ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΩΝ
Ζευγμένος εις τον ζυγόν του χρόνου και του χώρου, ο
άνθρωπος, σύρει την οικουμένην. Που; Εις ποίους βαραθρώδεις βράχους θα την
οδηγήση, εις ποία παγερά ύψη πέραν του χρόνου και του χώρου; Όλοι οι άνθρωποι, όλαι
αι φυλαί, όλοι οι λαοί, όλαι αι γενεαί, είναι, εξ ίσου, ζευγμένοι εις αυτόν τον
διπλούν ζυγόν. Και νυχθημερόν τον σύρουν βαρύν, ωθούμενοι από κάποιαν
ακατανίκητον δύναμιν. Σύρουν και σκοντάπτουν, και πάλιν σύρουν και πάλιν
σκοντάπτουν, πίπτουν και χάνονται. Προς τι; Ποίος τους ζευγνύει και ποτέ δεν
τους αποζευγνύει; Ω, ο χρόνος! Είπατέ μου το μυστικόν του χρόνου… Ο χρόνος:
Πικρόν φορτίον. Και ο χώρος; Θλιμμένος δίδυμος αδελφός του χρόνου. Δεν υπάρχει
τίποτε πιο τραγικόν και πιο θλιβερόν από το ανθρώπινον γένος, ζευγμένον εις τον
βαρύν ζυγόν του χρόνου και του χώρου. Σύρει τον χρόνον χωρίς να γνωρίζη ούτε
την φύσιν, ούτε το νόημα, ούτε τον σκοπόν του. Σύρει και τον χώρον, αλλά ούτε
αυτού γνωρίζει την φύσιν, το νόημα, τον σκοπόν.
Η συνέχεια, "κλικ" πιο κάτω στο : Read more
Το άσκοπον λοιπόν εις την
αιχμαλωσίαν του παραλόγου! Συναγωνίζεται το άσκοπον με το παράλογον, τον αγώνα
όμως κερδίζει πάντοτε το τραγικόν. Το να υπάρχη και να ζη κανείς εις τοιούτον
κόσμον,δεν αποτελεί προνόμιον. Δεν είναι έτσι; Αλλά κατά κάποιον ακατανόητον
αναγκαιότητα ευθύς ως εξέρχεσαι εκ του μη όντος εις το είναι, αμέσως ευρίσκεσαι
ζευγμένος εις τον πικρόν ζυγόν του χρόνου και του χώρου. Τι παράδοξος
φιλοξενία! Και αν ακόμη εστάλης εις τον κόσμον με κάπως πιο ευαίσθητα
αισθητήρια, γρήγορα θα αισθανθής ότι μία τεράστια θλίψις πιέζει όλα τα όντα,
ότι κάποια άσπλαγχνος εσωτερική αρρώστια κατατρώγει όλα τα δημιουργήματα. Και η
καρδία σου δια μιας μετατρέπεται εις μίαν πηγήν δακρύων. Τότε αντιλαμβάνεσαι
πως το κάθε πλάσμα έχει μάτια, που συνεχώς δακρύζουν από κάποιαν πικράν θλίψιν.
Και τα δάκρυα όλων των πονεμένων κτισμάτων μαζεύονται εις την καρδίαν του
ανθρώπου, διαποτίζουν όλο του το είναι. Προσπάθησε, αν ημπορής, να συγκρατήσης
την καρδίαν σου, να μη ξεσπάση εις λυγμούς, εμπρός εις την λυπηράν μοίραν του
κόσμου τούτου. Η προσπάθειά σου μεταβάλλεται εις μίαν απελπισμένην κραυγήν, η
θέλησίς σου λυγίζει, ανίσχυρος από την έφοδον της λύπης όλου του κόσμου που
αναβλύζει από όλην την ύπαρξίν σου. Ο κόσμος αυτός… Τι είναι ο κόσμος αυτός με όλα τα βάσανά του,
τας θλίψεις, τας τραγωδίας και τους πόνους του; Τι άλλο, αν όχι ένας
μελλοθάνατος χωρίς ελπίδα; Ναι, ένας μελλοθάνατος χωρίς ελπίδα, που ψυχορραγεί
με μίαν συνεχή αγωνίαν, αλλά ποτέ δεν πεθαίνει. Τι μας μένει; Ο τρυγμός των
οδόντων και η ανταρσία; Αλλά εναντίον τίνος; Αχ, αυτή η τόσον μικρά ανθρωπίνη
συνείδησις με κανένα τρόπον δεν ημπορεί να εύρη τον κύριον ένοχον! Η συνείδησις
φαίνεται ότι εδόθη εις τους ανθρώπους μόνον τόσον, όσον να ημπορούν να
βασανίζωνται μάταια με αυτήν, αισθανόμενοι το τραγικόν των αδιέξοδον από τας
φρικτάς συνθήκας υπάρξεως. Η ανθρωπίνη συνείδησις είναι σαν μία μικρή,
πυγολαμπίς μέσα εις την σκοτεινήν νύκτα, παντού γύρω πυκνός και αδιαπέραστος
ζόφος. Ωθουμένη από κάποιαν εσωτερικήν ανησυχίαν, η ταλαίπωρος πυγολαμπίς,
τρέχει από το ένα σκότος εις το άλλο, από το μικρότερον εις το μεγαλύτερον.
Αλλά το κορύφωμα της φρίκης ευρίσκεται, εις το ότι και το μεγαλύτερον σκότος
είναι πολύ μικρόν εμπρός εις ένα άλλο μεγαλύτερόν του. Και ούτω καθ΄ εξής επ΄
άπειρον. Υπερβολικά ανεπτυγμένη συνείδησις…
Τι μου χρειάζεται; Επιθυμώ να μη
επιθυμώ πια τίποτε. Υπερβολικά ανεπτυγμένη αίσθησις… Τι χρειάζεται; Θέλω να μη
αισθάνωμαι πια τίποτε. Αλλά το πλέον ανυπόφορον βάσανον, είναι το να σκέπτεται
κανείς περί του παραλόγου της σκέψεως. Η σκέψις είναι το πιο μεγάλο παράλογον.
Ω, αν είχεν ο άνθρωπος επινοήσει την σκέψιν, θα εύρισκεν εύκολα τον παράδεισόν
του. Πως; Καταστρέφων την σκέψιν! Τώρα όμως η σκέψις είναι επιβεβλημένη εις τον
άνθρωπον, αυτή στοχάζεται και όταν ο άνθρωπος δεν το θέλει… Σεις, που είσθε
μάρτυρες της σκέψεως, το αισθάνεσθε και το γνωρίζεται αυτό. Το γνωρίζεται δια
της αισθήσεως. Και αυτό ακριβώς είναι η πιο τρομερή γνώσις. Αν μου εύρετε το
τέλος της σκέψεως, τον θάνατόν της, τότε θα γίνετε οι μεγαλύτεροι ευεργέται της
ανθρωπότητος. Έως ότου θα υπάρχη αίσθησις, έως ότου θα υπάρχη σκέψις εις τον
άνθρωπον, είναι αδύνατον να μη θρηνή επάνω από το φρικτόν μυστήριον αυτού του
κόσμου, με ένα θρήνον ατελείωτον και απαρηγόρητον, διότι ο άνθρωπος είναι άνευ
τέλους και πέρατος—με την θλίψιν. Εδώ έγκειται η αθανασία του, αθανασία
κατηραμένη και επιβεβλημένη. Ω, είθε ο βασανισμένος και θλιμμένος άνθρωπος να
εύρισκε τον θάνατόν του, μέσα εις τον οποίον θα απέθνησκεν η σκέψις του εξ
ολοκλήρου, και μάλιστα δια παντός και εις την αιωνιότητα.
Συνεχίζεται.
Συνεχίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου