Περπατώντας σε βουνά και σε λαγκάδια
Περπατούμε ανάμεσα σε βουνά και σε μικρά καμποβούνια. Περνούμε μέσα από κλεισούρες. Δρόμο παίρνουμε, δρόμο αφήνουμε. Είναι πρωί. Ο ήλιος βρίσκεται ως τρία μπόγια ψηλά. Πέρα φαίνονται τα βουνά, το’να πίσω απ’ τ’ άλλο. Από πίσω μας αφήσαμε άλλα βουνά. Τι είναι αυτά τα ελληνικά βουνά! Δεν είναι βράχοι και χώματα σωριασμένα, όπως σε άλλα μέρη· είναι ζωντανά· είναι ψυχές. Θαρρείς πως σε κοιτάζουνε. Κάποια απ’ αυτά θαρρείς πως κάθονται συλλογισμένα όπως οι άνθρωποι. Και τα σχέδιά τους είναι πολύ έμορφα και πολύ παράξενα. Άλλο στέκεται με όρθιο κεφάλι, παλληκαρόβουνο, κι αγναντεύει τον κάμπο, άλλο έχει γυρτή στο πλάγι την κεφαλή του, σαν να’ ναι παραπονεμένο, άλλο έχει ξαπλωμένο το κορμί του σαν τον άνθρωπο που ξεκουράζεται, άλλο θαρρείς πως τεντώνει τον λαιμό του για να κοιτάξει πίσω από τ’ άλλα που βρίσκονται πιο μπροστά, κι από πίσω απ’ αυτό προβάλλει το κεφάλι του άλλο, και πιο μακριά άλλα, πολλά βουνά. Τα πιο έμορφα είναι όσα είναι ξεμοναχιασμένα, αποτραβηγμένα από τ’ άλλα, κι αυτά είναι τις περισσότερες φορές στρογγυλά και μυτερά στην κορφή και στέκουνται μέσα στον αγέρα σαν να’ναι από κρούσταλλο. Σχεδόν όλα είναι σπάνια και σταχτιά, χωρίς δέντρα. Μονάχα εδώ κι εκεί, χαμηλά στα ριζοβούνια που ζώνουνε το μεγάλο βουνό, όπως ζώνουμε το κάστρο οι πύργοι κι οι τάμπιες, βλέπεις κανένα δένδρο μοναχιασμένο, ή πέντ’-έξι μαζί κοντά-κοντά, σαν να κουβεντιάζουνε. Από μακριά, τα βουνά φαίνουνται αλλιώς, κι αλλιώς τα βλέπεις σαν πας κοντά. Οσο τα σιμώνεις, ολοένα αλλάζουνε όψη. Εκεί που το’βλεπες πριν στρογγυλό κι όρθιο, αρχίζει σιγά-σιγά και μακραίνει. Πολλές φορές, ενώ στην αρχή έβλεπες πως έχει μια κορυφή, σε λίγο φανερώνεται στα μάτια σου κι άλλη, που ήτανε κρυμμένη. Γι’ αυτό, φαίνονται σα να σαλεύουνε, σα να’ναι ζωντανά. Όποτε βρεθείς κάτω από τη ρίζα κανενός απόγκρεμνου βουνού που κρύβει τον ήλιο, γυρίζεις το κεφάλι σου και θαυμάζεις τα κράκουρα που στέκουνται κρεμάμενα, απάν’ από το κεφάλι σου, μολυβιά, περιχυμένα με κόκκινες σκουριές και μαύρες τρύπες και κάτι στριμμένα αγριόδενδρα που είναι ριζωμένα στις σκισμάδες και βλέπεις τα όρνια που κάνουμε βόλτες από πάνω σου, βουβά.Ύστερ’ από λίγη ώρα περπάτημα, βρίσκεσαι σε ανοιχτό μέρος, η ματιά σου, που ήτανε σαν φυλακισμένη, χύνεται μακριά, ελεύθερη, σαν το πουλί που πέταξε από το κλουβί. Η απλωσιά δίνει στην καρδιά ειρήνη και χαρά.
Τα βουνά φαίνονται μακριά, λες κι αποτραβηχτήκανε ολόγυρα. Μονάχα μπροστά σου είναι κάτι μικρά χωματόβουνα, ήσυχα και ταπεινά. Το χώμα είναι αλλού σαν καφές αλεσμένος, αλλού σαν κεραμίδι τριμμένο, αλλού κίτρινο, σε λίγες μεριές σταχτί κι άσπρο. Εδώ κι εκεί βλέπεις δεντράκια μαζεμένα και στη μέση έχουνε ένα-δυό σπιτάκια ή ένα ερημοκκλήσι. Δροσερά αμπέλια πρασινίζουνε ανάμεσα στα ξερά χώματα και σε λίγο απλώνουνε όσο φθάνει το μάτι σου. Συκιές, ελιές κι άλλα δένδρα κάνουνε χαροποιά την όψη της γης. Από τις ρεματιές μοσχοβολάνε οι λυγαριές και σμίγουνε τη μυρουδιά τους με το θυμάρι, με τη ρίγανη και με τ’ άλλα αγριοβότανα. Από τις δυο μεριές του δρόμου συναπαντάς κάθε τόσο κανένα βουναλάκι ήμερο, κι απάνω στην κορφή του χρισμένο ένα ρημοκκλησάκι, που του κρατά συντροφιά ένα δένδρο γερμένο από πάνω του, με πολλή αγάπη. Ειρήνη κι ησυχία τα σκεπάζει, που μπαίνει στην ψυχή σου και ειρηνεύεις κι εσύ και γίνεσαι ένα μ’ αυτά.***
Όπου να γυρίσεις να
κοιτάξεις, βλέπεις εξωκκλήσια, στ’ απόγκρεμνο βουνό, στον κάμπο, ανάμεσα στ’
αμπέλια, στα μικρά χαμοβούνια. Οσα βρίσκονται κατά το μέρος της ανατολής
δείχνουνε το πρόσωπό τους και τη μικρή πόρτα τους, κι όσα είναι κατά το
βασίλεμα δείχνουνε τη στρογγυλή χηβάδα του αγίου βήματος. Πνεύμα ειρήνης
απλώνει παντού. Η αγάπη των ανθρώπων στον Θεό έχει καταστολισμένη την πλάση.
Απ’ αυτά τα αγιασμένα κτίσματα, άλλα στέκουνται στις απότομες κορφές των βουνών
σαν αητοφωλιές και φαίνονται από πολύ μακριά και την ώρα που βασιλεύει ο ήλιος
τα χρυσώνει και τα δοξάζει το “φως εσπερινόν”, ενώ χαμηλά, οι κάμποι και τα
λαγκάδια έχουνε πια σκοτεινιάσει. Όσα ερημοκκλήσια πάλι βρίσκονται κάτω, μέσα
στα χωράφια, είναι σαν τις ταπεινές ψυχές και θαρρείς πως θέλουνε να κρυφτούνε
ανάμεσα στα λίγα δενδράκια και στις πρασινάδες που τα τυλίγουνε. Κάποια απ’
αυτά είναι ολότελα φτωχά, μοναχιασμένα μέσα σ’ έναν ξερότοπο ή σε κανένα
χωράφι, χωρίς δένδρο, χωρίς καμιά παρηγοριά, με σφαλιστή την πόρτα· μονάχα σαν
σκοτεινιάσει, φαίνεται κο καντήλι που φέγγει μέσ’ από το μικρό παραθυράκι της
χηβάδας. Σταματάς και κάθεσαι σε μια πέτρα ή σε μια ξερολιθιά. Ησυχία βασιλεύει
γύρω σου! Μονάχα κάτι μελίσσια βουίζουνε στα κοντινά δενδράκια,
χρυσοβασιλιάδες, κανένα αλογάκι της Παναγιάς. Ολοένα θαρρείς πως θα βγει
κανένας άνθρωπος από το ρημοκκλήσι, ή πως θα δεις καμιά γυναίκα να κάθεται στο
πεζούλι, στον ίσκιο. Τίποτα! Δεν φαίνεται ψυχή. Μυστήριο γλυκό τα τυλίγει όλα.
Σηκώνεσαι και παίρνεις τον ανήφορο, και σε λίγο βρίσκεσαι στην πόρτα του
ρημοκκλησιού, που’ναι κλεισμένη. Ο αγέρας φυσά εδώ απάνω, ενώ κα΄τω δεν φυσούσε
ολότελα. Κάθεσαι στο ασβεστωμένο πεζούλι και κοιτάζεις γύρω στου το έμορφο
πανόραμα. Αποπάνω από την πόρτα είναι ζωγραφισμένος ο άγιος Γιάννης ο
Πρόδρομος, ηλιοψημένος και σε κοιτάζει σαν να σου μιλά, σαν να σου λέγει:
“Καλώς ώρισες, τέκνον μου!”. Λιθάρια αρχαία κείτονται σε μιαν άκρη. Ανοίγεις τη
σκεβρωμένη πόρτα μ’ ένα σπάγκο που βαστά το μάνταλο και μπαίνεις μέσα. Σε χτυπά
η δροσιά που βγαίνει από τα σκοτεινά. Σιγά-σιγά το μάτι σου συνηθίζει και
βλέπεις το παλιό τέμπλο με τα εικονίσματα, που σε κοιτάζουνε σαν να σε
περιμένανε. Το καντήλι της Παναγίας είναι αναμμένο. Ολα τα καντήλια έχουνε από
ένα αγριάγκαθο κρεμασμένο, απάνω από το καντηλέρι, για να μην πίνουνε το λάδι
τα ποντίκια. Μπροστά στην Ωραία Πύλη είναι απιθωμένο ένα κεραμίδι με σβησμένα
κάρβουνα. Στα δεξιά είναι ένα χονδροκαμωμένο αναλόγιο από αγριόξυλο, κι απάνω
βρίσκεται ένα παμπάλαιο Ψαλτήρι, γεμάτο κεριά και λάδια. Δύο μολυντήρια
περπατάνε απάνω στον τοίχο, που γράφει, με αρχαία γραφή: “Μνήστητι Κύριε ημών
των ελαχίστων και αμαρτωλών και των γονέων και πάππων των εν πίστει
τετελειωμένων εν ημέρα κρίσεως”. Ο άνεμος βουίζει στην παλιά σκεπή. Κάνεις την
προσευχή σου και βγαίνεις έξω. Ακούς τα πατήματά σου και θαρρείς πως είναι
κανένας άλλος. Κλείνεις την πόρτα και κατεβαίνεις στον δρόμο.
Τραβάς κατά την όστρια.
Κατά κει φανερώνονται άλλα βουνά, καινούργια. Περνάς κοντά από ένα χωριό με
καμιά δεκαριά σπίτια, που έχουνε στη μέση, σαν μάνα, τη μικρή εκκλησία. Δεν
φαίνεται άλλο ζωντανό πλάσμα, εξόν από μια γρια που γνέθει στο πιο ακρινό σπίτι
και δυο-τρεις κατσίκες.
Ένα βουνό ξεχωρίζει από τ’
άλλα, είναι πιο απότομο και μυτερό, ίδιο πιθάρι αναποδογυρισμένο. Σε λίγη ώρα
βρίσκεσαι κοντά του και το περνάς από τ’ αριστερό σου χέρι. Μονομιάς ανοίγει
μπροστά σου ο κόσμος και παρουσιάζεται πέρα η θάλασσα, πίσω από κάτι χαμηλά
χωματόβουνα. Ο δρόμος κατηφορίζει ανάμεσα στα πυκνά πεύκα, πεύκα αμέτρητα, που
βουίζουνε από τα τζιτζίκια. Ο δρόμος φεύγει γρήγορα. Ως που να φουμάρεις ένα τσιγάρο,
βρίσκεσαι σ’ ένα στρίψιμο του δρόμου που είναι απάνω από την ακροθαλασσιά.
Βλέπεις έναν μικρόν κόρφο, μια αγκάλη αμμουδερή, ανάμεσα σε δυο μικρούς κάβους.
Δυο σπιτάκια μοναχά είναι κοντά στη θάλασσα, κι ένας άνθρωπος θαλασσωμένος
βγάζει θαλασσινά. Μια ψαρόβαρκα είναι τραβηγμένη έξω και ψήνεται στον ήλιο. Ενα
καράβι με δυο άλμπουρα, ένα λόβερ, είναι φουνταρισμένο ανοιχτά φορτωμένο και
μαυρίζει μέσα την αντηλιά που κάνει η θάλασσα σαν να’ναι υδράργυρος. Έξω στο
πέλαγος ο βοριάς αφρίζει ελαφρά τα νερά, που είναι σαν γαλαζόπετρα.
Χωρίς να το καταλάβεις,
βρίσκεσαι σε δυό πατήματα από το δροσερό κύμα. Μονομιάς, από τα ξεράγκαθα κι
από τα βουνά που σε ζώνανε, άξαφνα σε χτυπά ο δροσερός κι αρμυρός αγέρας του
πελάγου. Τα μικρά κυματάκια τρέχουνε χαρούμενα μέσα στον μικρό κόρφο κι
ακούγεται ένα δροσερό σφύριγμα. Ο πάτος της θάλασσας φαίνεται κάτω από το νερό
κατακάθαρος, με τα φύκια και με τις χορταριασμένες πέτρες· ψαράκια τρέχουνε
κοπαδιαστά σαν να’ναι μέλισσες, μέλισσες της θάλασσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου