ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟΝ

Ωδή  ε΄. Ο  Ειρμός.
Θεός ων ειρήνης Πατήρ οικτιρμών, της μεγάλης Βουλής σου τον Άγγελον, ειρήνην παρεχόμενον, απέστιλας ημίν· Όθεν θεογνωσίας, προς φως οδηγηθέντες, εκ νυκτός ορθρίζοντες, δοξολογούμέν σε φιλάνθρωπε.

Ερμηνεία.

Εκ πολλών ρητών των Γραφών συγκροτεί τον παρόντα ειρμόν ο ιεράρχης Κοσμάς· το μεν γαρ «Θεός ειρήνης» εδανείσθη από την προς Φιλιππησίους επιστολήν την λέγουσαν «Και ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ΄υμών» (Φιλιπ. δ: 9)· ομοίως και από το ιστ΄ κεφ. στίχ. 33 της προς Ρωμαίους, και από το ιγ΄ στίχ. 20 της προς Εβραίους· το δε «Πατήρ των οικτιρμών» εδανείσθη από την προς Κορινθίους δευτέραν στίχ. 3 το δε «Της μεγάλης Βουλής σου τον Άγγελον» εδανείσθη από τον Ησαϊαν λέγοντα περί του Χριστού: «Και καλείται το όνομα αυτού, μεγάλης βουλής Άγγελος» (Ησ. θ: 6)· το δε «Ειρήνην αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν» (Ιωάν. ιδ: 27) και από τον Απ. Παύλον ειπόντα: «Χριστός εστίν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν, ο και το μεσότοιχον του φραγμού λύσας» (Εφ. β: 14)· το δε «Φως της θεογνωσίας» επάρθη από τον Αββακούμ όπου λέγει «Και φέγγος αυτού ως φως έσται»· το δε «Εκ νυκτός ορθρίζοντες» ελήφθη από τον Ησαϊαν λέγοντα «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμά μου προς σε ο Θεός» (Ησ. κστ: 9). Από τόσας λοιπόν ρήσεις συγκροτήσας το Τροπάριον τούτο ο Μελωδός, είτα επιστρέφων προς τον Θεόν και Πατέρα, λέγει προς Αυτόν: «Ω φιλανθρωπότατε Δέσποτα, συ Θεός ων της ειρήνης, και Πατήρ των οικτιρμών, απέστειλας εις ημάς τον Μονογενή σου Υιόν, τον Άγγελον (Μηνυτήν) γενόμενον της μεγάλης και προαιωνίου και αρρήτου βουλής σου, της περί της ενσάρκου ούσης Οικονομίας αυτού». Έφη δε ο Θεοφόρος Μάξιμος: «Μεγάλη βουλή του Θεού και Πατρός εστί το σεσιγημένον και άγνωστον της Οικονομίας Μυστήριον· όπερ πληρώσας δια της σαρκώσεως ο Μονογενής Υιός απεκάλυψεν, Άγγελος γενόμενος της μεγάλης του Θεού και Πατρός προαιωνίου βουλής. Γίνεται δε της μεγάλης του Θεού βουλής Άγγελος, ο γνους του Μυστηρίου τον λόγον, και τοσούτον έργω τε και λόγω δια πάντων ακαταλήπτως υψούμενος, μέχρις αν φθάση τον προς αυτόν τοσούτον κατελθόντα (Κεφ. κδ΄ της β΄ εκατοντ. των θεολογικών). Το δε «Απέστειλας (ευδόκησας να έλθη εις ημάς ο Υιός σου) είπεν ο Μελωδός, διότι η αποστολή του Υιού την ευδοκίαν δηλοί του Πατρός, καθώς ενόησεν ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος (Λόγος εις την Χριστού Γέννησιν). Το δε «Ευδοκία» πάλιν θέλει να ειπή το προηγούμενον θέλημα του Θεού, κατά τον Δαμασκηνόν Ιωάννην και τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριον· ου γαρ επόμενον, αλλά προηγούμενον θέλημα Θεού ήτον η ένσαρκος Οικονομία του Θεού Λόγου. Διατί δε Απέστειλας τον Υιόν σου Πάτερ Θεέ; Δια να δώση εις ημάς ειρήνην, δια να ειρηνοποιήση ημάς πρώτον με τον Θεόν, δεύτερον με τους Αγγέλους, προς τους οποίους είχομεν μάχην, τρίτον με τους ομοφύλους ημών ανθρώπους· διότι και προς αλλήλους εμαχόμεθα· και τέταρτον με τον εαυτόν μας. Αδιάφορον δε είναι το παρεχόμενον· καθότι η ακρίβεια απήτει να γράφεται παρεξόμενον· επειδή τα κινήσεως σημαντικά ρήματα, οποίον είναι και το «απέστειλας» μετά μετοχής μέλλοντος χρόνου συντάσσονται, αντί τελικού απαρεμφάτου. Εκ της ενσάρκου δε παρουσίας του Υιού σου (ακολουθεί ο Μελωδός) ημείς τα πεπλανημένα Έθνη ωδηγήθημεν εις το φως της γνώσεως του Θεού: ήτοι της ευσεβείας και πίστεως. Δια τούτο εκ νυκτός ορθρίζοντες: ήτοι από την πλάνην και ασέβειαν ελθόντες εις την ευσέβειαν, δοξολογούμέν σε, φιλάνθρωπε Κύριε. Είπε δε τούτο, δια να δείξη, ότι είναι πέμπτη Ωδή η παρούσα, της οποίας ποιητής είναι ο Ησαϊας ειπών: «Εκ νυκτός ορθρίζει το πνεύμα μου προς σε ο Θεός», ως προείρηται. Εδώ προτείνει μίαν απορίαν ο των Κανόνων ερμηνευτής Θεόδωρος λέγων: «Επειδή η ασέβεια είναι νύκτα, η δε ευσέβεια εκ του εναντίου είναι ημέρα· διατί ο Ησαϊας και ο Μελωδός δεν είπον, ότι εκ νυκτός ήλθον εις την ημέραν, αλλ΄ εις τον όρθρον». Ταύτην λοιπόν την απορίαν λύων αυτός λέγει: «Καθώς εις μεν την νύκτα παντελώς δεν βλέπει ο οφθαλμός, εις δε την ημέραν, εκ του εναντίου, βλέπει καθαρώς και απλανώς, εις δε τον όρθρονβλέπει μεν ολίγον, ουχί όμως καθαρώς· μέσον γαρ είναι ο όρθρος της νυκτός και της ημέρας, και ούτε πάντη σκοτεινός, ως η νύκτα, ούτε πάντη φωτεινός, ως η ημέρα· τοιουτοτρόπως νύκτα μεν σκοτεινή και ασέληνος είναι η ασέβεια, και οι εν τη ασεβεία ευρισκόμενοι, ημέρα δε ολόφωτος είναι η εν τω μέλλοντι αιώνι κατάστασις, και η τοις Αγίοις μέλλουσα αποκαλυφθήναι δόξα και γνώσις των Μυστηρίων, όρθρος δε είναι η εν τω παρόντι αιώνι των ευσεβών κατάστασις· εν ταύτη γαρ οι ευσεβείς και Άγιοι ευρισκόμενοι, δεν δύνανται να θεωρήσουν τρανώς και καθαρώς τα θεία Μυστήρια· διότι εμποδίζονται από το σκέπασμα του υλικού τούτου και παχέος σώματος». Δια τούτο ο μεν Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους: «Βλέπομεν άρτι δι΄ εσόπτρου και εν αινίγματι, τότε δε, πρόσωπον προς πρόσωπον· άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι, καθώς και επεγνώσθην» (α΄ Κορ. ιγ: 12)· ο δε Θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Τα ενταύθα δευτέρας ελλάμψεως»· και αλλαχού: «Ως αν καθαρώς εποπτεύωμεν την μακαρίαν Τριάδα, ης νυν μετρίας δεδέγμεθα τας εμφάσεις»· και εν τω εις την Χριστού Γέννησιν λόγω: «Πείθει δέμε το μέτριον ενταύθα φέγγος της αληθείας, λαμπρότητα Θεού και ιδείν και παθείν (εν τω μέλλοντι αιώνι δηλαδή)». Ει δε και απορεί τινάς, πως ο Απ. Παύλος γράφων προς Ρωμαίους είπεν: «Αποθώμεθα τα έργα του σκότους, και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός· ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν»; (Ρωμ. ιγ: 12). Εις τούτο αποκρινόμεθα, ότι δεν είπεν ο Απ. Παύλος εν ημέρα, αλλά «ως εν ημέρα»· το δε «ως» ομοιωματικόν είναι μόριον, και δηλοί ομοίωμα ημέρας, και όχι αυτήν την ημέραν· καθώς και το περί του Προφήτου Ηλιού ειρημένον: «Ανελήφθη ως εις Ουρανόν» δηλοί ότι ανέβη, όχι εις τον Ουρανόν, αλλά εις υψηλότερον τόπον της γης. Και ο όρθρος λοιπόν ημέρα μεν δεν είναι, ως ημέρα δε και είναι και λέγεται· καθότι και αυτός δίδει μεν εις τον οφθαλμόν να βλέπη, όχι όμως καθαρώς ως η ημέρα, αλλά με τρόπον μεσαίον όντα της ημέρας και της νυκτός, ως είπομεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: