«… Είχα δυό
αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο – φαίνονταν οι φλέβες: τόση
εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρον, τάχαν πάρει κάτι στρατιώτες και εις τ΄
Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλλαρα γύρευαν. Άντεσα κ΄ εγώ
εκεί, πέρναγα· πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: «Αυτά και δέκα χιλιάδες
τάλλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχθήτε να βγουν από την πατρίδα μας. Δι΄
αυτά πολεμήσαμεν». (Βγάζω και τους δίνω τριακόσια πενήντα τάλλαρα)· κι όταν
φιλιωθούμεν με τον Κυβερνήτην, (ότι τρωγόμαστε), τα δίνω και σας δίνει ό,τι του
ζητήσετε, δια να μείνουν εις την πατρίδα απάνου». Και τάχα κρυμμένα. Τότε με
την αναφορά μου τα πρόσφερα του Βασιλέως να χρησιμέψουν δια την πατρίδα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου