Τη Ε΄ (5η Ιουλίου), μνήμη του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ του εν Άθω και των συν αυτώ αποκτανθέντων εξ μαθητών αυτού.

Χρήσιμον ήτο πάντοτε να γράφωνται οι βίοι των εναρέτων και αγίων ανδρών, δια την ψυχικήν ωφέλειαν την οποίαν λαμβάνουν οι ακούοντες. Μάλιστα τώρα εις τα τέλη των αιώνων είναι τούτο έτι αναγκαιότερον, ένεκα της φοβεράς αμελείας ην δεικνύομεν, εις σημείον ώστε μετά βίας να δύνανται πολλά και μεγάλα παραδείγματα να παρακινήσουν ημάς προς μικρότατον αγώνα δια την του βίου διόρθωσιν. Ως εκ τούτου, μετά των άλλων ψυχωφελών διηγήσεων, γράφομεν και τούτον τον θαυμάσιον βίον του τρισμάκαρος Αθανασίου, όστις ησκήτευεν εις τον Άθωνα, τον οποίον έγραψαν οι μαθηταί αυτού και αφήκαν εις τους μεταγενεστέρους ως κληρονομίαν εκ θησαυρού πολυτίμου. Ο δε λόγος δεν θα είναι εγκωμιαστικός, αλλά διηγηματικός, μάλιστα προς ωφέλειαν των ακουόντων και όχι ίνα ευφημήσωμεν και επαινέσωμεν τον Άγιον, όστις, επειδή επαινείται υπό των θείων Αγγέλων, δεν χρειάζεται ανθρώπων εγκώμια.

Τούτον τον ουράνιον άνθρωπον και επίγειον Άγγελον εβλάστησε μεν Τραπεζούς η μεγαλόπολις, ηύξησε δε λογικώς η Κωνσταντινούπολις, τα δε όρη του Κυμινά και Άθωνος προσέφερον τούτον εις τον Θεόν. Οι γονείς του ήσαν ευγενείς, πλούσιοι και λίαν περίβλεπτοι. Πλην, ο πατήρ αυτού ετελεύτησε πριν γεννηθή ο Άγιος, η δε μήτηρ αφού εγέννησεν αυτόν τον εβάπτισεν, ωνομάσασα εις την Αγίαν κολυμβήθραν Αβράμιον. Έπειτα, αφού έζησεν ολίγον καιρόν, απεβίωσεν. Όθεν ο Αβράμιος έμεινεν ορφανός. Όμως από την κηδεμονίαν και την πρόνοιαν του πατρός των ορφανών δεν απωρφανίσθη, αλλ’ ένευσεν εις την καρδίαν μιας Μοναχής, ευγενούς και πλουσίας παρθένου, ήτις ήτο γνώριμος και προσφιλής εις την μητέρα του και παρέλαβεν αυτόν, ίνα τον αναθρέψη ως τέκνον της. Ούτος δε από μικράς ηλικίας εδείκνυεν οποίος έμελλε να γίνη κατόπιν, διότι ήτο κοσμιώτατος και εύτακτος, συνετός και φρόνιμος. Εις το φαγητόν δεν ήτο ακρατής ή πείσμων, αλλά σώφρων και εγκρατευόμενος από πάσαν αταξίαν. Απλώς δ’ ειπείν, κατά την επωνυμίαν αυτού είχεν όντως και αβραμιαίον το φρόνημα ο Αβράμιος. Όταν δε έπαιζε με τους άλλους παίδας, επροφήτευον εις αυτόν τα μέλλοντα. Συνηθροίζοντο δηλαδή εις εν σπήλαιον και εψήφιζαν αυτόν ηγούμενον και υπετάσσοντο, γεγονός όπερ μετά καιρόν εγένετο πράγματι και πολλά εξ εκείνων των παιδίων μετέπειτα εκουρεύθησαν και έγιναν Μοναχοί. Βλέπων δε ο ευλογημένος Αβράμιος την Μοναχήν εκείνην, ήτις τον ανέτρεφε, να προσεύχεται πολλάκις και να νηστεύη, εθαύμαζε και ηρώτα αυτήν, διατί πράττει ταύτα. Εκείνη δε απεκρίνετο· «ημείς, τέκνον, οι φέροντες τούτο το ένδυμα, είμεθα υποχρεωμένοι να αγρυπνώμεν με προσευχάς και νηστείας, διότι ο εχθρός μας, ο διάβολος, περιπατεί, ζητών ως άγριος λέων να καταπίη κανένα Χριστιανόν». Ο Αβράμιος τότε, ακούσας ταύτα, εχάρη και έκτοτε εγκατέλειψε τα παιδικά και συνέλαβε τον θείον φόβον, όστις είναι η αρχή της σοφίας, εις την καρδίαν του, και με τον φόβον και τον πόθον αυτόν ήρχισε να γνωρίζη και να βαδίζη εις την θείαν οδόν, ενδυναμούμενος με την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Είχε δε νουν οξύν και εμάνθανε τόσον ευκόλως τα μαθήματα, ώστε ο διδάσκαλος και οι συμμαθηταί αυτού τον εθαύμαζον. Όταν ο μακάριος συνεπλήρωσε τους επτά χρόνους της ηλικίας αυτού, ετελεύτησεν η θετή μήτηρ του. Είχε δε πόθον πολύν να μεταβή εις το Βυζάντιον δια να εκμάθη την Γραμματικήν. Όθεν ο Κύριος εδώρησεν εις αυτόν κατά την καρδίαν του. Συνεπάθησε τον Αβράμιον εις ευνούχος του βασιλέως Ρωμανού του Γέροντος, όστις ήτο Κουμερκιάριος εκεί εις την Τραπεζούντα και βλέπων τον παίδα σώφρονα και φρόνιμον και όντως φυτόν του Θεού, τον ηγάπησε και έφερεν αυτόν εις την βασιλεύουσαν, εκεί δε τον έστειλεν εις ένα γνωστικόν και λόγιον διδάσκαλον καλούμενον Αθανάσιον. Ο δε νέος πολύν κόπον κατέβαλε, κατά τον πόθον του και την του νοός δεξιότητα. Όθεν εις ολίγον καιρόν εξεπαιδεύθη θαυμασίως εις πολλά μαθήματα. Αλλά παρά την φροντίδα των γραμμάτων δεν παρημέλει τα ψυχικά καθήκοντα. Όσον δε έτρεφε τον νουν με τα μαθήματα της φιλοσοφίας, τόσον ελιμοκτόνει την σάρκα με σκληραγωγίαν και εγκράτειαν, σπουδάζων να γίνη ίσος προς τον διδάσκαλόν του. Ήτο δε στρατηγός τις εκεί εις το Βυζάντιον, Ζεβινάζερ ονομαζόμενος, όστις έδωσεν εις τον υιόν του ως σύζυγον μίαν συγγενή του Αβραμίου, η οποία συνεβούλευσε τον σύζυγόν της να έχουν τον νέον εις την οικίαν των, αφού ήτο συγγενής της, δια να μη έχη αυτόν ξένος. Με πολλάς λοιπόν παρακλήσεις έστερξεν ο Αβράμιος και μετέβη πλησίον της συγγενούς του, αλλά δεν ήθελε να τρώγη εις μίαν τράπεζαν δια το ασύγχυτον, ίνα μη τον βλέπουν ότι εγκρατεύεται. Όθεν παρεχώρησαν εις αυτόν δύο δούλους, δια να τον υπηρετώσι. Και αυτοί μεν του έστελλον καθημερινώς άρτον καθαρώτατον, ιχθύς, οπώρας και άλλας τροφάς, αυτός δε, ο τρισμακάριος, παρεκάλει τους δούλους να πωλώσι τον καθαρόν άρτον και να του αγοράζουν ελάχιστον κρίθινον, τον οποίον έτρωγε κάθε δύο ημέρας με ωμά λάχανα· σπανίως δε έτρωγε και οπώρας, προς ολίγην παραμυθίαν της φύσεως. Έπινεν ύδωρ εις την δίψαν του και, απλώς ειπείν, εβασάνιζε πολύ την σάρκα· δεν εχόρταινε δε ουδέποτε την γαστέρα, αλλά μάλλον την ψυχήν έτρεφε πλουσίως δια της εγκρατείας, και ενετρύφα πολλάκις με νηστείας μακράς, λογιζόμενος την αλουσίαν ως απόλαυσιν και την γύμνωσιν, κατά τον καιρόν του χειμώνος, ως θερμότητα. Όταν δε ο και προτού να μονάση Όσιος ετυραννείτο εκ της αϋπνίας, επλήρωνε μίαν λεκάνην δι’ ύδατος και έπλυνε το πρόσωπον δια να μη νυστάζη, τόσον ώστε κατά τον χειμώνα επάγωνε το ύδωρ επί του προσώπου του. Κατά δε τον ολίγον ύπνον, ον ελάμβανε δια την βίαν της φύσεως, δεν ανεπαύετο εις την κλίνην, αλλά καθεζόμενος εις θρονίον. Ούτω ως προς μεν την ιδίαν αυτού σάρκα ήτο εχθρός άσπλαγχνος, προς δε τους πτωχούς ελεήμων και συμπαθέστατος, και όσα έδιδον εις αυτόν οι συγγενείς και φίλοι του διένεμεν εις χείρας πτωχών και πενήτων και όταν δεν είχε τίποτε ανεχώρει εις τόπον απόκρυφον, εξεδύετο τα εσώρρουχά του, και δίδων αυτά ως ελεημοσύνην, έμενε μόνον με το εξωτερικόν ιμάτιον δια την αναγκαίαν σκεπην του σώματος. Βλέποντες δε ταύτα οι δούλοι του, τα έλεγον εις την κυρίαν των, ήτις εφρόντιζε δι’ άλλο ιμάτιον, μάλιστα όταν ήτο ο χειμών ψυχρότατος, δια να μη ασθενήση. Αλλ’ ο Αβράμιος μετά βίας εδέχετο τούτο. Ούτω λοιπόν βασιλικώς υποτάσσων την σάρκα και την ψυχήν δια των μαθημάτων της σοφίας λαμπρώς φωτιζόμενος, πριν να ενδυθή το μοναχικόν σχήμα, Μοναχός εγνωρίζετο, και προ της ποιμαντικής τελειότητος, ποιμήν τελειότατος. Όθεν δια την θαυμάσιον πολιτείαν του, την γλυκυτάτην ομιλίαν και δια τον πλούτον της σοφίας και γνώσεως αυτού, εγένετο ποθητός εις όλους και λίαν εξετιμάτο. Όθεν οι συμμαθηταί αυτού παρεκάλεσαν τον βασιλέα και τον εψήφισε διδάσκαλον. Ούτω μεν έπραξεν ο Αυτοκράτωρ. Ο δε παντοκράτωρ Θεός, ο προβλέπων τα μέλλοντα, προσέλαβεν αυτόν ως μαθητήν του και φίλον γνήσιον, δια τούτου του τρόπου. Εκείνας τας ημέρας έτυχε να ευρίσκεται εις το Βυζάντιον ο αγιώτατος Μιχαήλ εκείνος, ο Μαλεϊνος, από το Μοναστήριον του Κυμινά. Ακούσας δε ο Αβράμιος τας ρετάς αυτού, επειδή ήτο περιβόητος και περίφημος, μετέβη και είπεν εις αυτόν πνευματικώς, ότι είχε πόθον ανείκαστον να γίνη Μοναχός. Ο δε γέρων, ιδών αυτόν, εγνώρισεν ότι έμελλε να γίνη σκεύος και αγγείον του Αγίου Πνεύματος. Οικονομία δε Θεού, ενώ συνωμίλουν, ήλθεν εις εκείνον τον άγιον Γέροντα ο περιφανής Νικηφόρος, ο ανεψιός του, όστις ήτο τότε στρατηγός όλης της Ανατολής και έγινε κατόπιν αυτοκράτωρ. Ούτος ο σοφός Νικηφόρος ήτο λίαν γνωστικός και ιδών του Αβραμίου το βλέμμα, το ήθος και την λοιπήν αυτού εμφάνισιν, ηννόησεν ότι ήτο άνθρωπος θαυμαστός. Όταν δε ο Αβράμιος, αφού εζήτησε συγχώρησιν, ανεχώρησεν, ηρώτησε τον θείον του, τις ήτο και τι εζήτει. Ο δε Όσιος είπεν εις αυτόν όλην την αλήθειαν, από της στιγμής δε ταύτης είχεν ο Νικηφόρος εις τον νουν τον Αβράμιον. Όταν δε ο Όσιος Μιχαήλ επέστρεψεν εις τον Κυμινάν, μετέβη κατόπιν και ο Αβράμιος, φλεγόμενος υπό του πόθου να γίνη ταχέως Μοναχός. Προσπεσών δε εις τους πόδας του Οσίου εδέετο να τον ενδύση δια του αγίου ενδύματος. Ο δε Γέρων, γνωρίζων οποίος ήτο, δεν ήργησεν, αλλά ευθύς μεταβάς εις την Εκκλησίαν εκούρευσε τον Αβράμιον και ενέδυσε δια του αγγελικού Σχήματος, μετονομάσας αυτόν θανάσιον και στοχαζόμενος ο Όσιος ότι ήτο καλός αγωνιστής, τον ενέδυσε τρίχινα. Και ο μεν Αθανάσιος ήθελε να τρώγη μόνον μίαν φοράν την εβδομάδα, ο δε Γέρων του είπε να τρώγη κάθε τρεις ημέρας και να κοιμάται εις ψάθην, και όχι εις το θρονίον ως πρότερον. Έκαμνε δε προθύμως όσας υπηρεσίας επρόσταξεν αυτόν ο Εκκλησιάρχης, όταν δε είχεν άδειαν εκαλλιγράφει, καθώς ο Γέρων επρόσταξε, και ούτω πάντες οι αδελφοί ωνόμαζον αυτόν τέκνον της υπακοής και επαινούντες εθαύμαζον. Εις τέσσαρας λοιπόν χρόνους ήσκησεν ο αξιέπαινος άπασαν την ασκητικήν πολιτείαν με πολλάς νηστείας, αγρυπνίας ολονυκτίους, γονυκλισίας και άλλους κόπους νυκτερινούς και ιδρώτας ημερησίους, και πάσαν άλλην κακοπάθειαν. Όθεν, όταν εγνώρισεν ο Άγιος Γέρων ότι είχε καθαράν την διάνοιαν και ήτο άξιος δια θείας θεωρίας, εσυγχώρησε να μεταβή εις το μέγα της ησυχίας στάδιον, το οποίον ήτο μακράν από την Λαύραν εν μίλιον, και επρόσταξεν αυτόν να τρώγη ανά δύο ημέρας μίαν φοράν άρτον ξηρόν και να πίνη ύδωρ ολίγον, εις τας τέσσαρας δε τεσσαρακοστάς να κοιμάται ανά πέντε ημέρας εις το θρονί ως το πρότερον, όλας δε τας Κυριακάς και τας Δεσποτικάς εορτάς να αγρυπνή αφ’ εσπέρας εις προσευχάς και δοξολογίας έως την τρίτην ώραν της ημέρας. Εις πάντα ταύτα έκαμεν υπακοήν ο μακάριος. Ο δε ρηθείς Νικηφόρος ήλθεν εις τον Κυμινάν, ίνα ίδη τον θείον του καθώς είχε συνήθειαν, και ενώ συνωμίλουν ηρώτησεν ο άρχων δια τον Αθανάσιον. Ο δε Όσιος τότε διηγήθη τους αγώνας κατά των δαιμόνων και το πόσον ηρίστευεν. Έτυχε δε εκεί και ο Λέων ο πατρίκιος, ο αδελφός του Νικηφόρου τούτου και υπουργός της Δύσεως, προς τους οποίους είπεν ο Όσιος· «Καλόν καιρόν ήλθατε, αγαπημένοι μου, δια να σας δείξω ένα θησαυρόν, τον θαυμάσιον Αθανάσιον». Απήλθον λοιπόν εις το ησυχαστήριόν του οι άρχοντες και καθώς συνωμίλουν, είπε προς αυτούς τοιούτους λόγους, οποίους ποτέ δεν ήκουσαν. Και τόσον ηυφράνθησαν εκ της γλυκύτητος των λόγων του, ώστε ηχμλωτίσθησαν εκ της προς αυτόν αγάπης και μετά βίας απεμακρύνθησαν απ’ αυτόν. Επιστρέψαντες δε εις τον θείον των, είπον εις αυτόν· «Όντως μέγαν θησαυρόν κατέχεις και πολύ σε ευχαριστούμεν, διότι μας τον παρουσίασες». Ο Γέρων τότε εμήνυσεν εις τον Αθανάσιον να έλθη εκεί. Και ως ήλθεν, ο Όσιος επέθεσε τας χείρας του Αθανασίου εις τας κεφαλάς των αρχόντων, ειπών εις αυτούς· «Από σήμερον να λέγετε εις αυτόν τους λογισμούς σας και να υποτάσσεσθε ως εις πατέρα σας πνευματικόν». Τότε όντως εκείνοι έβαλαν μετάνοιαν, ευχαριστούντες δια την οικονομίαν και φροντίδα του Γέροντος, και εξωμολογήθησαν εις τον Αθανάσιον και εθαύμασαν την σοφίαν του. Ο δε Νικηφόρος ενεπιστεύθη τον ον είχε θεάρεστον σκοπόν να γίνη Μοναχός. Ο δε Αθανάσιος συνεβούλευσεν αυτόν ταύτα· «Έχε εις τον Θεόν την ελπίδα σου και θέλει φροντίσει, να οικονομήση το συμφέρον σου». Αφού δε είπε ταύτα, ηυχήθη και απέλυσεν αυτούς, οίτινες έκτοτε ηυλαβούντο και ετίμων τον Αθανάσιον περισσότερον από τον θείον των. Και όχι μόνον αυτούς, αλλ’ όλους τους συγκλητικούς και μεγάλους άρχοντας, τους προσερχομένους ίνα λάβωσι την ευχήν του Γέροντος, απέστελλεν εις τον Αθανάσιον. Ούτος δε ως ταπεινόφρων και μισόδοξος εσκέπτετο να φύγη εκείθεν, έτι δε μάλλον όταν ήκουσεν, ότι ο Άγιος Γέρων ήθελε να κάμη αυτόν Ηγούμενον, διότι είχεν είπει προς ένα γνώριμόν του· «ιδού ο διάδοχός μου», εννοών τον Αθανάσιον. Δεν είχεν όμως είπει δι’ ηγουμενίαν, αλλά γνωρίσας εκ Πνεύματος Αγίου ότι ο Αθανάσιος έμελλε να προκόψη εις την αρετήν και να ανέλθη εις ύψος θεωρίας και ότι η χάρις του Θεού θα έλθη επ’ αυτόν, δια ταύτα επροφήτευσεν ότι του ομοίου προς αυτόν χαρίσματος ηξιώθη και ο Αθανάσιος και ένεκα τούτου έμελλε να γίνη ποιμήν προβάτων εις άλλον τόπον και να τον ευλαβούνται οι άνθρωποι. O μεν λοιπόν θείος Μιχαήλ εγήρασε και συχνάκις ησθένει, οι δε προεστώτεροι Μοναχοί, ελπίζοντες ότι θέλει μείνει προεστώς ο Αθανάσιος, μετέβαινον εις το κελλίον του και εκολάκευον αυτόν, επαινούντες και θεραπεύοντες, πράγμα το οποίον δεν έκαμνον πρότερον. Όθεν, εκπλησσόμενος ο Όσιος δια τας τοιαύτας κολακείας, επληροφορήθη από ένα Μοναχόν, ότι ο Μιχαήλ τον ωνόμασε διάδοχον. Δια να μη γίνη λοιπόν προεστώς και έχη φροντίδας, έφυγε χωρίς να παραλάβη τίποτε, ειμή μόνον δύο βιβλία, τα οποία έγραψε, το Τετραευάγγελον και τον Πραξαπόστολον και το ιερόν κουκούλιον του Οσίου Γέροντος αυτού, το οποίον εβάσταζε πάντοτε ως ψυχωφελές φυλακτήριον. Εκείθεν δε μετέβη εις το Άγιον Όρος του Άθωνος, διότι είχεν ίδει τούτο άλλοτε εκ της Λήμνου και του εφάνη κατάλληλον δι’ ησυχαστήριον. Παρατηρήσας λοιπόν ο Όσιος το πλήθος των Ασκητών, κι βλέπων τον ερημικόν και απερίσπαστον βίον, ον διήγον, καθώς και την πολλήν των σκληραγωγίαν, εθαύμαζε και ηυφραίνετο, διότι εύρε τον τόπον ον επεθύμει. Επειδή οι θαυμάσιοι εκείνοι πατέρες δεν ειργάζοντο την γην, δεν έκαμνον συναλλαγήν, δεν είχον τινά σωματικήν μέριμναν, δεν είχον υποζύγια ή ονόρια, ούτε κελλία εκτισμένα, αλλά κατεσκεύαζον καλύβας με χόρτα και διήρχοντο τον βίον των εις αυτάς εν πολλή στενοχωρία, τον καιρόν του θέρους καταφλεγόμενοι εκ της θερμότητος του ηλίου, και τον χειμώνα κατατρυχόμενοι εκ του δριμυτάτου ψύχους. Η δε τροφή των ήσαν βλαστοί δρυός ή και οπωρικά. Και αν τις έφερεν εις αυτούς σίτον ή όσπρια, τον επλήρωνον με οπώρας. Αλλά τούτο σπανίως εγίνετο ένεκα των επιδρομών των βαρβάρων, οίτινες ως άσπλαγχνοι ήρχοντο πολλάκις και εφόνευον τους ασκητάς. Φθάσας δε ο Όσιος εις την Μονήν του Ζυγού, εύρεν ένα Γέροντα ησυχαστήν απονήρευτον και έμεινεν εις την υπακοήν του, ειπών ότι ωνομάζετο Βαρνάβας και ότι δεν ήξευρε γράμματα. Τούτο δε είπεν ο Όσιος, ίνα μη ακουσθή το όνομά του και στείλουν και τον καλέσουν εκείθεν ο άνωθεν ρηθείς Νικηφόρος ή ο αδελφός του, οίτινες έτρεφον προς αυτόν τοσαύτην ευλάβειαν ως πνευματικόν των πατέρα. Ο μεν λοιπόν Γέρων, ως γέρων την ηλικίαν και εξησθενημένος, δεν ηδύνατο να εργάζεται, ο δε νέος ανεπλήρωνε το υστέρημα του γέροντος, κάμνων πάσαν ευτελή και ταπεινήν υπηρεσίαν, ως ταπεινόφρων και μέτριος. Του έγραφε δε ο Γέρων το αλφάβητον, και αυτός έκαμνεν ότι δεν εγνώριζε να το αναγνώση ούτε να το μάθη ηδύνατο. Διο και πολλάκις ο Γέρων ύβριζε τον Αθανάσιον και ωνείδιζε και εδίωκεν αυτόν, ο δε μακάριος ούτος ανήρ υπέμενεν άπαντα και έχαιρεν ο σοφώτατος, υβριζόμενος από τον άσοφον. Ο δε Νικηφόρος ο ευσεβέστατος, μαθών την φυγήν αυτού, επικράνθη και ανεζήτει αυτόν μετά περισσής φροντίδος. Επειδή δε εγνώριζεν, ότι εσκέπτετο να μεταβή εις το Όρος του Άθωνος, έγραψε προς τον κριτήν της Θεσσαλονίκης ταύτα· «Αδελφέ πνευματικέ, δέομαι πολύ και παρακαλώ σε να μη οκνήσης, αλλά να υπάγης εις τον Άθωνα τρέχων και να ερευνήσης όλον το Όρος, έως ότου εύρης τον Μοναχόν Αθανάσιον, τον τιμιώτατον πατέρα μου. Διότι δεν ημπορείς να μου κάμης μεγαλυτέραν άλλην χάριν από αυτήν και θα είμαι δια τον μικρόν τούτον κόπον σου δούλος σου καθ’ όλον μου τον βίον». Εσημείωσε δε και τον χαρακτήρα του Οσίου και τα γνωρίσματα. Ο δε κριτής, ως έλαβε το γράμμα, ευθύς έσπευσεν εις το Όρος και ανεζήτει τον Αθανάσιον, ερωτήσας τον πρώτον του Όρους. Αλλά κανείς δεν εσκέφθη, ότι ήτο δυνατόν να είναι εκείνος ο ευτελέστατος. Όθεν, ο μεν κριτής επέστρεψεν άπρακτος, ο δε πρώτος του Όρους, ενθυμούμενος τα χαρακτηριστικά του Οσίου, ανέμενε την εορτήν των Χριστουγέννων, ότε άπαντες οι του Όρους συναθροίζονται εις την πανήγυριν, μήπως τον εύρη. Όταν λοιπόν ήλθον, ο πρώτος εγνώρισε τον Αθανάσιον από την μορφήν και από τους τρόπους και εις την Τετάρτην Ωδήν επρόσταξε τον Κανονάρχην να κάμη εις αυτόν μετάνοιαν, ίνα κάμη ανάγνωσιν. Ο δε Αθανάσιος επροφασίζετο ότι δεν ήξευρε, και μάλιστα ο Γέρων, όστις ενόμιζεν αυτόν αγράμματον, έλεγε να ορίσωσιν έτερον Μοναχόν. Αλλά ο πρώτος επρόσταξεν αυτόν να αναγνώση, ως εγίνωσκεν. Ο Όσιος λοιπόν εσυλλάβιζεν ως παιδίον, προσποιούμενος άγνοιαν. Τότε ο πρώτος έδωκεν εις αυτόν φρικτόν επιτίμιον, αν δεν αναγνώση όπως γνωρίζει. Μη δυνάμενος λοιπόν να κρύπτεται πλέον, ένεκα του δεσμού του αφορισμού, έλυσεν εκείνην την εύλαλον γλώσσαν και ανέγνωσε τόσον σοφώτατα και γλυκύτατα, ώστε όλος ο χορός των γερόντων, βλέποντες και ακούοντες εξεπλάγησαν και μάλιστα ο προεστώς του, όστις έκλαιε δοξάζων τον Κύριον. Όταν δε ετελείωσε την ανάγνωσιν και κατά την τάξιν εμετάνισε προ των χορών, ηγέρθησαν οι πατέρες και επροσκύνησαν αυτόν ΄παντες. Μετά δε ταύτα ο πρώτος προσκάλεσεν αυτόν κατά μόνας, ειπών ότι τον ανεζήτουν οι ειρημένοι άρχοντες. Ο Όσιος τότε παρεκάλεσε τον πρώτον να μη ομολογήση αυτόν, εκείνος δε εισακούσας απέστειλε τον Αθανάσιον εις κελλίον αναχωρητικόν, μακράν των Καρυών τρία μίλια, όπου μεταβάς εκάθητο ησυχάζων. Εκέρδιζε δε τα προς συντήρησιν αυτού εκ του εργοχείρου, όπερ ήτο η καλλιγραφία. Τόσον δε ταχέως έγραφεν, ώστε εις εξ ημέρας ετελείωνε το Ψαλτήριον και με τόσον ωραία γράμματα, όσον ουδείς άλλος. Τα δε χρήματα, άτινα ελάμβανεν, έδιδεν εις ελεημοσύνην, κρατών ολίγ, όσον να εξοικονομείται μετά του αδελφού, τον οποίον είχε βοηθόν και συνεργάτην εις τας ανάγκας του. Ο δε άρχων Λέων, όστις εξουσίαζεν όλα τα τάγματα της Δύσεως, ο αδελφός του Νικηφόρου, όταν επολέμησε τους Σκύθας και τους ενίκησεν, επιστρέφων διήλθεν εκ του Άθωνος, αφ’ ενός μεν ίνα ευχαριστήση την Υπεραγίαν Θεοτόκον δια την νίκην, την οποίαν εχάρισεν εις αυτόν, και αφ’ ετέρου δια να εξετάση, μήπως εύρη τον θανάσιον. Όθεν, επειδή δεν είναι δυνατόν να κρυβή πόλις επί όρους κειμένη, απεκαλύφθη και ο σοφός Αθανάσιος, μεταβάς δε ο Λέων εις το κελλίον αυτού ενηγκαλίσθη αυτόν με πολλήν αγαλλίασιν και κατεφίλει ως πατέρα και διδάσκαλον. Οι δε πατέρες του Όρους, βλέποντες την μεγάλην εκτίμησιν και αγάπην, ην είχεν ο άρχων προς τον Όσιον, παρεκάλεσαν τον Όσιον να ζητήση παρ’ αυτού χρηματικήν ενίσχυσιν δια να συμπληρώσωσι την οικοδομήν του ναού των Καρυών, ήτοι το Πρωτάτον και να μεγεθύνωσιν αυτό, διότι ήτο μικρόν και εστενοχωρούντο εις τας συνάξεις. Ο Όσιος τότε παρεκάλεσε τον Λέοντα, όστις έδωκε μετά χαράς όσα χρήματα εχρειάζοντο. Ούτω ανήγειραν εκ θεμελίων το Πρωτάτον και ηύρυναν και εκαλλώπισαν αυτό όσον ηδύναντο. Ο Λέων, αφ’ ου έμεινεν ολίγας ημέρας εις τον Άθωνα, ανεχώρησεν. Ο δε Όσιος, ένεκα ταύτης της προθυμίας του, εγένετο εις όλους εξακουστός και περίφημος, και πολλοί συνέτρεχον εις αυτόν προς ψυχικήν των ωφέλειαν. Αλλ’ ούτος επόθει την ησυχίαν. Όθεν, φεύγων τας αφορμάς της κενοδοξίας, μετέβη εις τα ενδότερα του Όρους, αναζητών τόπον κατάλληλον. Ο δε Θεός, ο έχων δι’ αυτού ητοιμασμένην θαυμασίαν κληρονομίαν, τον ωδήγησεν εις το ακρωτήριον του Άθω, και εκεί εν τω μέσω του τόπου εκείνου κατεσκεύασε μίν καλύβην και ηγωνίζετο όσον ηδύνατο. Εκαλείτο δε ο τόπος ούτος Μελανά. Ο δε μελανός και μισόκαλος διάβολος, βλέπων τους μεγάλους αγώνας του Οσίου, ητοιμάζετο να πολεμήση εκείνον, όστις τον επολέμει. Και πρώτον μεν ετόξευσεν αυτόν δια των βελών της αμελείας, ίνα εξαναγκάση τον Όσιον να φύγη. Αλλά τούτο ήτο οικονομία και παραχώρησις Θεού ίνα, δοκιμαζόμενος ο Όσιος δια της τοιαύτης δοκιμής, γνωρίζη κατόπιν να βοηθή τα ενοχλούμενα υπό του πειρασμού τεκνα αυτού. Μη έχων λοιπόν εκεί πλησίον άλλον τινά να συμβουλευθή πώς να πράξη, εμελέτα ταύτα εις την διάνοιαν λέγων· «Ας έχω υπομονήν ένα χρόνον και τότε, εάν ο Κύριος με βοηθήση και αφανίση τον πειρασμόν, μένω εδώ. Άλλως μεταβαίνω εις άλλον τόπον». Έμεινε λοιπόν εκεί ακαταπύστως πολεμούμενος. Την δε τελευταίαν ημέραν, ότε εμελέτα να μεταβή εις Καρυάς δια να εξομολογηθή εις τους αδελφούς τα συμβαίνοντα, ενώ ανεγίνωσκε την τρίτην ώραν, ήλθεν επ’ αυτόν φως ουράνιον και εκύκλωσεν αυτόν. Όθεν, ο μεν πολέμιος έφυγεν, ο δε Όσιος επληρώθη εξ αρρήτου αγαλλιάσεως και έσταζε δάκρυ γλυκύ. Από της ώρας ταύτης έλαβε το χάρισμα της κατανύξεως και έκλαιε, δίχως πόνον, όταν ήθελε. Και τόσον ηγάπα τον τόπον των Μελανών, όσον εμίσει αυτόν πρότερον. Ο δε κράτιστος Νικηφόρος ωρίσθη παρά του βασιλέως εξουσιαστής όλου του στρατεύματος, και μετέβαινε να πολεμήση εις την Κρήτην, όπου ήσαν τότε Αγαρηνοί, μη υποτασσόμενοι εις τους Ρωμαίους. Μαθών δε παρά του αδελφού του Λέοντος, ότι ο Αθανάσιος ήτο εις τον Άθωνα, έστειλε πλοίον πολεμικόν και γράμματα προς τους Οσίους του Όρους, παρακαλών να δεηθούν προς Κύριον, να βοηθήση αυτόν να νικήση τους Αγαρηνούς, και να αποστείλουν τον Αθανάσιον μετ’ άλλων δύο εναρέτων γερόντων. Οι Μοναχοί τότε, αναγνώσαντες το γράμμα του άρχοντος, εθαύμασαν δια την τόσην φιλίαν του άρχοντος μετά του Οσίου, τον οποίον παρεκάλουν να μεταβή κατά το γράμμα. Αλλ’ ούτος δεν επείθετο. Όθεν έταξαν εις αυτόν ασυγχωρησίαν, εάν δεν θα μετέβαινεν. Ούτως υπήκουσεν ακουσίως και παραλαβών ένα γέροντα, εις τον οποίον υπετάσσετο ο Όσιος, ανήλθον εις πλοίον κι έπλευσαν εις Κρήτην, την οποίαν ο Νικηφόρος κατέλαβε. Ιδών δε ο Νικηφόρος τον Αθανάσιον πολλήν ησθάνθη αγαλλίασιν και ετίμησεν αυτόν, θαυμάζων την πολλήν του ταπείνωσιν, αφού κατεδέχετο να είναι εις την υπακοήν του γέροντος. Ευθύς δε, χωρίς να διηγηθή εις τον Όσιον τας ανδραγασίας του εις εκείνον τον πόλεμον, ανέφερε την παλαιάν του επιθυμίαν, ότε υπέσχετο να γίνη Μοναχός λέγων· «ο φόβος, ω Πάτερ, τον οποίον είχετε εις όλον το Όρος δια τους Αγαρηνούς, ιδού, με την ευχήν σας, ηφανίσθη. Επειδή δε έταξα εις την αγιωσύνην σου να φύγω από τον κόσμον, τώρα δεν έχω πλέον κανέν εμπόδιον. Μόνον, σε παρακαλώ, να κτίσης δι’ ημάς εν ησυχαστήριον, όπου να μονάζωμεν μετ’ άλλων τριών αδελφών ησυχάζοντες και να οικοδομήσης εις άλλον τόπον μεγάλην Εκκλησίαν, ήτις να γίνη Κοινόβιον, ανά πάσαν δε Κυριακήν να κατερχώμεθα εις την Λαύραν, δια να μεταλαμβάνωμεν των θείων Μυστηρίων». Ταύτα δε λέγων ο τροπαιοφόρος Νικηφόρος έδιδεν εις τον Όσιον και χρήματα δια τα έξοδα των κτιρίων. Αλλ’ ο Όσιος δεν τα εδέχθη ειπών· «εγώ δεν θέλω να έχω φροντίδα και μέριμναν, πλην συ έχε πάντοτε τον φόβον του Θεού και πρόσεχε την πολιτείαν σου, επειδή ευρίσκεσαι εν μέσω των παγίδων του κόσμου· εάν δε είναι θέλημα Θεού θα γίνη και τούτο το οποίον ορίζεις». Ελυπήθη ο Νικηφόρος ακούσας ταύτα. Αφού δε απήλαυσαν δι’ ολίγας ημέρας ο εις τον άλλον, εχωρίσθησαν. Και ο μεν Όσιος Αθανάσιος επέστρεψεν εις τον Άθωνα, ο δε Νικηφόρος θερμότερον επόθει να οικοδομηθή το Μοναστήριον. Διο απέστειλεν έν πνευματικόν του φίλον, ονόματι Μεθόδιον, όστις αργότερον εγένετο καθηγούμενος εις το όρος του Κυμινά, με γράμματα και χρήματα προς τον Αθανάσιον, παρακαλών αυτόν να αρχίση την οικοδομήν. Ο δε Όσιος, βλέπων την θερμήν επιθυμίαν και τον θείον πόθον του άρχοντος, έκρινεν ότι ήτο θέλημα Θεού να γίνη το Μοναστήριον. Αποδεχθείς όθεν τον χρυσόν ήρχισεν εις τους εξ χιλι΄δας και τετρακοσίους εξήκοντα εννέα χρόνους από κτίσεως κόσμου να κτίζη με πόνους πολλούς και ιδρώτας το ησυχαστήριον, εντός του οποίου έκτισε ναόν τιμηθέντα επ’ ονόματι του πανενδόξου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Έπειτα ηθέλησε να κτίση κατωτέρω, εκεί όπου είχε την καλύβην, εις τα Μελανά, Εκκλησίαν καλλίστην επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο πολέμιος όμως δεν το ηνείχετο και επολέμησεν όσον ηδύνατο δια να εμποδίση την ανέγερσιν της οικοδομής, ενοχλών τους οικοδομούντας, των οποίων τας χείρας, όταν ήρχιζαν τα θεμέλια, έκαμνεν, ο μισόκαλος, δια των δαιμονικών ενεργειών του, ανενεργήτους, εις σημείον ώστε ούτε εις το στόμα των ηδύναντο να εγγίσουν αυτάς ούτε να φάγουν. Και ταύτα μεν ενήργει ο πονηρός και άδικος, ο δε δίκαιος ανέπεμψε προσευχήν και έψαλλε το Τρισάγιον και τινα τροπάρια. Ούτως, ω του θαύματος! Ελύθησαν αι χείρες αυτών, και ο πονηρός κατησχύνθη. Τούτο ήτο το πρώτον θαύμα, όπερ ετέλεσεν ο Όσιος, όστις πρώτος έλαβε την σκαπάνην και έσκαπτεν εις πείσμα του δαίμονος. Τότε και οι τεχνίται ανεμποδίστως ειργάζοντο, ιδόντες το τοιούτον θαυμάσιον. Ηυλαβήθησαν δε τον θαυμαστόν Αθανάσιον και προσπίπτοντες εις τους πόδας αυτού εδέοντο να κουρεύση τούτους Μοναχούς. Ούτος δ’ ο μακάριος υπήκουσε και εκούρευσεν αυτούς Μοναχούς, ευχαριστών τον Κύριον, διότι, πριν ή κτίση το Μοναστήριον, απέστειλεν οικήτορας, οίτινες ουχί ως μίσθιοι αλλ’ ως κύριοι έκτιζον επιμελέστατα την κατοικίαν των προς ανάπαυσίν των. Όθεν εκ της πολλής των φροντίδος επρόκοπτε και ηύξανε το έργον. Επειδή δε η φήμη της αρετής του Οσίου και του θείου τούτου έργου διεδίδετο πανταχού, συνήγοντο εκεί πολλοί από διαφόρους χώρας, ποθούντες να συγκατοικήσωσι μετά τοιούτου αγίου ανθρώπου, οίτινες βλέποντες ότι έτρωγε μόνον δις της εβδομάδος και τότε άρτον ξηρόν ή καρπούς των αγρίων δένδρων και ότι έπινεν ολίγον ύδωρ, ενόμιζον την ιδικήν των τροφήν ως τρυφήν και συμπαθούντες πλειότερον ειργάζοντο. Συνεργούσης δε και της θείας δυνάμεως δι’ ευχών του Οσίου ετελειώθη ο θείος εκείνος ναός σταυροειδής, ωραίος πολύ και θαυμαστός. Έκτισε δε άλλους δύο μικροτέρους ναούς δεξιά και αριστερά του μεγάλου, τον ένα επ’ ονόματι του θαυματουργού Αγίου Νικολάου και τον έτερον εις μνήμην των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Τότε ο Όσιος εγένετο Μεγαλόσχημος υπό τινος εναρέτου αναχωρητού, Ησαϊα ονομαζομένου, διότι ακόμη δεν ήτο τέλειος Μοναχός παρ’ όλον ότι κατά τας αρετάς ήτο από πολλού καιρού τέλειος. Ούτος δε πάλιν εκούρευσε τους τεχνίτας, τους οποίους ιάτρευσεν, ως είπομεν ανωτέρω. Μετά ταύτα έκτισε τα κελλία και την τράπεζαν, επί της οποίας είναι τοποθετημέναι είκοσι μία πλάκες, άπασαι εκ λευκού μαρμάρου, και χωρεί εκάστη δώδεκα άνδρας. Επί τούτοις έκτισε νοσοκομείον και ξενοδοχείον και ό,τι άλλο εχρειάζετο. Επειδή δε εκεί πλησίον δεν υπήρχε πηγή, ανεζήτησεν εις διάφορα μέρη του όρους, έως ότου εύρεν ύδωρ ηδύτατον εις τόπον υψηλόν και δύσβατον, μακραν της Μονής έως εβδομήκοντα στάδια. Με πολλήν λοιπόν κακοπάθειαν έσκαψεν εκείνους τους αποκρήμνους τόπους και ήνοιξεν αύλακας, συναθροίσας δε εκ διαφόρων μικρών πηγών και πόρων ύδατα έφερεν εις τον τόπον του νέου Ησυχαστηρίου τόσην ποσότητα υδάτων, ώστε κατένειμεν εις όλα τα διακονήματα, καθώς φαίνεται έως την σήμερον. Δια δε τα υπόλοιπα κτίσματα, ήτοι παρεκκλήσια, μύλους, κήπους, αμπελώνας, δένδρα τα οποία εφύτευσεν εκεί εις τα μετόχια, και τον ξενώνα, και όσα άλλα ίδρυσεν ο Όσιος, ίνα οι αδελφοί προσπορίζωνται τα προς το ζην, δεν είναι πρέπον να διηγούμαι. Καθώς δεν είναι επιτετραμμένον να διηγηθή τις και τα τυπικά της Εκκλησίας άτινα έγραψε, τους κανόνας και τάξεις, τα οποία παρέδωσεν, ίνα τηρούν εις τας καθημερινάς Ακολουθίας. Διότι τούτο είναι ιστορίας έργον και ουχί βίου διήγησις. Προσήρχετο δε λαός πολύς από πάσης χώρας, άλλοι δια να λάβουν την ευλογίαν αυτού, άλλοι δια να ερωτήσουν εις ό,τι δεν εγνώριζον. Και όλους υπεδέχετο και ενουθέτει δια λόγων ψυχωφελών, ώστε ουδείς να φεύγη χωρίς ν ωφεληθή. Μεγίστην δε επιμέλειαν κατέβαλεν ο Όσιος, ώστε αι ιεραί Ακουλουθίαι να τελούνται θεοπρεπέστατα και εν πάση ακριβεία, ουδείς δε ετόλμα να συνομιλήση ή να εξέλθη του Ναού, χωρίς μεγάλην ανάγκην, ενώ εψάλλετο η Ακολουθία, διότι είχεν έξωθι δύο αδελφούς, επί τούτω ισταμένους, οίτινες εξήταζον πάντα εξερχόμενον. Και εάν μεν είχε πρόφασιν εύλογον, επέτρεπον εις αυτόν. Άλλως απηγόρευον την έξοδον. Άλλος αδελφός πάλιν, όταν εγίνετο ανάγνωσις, εξύπνα όσους εκοιμώντο. Άλλον αδελφόν επρόσταξε να προσέχη, εάν δεν έλθη κανείς εξ αρχής, να ερωτά τις ήτο και διατί δεν ήλθεν εγκαίρως εις την Ακολουθίαν. Πάντας δε εξήταζε λεπτομερώς και εκανόνιζεν αυστηρώς, όταν η απουσία των δεν ωφείλετο εις ασθένειαν, αλλά εβράδυνον εκ ραθυμίας ή αμελείας. Απλώς δε ειπείν τα πάντα εκυβέρνα σοφώτατα ως ποιμήν άγρυπνος και αγρύπνως εφρόντιζεν, ώστε ο αρπακτικός λύκος να μη καταβροχθίση κανέν πρόβατον. Όθεν, ένεκα ταύτης της ψυχωφελούς ακριβείας, την οποίαν εδείκνυε δια την Εκκλησίαν ο Όσιος και ένεκα της θεαρέστου και σεμνής πολιτείας αυτού, έτι δε και δια την πολλήν ευλάβειαν, την οποίαν έτρεφε προς την Αειπάρθενον και υπερένδοξον Θεοτόκον ο θεοφώτιστος, ηξιώθη να την ιδή πολλάκις και δια των αισθητών οφθαλμών, ως έβλεπε και δια των νοητών οφθαλμών. Όχι δε μόνον εκείνος, αλλά και έτερος ενάρετος αδελφός, Ματθαίος ονομαζόμενος, του οποίου μίαν νύκτα, όταν έψαλλον τον Όρθρον, ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί της ψυχής και είδε γυναίκα σεβασμίαν και έντιμον, συνοδευμένην υπό δύο νεανιών λευκοφόρων, εξ ων ο εις εκράτει λαμπάδα και έφεγγεν ως δούλος έμπροσθεν αυτής πορευόμενος, ο δε έτερος ηκολούθει. Λίαν δε ευλαβώς παρίσταντο αμφότεροι. Όταν δε περιέδραμον όλην την Εκκλησίαν, η θαυμασία εκείνη και δορυφορουμένη γυνή προσέφερεν εις τους αδελφούς των χορών ανά εν φλωρίον. Εις εκείνους δε οίτινες ήσαν έσωθεν των πυλών έδωκεν ανά δώδεκα νομίσματα και εις τον Νάρθηκα έδωκεν εξ. Ο δε ευλαβής Ματθαίος έλαβεν εξ νομίσματα, επειδή ευρίσκετο και αυτός εις τον Νάρθηκα, έδραμε δε ευθύς εις τον χορόν και ανήγγειλεν εις τον Όσιον την οπτασίαν, όστις εβεβαιώθη ότι το όραμα ήτο πραγματικόν εξ εκείνων, οίτινες έλαβον εξ νομίσματα ως ευλαβέστεροι, και κατά τους λογισμούς των πλουσίαν έλαβον την ανταπόδοσιν. Εάν δε απορήση τις, πως ο ενάρετος Ματθαίος έλαβε μόνον εξ νομίσματα, ως και οι αμελέστεροι, ας γνωρίζη ότι τούτο εγένετο κατ’ οικονομίαν, ίνα μη υπερηφανευθή ότι έλαβεν ίσον, ως οι πρώτοι, δώρημα και αδιαφορήση, αλλά να μείνη εις την ταπεινοφροσύνην και να καλλιεργήση περισσότερον τας αρετάς. Ταύτα ως προς την Ακολουθίαν. Εις δε την τράπεζαν δεν συνωμίλουν, ούτε έδιδεν αδελφός εις άλλον εκ της μερίδος του. Και όστις ήθελε θραύσει πινάκιον ή άλλο αγγείον, κατά την διάρκειαν του φαγητού, έκαμνε μετάνοιαν και δεικνύων τα τεμάχια εζήτει συγχώρησιν. Μετά το απόδειπνον δεν συνωμίλουν, ουδέ μετέβαινε τις εις άλλου κελλίον. Δεν αργολογούσαν ποτέ, ουδέ ετόλμα τις να είπη τον ψυχρόν λόγον «ιδικόν μου», διότι ο λόγος ούτος χωρίζει ημάς από την μακαρίαν αγάπην. Αλλ’ είχον όλα κοινά, καθώς ορίζει ο μέγας Βασίλειος. Όστις εύρισκε μανδήλιον ή άλλο τι εκρέμα εις το σημαντήρα, δια να το παραλάβη εκείνος όστις το απώλεσεν. Απλώς δε ειπείν, διήρχοντο οι μακάριοι βίον όντως μακάριον και υπερθαύμαστον, καθώς καθωδήγει ο Όσιος. Kαθ’ ον δε καιρόν εκυβέρνα την ποίμνην αυτού ούτω θεαρέστως ο Όσιος, ήλθεν άνθρωπος τις και είπεν εις αυτόν, ότι ο φίλος αυτού Νικηφόρος ο μεγαλώνυμος εγένετο βασιλεύς. Αλλ’ ο Όσιος, αντί να χαρή, ελυπήθη, διότι έκτισε το Μοναστήριον και ανέμενεν αυτόν, επειδή ο Νικηφόρος υπεσχέθη ότι θα εγίνετο Μοναχός ίνα είναι αχώριστοι. Αλλ’ επειδή εκείνος έπραξε παρά την συμφωνίαν των και ο Όσιος απεφάσισε να εγκαταλείψη το Μοναστήριον χωρίς όμως να φανερώση την γνώμην του εις τους άλλους. Μόνον παρέλαβε μεθ’ εαυτού τρεις Μοναχούς, ειπών ότι μετέβαινε προς τον βασιλέα, δια να ζητήση συνδρομήν δια την Μονήν. Και όταν έφθασεν εις την Λήμνον έστειλε τον ένα εκ των Μοναχόν εις τον βασιλέα μετά γράμματος, εν ω ήλεγχεν αυτόν, διότι περιεφρόνησε την συμφωνίαν και επροτίμησε βασιλείαν πρόσκαιρον υπέρ την ουράνιον την αεί διαμένουσαν. Εις δε το τέλος του έγραψε ταύτα· «Ιδού ότι με έβαλες εις πολλούς κόπους ματαίως και ανωφελώς. Λοιπόν τώρα μεταβαίνω εις τόπον ήσυχον, κατά τον πόθον μου, το δε Μοναστήριον παραδίδω πρώτον εις τον Θεόν και δεύτερον εις τας χείρας σου. Εκεί δε εις την Λαύραν ευρίσκεται εις αξιόλογος και ενάρετος αδελφός, ονόματι Ευθύμιος, αυτός είναι άξιος δια την ηγουμενίαν». Ο Μοναχός έφερεν εις τον βασιλέα το γράμμα, ούτος δε εχάρη πριν αναγνώση την επιστολήν. Αλλ’ όταν είδε τι έγραφεν ο Όσιος επικράνθη τόσον, ώστε έκλαυσε και πολύ εμέμφετο τον εαυτόν του. Ομοίως και ο Μοναχός έκλαιε δια την στέρησιν ενός τοιούτου πατρός. Ο δε Όσιος έστειλεν εις το Μοναστήριον τον άλλον αδελφόν του, καλούμενον Θεόδοτον, ίνα ιδή εάν ο βασιλεύς θα φροντίζη δια το Μοναστήριον, κρατήσας δε εις την συνοδείαν του τον έτερον Μοναχόν, τον Αντώνιον, ανεχώρησαν εις Κύπρον και έμειναν εις μίαν Μονήν καλουμένην των ιερέων και ησύχαζον, έως ότου ίδουν τι θα συμβή. Αλλ’ ο βασιλεύς έστειλεν εις πάντα τόπον της δεσποτείας αυτού προστάγματα και γράμματα, με την εντολήν να εύρουν τον Αθανάσιον. Ο δε Όσιος, ως επληροφορήθη τούτο, διελθών εκ της Κύπρου εις την στερεάν, ήθελε να μεταβή εις τα Ιεροσόλυμα. Μαθών δε ότι ήτο φόβος εξ αιτίας των Αγαρηνών, ανέπεμψε δέησιν προς τον Θεόν, ίνα φωτίση αυτόν και πράξη το συμφερώτερον. Κατά δε την νύκτα είδεν εν οπτασία τον Κύριον, προστάζοντα και ειπόντα· «Επίστρεψον εις την Μονήν, την οποίαν έκτισες, ότι μέλλει να αυξηθή περισσώς, και πολλοί θα σωθώσι δια μέσου σου». Όθεν επιστρέψαντες εβάδιζον επί πολλάς ημέρας μετά του Αντωνίου, του οποίου εξωγκώθη ο πους και εκινδύνευσεν εις θάνατον, διότι μετά του πρηξίματος του ποδός έπαθε και δυσεντερίαν και πυρετόν ισχυρόν, τόσον ώστε εκείτετο ασάλευτος ως νεκρός. Ο δε Όσιος εθεράπευσεν αυτόν δια της προσευχής του θαυμασιώτατα. Απελθών δε ο Θεόδοτος εις την Λαύραν, εύρεν όλους τους αδελφούς τεταραγμένους δια την του πατρός στέρησιν, ο δε Ευθύμιος δεν είχε δεχθή την προστασίαν και ούτως είχον μεγάλην σύγχυσιν εις την Μονήν. Όθεν αφού παρέμεινεν ολίγον καιρόν εισήλθε πάλιν εις πλοίον και μετέβη εις συνάντησιν του Οσίου, τον οποίον συνήντησεν εις την Αττάλειαν και επέστρεψαν εις την Λαύραν. Οι δε Μοναχοί, ιδόντες τον ποιμένα εχάρησαν, ως ο τυφλός όταν ιδή τον ήλιον. Άπαντες δε οι του Όρους, ακούσαντες ότι ήλθεν ο Αθανάσιος, συνήγοντο καθ’ εκάστην ίνα ίδωσιν αυτόν. Και άλλος έφερε σίτον, άλλος έλαιον, άλλος άλλα, διότι η Λαύρα ευρίσκετο εις μεγάλην στέρησιν, τόσον ώστε δεν είχον να ζυμώσουν. Αλλ’ εις ολίγον καιρόν, αφ’ ότου επέστρεψεν ο Όσιος Αθανάσιος, όλα ετακτοποιήθησαν και αι αποθήκαι ήρχισαν να πληρούνται από παντός αγαθού. Μετά ταύτα ο Όσιος μετέβη εις την Βασιλεύουσαν. Και ο βασιλεύς, όταν ήκουσεν ότι ήρχετο ο φίλος του, εχάρη πολύ, αλλά εντρέπετο να τον ίδη βασιλέα αντί Μοναχού ως είχεν υποσχεθή. Όθεν εγερθείς του θρόνου του έδραμεν, όχι ως βασιλεύς, αλλ’ ως πλούς άνθρωπος, και προϋπήντησε τον Όσιον με ταπείνωσιν μεγάλην. Αφ’ ου δε ησπάσθη αυτόν, τον έλαβεν εκ της χειρός και εισελθόντες εις το ιδιαίτερον δωμάτιόν του, εδικαιολογήθη εις τον Όσιον ούτω· «Εγώ είμαι ο αίτιος δι’ όλους τους κόπους και τας θλίψεις σου, επειδή ηθέτησα τον φόβον του Θεού και τας συμφωνίας κατεπάτησα. Αλλά, σε παρακαλώ, μακροθύμησον ολίγον καιρόν αναμένων την επιστροφήν μου, έως ότου με αξιώση ο Κύριος να αποδώσω εις Αυτόν ό,τι υπεσχέθην». Ο δε Όσιος, ακούσας τούτους τους ευσεβείς λόγους, ηυφράνθη δια την πολλήν του βασιλέως ταπείνωσιν. Όμως αν και προεγνώριζεν ότι μέλλει να τελειώση τον βίον του εις τα βασίλεια, δεν το απεκάλυψεν, αλλά μόνον εδίδασκε τον βασιλέα να έχη ταπείνωσιν, ν κλαίη δια τας αμαρτίας του και δια την υπόσχεσιν του μοναχικού σχήματος, δι’ ην εψεύσθη ενώπιον του Θεού, να συγχωρή όσους του πταίσουν, εξαιρέτως δε να δίδη πάντοτε ελεημοσύνας. Αυτούς και άλλους ψυχωφελείς και χρησίμους λόγους είπεν εις τον βασιλέα ο Όσιος, προς δε τους γνωρίμους και φίλους του προείπεν, ότι ταχέως μέλλει να αποθάνη ο βασιλεύς εκεί εις το ανάκτορόν του. Έδωκε δε ο βασιλεύς εις τον Όσιον χρυσόβουλλον, εις το οποίον έγραφεν, ότι χαρίζει εις την Λαύραν παραχώρησιν, τουτέστιν εν ετήσιον εισόδημα, δια να τελούν κατ’ έτος την εορτήν με πάσαν μεγαλοπρέπειαν, δωρήσας και το μέγα Μοναστήριον της Θεσσαλονίκης ως Μετόχιον της Μονής του Οσίου. Επειδή δε οι Μοναχοί του Όρους είπον εις τον Όσιον να παρακαλέση τον βασιλέα να χαρίση και εις την Εκκλησίαν των Καρυών εν εισόδημα, έκαμε και ταύτην την ευποιϊαν ο φιλόχριστος Νικηφόρος, ορίσας και εις αυτόν τον ναόν ετήσιον εισόδημα άλλας τέσσαρας λίτρας χρυσού, πλέον των τριών τας οποίας έως τότε ελάμβανον. Ταύτα τελέσας ο Όσιος, τη βοηθεία του Παντοκράτορος, και αποχαιρετήσας τον αυτοκράτορα, επέστρεψεν εις τον Άθωνα. Ο δε αριθμός των Μοναχών επληθύνετο και ο δοτήρ των αγαθών έστελλεν εις αυτούς παν χρειώδες προς κυβέρνησίν των. Ούτοι δε πάλιν εφιλοξένουν άπαντας πλουσιοπαρόχως. Επειδή δεν είχον λιμένα δια να προσεγγίζουν τα πλοία, και δια τούτο πολύ εκοπίασεν ο τρισμακάριος και φιλόξενος, δια να έχουν ανάπαυσιν όχι μόνον οι Μοναχοί, αλλά και οι ξένοι να αποβιβάζωνται με πάσαν άνεσιν. Ο δε μισόκαλος και δια τούτο εφθόνησε, και επλήγωσε τον Όσιον ο παμμίαρος, κατ’ αυτόν τον τρόπον. Καθώς κατεβίβαζον εις τον λιμένα εν ξύλον βαρύτατον, εβοήθει δε και ο Άγιος, όστις έσυρε τούτο εκ του κάτω μέρους ωθούντες μετά των τεχνιτών εις τον κατήφορον, τότε εκ συνεργείας του δαίμονος εκίνησε το ξύλον με πολλήν ορμήν και κατεπλάκωσε τον πόδα του Οσίου, τον οποίον συνέτριψεν εις το σκέλος και τον αστράγαλον. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης εκείτετο τρεις χρόνους κλινήρης υπό δριμυτάτων πόνων βασανιζόμενος. Τον καιρόν εκείνον απέθανεν ο βασιλεύς Νικηφόρος δια της επιβουλής, την οποίαν άπαντες γνωρίζουσιν. Όθεν, βασιλεύοντος του Ιωάννου, εύρεν ο πονηρός ευκαιρίαν να ενοχλήση τον Όσιον, και ούτω παρεκίνησε τους απλουστέρους Μοναχούς, τους κατοικούντας εις τα άλλα μέρη του Όρους, να εγκαλέσωσι τον Όσιον εις τον νέον βασιλέα, ότι παρέβη την παλαιάν συνήθειαν και μετέβαλε τους αρχαίους νόμους του Όρους κατά την γνώμην του, εξ ου και γίνεται μέγα σκάνδαλον. Ο βασιλεύς τότε έγραψε προς τον Αθανάσιον να έλθη ευθύς εις την βασιλεύουσαν, όστις ως ιατρεύθη μετέβη πράγματι. Αλλ’ ως τον είδεν ο βασιλεύς ηυλαβήθη αυτόν και αντί να τον κακοποιήση, τον ευηργέτησε και εδώρησε δια χρυσοβούλλου εις την Λαύραν διακόσια τεσσαράκοντα τέσσαρα φλωρία χρυσά. Οι δε γέροντες, ιδόντες τοιούτον παράδοξον, ηννόησαν ότι ο διάβολος επλάνησεν αυτούς και, μετανοήσαντες, προσέπεσον εις τον Όσιον, ζητούντες συγχώρησιν. Ιδών δε ο πολέμιος ότι δια του τρόπου αυτού δεν ηδυνήθη να βλάψη τον Όσιον, έτριζε κατ’ αυτού τους οδόντας και ητοιμάζετο προς πόλεμον αγριώτερον. Την ετοιμασίαν ταύτην του νοσηρού προείπεν εις των ιερών γερόντων, Θωμάς ονομαζόμενος, όστις, ελθών εις έκστασιν την τρίτην ώραν της ημέρας, είδεν εις όλα του Όρους τα υψώματα και τας δασώδεις εκτάσεις πλήθος πιθήκων και αιθιόπων, οίτινες έλεγον ωργισμένοι ο εις προς τον άλλον· «Έως πότε θα υπομένωμεν τον ολοθρευτήν μας αυτόν τον δεινότατον και διατί δεν τον εξολοθρεύομεν; Δεν βλέπετε, ότι μας εξεδίωξεν αθλίως και κατέλαβε τον τόπον μας»; Ενώ δε ταύτα και έτερα έλεγον οι δαίμονες, ο ευσεβής Θωμάς είδε τον Όσιον εξελθόντα μετά της ράβδου από το κελλίον και έδερεν αυτούς τόσον, ώστε τους εξώρισε τελείως από τα Μελανά και έγιναν άφαντοι. Και η όρασις επηλήθευσε μετ’ ολίγον, ότε ο ανθρωποκτόνος ενεφύτευσε το μίσος εις ένα Μοναχόν κατά του ανεξικάκου Αθανασίου, και τόσον τον εξώργιζεν, ώστε εμελέτησε να φονεύση τον Όσιον ο ανόσιος. Όθεν ακονίσας εκείνος ο άθλιος μάχαιραν, μετέβη την νύκτα εις το κελλίον του Οσίου ησύχως, την στιγμήν κατά την οποίαν προσηύχετο δι’ εκείνον τον αχάριστον, και είπε το «πάτερ, ευλόγησον», με τον σκοπόν να εξέλθη δια να τον κτυπήση. Ο δε Όσιος ηρώτησε τις ήτο. Έπειτα ήνοιξε την θύραν, αλλ’ ως τον είδεν ο πάντολμος έμεινεν ως νεκρός εκ του φόβου, αι χείρες του εμαράνθησαν και έπεσε κατά γης η μάχαιρα. Τότε προσπεσών εν συντριβή εις τους πόδας του Οσίου εζήτει συγχώρησιν λέγων· «Ελέησον, πάτερ, τον φονέα σου, συγχώρησον την ανομίαν μου και άφες την ασέβειαν της καρδίας μου». Ανάψας τότε λαμπάδα ο Όσιος και ιδών εις την γην την μάχαιραν ηκονισμένην, ηννόησε την κακήν του σκέψιν και απήντησε· «Ως να ήμην ληστής ήλθες να με φονεύσης, τέκνον μου; Πλην παύσον τα δάκρυα και μη ομολογήσης εις ουδένα το συμβάν, διότι ο Θεός σου συνεχώρησε το ανόμημα». Ταύτα δε ειπών ησπάσθη τον ανόητον εκείνον ως φίλον του, χαρίσας εις αυτόν και δώρα εν ονόματι Κυρίου. Και όχι μόνον ζώντα ηγάπ αυτόν πάντοτε, αλλά και μετά τον θάνατόν του τον έκλαυσε περισσότερον από τους άλλους. Τοσούτον ήτο αμνησίκακος ο μακάριος. Προς δε τους αρρώστους και τους αμελείς ήτο επιμελέστατος θεραπευτής και οικονόμος συμπαθέστατος, υπεδέχετο δε πάντα ασθενούντα και εκυβέρνα δι’ όλων των αναγκαίων εις τε την ψυχήν και το σώμα. Και έλεγε ταύτα εις τους Μοναχούς προς νουθεσίαν των· «Να γνωρίζετε, ότι τούτο ζητεί ο Θεός από κάθε άνθρωπον. Να βοηθούμεν τους αδελφούς πρώτον σωματικώς, να περιποιούμεθα αυτούς όσον δυνάμεθα, έπειτα δε με λόγους ψυχωφελείς να οδηγώμεν αυτούς εις μετάνοιαν, ίνα οι ανάξιοι γίνωνται άξιοι και τίμιοι προς τον Δεσπότην». Όσοι δε δελφοί ήσαν αμελείς και δεν ήξευραν εργόχειρον, ή ήσαν νυσταλέοι και γέροντες, ωρίζοντο υπό του Οσίου εις υπηρεσίας της τραπέζης. Ήτοι άλλοι εκαθάριζον λάχανα ή όσπρια ή άλλο παρόμοιον έργον εξετέλουν δια να μη κάθηνται άνεργοι. Τους δε εργαζομένους επρόσταζε να προσεύχωνται πάντοτε, δια να μη αργολογούσιν. Ήτοι, όταν εζύμωνον ή έπλαθον ή ειργάζοντο εις τους αγρούς, ώριζε να λέγουν και ψαλμούς, δια να ευλογήται το έργον των και η ψυχή των να αγιάζεται. Όσοι δε ήσαν βαρέως ασθενείς, τόσον Μοναχοί, όσον και ξένοι, εστέλλοντο εις το νοσοκομείον· και είχεν ο Όσιος εντεταγμένους αδελφούς, ίνα φροντίζουν αυτούς μετά πάσης επιμελείας. Όταν δε τινές είχον πολλάς πληγάς ή πόνους και ημέλουν οι νοσοκόμοι, ως μη υποφέροντες την δυσωδίαν των πληγών, μόνος ο Όσιος εκαθάριζε τα σεσηπότα μέλη δια των ιδίων χειρών του και πάσαν άλλην ευτελεστέραν υπηρεσίαν εξετέλει και όσον ηδύνατο μυστικώτερον. Όθεν ο Κύριος, βλέπων την τελείαν ταπείνωσιν και τους κόπους, τους οποίους κατέβαλλεν ο Όσιος, εθεράπευε παραδόξως τον ασθενή και ούτω πολλοί ιατρεύθησαν. Ο δε Όσιος όμως δεν εφανέρωνε ταύτα, αλλά έλεγεν, ότι εθεραπεύοντο με βότανα. Όταν δε πάλιν εγνώριζεν, ότι δεν ήτο Θεού θέλημα να ιατρευθή ο τάδε άρρωστος, ετέλει μεθ’ όλων των αδελφών ολονύκτιον αγρυπνίαν δεόμενοι εις τον Θεόν να αναπαύση αυτόν ως εύσπλαγχνος, δια να μη βασανίζεται και ο ασθενής και οι υπηρέται να μη βαρύνωνται. Το δε πρωϊ, όταν ετελείωναν τας ευχάς, ετελείωνε και την ζωήν ο άρρωστος. Τότε ο Όσιος έλεγε με πολλήν ταπεινοφροσύνην, ότι η ευχή όλων συνήργησεν εις τούτο το θαυμάσιον. Δια τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς του Οσίου, τας αγρυπνίας, τας νηστείας και άλλας ενθέους πράξεις αυτού, επήκουσεν ο Θεός και εδωρήσατο εις αυτόν την χάριν να τελή άπειρα θαύματα. Ούτω επιθέτων τας χείρας αυτού επί των ασθενών και αναπέμπων ευχήν, ευθύς έβλεπε τούτους να ιατρεύωνται. Εις άλλον πάλιν έλεγε· «δεν έχεις συ, αδελφέ, ουδεμίαν ασθένειαν». Ευθύς δε ο λόγος έργον εγίνετο και έφευγε το κακόν από τον άρρωστον δια της χάριτος του Αγίου Πνεύματος. Άλλους εκτύπα δια της ράβδου του και εθεραπεύοντο. Όστις δε είχε πάθος θυμού ή φθόνου ή άλλο τι παρόμοιον και εξωμολογείτο τούτο εις τον Όσιον, εκείνος ήγγιζε την ράβδον αυτού εις την κεφαλήν εκείνου ή εις το στήθος του, λέγων· «Ύπαγε εις ειρήνην, δεν έχεις κανέν κακόν». Και ευθύς το πάθος απεχώρει. Πλην δεν ήτο δι’ όλους ταχύς ιατρός, αλλ’ εις τινας μεν έδιδε την ίασιν μετ’ ολίγον χρόνον, εις άλλους ελάφρυνεν ολίγον το κακόν, άλλους δε πάλιν ουδόλως  ιάτρευε και εις άλλους απέκοπτε το έργον του κακού, τον δε λογισμόν άφηνε, δια να αγωνίζωνται. Απλώς δε ειπείν, καθώς εγνώριζεν, έκαμνε το συμφερώτερον. Ούτω ήτο δι’ όλους κοινός κυβερνήτης και προστάτης, στελλόμενος παρά της θείας προνοίας. Δια των αρετών δε αυτού όλον το Όρος κατωκείτο από εναρέτους δούλους του Θεού και οι αναχωρηταί εγκατέλειπον την ησυχίαν και ήρχοντο προς αυτόν και υπετάσσοντο, κρίνοντες τούτο ωφελιμώτερον της ησυχίας. Και όχι μόνον οι Μοναχοί του Όρους, αλλά και άλλοι εκ διαφόρων χωρών συνέτρεχον προς τον Όσιον. Από την Ρώμην, την Ιταλίαν, την Καλαβρίαν, την Ιβηρίαν, ευγενείς και πλούσιοι άρχοντες, καθώς και Ηγούμενοι Κοινοβίων, ακόμη και Επίσκοποι, εγκαταλείποντες τους θρόνους των ήρχοντο και υπετάσσοντο εις αυτόν, εκ των οποίων ήσαν και τινες περιφανέστατοι, ο μέγας Πατριάρχης Νικόλαος, ο περιβόητος Χαρωνίτης, Ανδρέας ο Χρυσοπολίτης, ο ασκητής και σοφώτατος, ο ασκητής Ακάκιος, και άλλοι πολλοί σιδηροφόροι ερημίται, οίτινες εγήρασαν εις την άσκησιν. Εκ των προσελθόντων δε ήτο και ο μακαριώτατος Νικηφόρος, όστις ησκήτευεν εις την Καλαβρίαν και είδε θείαν οπτασίαν, ήτις επρόσταξεν αυτόν να μεταβή εις τον Άθωνα και να υποταχθή εις τον αρχηγόν του Όρους Αθανάσιον. Τούτον υπεδέχθη ο Όσιος και αφήκεν ολίγον καιρόν να πορεύεται κατά την παλαιάν του συνήθειαν. Ήτο δε ενδεδυμένος μόνον με εν τρίχινον ιμάτιον, και έτρωγε καθ’ εσπέραν πίτυρα μεθ’ ύδατος θερμού και ουδέν έτερον. Ο δε Όσιος ενέδυσεν αυτόν με τα κοινοβιάτικα, προστάσσων να τρώγη ό,τι έτρωγαν και οι άλλοι. Υπήκουε δε ο τρισμακάριος Νικηφόρος εις όλα τα προστάγματα του Οσίου με πολλήν προθυμίαν και εις τόσην αρετήν έφθασεν, ώστε ηγίασε και έρρεεν εκ των οστών του, μετά την οσίαν αυτού μετάστασιν, μύρον θαυμάσιον, ευωδέστερον όλων των αρωμάτων. Εάν λοιπόν ο καρπός δεικνύη το δένδρον και το δένδρον την ρίζαν, εκ του καρπού της διδασκαλίας αυτού καταφαίνεται οποίος ήτο και ο Αθανάσιος. Είχε δε ο Όσιος μεταξύ των άλλων και το προφητικόν χάρισμα. Και κάποτε, ενώ ήτο χειμών βαρύς και δριμύτατος, εκάλεσεν ένα αλιέα, ειπών· «Λάβε τροφάς, και δράμε ταχέως από την Κερασέαν κάτω προς την θάλασσαν, όπου κινδυνεύουν δύο λαϊκοί και εις Μοναχός από την πείναν και το ψύχος να αποθάνωσι. Και όταν φάγουν και δυναμώσουν, να έλθετε εδώ». Σπεύσας τότε ο αλιεύς εύρε τους τρεις ανθρώπους εις μέγαν πράγματι κίνδυνον, καθώς είπε προφητικώς ο Όσιος και αφού έδωσεν εις αυτούς τροφήν ήλθον εις την Λαύραν, χαίροντες και ευχαριστούντες τον Θεόν και τον δούλον Αυτού, όστις διέσωσε τούτους. Άλλοτε πάλιν ο Όσιος εισήλθεν εις λέμβον μετά τινων άλλων αδελφών και όταν απεμακρύνθησαν ολίγον από την ακτήν, ο δαίμων εβουλήθη να τους πνίξη κι ταράξας την θάλασσαν με δυνατόν άνεμον, ανέτρεψε την λέμβον και εσκέπασαν όλους τα κύματα. Αλλ’ ευθύς, ω των θαυμασίων Σου Δέσποτα! Ως ανεστράφη η λέμβος, ευρέθη ο Άγιος καθήμενος επάνω εις αυτήν, οι δε λοιποί περιπατούντες επάνω εις τα ύδατα. Τότε ο Όσιος έσυρεν ένα προς ένα και ανέβησαν άπαντες εις την ράχιν της λέμβου και διεσώθησαν. Μόνον εις Κύπριος, ονομαζόμενος Πέτρος, ως ο πρώην Πέτρος ηθέλησε να απιστήση. Όταν λοιπόν είδεν ο Όσιος, ότι μόνον εκείνος έλειπεν, εφώναξε λέγων· «Που είσαι, Πέτρε, τέκνον μου»; Και με την φωνήν ανεσήκωσεν αυτόν η θάλασσα. Οι δε Μοναχοί της Λαύρας, οι καταβάντες εις τον λιμένα δια να αποχαιρετήσουν τον Όσιον, επειδή είδον τα γενόμενα, εισήλθον εις άλλην λέμβον και σπεύσαντες ταχέως ανεβίβασαν αυτούς εις την ιδικήν των λέμβον και την ανατραπείσαν ανέσυρον. Είδον δε τότε, ω του θαύματος! Ότι κανέν σκεύος δεν είχε πέσει εις το πέλαγος, ούτε άλλο τι εξ όσων είχον προς χρείαν των. Τούτο δε το εξαίσιον ιδόντες οι Μοναχοί εθαύμασαν περισσότερον και επολλαπλασίασαν την πίστιν και την ευλάβειαν αυτών προς τον Όσιον. Μοναχός τις, χαλκουργός την τέχνην, Ματθαίος ονόματι, είχε δαιμόνιον πολύ άγριον. Τούτον ο Όσιος εδέχθη εις την Λαύραν ως ιδικόν του τέκνον και επρόσταξεν ένα των αδελφών να έχη αυτόν εις το κελλίον του και να τον υπηρετή επιμελέστατα. Ο αδελφός τότε πρώτον μεν παρέλαβε τον Ματθαίον μετά χαράς, αλλά κατόπιν εδειλίασε δια την αγριότητα του δαίμονος και επέστρεψεν αυτόν εις τον Όσιον. Ούτως εποίησαν άλλοι δύο, ο δε τρίτος, όστις τον παρέλαβεν, ωνομάζετο Αμβρόσιος. Ο Όσιος τότε είπεν εις αυτόν· «Εάν υπομείνης ταύτην την κακοπάθειαν, να υπηρετής τον δαιμονιζόμενον, εγώ σοι εγγυώμαι να κληρονομήσης βασιλείαν ουράνιον. Παράλαβε λοιπόν αυτόν και εάν φοβηθής καμμίαν φοράν, όταν τον εύρη το κακόν και ταράσσεται, πληροφόρησόν με». Παρέλαβε λοιπόν αυτόν πάλιν εις το κελλίον του ο Αμβρόσιος, όταν δε ο άρρωστος εταράχθη, έδραμε και ανήγγειλε τούτο εις τον Όσιον, όστις είπεν εις αυτόν· «Ύπαγε, εσκοτισμένε, να ησυχάσης». Αυτόν τον λόγον έλεγεν ο Όσιος, όταν ο άρρωστος ύβριζε κανένα. Απελθών δε ο Αμβρόσιος, εύρε τον Ματθαίον υγιά και σώφρονα. Έτερος τις εκ των Μοναχών του είχεν ασθένειαν και έτρεχεν όλον το ούρον του, όταν εκοιμάτο. Ήτο δε ασκητής και αγωνιστής προθυμότατος. Είχεν όμως τόσην θλίψιν δια την τοιαύτην ασθένειαν ώστε ο παμπόνηρος συνεβούλευσεν αυτόν να κρεμασθή ο ταλαίπωρος. Αλλ’ ο Πανάγαθος Θεός δεν τον αφήκε να χάση τους κόπους του. Αλλ’ ένευσεν εις την καρδίαν του και εξωμολογήθη εις τον Όσιον, δεικνύων τον βρόχον του σχοινίου, δια του οποίου εμελέτησε να πνιγή, εντρέπετο όμως να ειπή την αιτίαν, έως ότου εξομολογών αυτόν ο Όσιος τον ηνάγκασε να το ομολογήση. Όθεν είπεν εις αυτόν οργιζόμενος· «Διατί, εσκοτισμένε, δεν μας το είπες πρωτύτερα; Ύπαγε, και μη το πράξης πλέον». Και, ω του θαύματος! Ο λόγος του έργον εγένετο, και έκτοτε δεν ούρησε κοιμώμενος. Άλλος τις Μοναχός, την κλήσιν Θεόδωρος, είχεν καρκίνον, όστις είναι νόσος δεινή και ανίατος. Ούτος μετέβη προς τον Όσιον, ζητών βοήθειαν, όστις και παρέδωκε τον ασθενή εις τον ιατρόν της Λαύρας Τιμόθεον, ίνα τον επιμελήται ως τέκνον του γνήσιον. Ο δε Τιμόθεος εγνώριζε μεν ότι το πάθος αυτό δεν ιατρεύεται, αλλ’ ανέλαβε τον άρρωστον δια να μη φανή παρήκοος. Τίποτε όμως δεν ωφελήθη ο άρρωστος. Μετά δε καιρόν μετέβη ο Όσιος εις τον Μυλοπόταμον να ιδή τους αδελφούς και αυτόν τον Θεόδωρον. Ιδών λοιπόν το φοβερόν εκείνο πάθος του Θεοδώρου ο Όσιος έκαμε τρισσώς εις αυτόν τον Σταυρόν, ειπών ταύτα· «Ο Θεός να σε καταργήση». Και αυτή η επιτίμησις επέφερεν ίασιν εις ολίγον διάστημα. Αλλ’ ας διηγηθώμεν και έτερον θαύμα του Οσίου Αθνασίου. Η νήσος η ονομαζομένη Νέον, εις την οποίαν είχεν η Λαύρα Μετόχιον και Μοναστήριον, ευρίσκοντο δε εκεί οι νεώτεροι Μοναχοί και επρογυμνάζοντο, είναι τόπος ξηρός και άνυδρος, δια τα κτήνη όμως είναι κατάλληλος, διότι έχει βοσκάς. Ταύτην την νήσον εδώρησαν οι βασιλείς εις την Λαύραν, μετ’ άλλων νήσων, δια να βόσκουν τα πρόβατα. Ένα χρόνον λοιπόν έπεσεν εκεί τόση ακρίς, ώστε έφαγεν όλον το χόρτον και επειδή δεν εύρισκον τα ζώα να φάγουν, απέθνησκον. Όθεν οι εγχώριοι ήλθον εις τον Όσιον κλαίοντες και ζητούντες βοήθειαν. Μεταβάς όθεν εις την νήσον ο Όσιος είδεν, ότι αι ακρίδες είχον καταφάγει όλα τα χόρτα, και μόνον τας αμπέλους δεν ήγγισαν. Ως δε ηρώτησαν αυτόν την αιτίαν, είπεν ότι Θεού οικονομία είναι, δια να έχωμεν ολίγην  παραμυθίαν. Εκείνοι δε έλεγον, ότι εκ φύσεως δεν τρώγουν αι ακρίδες τα φύλλα της αμπέλου. Τότε ο πατήρ, δια να γνωρίσουν το σφάλμα των, επρόσταξε να κόψουν αμπελόφυλλα, τα οποία και έρριψαν μακράν της αμπέλου, τα οποία ευθύς αι ακρίδες κατέφαγον. Ανέπεμψε τότε ευχήν ο Όσιος και ευθύς, ω του θαύματος! ήλθον πτηνά αναρίθμητα και κατέφαγον όλας τας ακρίδας. Άλλοτε συνήχθησαν οι Ηγούμενοι του Όρους, υπό του μισοκάλου παρακινούμενοι, και μετέβησαν εις τον βασιλέα Βασίλειον, όστις ευρίσκετο τότε με το στράτευμα εις την Μακεδονίαν, ίνα εγκαλέσουν τον Όσιον δια ματαίαν αιτίαν, ότι δηλαδή ενώ αυτοί ήσαν γεροντότεροι, οι άνθρωποι εκάλουν τον Αθανάσιον αρχηγόν του Όρους. Καθώς λοιπόν μετέβαινον, έτυχε και επανήρχετο εκ τινος υπηρεσίας ο Όσιος και απαντήσας αυτούς, τους εχαιρέτησε και ηρώτησε που μετέβαινον. Τότε οι μεν είπον ψεύματα, άλλας αιτίας προφασιζόμενοι. Ο δε πρώτος του Όρους, Ιωάννης καλούμενος, ήτο απλούς και απονήρευτος, αλλ’ οι άλλοι εβίασαν αυτόν να τους ακολουθήση. Ούτος λοιπόν ωμολόγησε την αιτίαν, ειπών· «Κατά σου, πάτερ, προς τον βασιλέα μεταβαίνομεν». Ο δε Όσιος όμως δεν εκάκισεν, αλλ’ είπεν· «Όπου θέλετε υπάγετε». Ο μεν λοιπόν Ιωάννης, ευλαβηθείς τον Όσιον, επέστρεψε, και παρακινών τους άλλους έλεγε· «ηξεύρετε ότι δεν βλάπτετε τον Αθανάσιον, αλλά μόνον σκάπτετε λάκκον δια τους εαυτούς σας». Αλλ’ εκείνοι δεν υπήκουσαν. Όθεν η θεία δίκη δικαίως τους αδίκους επαίδευσε και ελήστευσαν αυτούς εις τον δρόμον οι κλέπται και δεν τους αφήκαν ούτε υποκάμισον. Λοιπόν επέστρεψαν κατησχυμμένοι και άπρακτοι, γινώσκοντες δε την ανεξικακίαν και αγαθότητα του Αθανασίου μετέβησαν εις αυτόν και τους έδωκεν ενδύματα. Άλλοτε πάλιν ο Όσιος Αθανάσιος μετέβαινε δια λέμβου εις τινα υπηρεσίαν και δεν είχον ύδωρ. Εις δε εκ των αδελφών εδίψασε πολύ, και ωλιγοψύχησεν. Ο δε πατήρ ελυπήθη αυτόν, ως φιλότεκνος, και γεμίσας το σταμνίον εξ ύδατος της θαλάσσης, ηυλόγησεν αυτό, ειπών· «Εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πίετε όλοι και χορτασθήτε». Οι δε πίοντες, εθαύμασαν την του ύδατος εκείνου γλυκύτητα. Αδελφός τις της Λαύρας, ονόματι Γεράσιμος, είχε δύο ασθενείας, ήτοι σπάσιμον και ρευματισμούς, εκείτετο δε εις την κλίνην ακίνητος. Ο δε Όσιος προσηυχήθη και χαράξας τον σωτήριον Σταυρόν επ’ αυτού, απέδωσε δια της θείας χάριτος την ίασιν εις τον πάσχοντα. Ούτος δε ο Γεράσιμος, μετά την του Οσίου οσίαν τελείωσιν, ωμολόγησε ταύτα. «Κάποτε επήρα από τον πατέρα μας συγχώρησιν και μετέβην εις τα Ιεροσόλυμα, όπου, αφού προσεκύνησα, επέστρεψα αβλαβής με την ευχήν του. Και μίαν ξμέραν, ενώ ευρίσκετο εις τον ναόν των Αγίων Αποστόλων, μετέβην ίνα του ομιλήσω, παρατηρήσας δε εκ μιας σχισμής της θύρας, είδον το πρόσωπόν του ως φλόγα πυρός. Αναχωρήσας δε, μετ’ ολίγον επέστρεψα και βλέπω το πρόσωπόν του αστράπτον και μίαν ομοίωσιν αγγελικήν πύρινον, ήτις περιέβαλλεν αυτόν. Όθεν εφοβήθην και εφώναξα. Ο δε πατήρ είπε προς με· μη φοβού, τέκνον. Πλην εντολήν σου δίδω από Θεού Παντοκράτορος, να μη ομολογήσης εις ουδένα ό,τι είδες ζώντος μου· και ούτως εφύλαξα το πρόσταγμα και δεν σας είπον τίποτε έως σήμερον». Αλλ’ ας διηγηθώμεν έτερα δύο ή τρία εκ των πολλών θαυμάτων, τα οποία ετέλεσεν ο Όσιος Αθανάσιος προ της τελειώσεως αυτού. Αδελφός τις μετέβη εις διακονίαν τινά, απεσταλμένος από τον Όσιον, αμελήσας δε της σωτηρίας αυτού επόρνευσε. Κατόπιν επιστρέψας εις την Λαύραν εξωμολογήθη εις τον Όσιον, όστις, ως έμπειρος ιατρός, εκυβέρνησεν αυτόν, συμβουλεύσας να μη απελπισθή, αλλά να έχη εις τον Θεόν τας ελπίδας του. Ακούσας δε άλλος τις Μοναχός, Παύλος ονόματι, την υπόθεσιν, εσκανδαλίσθη, ως αδιάκριτος, κατακρίνων τον πταίσαντα και τον Όσιον, επειδή δεν ετιμώρησεν αυτόν, τολμήσαντα να τελέση την τοιαύτην αισχράν και ανόσιον πράξιν. Ο δε Όσιος παρετήρησεν αυτόν με βλέμμα άγριον ειπών· «Παύσε, πρόσεχε τι κάμνεις». Από της στιγμής δε εκείνης ο δαίμων ετόξευσε και αυτόν τον Παύλον εις την πορνείαν και τον επολέμει επί τρία ημερονύκτια, το δε χειρότερον, εντρέπετο να ομολογήση τούτο, ίνα τον βοηθήση ο Όσιος, ο οποίος το εγνώριζεν. Αλλ’ ο Όσιος, με τρόπον επιδέξιον δίδων εις αυτόν θάρρος, τον ηναγκασε να εξομολογηθή και να ζητήση βοήθειαν. Όθεν, ο πάνσοφος, πρώτον ενουθέτησεν αυτόν να μη κατακρίνη τους πταίοντας, αλλά μάλλον να συμπονή και να προσεύχεται δι’ αυτούς, έπειτα δε εδεήθη προς τον Θεόν και εσταμάτησε τον κατ’ αυτού πόλεμον, όταν εταπεινώθη και έκλαυσεν. Ιάτρευσε δε και τον αποθηκάριον Αθανάσιον, όστις ήτο εις την αρχήν της υποταγής αυτού εις τον Μυλοπόταμον, όστις, ως πίνων πολύ ύδωρ, έπαθεν υδρωπικίαν, ιδών δε ο Όσιος τούτον τοσούτον διωγκωμένον απέστειλεν εις το νοσοκομείον της Λαύρας. Έπειτα βλέπων, ότι οι ιατροί δεν ηδύναντο να τον ιατρεύσωσιν, ευσπλαγχνισθείς αυτόν, ήγγισε την χείρα εις την κοιλίαν του ειπών· «Ύπαγε, τέκνον, δεν έχεις κανέν κακόν». Ευθύς τότε εκείνος, ω του θαύματος! Ιάθη τελείως. Όχι δε μόνον αυτούς τους οποίους ανεφέραμεν εθεράπευσεν, αλλά και άλλους πολλούς, τους οποίους παραλείπομεν, ίνα συντομεύσωμεν τον λόγον. Όμως ας διηγηθώμεν και την του Οσίου αγίαν τελείωσιν και τα μετά ταύτην θαύματα αυτού. Επειδή, ως είπομεν, πολλοί συνήγοντο εξ όλων των μερών και υπετάσσοντο εις αυτόν προς ψυχικήν σωτηρίαν των, έκτισεν άλλην μεγαλυτέραν Εκκλησίαν και μόνον ο τρούλλος αυτής υπελείπετο, ίνα περατωθή το όλον οικοδόμημα. Τότε ο Όσιος θανάσιος, προβλέπων ότι ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον, εκατήχησε τους αδελφούς, ειπών ταύτα· «Αδελφοί και τέκνα μου, ας προσέχη ο καθείς εξ υμών να κρατή την γλώσσαν του· διότι κάλλιον να πέση τις από τόπον υψηλόν ή να καταβιβασθή από την γλώσσαν. Ας υπομένωμεν τον πειρασμόν πάντοτε, διότι με τας θλίψεις και τους πειρασμούς μεταβαίνομεν προς την ουράνιον βασιλείαν. Λοιπόν μη λυπηθήτε δια την συμφοράν, ήτις μέλλει να μου έλθη, ούτε να σκανδαλισθήτε, αλλά να νομίσητε το γενόμενον οικονομίαν  προς το συμφέρον σας. Διότι κατ’ άλλον τρόπον κρίνουν οι άνθρωποι, και άλλως οικονομεί ο πάνσοφος Θεός». Ταύτα ακούσαντες οι Μοναχοί ηπόρουν και είχον φροντίδα πολλήν, ως μη γνωρίζοντες τι μέλλει να συμβή. Ο δε Όσιος ενεδύθη το ράσον αυτού, τον μανδύαν και το ιερώτατον κουκούλιον του μακαριωτάτου πατρός αυτού Μιχαήλ του Μαλεϊνου, τα οποία είχε συνήθειαν να ενδύεται κατά τας ημέρας των Δεσποτικών και μεγάλων εορτών, όταν εκοινώνει των Αγίων του Χριστού Μυστηρίων. Οι δε αδελφοί, βλέποντες το πρόσωπόν του φαιδρόν τε και χαριέστατον, εξενίζοντο εις το ασύνηθες αυτό θέαμα. Εισελθών δε εις το κελλίον του πρέμεινεν ώραν πολλήν. Έπειτα εκάλεσεν εξ αδελφούς και ανήλθον ομού εις την κορυφήν του Ναού δια να βοηθήσουν τους τεχνίτας, οίτινες έκτιζον. Και τότε εθραύσθη ο τρούλλος και εκρημνίσθησαν. Αλλ’ οι μεν πέντε την ιδίαν στιγμήν ετελεύτησαν, ο δε Όσιος και ο κτίστης Δανιήλ έμειναν ακόμη ζωντανοί, αλλ’ ήσαν κατακεχωσμένοι υπό τας πέτρας, ήκουον δε οι άξωθεν τον Όσιον έως τρεις ώρας λέγοντα· «Δόξα σοι ο Θεός. Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι». Σκάψαντες λοιπόν οι αδελφοί με πολλά δάκρυα εύρον τον Άγιον εν Κυρίω τελειωθέντα, ήτο δε με την κεφαλήν εις το Άγιον σύνθρονον, έχων σταυροειδώς τας χείρας του, οι δε πόδες ήσαν όρθιοι, και το άγιον αυτού λείψανον δεν είχε πληγήν, ειμή μόνον ο δεξιός του πους ήτο ολίγον εσχισμένος από το ξύλον. Ετοποθέτησαν τότε τον Όσιον εις την κλίνην και έκλαιον όλοι απαρηγόρητα, τον κυβερνήτην ζημιούμενοι και τον ιατρόν υστερούμενοι και εαυτούς ταλανίζοντες ωλοφύροντο. Αφήκαν δε τον Όσιον τρεις ημέρας άταφον, δια να συναχθούν άπαντες οι του Όρους αδελφοί δια να τελέσουν την επιτάφιον υμνωδίαν, ως έπρεπε. Κατά δε τας ημέρας ταύτας, ω του θαύματος! Ούτε διωγκώθη, ούτε εβρώμισεν, ούτε εμαύρισεν, ουδέ ποσώς ηλλοιώθη. Όταν λοιπόν συνήχθησαν άπαντες και έψαλλον τον Όσιον, είδον αίμα εξερχόμενον εκ της πληγής του ποδός αυτού και εξέστησαν. Όχι δε μόνον τούτο το θαυμάσιον εγένετο, αλλά και το πρόσωπον αυτού εδοξάσθη την ώραν εκείνην και εγένετο λευκόν και άσπιλον ως χιών. Γέρων δε τις εσπόγγιζε δια του μανδηλίου του το αίμα, αλλά τούτο έτρεχε περισσότερον. Όθεν έλαβον άπαντες και εχρίσθησαν, εις αγιασμόν ψυχής τε και σώμτος. Ούτως ενεταφίασαν ευλαβώς και εντίμως το πολύαθλον εκείνο σώμα και σκεύος του Παναγίου Πνεύματος, εξαγαγόντες δε τους άλλους εξ αδελφούς, εύρον τους πέντε τελειωθέντας και συνθλιβέντας εκ των λίθων. Ο δε οικοδόμος Δανιήλ, όστις ήτο πνευματικώτατος και ενάρετος άνθρωπος, έμεινεν ολίγας ημέρας ζωντανός και ωμολόγει ότι είδε πρότερον οπτασίαν, όταν έκτιζε τα κελλία του καλλιγράφου Ιωάννου, καθ’ ην «έστειλεν ο βασιλεύς άνθρωπον, ίνα συνοδεύση προς αυτόν τον Αθανάσιον. Παρέλαβε δε ο άνθρωπος εκείνος ετέρους εξ, εις εκ των οποίων ήμην και εγώ»· έλεγεν ο άνωθεν ρηθείς οικοδόμος «και όταν εφθάσαμεν εις το παλάτιον εισήλθεν ο Όσιος μετά των άλλων πέντε και εγώ απέμεινα έξω της πύλης και έκλαιον. Τότε ήκουσα τινα κι μοι λέγει έσωθεν· «Ακαίρως και ανωφελώς κλαίεις, διότι δεν είναι δυνατόν να εισέλθης, αν δεν σε φέρη ο Αθανάσιος». Κλαίων λοιπόν ύστερα, είδον τον γλυκύτατόν μου πατέρα, όστις, λαβών με εκ της χειρός, με ωδήγησεν εις τον βασιλέα, τον οποίον και προσεκύνησα». Κατά το όραμ λοιπόν και η έκβασις εγένετο. Και απήλθεν εις τον ουράνιον Βασιλέα πρώτον ο Όσιος μετά των άλλων πέντε και ο οικοδόμος κατόπιν. Ούτως έμεινεν η ποίμνη ορφανή από τον Οσιον. Αλλά και μετά την αγίαν αυτού μετάστασιν, νέα πάλιν ετέλεσε θαυμάσια και παράδοξα, εκ των οποίων διηγούμεθα ολίγα εις πίστωσιν των άλλων, και ταύτα με συντομίαν. Μετά την θαυμαστήν τελείωσιν του Οσίου ανέδειξαν εις την Λαύραν Ηγούμενον ένα ενάρετον αδελφόν, ονόματι Ευστράτιον, όστις είχε δεινήν ασθένειαν εις τους νεφρούς, και ούρει αίμα μετά πόνων και οδύνης ανεικάστου. Εδοκίμασε δε ιατρούς πολλούς, όταν έζη ο Άγιος, και απέστειλαν αυτόν εις την Κωνσταντινούπολιν, αλλ’ ουδόλως ωφελήθη. Όθεν υπέμεινε την βάσανον εκείνην επί χρόνους επτά. Μίαν νύκτα είδε καθ’ ύπνον τον Όσιον, όστις έδωσεν εις αυτόν εν ποτήριον, εντός του οποίου του εφάνη, ότι έθεσε ρόδα και επρόσταξεν αυτόν να πίη. Ούτως εθεραπεύθη. Και όταν εξύπνησε, το ούρον του ήτο καθαρόν. Διηγήθη τότε εις πάντας το μέγα τούτο θαυμάσιον. Έτερος Μοναχός είχε δαίμονα άγριον, όστις τον έκαμνε να παραλογίζεται. Ούτος ήλθεν εις τον τάφον του Αγίου, και χρισθείς δια του ελαίου της κανδήλας, κατεταράχθη υπό του δαιμονίου. Κατόπιν ήμεσεν αίμα με κάποια ζώα μικρά, και τότε ελυτρώθη του δαίμονος και απήλθε χαίρων και δοξάζων τον Κύριον. Μετέβησαν τότε αδελφοί τινες της Μονής εις την Σμύρνην δια υπηρεσίαν, τους οποίους εφιλοξένησε φιλόχριστος τις Χριστινός. Είδον δε εις τον οίκον του την σύζυγον αυτού και εθυμίαζεν άπτουσα λαμπάδας με πολλήν ευλάβειαν. Ερωτήσαντες δε αυτήν την αιτίαν της τοιαύτης ευλαβείας ήκουσαν παρ’ αυτής ταύτα· «Εγώ Πατέρες, έχω μίαν αδελφήν ύπανδρον, ήτις ήτο αιμορροούσα και κατάκοιτος. Μίαν ημέραν ήλθεν εις τον οίκον της εις Μοναχός, όστις ιδών αυτήν ούτω δεινώς οδυνωμένην, την ελυπήθη και της είπεν. Έχω αίμα του Οσίου Αθανασίου του εν τω Άθω εις τεμάχιόν τι παλαιοράσου. Αν θέλης να το βρέξω και να πίης το ύδωρ αυτό, θέλεις εύρει βοήθειαν. Η δε ασθενής μετά δακρύων είπεν εις τον Μοναχόν να της το δώση ταχέως, δια τον Κύριον. Καθώς δε έπιεν το απόνιμμα τούτο εις το όνομα του Οσίου μετά πολλής ευλαβείας και πίστεως, ευθύς ιατρεύθη». Δια ταύτην την παράδοξον θαυματουργίαν, είπεν η γυνή εκείνη, κάμνω την τοιαύτην υπηρεσίαν, ευχαριστούς τον Άγιον, και δέομαι του Θεού να συγχωρήση, δια πρεσβειών Αυτού, τας αμαρτίας μου. Νεανίας τις είχε δύο ασθενείας μεγάλας, λέπραν και πτωχείαν υπέρμετρον, και τον εβδελύσσοντο όσοι ήσαν απάνθρωποι και άσπλαγχνοι. Όθεν εκινδύνευεν ο τάλας να αποθάνη από την πείναν. Ακούσας δε τα εξαίσια θαύματα του Οσίου, έδραμεν εις το άμισθον ιατρείον, και προσκυνήσας τον τάφον αυτού εδέετο μετά δακρύων και στεναγμών να τω δωρήση την ίασιν. Λαβών όθεν άγιον έλαιον εκ της κανδήλας εχρίσθη μετά πίστεως και έλαβεν ευθύς την υγείαν του. Άλλος τις ονόματι Αθανάσιος είχε τυφλόν υιόν, ο οποίος, αν και οι οφθαλμοί του ήσαν ανοικτοί, όμως διόλου δεν έβλεπε. Μεταβάς όθεν εις την Λαύραν, εδέετο και αυτός μετά δακρύων να δωρήση ο Όσιος εις τον υιόν του το φως των οφθαλμών του. Καθ’ εκάστην δε ελάμβανεν εκ της κανδήλας έλαιον, και έχριε τους οφθαλμούς του υιού του. Και εις το τέλος της εβδομάδος ευσπλαγχνίσθη αυτόν ο συμπαθέστατος, και εδωρήσατο την ίασιν, παραχωρήσει Κυρίου. Μετά την τελευτήν του Οσίου επί χρόνους δέκα ήτο εις την Λαύραν Ηγούμενος ο Θεόκτιστος, με τον οποίον εφιλονείκησεν ο προρρηθείς Παύλος, όστις ήτο αποθηκάριος και αντιλόγησεν εις τον προεστώτα, μεταβάς προς ύπνον χωρίς να ζητήση συγχώρησιν. Κατά δε την νύκτα είδε κατ’ όναρ τον Όσιον διδάσκοντα τους αδελφούς, ενώ εις εξ αυτών αντιλόγησεν εις τον Όσιον. Ο δε Παύλος ύβρισε τον αντιλέγοντα, ειπών προς αυτόν· «Πως τολμάς να εναντιούσαι εις τον πατέρα μας;» Τότε ο Όσιος, προσβλέψας τον Παύλον με βλέμμα άγριον, ερράπισεν αυτόν ειπών· «Να, δίδασκε τους άλλους, ότι καλώς υποτάσσεσαι». Εξυπνήσας δε από τον πόνον ο Παύλος, ησθάνθη την δεξιάν αυτού σιαγόνα πληγωμένην και τρέχουσαν ύλην. Όθεν, γνωρίσας το βάρος της αμαρτίας του, έπεσε το πρωϊ εις τους πόδας του προεστώτος, ομολογών την θαυματουργίαν και ζητών συγχώρησιν, την οποίαν ευθύς παρεχώρησεν ο Ηγούμενος. Αλλά την θεραπείαν της πληγής δεν έλαβε έως ημέρας τριάκοντα, καθ’ ας εδέετο μετά δακρύων εις τον Όσιον. Δύο αδελφοί της Λαύρας, Συμεών και Γεώργιος ονομαζόμενοι, μετέβαινον δια πλοίου εις τον λιμένα των Πευκίων. Εκεί εκινδύνευε να αποθάνη εις ναύτης, όστις εκείτετο επί οκτώ ημέρας άφωνος, και έκλαιον αυτόν ως νεκρόν οι συγγενείς και οι φίλοι του. Οι Μοναχοί λοιπόν είχον μεθ’ εαυτών αίμα του Αγίου, και εγγίσαντες τούτο εις τον τράχηλον του ναύτου, ω του θαύματος! Ιατρεύθη ευθύς, και πορευθείς ητοίμασε τα του πλοίου ίνα φύγωσι, και εμέμφετο τους άλλους ναύτας, διότι ηργοπόρουν να αναχωρήσωσιν. Είναι μία χώρα μικρά,  Ερισός καλουμένη, εις την οποίαν είχεν η Λαύρα μετόχιον, και ήτο εκεί εις οικονόμος ονόματι Ιωαννίκιος. Ούτος μετέβαινε δια λέμβου εις τον Στρόμονα  δια να αγοράση χρειώδη τινά πράγματα. Όταν  δε οι αδελφοί εξήλθον κατά τον εσπερινόν εις τον αιγιαλόν δια να δειπνήσωσιν, επήδησαν έξαφνα οι βάρβαροι και αφήρπασαν αυτούς. Ο δε οικονόμος έρριψε κρυφίως τα χρήματα, τα οποία εκράτει δεδεμένα εις μανδήλιον, εις την θάλασσαν. Οι βάρβαροι λοιπόν δέσαντες τους Μοναχούς επέστρεφον εις τον τόπον των, και όταν εξημέρωσεν έλυσαν αυτούς δια να περιπατούν ταχέως. Τότε ο οικονόμος ηννόησεν ότι ο Θεός τους εφώτισε να τους λύσουν  και ενθυμούμενος του μεγάλου πατρός τα θαυμάσια, επεκαλέσθη αυτόν εις βοήθειαν. Έπειτα εκτύπησε τας χείρας, ταύτα κραυγάσας· «Ιδού οι σύντροφοί μας έφθασαν», ούτω δε έστρεψε τρέχων. Τότε οι βάρβαροι εφοβήθησαν και έφυγον έντρομοι. Οι δε αδελφοί του Ιωαννικίου, ιδόντες τους εχθρούς φεύγοντας, έδραμον και αυτοί κατόπιν του οικονόμου προς την Λαύραν τρέχοντες. Και όταν έφθασαν εκεί διηγήθησαν εις τους αδελφούς το θαυμάσιον. Μετά καιρόν εδιπλασίασε την ευεργεσίαν ο Άγιος και ακούσατε ίνα θαυμάσητε, κατά ποίαν οικονομίαν εύρον πάλιν το χρυσίον, όπερ έρριψαν εις την θάλασσαν. Καθώς διήρχοντο εκ του σημείου εκείνου εντός λέμβου Μοναχοί τινές της Λαύρας, είπε προς αυτούς εις εκ των συνοδοιπόρων του Ιωαννικίου, όστις συνεταξίδευε μετ’ αυτών· «Εδώ έρριψε το χρυσίον ο Γέροντας». Τότε είπε τις χαριεντιζόμενος· «Εάν ο Κύριος οικονομήση να εύρωμεν αυτό, μεγάλην αληθώς παρρησίαν έχει προς αυτόν ο πατήρ ημών». Καθώς λοιπόν παρετήρουν εις τον βυθόν της θαλάσσης, βλέπουσιν ένα οκτάποδα, τον οποίον εκάρφωσαν δια του καμακίου. Και τότε, ω της προς Θεόν παρρησίας σου, θαυματουργέ Αθανάσιε! Ο οκτάπους εκράτει το μανδήλιον με το χρυσίον εις τους πλοκάμους του και πάντες εξέστησαν, δοξάζοντες τον αντιδοξάζοντα τους δοξάζοντας Αυτόν. Αρκούσιν όσα διηγήθημεν, ευσεβείς αδελφοί, δια να φανερώσουν την παρρησίαν, την οποίαν έχει προς τον πολυεύσπλαγχνον Δεσπότην ο Όσιος, ως δούλος Αυτού γνησιώτατος. Διότι, όστις δύναται να μετρήση τους αστέρας του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης, θα δυνηθή να ιστορήση και του Οσίου τα άπειρα θαύματα. Αλλ’ ας διηγηθώμεν ακόμη εν και ούτω να έλθωμεν εις το τέλος. Ο Εκκλησιάρχης της Λαύρας Κοσμάς είχε συνήθειαν, όταν μετέβαινεν εις την Κωνσταντινούπολιν, να διέρχεται από την Μονήν του Παναγίου, διότι ήτο εκεί Ηγούμενος ο γνησιώτατος μαθητής του Αθανασίου Αντώνιος. Καθώς λοιπόν διήρχετο εκείθεν μίαν ημέραν, είδε μίαν εικόνα του Αγίου θανασίου, ήτις ωμοίαζεν εις αυτόν καθ’ όλα απαραλλάκτως. Παρακάλεσε τότε τον Ηγούμενον να του την δώση, αλλ’ ούτος δεν ηθέλησε, διότι επόθει ταύτην πολύ και αυτός ο Αντώνιος. Ο δε Κοσμάς τον ώρκιζεν εις τον Άγιον και παρεκάλει αυτόν να μη τον αφήση περίλυπον. Είπε τότε ο Αντώνιος· «Μείνε εδώ τρεις ημέρας, έως να μοι ιστορήση ο εικονογράφος άλλην ωσάν αυτήν και τότε σου την προσφέρω». Ούτω και εγένετο. Και ο γέρων επήρε το πρωϊ την εικόν, και μεταβάς εις τον ζωγράφον, ονόματι Παντολέοντα, είπε την υπόθεσιν παρακαλών να ζωγραφήση την εικόνα τάχιστα και ωραίαν, όσον ηδύνατο. Ο δε απεκρίθη ειπών· «Από της στιγμής καθ’ ην μου διεμήνυσες χθες το εσπέρας με τον μαθητήν σου, ητοίμασα όλα τα χρειώδη, και τώρα εμελέτων να αρχίσω ταύτην. Άκαιρα λοιπόν εκοπίασες». Ταύτα ακούσας ο Αντώνιος εθαύμασε, μη γνωρίζων την υπόθεσιν. Και ερωτήσας τον μαθητήν, όστις ήτο μετ’ αυτού, ούτος απήντησε ότι δεν μετέβη καθόλου εις τον ζωγράφον. Όθεν εννοήσαντες  ότι ήτο επισκίασις και ενέργεια του Αγίου Αθανασίου ηυχαρίστησαν ως έπρεπε. Και μετά τρεις ημέρας, όταν η εικών ετελειώθη, παρέλαβεν ο Εκκλησιάρχης το πρωτότυπον, και επιστρέψας εις την Αγίαν Λαύραν διηγήθη εις όλους τους αδελφούς την θαυματουργίαν, την οποίαν ετέλεσεν ο Άγιος δι’ εκείνην την εικόνα, την οποίαν εκρέμασαν εις τον τάφον αυτού και προσκυνούσιν αυτήν έως την σήμερον, έχοντες προς αυτήν πολλήν ευλάβειαν, διότι έχει ακριβώς όμοιον τον χαρακτήρα της αγίας του Οσίου μορφής. Ταύτα τα της βιώσεως του Αγίου Αθανασίου του Αγιορείτου και τα μετά το τέλος αυτού θαυμάσια κατορθώματα. Ημείς δε, πάτερ Άγιε, οίτινες ευρισκόμεθα εις τούτον τον κόσμον ως πάροικοι, κατοικούντες εις την ιεράν ταύτην ποίμνην, βασανιζόμενοι από τας προσβολάς των δαιμόνων και από πειρασμούς των κακών ανθρώπων, ανάγκην έχομεν της σης βοηθείας και χάριτος και της προς Θεόν μεσιτείας σου. Όθεν μετά πόθου παρακαλούμεν σε, να πρεσβεύης προς τον φιλάνθρωπον Δεσπότην δι’ ημάς ως και δια την ποίμνην σου, δια την οποίαν πολλούς ιδρώτας και πόνους έως θανάτου υπέμεινας, και το άγιον αίμα σου έχυσες. Λύτρωσαι ημάς, Άγιε, από το σκότος των παθών κι από την τυραννίδα των πονηρών δαιμόνων και ανθρώπων. Διότι γινώσκεις αμφοτέρων την κακουργίαν και τον πόλεμον, τον οποίον καθ’ εκάστην εγείρουσι καθ’ ημών. Γνωρίζεις του σώματος το δυσήνιον και άτακτον, και της προαιρέσεως το ευόλισθον. Δια τούτο παρακαλούμεν σε, όπως, καθώς ήσο εδώ οδηγός ψυχών, σωτήριος και διδάσκαλος εις την πανώδυνον ταύτην ζωήν την πρόσκαιρον, ούτω και τώρα έτι μάλλον, ως τη υπερενδόξω Τριάδι παριστάμενος και δια του φωτός εκείνου καταλαμπόμενος, να οικονομής άνωθεν βοηθών ημάς, ίνα διέλθωμεν ήσυχον και ατάραχον τον ολίγον τούτον καιρόν της παροικίας ημών, ρυσθώμεν δε της ατελευτήτου κολάσεως και επιτύχωμεν της αιωνίου μακαριότητος, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις αιώνα τον ατελεύτητον. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: