Η Θεοτοκολογία στην υμνολογία των Θεομητορικών εορτών. Δημητρίου Τσελεγγίδη


http://anavaseis.blogspot.ca/


Η Θεοτοκολογία στην υμνολογία των Θεομητορικών εορτών*

Δημητρίου Τσελεγγίδη Καθηγητή Θεολογικής σχολής Α.Π.Θ
Η αναφορά στο πρόσωπο της Θεοτόκου συναντάται στην όλη ζωή της Εκκλησίας, αλλά με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό τρόπο συναντάται στην εικονογραφία, την θεία λατρεία και την υμνογραφία. 
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το πρόσωπο της Θεοτόκου δεν είναι αυτονομημένο, αλλά σχετίζεται πάντοτε άμεσα με τον Θεάνθρωπο Υιό της. Την αλήθεια αυτή βεβαιώνουν με τον δικό τους καλλιτεχνικό τρόπο οι τοιχογραφίες της Θεοτόκου ως Πλατυτέρας των Ουρανών. 
Με την καθιέρωση της εικονογραφήσεως της Θεοτόκου ως Πλατυτέρας στο τετρατοσφαίριο της κόγχης του ιερού βήματος η Εκκλησία προβάλλει έντονα την δογματική σημασία, που έχει η εικόνα της Θεοτόκου. Αλλά και οι εικόνες της Αειπαρθένου Μαρίας με το θείο βρέφος στο τέμπλο -στην πιο τιμητική θέση, δίπλα και δεξιά στο Χριστό- αισθητοποιούν την παραπάνω σύνδεση, ενώ παράλληλα το όνομα «Θεοτόκος», με το οποίο επιγράφονται οι εικόνες της, «άπαν το μυστήριον της οικονομίας συνίστησι». 

H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more

Και στην θεία λατρεία, άλλωστε, είναι έντονα εμφανής η σύνδεση της Θεοτόκου με τον Χριστό. Αυτό βεβαιώνουν χαρακτηριστικά η ιδιαίτερη «μερίδα» της στην Προσκομιδή (από τον 12° αιώνα) κατά την Θεία Λειτουργία, όπως και η εξαιρετικά τιμητική μνεία της στην Αναφορά αμέσως μετά την επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων. 
Το πιστοποιούν ακόμη και όλοι οι ύμνοι, τους οποίους ψάλλει η Εκκλησία προς την Θεοτόκο κατά τις διάφορες Θείες Λειτουργίες.
       Αλλά και γενικότερα από την όλη υμνογραφία της Εκκλησίας μας δεν λείπει ποτέ η αναφορά στην Θεοτόκο. Έτσι, μνεία της Θεοτόκου γίνεται στην ενάτη Ωδή και στα Θεοτοκία, τα οποία συνοδεύουν όλους τους ύμνους, που αναφέρονται στον Χριστό και τους αγίους. 
Είναι λοιπόν αυτονόητο, ότι δεν υπάρχει υμνογραφία σε δεσποτική εορτή ή σε εορταζόμενο άγιο, στην οποία να μη γίνεται οπωσδήποτε και αναφορά στην Θεοτόκο.   Όλες αυτές οι αναφορές πιστοποιούν με τον πιο εμφαντικό τρόπο τη σημασία που αποδίδει η Ορθόδοξη Εκκλησία στο πρόσωπο της Θεοτόκου, το οποίο συνδέοντάς το άμεσα με τον Χριστό, το συνδέει κατ' επέκταση και έμμεσα με τη σωτηρία των ανθρώπων και του προσδίδει έτσι κατεξοχήν χριστολογικό και ταυτόχρονα σωτηριολογικό περιεχόμενο. 
Χριστολογία, λοιπόν, Σωτηριολογία και Θεοτοκολογία συνδέονται στενά σ' ολόκληρη την υμνογραφία που αναφέρεται στη μητέρα του Θεού. Αυτό μέσα στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας είναι πολύ φυσικό, αφού χαρακτηριστικό γνώρισμα της ορθόδοξης υμνογραφίας είναι το έντονα δογματικό περιεχόμενό της. Το δογματικό αυτό περιεχόμενο εκφράζουν με ιδιαίτερη έμφαση τα Απολυτίκια αλλά και όλοι οι ύμνοι των θεομητορικών εορτών.

       Η γέννηση της Θεοτόκου ήταν μήνυμα χαράς σε όλη την οικουμένη, γιατί από αυτήν θα γεννιόταν ο Χριστός, ο οποίος καταργώντας την προγονική κατάρα θα μας έδινε την δυνατότητα να μετέχουμε στην αιώνια ζωή. Ζώντας οι πιστοί μέσα στη λατρεία τον λειτουργικό χρόνο -συμπυκνωμένο δηλαδή το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον- βλέπουν στα Εισόδια της Θεοτόκου την «προκήρυξη» της σωτηρίας των ανθρώπων, ενώ στον Ευαγγελισμό της την φανέρωση του μυστηρίου της σωτηρίας, που συνοψίζεται στο ότι ο Υιός του Θεού γίνεται υιός της Παρθένου, η οποία αποβαίνει κατά τον χαιρετισμό του αρχαγγέλου Γαβριήλ η «κεχαριτωμένη». Και αυτό εξαιτίας του πλούτου της Χάριτος που δέχτηκε με τον Ευαγγελισμό της, κατά την σύλληψη δηλαδή του Θεού Λόγου στη μήτρα της.

       Τα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου, τα οποία συνδέονται με το έργο της σωτηρίας, ξεπερνούν τους όρους, την «τάξη» της φύσεως και την επιστημονική έρευνα και κινούνται στον χώρο του μυστηρίου, γι' αυτό και κατανοούνται μόνο με την πίστη. Η Θεοτόκος γεννημένη από βιολογικά στείρα μητέρα διέλυσε την πνευματική στείρωση της φύσεώς μας, έγινε η απαρχή της καρποφορίας της Χάριτος και η απαρχή της σωτηρίας των ανθρώπων. 
Συλλαμβάνοντας τον Θεάνθρωπο «εκ Πνεύματος αγίου», κατά άσπορο δηλαδή και ανέκφραστο τρόπο, πραγματοποίησε τον συμβολισμό της ράβδου του Ααρών, που βλάστησε. Φέρνοντας στη μήτρα της τον Χριστό έγινε το κατοικητήριο και το «όχημα» της όλης θεότητας, ο θείος ναός της «αϊδίου ουσίας», η «έμψυχος κιβωτός» της δόξας του Θεού, ο «πυρίμορφος θρόνος». 
Έγινε «δοχείον» και «βασιλικός θάλαμος», όπου πραγματώθηκε «δημιουργική δυνάμει» το παράδοξο μυστήριο της ανέκφραστης ενώσεως των δύο ξένων μεταξύ τους φύσεων στο πρόσωπο του Θεού Λόγου. Και αυτό έγινε με τη μία και κοινή θέληση και ενέργεια του Τριαδικού Θεού, με την ευδοκία του Θεού Πατέρα και την συνεργία του αγίου Πνεύματος. «Παρθενική γαστήρ τον Υιόν υποδέχεται», ψάλλει η Εκκλησία, «Πνεύμα άγιον καταπέμπεται· Πατήρ άνωθεν ευδοκεί και το συνάλλαγμα κατά κοινήν πραγματεύεται βούλησιν». Εδώ είναι εμφανής ο τριαδολογικός χαρακτήρας του ύμνου που αναφέρεται στη Θεοτόκο, στο πρόσωπο της οποίας υμνείται και δοξάζεται το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. του βασιλέως Χριστού και η «άφλεκτος βάτος» του αΰλου πυρός της θεότητας, που καθαρίζει και φωτίζει τις ψυχές των ανθρώπων.

       Γεννώντας τον Χριστό, που είναι η πραγματική ζωή, έγινε η Θεοτόκος «μητέρα» και «τροφός της ζωής» και αναδείχτηκε ανώτερη απ' όλα τα κτίσματα. Έγινε η «μετάρσιος κλίμαξ», απ' όπου κατέβηκε ο Θεός στους ανθρώπους και παράλληλα η «γέφυρα», που τους μεταφέρει στους ουρα­νούς. Με τη γέννα της συνέδεσε οντολογικά την επίγεια με την ουράνια πραγματικότητα, το κτιστό δηλαδή και το άκτιστο, πράγμα που εγγυάται την πραγματική λύτρωσή μας. Χάρη σ' αυτήν, που γέννησε τον σωτήρα Χριστό, απελευθερωθήκαμε από την αμαρτία και τον θάνατο, απαλλα­χθήκαμε από την φθορά, ανακαινισθήκαμε και τέλος θεωθήκαμε. Η θέωση ως «άληκτος ζωή» εν Χριστώ αποτελεί το κορυφαίο περιεχόμενο της σωτηρίας μας. Εύλογα, λοιπόν, η Θεοτόκος θεωρείται ως χαρά και αγαλλίαση του γένους των ανθρώπων.

       Η Θεοτόκος παρέμεινε με υπερφυσικό τρόπο παρθένος κατά και μετά την γέννηση του Χριστού, γι' αυτό και υμνείται ως αειπάρθενος. Η «άσπιλη και αμόλυντη» μητέρα του Θεανθρώπου δεν διέφυγε την βασική συνέπεια της προπατορικής αμαρτίας, τον θάνατο, γιατί βέβαια η αγνότητα της Θεοτόκου δεν προϋποθέτει αποδέσμευσή της από τις συνέπειες της αδαμιαίας πτώσεως. 
Η Θεοτόκος λοιπόν πέθανε, ο τάφος της όμως έγινε «κλίμαξ προς ουρανόν», γιατί έχοντας θεοδόχο το σώμα της μεταστάθηκε στον ουρανό. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η μετάσταση της Θεοτόκου δεν αποτελεί δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. 
Γι' αυτόν, άλλωστε, το λόγο δεν αναφέρουν τίποτε για την μετάσταση της Θεοτόκου οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και η Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως του κατεξοχήν δογματικού θεολόγου της Εκκλησίας, αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού. Ωστόσο, η Ορθόδοξη Εκκλησία δέχεται την μετάσταση της Θεοτόκου ως μια κατά χάρη ενέργεια του Θεού, που αποβλέπει να διαφυλάξει την μητέρα του Θεανθρώπου από την «διαφθορά» του θανάτου, πράγμα που αποτελεί μια κατά πρόληψη πραγμάτωση της αναστάσεως.

       Οι πιστοί αναγνωρίζοντας την παρρησία της Θεοτόκου προς τον Υιό της ζητούν την επίμονη και αδιάλειπτη παράκλησή της προς αυτόν για την σωτήρια τους, την οποία πραγματώνει κυριολεκτικά μόνον ο ίδιος ο Χριστός. Η συμβολή της Θεοτόκου στο έργο της σωτηρίας των ανθρώπων ήταν έμμεση αλλά πολύ σημαντική, αφού η ίδια έγινε «σκηνή της προς Θεόν καταλλαγής» των ανθρώπων με την σύλληψη του Θεανθρώπου στη μήτρα της. 
Προσλαμβάνοντας ο Θεός Λόγος την ανθρώπινη φύση από την Θεοτόκο έδωσε την οντολογική δυνατότητα στον άνθρωπο να μετέχει χαρισματικώς στην άκτιστη ζωή του Θεού. Όταν λοιπόν οι πιστοί λένε στην Θεοτόκο: «διά σου τω Θεώ κατηλλάγημεν», αναφέρονται στο γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, που εγγυάται το έργο της συμφιλιώσεώς τους με τον Θεό και την ίδια τη σωτηρία τους. 
Αλλά οι πιστοί εκτός από την λύτρωσή τους από τον εσχατολογικό θάνατο ζητούν τις πρεσβείες και τις ικεσίες της Θεοτόκου για την απελευθέρωσή τους και από τους ποικίλους πειρασμούς και κινδύνους, που απειλούν τη σωτηρία τους. Έτσι ερμηνεύεται η συχνή αναφορά της υμνογραφίας στο πρόσωπο της Θεοτόκου, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν τοποθετείται στο επίπεδο του άκτιστου Θεού. 
Η Θεοτόκος, ως μητέρα του Θεού και μέτοχος της θείας Χάριτος περισσότερο από κάθε άλλο κτίσμα, αποτελεί την κατεξοχήν πρέσβυ της Εκκλησίας προς τον Υιό της. Η πρεσβεία αυτή για τους πιστούς, όπως, άλλωστε, και η πρεσβεία όλων των αγίων, πρέπει να νοείται μέσα στα εκκλησιολογικά πλαίσια, μέσα δηλαδή στη σχέση της θριαμβεύουσας με την στρατευμένη Εκκλησία.

       Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την Θεοτόκο, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από την υμνογραφία των θεομητορικών εορτών, δεν διαφοροποιείται από τις δογματικές αποφάνσεις των Οικουμενικών Συνόδων, που ασχολήθηκαν με τη μητέρα του Θεανθρώπου. 
Ακόμη και όταν γίνεται λόγος στην υμνογραφία για τα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου, που αντλούνται από μη έγκυρες πηγές (όπως είναι λ.χ. τα Απόκρυφα κείμενα), η δογματική διδασκαλία που προϋποθέτουν ή εκφράζουν, παραμένει σύμφωνη ή τουλάχιστον δεν έρχεται σε αντίθεση με την όλη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. 
Έτσι, η σχετική υμνογραφία που αναφέρεται στον θάνατο και την μετάσταση της Θεοτόκου και συναντάται σε πατερικές Ομιλίες και στην εικονογραφία, όχι μόνο δεν προσκρούει στην δογματική διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας για τις πανανθρώπινες συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά και την εκφράζει με πολλή συνέπεια. 
Η μετάσταση της Θεοτόκου προϋποθέτει τον θάνατό της, ο οποίος βεβαιώνει κατά τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο, ότι και αυτή δεν ήταν απαλλαγμένη από τις συνέπειες της πτώσεως. Αντίθετα, ο Ρωμαιοκαθολικισμός, επειδή δέχεται την Θεοτόκο απαλλαγμένη τελείως από το προπατορικό αμάρτημα, οδηγήθηκε αναπόφευκτα στα νέα δόγματα που θέσπισε γι' αυτήν, το δόγμα δηλαδή της άσπιλης συλλήψεώς της (1854) και της ενσώματης μεταστάσεώς της (1950). 
Τα νέα αυτά δόγματα του Ρωμαιοκαθολικισμού οφείλονται όχι μόνο στις εσφαλμένες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις του, αλλά κυρίως στην αυτονόμηση της Θεοτόκου από την Χριστολογία της μίας και αδιαίρετης Εκκλησίας, πράγμα που κατέληξε και στην ανάπτυξη της γνωστής, ανεξάρτητης «μαριολογίας» της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: