χείρας
σταυροειδώς; Δια να φανερώση με το σχήμα αυτό, την δύναμιν και ενέργειαν του
ζωηφόρου Σταυρού, ος τις προετυπούτο με την τοιαύτην εναλλαγήν· μάλλον δε δια
του σχήματος τούτου εφανέρωσε την δραστικήν και θείαν ενέργειαν του εν τω
Σταυρώ προσηλωθέντος κατά σάρκα Χριστού του Θεού. Καθώς γαρ ο Ιακώβ δυναμωθείς
από τον τύπον του Σταυρού, απέβαλε την παλαιότητα και το γηρατείον του σκιώδους
Γράμματος του παλαιού Νόμου, και εποίησε αυτόν νέον δια της νέας Χάριτος του
Ευαγγελίου. Δια τούτο και ο Παύλος αναφέρων το ρητόν εκείνο του Ιερεμίου, το
λέγον: «Ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και συντελέσω επί τον οίκον Ιούδα
Διαθήκην καινήν», (Ιερ. λα:31) τούτο, λέγω, αναφέρων, ούτω φησίν: «Εν τω λέγειν
καινήν πεπαλαίωκε την πρώτην· το δε παλαιούμενον και γηράσκον εγγύς αφανισμού»
(Εβρ. η:13). Και λοιπόν ημείς οι Υιοί της νέας Χάριτος, όταν αναγινώσκωμεν την
παλαιάν Γραφήν, δεν την αναγινώσκομεν ως παλαιάν, αλλά ως νέαν· καθότι εν τω
Γράμματι εκείνης βλέπομεν περιεχόμενον το πνεύμα της Νέας Διαθήκης·
αναγινώσκομεν αμνόν, και εννοούμεν δια του αμνού τον Χριστόν· αναγινώσκομεν
Ράβδον Μωσαϊκήν, και εννοούμεν δι΄ αυτής τον Σταυρόν. Διότι το Γράμμα μόνον της
Παλαιάς αποκτείνει, το δε εν αυτή πνεύμα: ήτοι το πνευματικόν νόημα αυτής
ζωοποιεί, ως λέγει ο ίδιος απ. Παύλος (β΄ Κορ. γ:6). Πάλιν, καθώς ο ίδιος Ιακώβ
δυναμωθείς υπό του τύπου του Σταυρού, απέβαλε και την ασθένειαν ήνπερ είχεν·
ούτω και ο σταυρωθείς Χριστός απεδίωξε την ασθένειαν της πλάνης την ψυχοφθόρον:
τουτέστι την ψυχοβλαβή ειδωλολατρείαν των Εθνικών. Αλλά και συ, αγαπητέ αδελφέ,
εάν εγήρασες κατά το σώμα, ως ο Ιακώβ, ή εγήρασες κατά την ψυχήν από αμαρτίας·
γηρατείου γαρ και παλαιότητος είναι πρόξενος η αμαρτία, και μάλιστα αι
φροντίδες και μέριμναι του βίου τούτου, καθώς είπεν ο Σειράχ: «Προ καιρού γήρας
άγει μέριμνα» (Σειρ. Λ:24), εάν, λέγω, τοιουτοτρόπως εγήρασες, στηρίζου με την
πίστιν του σταυρωθέντος Χριστού, και φώναζε προς Αυτόν εκείνο το Δαβιτικόν: «Μη
απορρίψης με εις καιρόν γήρως, εν τω εκλείπειν την ισχύν μου μη εγκαταλίπης με»
(Ψαλμ. ο: 10). Κάμε αποχήν των αμαρτιών, αι οποίαι προ καιρού σε εγήρασαν, και
μετανόησαν από καρδίας εις τον Θεόν· και βέβαια θέλει σε ενδυναμώση ο Κύριος,
ώστε δια της χάριτός σου έχει μεν να ανανεώση το γηρατείον σου, έχει δε και να
ανακαινισθή ως αετού η νεότης σου, κατά το Ψαλμικόν (Ψαλμ. ρβ: 5). Εάν δε και
ασθενήσης ως ο Ιακώβ, ή από ασθένειαν σωματικήν, ή από ασθένειαν ψυχικήν, ήτις
είναι η αμαρτία, μη καταπέσης μηδέ απελπίσης την υγείαν σου· αλλά ελπίζων όλος
διόλου εις την δύναμιν του Σταυρού, και εις τον Ιατρόν των ψυχών και των
σωμάτων Χριστόν, τον επί Σταυρού προσηλωθέντα, φώναζε προς αυτόν μετά πίστεως:
«ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμι» (Ψαλμ. στ: 3)· κάμε αποχήν του κακού·
εξομολογήσου· κράξον τους Ιερείς να εκτελέσουν εις εσέ το άγιον Ευχέλαιον· και
βέβαια η ευχή της Πίστεως των Ιερέων θέλει σε σώσει, κατά τον ιερόν Αδελφόθεον
(Ιάκ. ε: 15), και θέλει σε αναστήση από κλίνης οδυνηράς. Εάν δε και αμαρτίας
εποίησας, έχουν αύται να συγχωρηθούν υπό της του Θεού φιλανθρωπίας, δια της των
αγίων Ιερέων προσευχής, κατά τον αυτόν Αδελφόθεον (αυτόθ.). Ώστε θέλουν λέγεσθαι
και δε εσέ τα λόγια εκείνα άπερ γράφει ο Ιώβ δια τον ασθενή μεν όντα,
μετανοήσαντα δε και εξομολογηθέντα τας αμαρτίας του: «εάν νοήση άνθρωπος τη
καρδία επιστραφήναι προς Κύριον, αναγγείλη δε ανθρώπω την εαυτού μέμψιν (ήτοι
εξαγορεύση την αμαρτίαν του), την δε άνοιαν αυτού δείξη ανθέξεται (ο Θεός δηλ.)
του μη πεσείν εις θάνατον, ανανεώσει δε αυτού το σώμα ώσπερ αλοιφήν επί τοίχου,
τα δε οστά αυτού εμπλήσει μυελού· απαλυνεί δε αυτού τας σάρκας ώσπερ νηπίου,
αποκαταστήσει δε αυτόν ανδρωθέντα εν ανθρώποις» (Ιώβ λγ: 23-25).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου