Β’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Η ΚΛΗΣΙΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

Ὁ σκοπός καί τό νόημα τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως καί ὁ σκοπός τῆς δικῆς μας προσωπικῆς εὐθύνης, συνίσταται στήν ἀποδοχή τοῦ μηνύματος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας· καί τῆς συγκατάθεσης τῆς καρδιᾶς στήν κλήση. Πῶς συμβαίνει αὐτό; Διά τῆς ὑπακοῆς ἐν Χάριτι, πρός τόν Πατέρα. Μαρτυρεῖ ὁ Πατήρ ὅτι: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾦ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε».

Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς εἶναι τό στέρεον ἔδαφος, πού δυνάμεθα ἀσφαλῶς να ἀκουμπήσουμε. Μέ τήν ἀποδοχή τῆς πίστεως καί τῆς κλήσεως, γνωρίζουμε ποιός εἶναι ὁ Μεσσίας καί ποῖον εἶναι τό ἔργο πού τοῦ ἀνέθεσε ὁ Θεός νά τελειώσει· δηλαδή, ἡ ἐξουδετέρωσις τοῦ κεντριοῦ, πού μεταφέρει τό δηλητήριο τῆς πλάνης στόν κόσμο καί θανατώνει αἰώνια τούς φίλαυτους, ἀπειθεῖς.

Ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, γιατί ὑπάρχει ὁ Θεός· καί σώζεται ὁ ἄνθρωπος, γιατί ὑπάρχει ὁ Θεάνθρωπος, πού νίκησε τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο. Ἡ φιλαυτία, ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ ἀπιστία, ἡ ἀκηδία, ἡ ἀχαριστία, ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ πλησίον, εἶναι οἱ κακίες πού κλείνουν τίς καρδιές καί ἐξουδετερώνουν τήν κλήση τοῦ Πατρός διά Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, πού κλήθηκαν σήμερα, ὅπως ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, ἦταν ξένοι ἀπό αὐτές τίς κακίες. Δέν ὑπῆρχαν αὐτά τά φαντάσματα, πού φτιάχνει ὁ διάβολος στίς ὑπερήφανες καρδιές καί τίς σκοτώνει. Ταπεινοί, ὄντες, δέχτηκαν τήν ἄνωθεν δωρεάν, ἄκουσαν τήν φωνή τοῦ Χριστοῦ καί  «ἀφέντες ἄπαντα, ἠκολούθησαν Αὐτόν». Συνοδοιπόροι μέ τόν Ἰησοῦν, μέ ἔνδυμα τήν ταπείνωση καί τήν πραότητα, ἀσκήθηκαν ἐφ’ ὅρου ζωῆς στήν ἀρετή καί τήν μετάνοια. Συνέπεια, στό τέλος, ἦταν νά συμφιλιωθοῦν μέ τόν Πατέρα, διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, πού εἶναι ὁ τελικός σκοπός καί στόχος τῆς θείας Οἰκονομίας.

Συνεπῶς, ἀδελφοί μου, ποιά εἶναι ἡ κλήση ἑκάστου χριστιανοῦ; Ἐν προκειμένῳ σήμερα τῶν Πρωτοκορυφαίων Ἁγίων Ἀποστόλων; Τοῦτό ἐστιν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀγιασμός ἡμῶν. Ὁ καθένας νά πληρωθεῖ «εἰς πᾶν πλήρωμα τοῦ Θεοῦ». Νά «ἐνδυθεῖ» τόν Χριστόν.[1] Ὁ κάθε Ἀπόστολος, μέ τήν ἀποδοχή τῆς κλήσεως, εἶναι ἐκεῖνος, πού, ὄντως, πληρώθηκε μέ κάθε πλήρωμα τοῦ Θεοῦ, πού ἐνδύθηκε ὅλος τόν Χριστόν, πού βρίσκεται ὅλος μέσα Του, μέ ὅλη τήν καρδιά, ὅλη τήν ψυχή, ὅλο τό εἶναι του. Στό πρόσωπο τοῦ κάθε Ἀποστόλου καί δι’ Αὐτῶν, ὅλων ἡμῶν, ἀποτυπώνεται, τό τί σημαίνει νά ζεῖς καί νά κατέχεις ἐπαξίως, τήν ὀρθόδοξη Ἀποστολική κλήση (βλέπε Ἐφεσ. 4, 1-2).

Ἐντούτοις, σέ ὅσους φυτευτεῖ μέσα τους αὐτή ἡ κλήση, ζοῦν μέ εἰλικρινή μετάνοια, παίρνοντας συνοδοιπόρους τήν προσευχή καί τήν ἐγκράτεια, πού ἐλευθερώνει ἀμέσως ἀπό τήν δουλεία τῶν παθῶν. Χορηγεῖ εἰρήνη στίς ψυχικές δυνάμεις καί καθαρίζει τήν καρδιά μέ δάκρυα, γεμίζοντάς την γαλήνη, μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τίποτε ἄλλο, δέν φτερώνει τόσο τήν ψυχή, στόν ἔρωτα τοῦ Θεοῦ καί στήν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, ὅσο ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ κατάνυξη καί ἡ καθαρή προσευχή.

Πάντοτε ὁ Χριστός τόνιζε στούς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Φύλαγε καλά τήν παρακαταθήκη, τῆς πλουτοποιοῦ παραδόσεως»· «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ», μέσα στήν ὁποία ἔχουν κατατεθεῖ, οἱ ἀπόκρυφοι θησαυροί τῆς ἀγάπης, τῆς δικαιοσύνης καί φυλάγονται τά μαργαριτάρια τῆς κατανύξεως. Ἐκεῖ, ὁ Βασιλεύς Χριστός ὁ Θεός, ἀναπαύεται. Καί μοιράζει τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἑκατονταπλασίονα, χαρίζοντας τά μεγάλα ἀξιώματα· ἀλλά καί πέραν αὐτῶν, τόν λόγο τῆς γνώσεώς Του, τήν ἀπόρρητη σοφία Του καί τήν ἕνωση μαζί Του, γιά νά συμβασιλεύουν μέ Αὐτόν, στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα, ὅπως ὁ ἴδιος παρακάλεσε τόν Πατέρα Του, λέγοντας: «Πατέρα, θέλω αὐτοί πού μού ἔδωσες νά εἶναι ὅπου εἶμαι κι ἐγώ».[2]

Μέ ἄλλα λόγια, σεβαστή γερόντισσα, οἱ Ἀπόστολοι καί δι’ αὐτῶν οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, ἔχουν κληθεῖ νά ζήσουν, σύν καί ἐν τῷ σαρκωθέντι Θεῷ, τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ· νά ζήσουν σύν καί ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἐφ’ ὅσον αὐτή ἀποτελεῖ «τό σῶμα αὐτοῦ» καί τό «πλήρωμα» Ἐκείνου, τοῦ «τά πάντα ἐν πᾶσι πληρωμένου».[3]

Συνεπῶς ἡ κλήση τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί δι’ Αὐτῶν, τοῦ κάθε πιστοῦ ὀρθοδόξου, εἶναι νά πραγματώσει στόν ἑαυτό του, τό περί τοῦ ἀνθρώπου, αἰώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ·[4] καί οἱ χριστιανοί ὀρθόδοξοι ἀδελφοί, πραγματοποιοῦν αὐτό το σχέδιο, ζώντας σύν τῷ Χριστῷ, σύν καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ.

Ὁ χριστιανός εἶναι χριστιανός, τηρῶντας τίς διδαχές τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἀκριβῶς, καί ζῶντας τά μυστήρια τῆς Ἀγίας Ἐκκλησίας, ἁγιαζόμενος, λέγοντας μέ παρρησία στόν Χριστό: «ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι»· γιατί «ὁ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἕν πνεῦμά ἐστι».[5]

Μία καρδιά, μία ψυχή, μία βούληση, ἕνα σῶμα καί μία κεφαλή. Τοῦτ’ ἔστιν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Παράδοσις· πέραν αὐτῶν τό ἀπόλυτο μηδέν. «Πᾶς  ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν ουρανοῖς».[6]

Λοιπόν κι ἐμεῖς ἀδελφοί μου, ὁμολογοῦμε ἔμπροσθεν πάντων, ἀγγέλων καί ἀνθρώπων ὅτι στόν Μεσσίαν, Ἰησοῦν, ἀνήκει ἡ Δόξα, ἡ Βασιλεία, τό Κράτος, ἡ Λατρεία, ἡ προσκύνησις, εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.



[1](Ἐφεσ. 3, 19), (Kολασ. 2, 10), (Ρωμ. 13, 14), (Γαλάτ. 3, 27)

[2](Ἰωάν. 17,24)

[3]( Ἐφεσ. 1, 23)

[4](Ἐφεσ. 1, 1- 5)

[5](Α’ Κορινθ. 6, 17)

[6](Ματθ. 10, 32)

Δεν υπάρχουν σχόλια: