Καλλίνικος ο θείος και μέγας Μάρτυς ήτο από την καλήν και εύφορον χώραν των Κιλίκων, εκ νεαράς δε ηλικίας εσέβετο τον αληθή Θεόν, τον Σωτήρα και Ποιητήν απάσης της κτίσεως, τα δε είδωλα ως δόλια ο άδολος προς τον Χριστόν και εύχρηστος νέος εμίσει εξ όλης του της καρδίας και τα επόμπευε, κηρύττων φανερά και μεγαλοφώνως την πλάνην εκείνων και ματαιότητα. Ήτο δε καταπολλά γνωστικός και λόγιος. Όθεν με τα γλυκύτατα και φρόνιμα λόγια του έσυρεν ως άλλη τις σειρήν τους ακροατάς του προς εαυτόν και ως ο μαγνήτης τον σίδηρον, τοιουτοτρόπως προσείλκυεν έκαστον με την ενάρετον και θαυμασίαν ζωήν και πολιτείαν του. Έχων λοιπόν τοιούτον πόθον να φέρη και άλλους πολλούς αχρήστους εις τον Χριστόν ο χρηστότατος, επορεύθη και εις άλλας πόλεις και εκήρυττε παντού την ευσέβειαν. Διαβαίνων λοιπόν από διαφόρους πόλεις και χωρία εδίδασκε το ιερόν Ευαγγέλιον. Φθάσας δε εις Άγκυραν της Γαλατίας, ήτις είναι μεγάλη πόλις και πολυάνθρωπος, εκήρυξε και εκεί την ευσέβειαν· και οι μεν συνετοί και καλόγνωμοι, ακούσαντες την αλήθειαν, ωφελήθησαν, αποδεχθέντες τον σπόρον της πίστεως· οι δε ασύνετοι και κακότροποι, ως γη πετρώδης και άκαρπος, όχι μόνον ουδόλως ετελεσφόρησαν, αλλά και τον διδάσκαλον και ευεργέτην αδίκως οι άδικοι ως δίκαιον τελείως εμίσησαν, εσυκοφάντησαν δε εις τον ηγεμόνα της πόλεως οι άχρηστοι τον φιλόχριστον.
Ο δε φιλόχρυσος και μισόχριστος άρχων, όστις ωνομάζετο Σακερδώς, επρόσταξε να τον φέρουν ενώπιόν του και του λέγει με θρασύτητα· «Όλοι θυσιάζουσιν εις τους θεούς, δια να τους έχουν βοήθειαν, οι οποίοι μας δίδουσιν όλα τα καλά και μας ευεργετούν, και μόνον συ τολμάς και τους καταφρονείς, αναιδέστατε· δεν φθάνει δε ότι συ δεν τους προσκυνείς, αλλά και τους άλλους παρακινείς, ίνα βυθίσης τούτους εις την αυτήν πλάνην με τας φλυαρίας σου»; Τότε ο Άγιος, πράος και ταπεινός, απεκρίνατο· «Ως δούλος του Δεσπότου Χριστού, του αληθινού Θεού, όστις είναι η δύναμίς μου, ο πλούτος και το καύχημα, σπουδάζω και αγωνίζομαι πρώτον μεν να φυλάξω τον εαυτόν μου καθαρόν και αμέτοχον από την θανάσιμον βλάβην της ειδωλολατρίας· δεύτερον επιποθώ και κοπιάζω το κατά δύναμιν να επιστρέψω και τους πεπλανημένους από την αγνωσίαν εις την ευσέβειαν· ότι αι άγιαί μας Γραφαί λέγουσιν, ότι όποιος επιστρέψη αμαρτωλόν εις μετάνοιαν και τον καμη με την διδαχήν του να αφήση την πλάνην του, θέλει σώσει και αυτός την ψυχήν του από τον αιώνιον θάνατον. Λοιπόν μακαρία η ώρα να έκαμνες και συ τον λόγον μου, ηγεμών εκλαμπρότατε, να αφήσης την πλάνην σου, να δράμης εις την αλήθειαν· και τότε θέλεις γνωρίσει πόση διαφορά είναι από τον Χριστόν έως αυτά τα κωφά και αναίσθητα είδωλά σας, τα οποία σας οδηγούν εις όλεθρον και απώλειαν». Ταύτα τα ψυχωφελή λόγια η μισόκαλος και φαύλη ψυχή ακούσασα εθυμώθη αμέτρως και βλέπων με άγριον όμμα τον Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Θαρρώ ότι επιθυμείς τον θάνατον, κακοθάνατε, δια τούτο φλυαρείς τοιαύτα παιδικά και μάταια λόγια. Αλλά γίνωσκε, ότι αυτά δεν σε ωφελούν τελείως· ούτε τις θέλει δυνηθή να σε λυτρώση από τας χείρας μου, ούτε αυτός τον οποίον ονομάζεις Θεόν και Σωτήρα σου· διότι θα σπαράξω όλα τα μέλη σου και θα σου δώσω τόσα πικρά κολαστήρια, ώστε να γνωρίσης με ταύτα πόσον κακόν είναι η απείθεια και πόσας τιμωρίας λαμβάνουσιν όσοι τους θεούς καταφρονούσι και μυκτηρίζουσι». Τότε ο Άγιος τον εκύτταξε χαρούμενος, λέγων· «Μη αμελήσης, ούτε να αφήσης να παρέλθη καιρός, αλλά ταχέως ετοίμασον όλα σου τα κολαστήρια όργανα, πυρ, ξίφη, τροχούς, στρεβλώσεις και μάστιγας, και ει τινα άλλην συλλογισθής δριμυτέραν βάσανον· ότι αυτά όλα και άλλα περισσότερα και έτι δεινότερα παιδευτήρια επιποθώ δια την αγάπην του Χριστού μου. Τα δε απολαυστικά και τερπνά του βίου τούτου νομίζω σκιάς και όνειρα και μόνον φαντάζομαι τα μετά θάνατον ως αθάνατα όντως και ατελεύτητα. Όθεν άλλο δεν φοβούμαι ειμή μόνον να μη υστερηθώ της αιωνίου εκείνης μακαριότητος και θείας του Χριστού απολαύσεως· αλλά αυτά όλα τα πρόσκαιρα κολαστήρια λογίζομαι ηδονήν και απόλαυσιν δια τον Δεσπότην μου Χριστόν τον αληθή Θεόν και Σωτήρα μου». Τότε ο ηγεμών προστάσσει και τον έδειραν εις όλον το σώμα με ωμά βούνευρα, φωνάζων προς αυτόν ο διαλαλητής και ταύτα λέγων· «Προσκύνησον τους θεούς, Καλλίνικε και επικαλέσου αυτούς να σε λυτρώσουν από ταύτην την βάσανον». Ο δε Άγιος εδέχετο τας πληγάς τόσον άφοβα, ώστε εφαίνετο ότι δεν ήτο εκείνος ο τιμωρούμενος, μόνον δε εις τον Θεόν είχεν υψωμένην όλην του την διάνοιαν και τον ηυχαρίστει, διότι τον ηξίωσε να πάθη ταύτα δια την αγάπην του· όταν δε έβλεπε το σώμα του καταξεσχιζόμενον και κόκκινον από το πλήθος του αίματος, τοσούτον περιεγέλα εκείνους οι οποίοι τον έδερον, ότι δεν ηδύναντο να τον κτυπούν δυνατώτερα, αλλά εκουράζοντο τόσον ταχέως. Ο δε Σακερδώς εξεμάνη και προστάσσει να τον καταξεσχίσουν με σιδηρούς όνυχας άλλοι στρατιώται ωμοί και άγριοι. Οίτινες τόσον τον εξέσχισαν, ώστε δεν αφήκαν κανέν μέλος του σώματος ατιμώρητον. Αλλά ήθελεν ειπεί τις, ότι είχεν φύσιν λιθίνην και όχι σαρκίνην ο αδαμάντινος, διότι ποσώς δεν υπελόγιζε τας δεινάς εκείνας οδύνας, αλλά τον έκαμνεν ο θείος έρως τόσον δυνατόν και εστομωμένον, ως εάν ήτο το σώμα του σιδηρούν ή από άλλο μέταλλον μάλλον ή σάρκινον. Αλλά ταύτα πάντα εγίνοντο δια την υπερβάλλουσαν αγάπην, την οποίαν είχε και τον πόθον προς τον ποθούμενον, όστις τον έκαμνε να μη συλλογίζεται ποσώς τας μάστιγας, αλλά μάλλον περιεγέλα τον τύραννον, ονομάζων αυτόν μωρόν και αδύνατον, επειδή δεν ηδύνατο να νικήση ένα γυμνόν και άοπλον άνθρωπον. Ταύτα ακούων κατησχύνετο ο αναίσχυντος τύραννος· βλέπων δε όλας του τας μηχανουργίας και τας κολάσεις ματαίας ο μάταιος, απηλπίσθη ολότελα, γνωρίσας ότι δεν ηδύνατο να νικήση τον αήττητον αριστέα και ισχυρόν ο ανίσχυρος. Όθεν ήλθεν εις ταύτην την τελευταίαν, δεινήν και πανώδυνον παίδευσιν· προστάξας ο άσπλαγχνος να του βάλουν σιδηρά υποδήματα, τα οποία είχον καρφία έσωθεν αιχμηρά και οξύτατα, παρήγγειλεν εις τους στρατιώτας να τον σύρουν, ίνα περιπατή γρήγορα, έως να τον υπάγουν εις Γάγγραν, φθάνοντες δε εκεί να εκκαύσουν ισχυρώς κάμινον και να τον ρίψουν εντός ούτω ημιπεθαμένον από τους ήλους, και να τον καύσουν τελείως, δια να τον ίδουν οι λοιποί Χριστιανοί, τους οποίους αυτός ο σοφός Καλλίνικος εδίδαξεν εκεί εις την Γάγγραν και τους έφερεν εις την ευσέβειαν, ίνα φοβηθώσι και αυτοί και επιστρέψουν εις την προτέραν πλάνην, προ του να πάθουν τα όμοια. Λαβόντες λοιπόν οι του ασπλάγχνου τυράννου άσπλαγχνοι υπηρέται τον Μάρτυρα, αυτοί μεν ίππευσαν εις τα άλογα, τον δε Άγιον έσυρον με βίαν πολλήν, δια να καρφώνωνται βαθύτερα εις τους πόδας του οι ήλοι, ίνα του προξενούν δριμυτέραν την βάσανον. και τόσον πόνον του έδιδον, ώστε όσοι τον έβλεπον εσυμπονούσαν και εδάκρυζον. Ο δε μακάριος υπέμενε μεγαλοψύχως δοξάζων τον Κύριον, ο οποίος αοράτως τον εδυνάμωνεν, ανακουφίζων τους πόνους του με την θείαν χάριν αυτού και άμαχον βοήθειαν. Όθεν ελπίζων εις τον Κύριον, έτρεχεν όπισθεν των αλόγων, ευχόμενος μετά του Δαβίδ του παμμάκαρος λέγων· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι… Έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου… Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι»; Με ταύτα και άλλα παρόμοια επεκαλείτο τον Κύριον. Τρέχοντς δε έκαμαν εξήκοντα μίλια. Ήτο δε εκείνην την ημέραν άμετρος καύσις ηλίου και ο τόπος περισσώς άνυδρος. Οι δε στρατιώται από την πολλήν δίψαν, την οποίαν είχον, εξέβαλον έξω ως σκύλοι τας γλώσσας καταφλεγόμενοι τόσον, ώστε εκινδύνευαν εις θάνατον από την άμετρον εκείνην ταλαιπωρίαν, διότι ήτο ο ήλιος εις τον Λέοντα, ήτοι τον Ιούλιον, κατά τον οποίον γίνονται τα μεγάλα καύματα. Μη δυνάμενοι δε πλέον να τρέχωσιν, έπεσαν εις την γην ως άψυχοι. Όθεν μη έχοντες ποσώς ύδωρ να πίωσιν, έμελλον εις ολίγον να ξεψυχήσουν. Λοιπόν μη ελπίζοντες από άλλον τινά βοήθειαν, έπεσον εις τους πόδας του Μάρτυρος με θερμότατα δάκρυα λέγοντες· «Μη ενθυμηθής τα κακά, τα οποία σου εκάμαμεν, αμνησίκακε Άγιε, αλλά συμπάθησόν μας ως συμπαθέστατος και βοήθησον ημάς εις τοιούτον κίνδυνον· δος μας νερόν να μη αποθάνωμεν από την κακουχίαν οι τάλανες, ότι όλη η φυσική υγρότης ηφανίσθη τελείως και η δύναμίς μας, καθώς βλέπεις, από την άμετρον καύσιν εκλείπει, μας εύρον δε όλα τα δεινά· όθεν εις άλλον τινά δεν ελπίζομεν να μας βοηθήση, ειμή εις τον εαυτόν σου». Ταύτα ακούσας ο Άγιος ελυπήθη τους φονευτάς του, τους πρώην ασυμπαθείς ο συμπαθέστατος πίπτει όθεν δι’ αυτούς εις προσευχήν, δεόμενος του αμνησικάκου Χριστού ο χριστομίμητος λέγων· «Δέσποτα Θεέ παντοδύναμε, σπλαγχνίσου τους ταλαιπώρους ανθρώπους τούτους· καθώς δε ποτέ παραδόξως επρόσταξες την σκληράν πέτραν και εξήλθεν ύδωρ άμετρον, με το οποίον επότισες άπειρον λαόν εις την έρημον, ούτω και τώρα ευδόκησον να εξέλθη ύδωρ ηδύτατον εις τούτον τον άνυδρον τόπον, εις δόξαν του Σου Αγίου Ονόματος, ίνα μη αποθάνουν από την δίψαν οι τάλανες». Ταύτα του Μάρτυρος λέγοντος, ω μεγίστου και θαυμασίου τερατουργήματος! Εξήλθεν από μίαν πέτραν ύδωρ ποτάμιον, ώσπερ να ήτο παλαιόθεν βρύσις μεγάλη και άβυσσος. Το οποίον ύδωρ δεν εξήλθεν μόνον τότε και έπειτα να παύση ως εις έρημον, αλλά αναβλύζει έκτοτε πλήθος πολύ έως την σήμερον. Όθεν όχι μόνον οι στρατιώται εκείνοι ενεπλήσθησαν του ποτίμου εκείνου και γλυκυτάτου νάματος, αλλά και πάντες οι μεταγενέστεροι, οίτινες την ονομάζουν βρύσιν του Καλλινίκου Μάρτυρος. Ούτω δοξάζει ο Κύριος τους αυτόν δοξάζοντας, ανατέλλων επί δικαίους και αδίκους τον ήλιον και τρέφων καλούς και κακούς ο αμνησίκακος· ελυπήθη όθεν ως οικτίρμων και εύσπλαγχνος και εκείνους τους φονείς, οίτινες μετέβαινον ίνα θανατώσουν τον δούλον του. Απολαύσαντες δε ούτοι τοσαύτης ευεργεσίας και αναζήσαντες από την προτέραν ολιγοθυμίαν, εκίνησαν πάλιν την οδόν ως και πρότερον· και ηυλαβούντο μεν τον Άγιον δια την άνωθεν θαυματουργίαν, αλλά πάλιν δια τον φόβον του άρχοντος έλαβον τον Μάρτυρα και επορεύθησαν εις την Γ΄σγγραν κατά το πρόσταγμα. Φθάσαντες δε εκεί εδίστασαν και ημέλουν να τον θανατώσουν, ενθυμούμενοι την πολλήν αυτού αγαθότητα. Αλλ’ εκείνος τους συνεβούλευσε να τελέσουν το προσταχθέν, δια να μη τους θανατώση ο τύραννος, να λυτρωθή δε και εκείνος από τα βάσανα, μεταβαίνων με τον πρόσκαιρον θάνατον εις ζωήν αθάνατον, ίνα βασιλεύη αιώνια, ευφραινόμενος και απολαμβάνων τον ποθούμενον. Ανάψαντες λοιπόν οι υπηρέται την κάμινον, όταν σφοδρώς εκοκκίνισεν, έρριψαν έσω τον Άγιο χαίροντα και αγαλλώμενον. Εδοξολόγει δε τον Θεόν ο Άγιος και τον ηυχαρίστει μεγάλως, ότι τον ενεδυνάμωσε να τελειώση καλώς τον αγώνα της αθλήσεως. Ταύτα λέγων, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις τας αχράντους χείρας του Δεσπότου Χριστού, την εικοστήν ενάτην του Ιουλίου μηνός. Αλλά συ μεν, ω παμμάκαρ Καλλίνικε, καλλώπισμα όντως Μαρτύρων και ηδύτατον εντρύφημα, ούτω καθαρώς πολιτευσάμενος και καλώς αγωνισάμενος, μεταστάς δε από ταύτα τα ρευστά και μάταια, καθαρός εις τον καθαρόν Νυμφίον Χριστόν παρίστασαι, εστολισμένος με πολύτιμον και αμάραντον στέφανον. Ημείς δε ευρισκόμεθα ακόμη εις την μεγάλην τρικυμίαν της νοητής θαλάσσης περιφερόμενοι. Λοιπόν δεόμεθα σου, ενθυμήσου και ημάς, καθώς και ημείς οι ανάξιοι ενθυμούμεθά σε, εορτάζοντες ευλαβώς την ιεράν σου πανήγυριν. Αξίωσον δε ημάς να τελέσωμεν την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν ατάραχα και αναμάρτητα και να περάσωμεν αχείμαστα των πειρασμών την αγρίαν θάλασσαν δια να φθάσωμεν κατευόδιον εις τον αχείμαστον λιμένα της αναπαύσεως, έχοντες κυβερνήτην και οδηγόν, δια πρεσβειών σου, τον Δεσπότην και Σωτήρα Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου