Η εορτή της αγίας Σκέπης της Θεοτόκου ( 1η, και αργότερα, 28η Οκτωβρίου )
αντλεί την υπόθεσή της από τον βίο του οσίου Ανδρέα, του δια Χριστόν σαλού. Η
εμφάνιση της Θεοτόκου στον όσιο έγινε αφορμή να καθιερωθεί η εορτή αυτή.
Το περιστατικό συνέβη στη νότια πλευρά του ναού των Βλαχερνών, στο παρεκκλήσιο της αγίας Σορού, όπου φυλάσσονταν η εσθήτα, ο πέπλος και μέρος της ζώνης της Θεοτόκου.
Στο παρεκκλήσιο αυτό γινόταν κάποτε ολονυκτία. Εκεί πήγε να προσευχηθεί και ο όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του άγιο Επιφάνιο.
Ήταν η ώρα περίπου δέκα το βράδυ, οπότε ο όσιος βλέπει τη Θεοτόκο να προχωρεί από τις βασιλικές πύλες προς το άγιο θυσιαστήριο.
Φαινόταν πολύ ψηλή και είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων αγίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Θεολόγος Ιωάννης, οι οποίοι βάδιζαν δεξιά και αριστερά Tης. Από τους λευκοφόρους άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους και άσματα πνευματικά.
Όταν πλησίασαν στον άμβωνα, είπε ο όσιος Ανδρέας στον Επιφάνιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;
- Ναι, τίμιε πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.
Η Θεοτόκος την ώρα εκείνη γονάτισε και προσευχήθηκε για πολλή ώρα. Παρακαλούσε τον Υιό Tης για τη σωτηρία του κόσμου και έβρεχε με δάκρυα το πρόσωπό Tης. Ύστερα μπήκε στο άγιο θυσιαστήριο και προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν.
Όταν τελείωσε τη δέησή Tης, με μια κίνηση χαριτωμένη και σεμνή έβγαλε από την άχραντη κεφαλή Tης το αστραφτερό μαφόριο , και το άπλωσε σαν σκέπη με τα πανάγια χέρια Tης πάνω στο εκκλησίασμα.
Έτσι απλωμένο το έβλεπαν και οι δυό τους για πολλή ώρα να εκπέμπει δόξα θεϊκή. Όσο φαινόταν εκεί η Θεοτόκος, φαινόταν και το ιερό μαφόριο να σκορπίζει τη χάρη του. Όταν Eκείνη άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό, άρχισε κι εκείνο να συστέλλεται λίγο-λίγο και να χάνεται.
Το περιστατικό συνέβη στη νότια πλευρά του ναού των Βλαχερνών, στο παρεκκλήσιο της αγίας Σορού, όπου φυλάσσονταν η εσθήτα, ο πέπλος και μέρος της ζώνης της Θεοτόκου.
Στο παρεκκλήσιο αυτό γινόταν κάποτε ολονυκτία. Εκεί πήγε να προσευχηθεί και ο όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του άγιο Επιφάνιο.
Ήταν η ώρα περίπου δέκα το βράδυ, οπότε ο όσιος βλέπει τη Θεοτόκο να προχωρεί από τις βασιλικές πύλες προς το άγιο θυσιαστήριο.
Φαινόταν πολύ ψηλή και είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων αγίων. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Θεολόγος Ιωάννης, οι οποίοι βάδιζαν δεξιά και αριστερά Tης. Από τους λευκοφόρους άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους και άσματα πνευματικά.
Όταν πλησίασαν στον άμβωνα, είπε ο όσιος Ανδρέας στον Επιφάνιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;
- Ναι, τίμιε πάτερ, αποκρίθηκε ο νέος.
Η Θεοτόκος την ώρα εκείνη γονάτισε και προσευχήθηκε για πολλή ώρα. Παρακαλούσε τον Υιό Tης για τη σωτηρία του κόσμου και έβρεχε με δάκρυα το πρόσωπό Tης. Ύστερα μπήκε στο άγιο θυσιαστήριο και προσευχήθηκε για τους πιστούς που αγρυπνούσαν.
Όταν τελείωσε τη δέησή Tης, με μια κίνηση χαριτωμένη και σεμνή έβγαλε από την άχραντη κεφαλή Tης το αστραφτερό μαφόριο , και το άπλωσε σαν σκέπη με τα πανάγια χέρια Tης πάνω στο εκκλησίασμα.
Έτσι απλωμένο το έβλεπαν και οι δυό τους για πολλή ώρα να εκπέμπει δόξα θεϊκή. Όσο φαινόταν εκεί η Θεοτόκος, φαινόταν και το ιερό μαφόριο να σκορπίζει τη χάρη του. Όταν Eκείνη άρχισε να ανεβαίνει στον ουρανό, άρχισε κι εκείνο να συστέλλεται λίγο-λίγο και να χάνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου