Μέγας είναι ο Απόστολος Πέτρος, διότι και τι άλλο είναι ειμή αυτή αύτη η υπερτάτη κορυφή και ακρόπολις όλων των μαθητών του Χριστού. Μέγας τη αληθεία είναι ο Απόστολος Πέτρος και δύσκολον είναι ανθρωπίνη γλώσσα να τον εγκωμιάση καθώς πρέπει. Λοιπόν ουδέ εγώ ηδυνάμην ποτέ να έλθω εις τόσην τόλμην, ώστε να θελήσω, ανάξιος και ακάθαρτος ων, να συγγράψω λόγον εις τον Απόστολον Πέτρον και εις τα θαύματά του, αν μη και αυτός ο ίδιος δεν ήθελε φανή εις το όραμά μου, να με παρακινήση εις τούτο και να με εμψυχώση, ότε ήμην πολλά πεφοβισμένος, καθώς ήτο πρέπον, και ημέλουν, μη δυνάμενος να λάβω θάρρος εις αυτόν τον αγώνα. Αλλ’ επειδή και από το όραμα εκείνο έλαβον αιτίαν, και ως να εδέχθην ισχύν και θάρρος εις τον λογισμόν μου, δια τούτο αποτολμώ να σας ομιλήσω σήμερον δια την Άλυσιν του Αποστόλου και να σας διηγηθώ τον τρόπον, με τον οποίον μετεκομίσθη αύτη από την Παλαιάν Ρώμην εις την Νέαν, ήτοι εις την Κωνσταντινούπολιν.
Διότι καλόν είναι, καθώς λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος, και να το δείξω μικράν παραίτησιν εις τούτον τον λόγον δια την ιδικήν μου ασθένειαν και πάλιν να προσδράμω ετοίμως εις τον Απόστολον, όστις με προσεκάλεσε, δια την δύναμιν του καλούντος. Λοιπόν ούτος ο μέγας και κορυφαίος των Αποστόλων Πέτρος, ποίος ήτο κατά το γένος και κατά την τάξιν και την τέχνην; Ότι ήτο, λέγω, Ιουδαίος και πτωχός αλιεύς και ότι προσεκλήθη από τον Ιησούν Χριστόν εις το να γίνη μαθητής του, ότι άφησεν όθεν ευθύς τα πάντα και ηκολούθησε κατόπιν του καλέσαντος Ιησού, γενόμενος, ως εγώ νομίζω, τύπος και παράδειγμα της τελείας αποταγής και απαρνήσεως του κόσμου, δι’ εκείνους οίτινες μεταβαίνουν από την αλμυράν και πικράν θάλασσαν των αμαρτιών και από τα δίκτυα του διαβόλου εις την γλυκύτητα και απλότητα του Ιερού Ευαγγελίου, ταύτα, λέγω, είναι περιττόν να τα διηγούμαι εις τον παρόντα λόγον, όχι μόνον διότι είναι γνωστά εις πάντας, αλλά και διότι είναι έξω της προκειμένης υποθέσεως. Και προς τούτοις περιττόν είναι να διηγούμαι πόσον ζήλον και πόσην θερμότητα αγάπης είχεν εις τον διδάσκαλόν του Χριστόν, και πόσα άλλα προτερήματα είχε, δια των οποίων επροτιμήθη από τους συναποστόλους του, και αντί Κηφάς, όπως ωνομάζετο πρότερον, μετωνομάσθη Πέτρος και ηξιώθη να λάβη τον μακαρισμόν από τον Κύριον και ήκουσεν ότι είναι η πέτρα της Εκκλησίας η ασάλευτος, και του ενεπιστεύθη τας κλείδας της Βασιλείας των ουρανών και την ποιμαντικήν προστασίαν των λογικών του Χριστού προβάτων. Διότι ποίος Χριστιανός ακούων το θείον Ευαγγέλιον και αναγινώσκων τας Πράξεις των Αποστόλων δεν γνωρίζει από αυτά τον Πέτρον; Πότε μεν περιπατεί πεζός ομού με τον Διδάσκαλόν του επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης· πότε δε μεγαλοφώνως θεολογεί τον Υιόν του Θεού και Χριστόν. Άλλοτε πάλιν αναβαίνει μαζί με τον Ιάκωβον και Ιωάννην εις το όρος Θαβώρ, και ελλάμπεται με το Φως της Θείας Μεταμορφώσεως· και εδώ μεν ότι δεν στέργει να νιφθή τους πόδας από τας αχράντους χείρας του Διδασκάλου του· και εκεί πάλιν, ότι μάχεται δια τον προδιδόμενον Χριστόν έως και εις χείρας και εις μάχαιραν, και ότι προσκαλείται κατ’ όνομα εις το όρος της Γαλιλαίας· και ότι τρέχει ομού με τον συναπόστολον Ιωάννην δια να θεωρήση την Ανάστασιν του Κυρίου, και εμβαίνει πρωτύτερα από τον Ιωάννην μέσα εις τον τάφον. Και, ω! πόσον άλλον πλούτον της ιστορίας του Πέτρου ζημιώνομαι σιωπών θεληματικώς δια την ανάγκην της συντομίας! Την χειροτονίαν του Ματθία, του δωδεκάτου Αποστόλου, αντί του προδότου Ιούδα, την φοβεράν τιμωρίαν του Ανανίου και της Σαπφείρας, το αργύριον το οποίον του έδιδεν ο Σίμων ο μάγος δια να τον χειροτονήση, τον οποίον απεδίωξεν ο Απόστολος και κατηράσθη, τας διδασκαλίας τας οποίας έκαμνε και τας κατηχήσεις, τας μακρινάς περιηγήσεις κατά το κήρυγμα, ακόμη και τας διαφόρους ιατρείας των αρρώστων, τας οποίας η σκιά μόνη του Αποστόλου πολλάκις ενήργει ως και το σουδάριον, τον χωλόν εκείνον επαίτην τον όντα εν τω ιερώ, όστις ιατρεύθη δια του λόγου του Αποστόλου Πέτρου και επεριπάτει με υγιείς πόδας, τον εν Λύδα Αινέαν τον παράλυτον, όστις ελύθη από την παράλυσιν και εθεραπεύθη, την εν Ιόππη τη πόλει Ταβιθά, ήτις ανεστήθη εκ νεκρών με τον λόγον του Αποστόλου Πέτρου. Σιωπώ δε και όλα τα άλλα θαυμάσια, τα οποία διηγείται περί τούτου ο θείος Κλήμης, ο του Πέτρου μαθητής και διάδοχος. Εάν δε θελήσω να αριθμήσω ένα προς ένα τα κατορθώματα του Αποστόλου και να διηγούμαι κατά ακρίβειαν αυτά, δεν θέλει με φθάσει όχι μόνον η ημέρα, αλλ’ ουδέ όλος ο αιών. Λοιπόν αν σας φαίνεται εύλογον, πρέπει να αφήσωμεν όλα αυτά κατά το παρόν και να τα διηγηθώμεν εις άλλον λόγον. Και προς τούτοις ακόμη να αφήσωμεν και τους δρόμους του Κορυφαίου, τους οποίους έκαμεν εις την Ρώμην, και τους αγώνας και τα παθήματα αυτού, ήτοι τας διδασκαλίας, τας θαυματουργίας, τας διαλέξεις με τον Σίμωνα τον μάγον, και τέλος πάντων να αφήσωμεν και τον Σταυρόν, εις τον οποίον εσταυρώθη κατωκέφαλα και τον θάνατον αυτού. Όλα ταύτα να τα σιωπήσωμεν και να έλθωμεν εις την υπόθεσιν του λόγου· ήτοι να ομιλήσωμεν, όσον είναι δυνατόν, δια την Άλυσιν του θείου τούτου Αποστόλου Πέτρου ή μάλλον ειπείν να θεωρήσωμεν με τον νουν μας τον Απόστολον, πως είναι αλυσοδεμένος και κλεισμένος μέσα εις την φυλακήν. Και πάλιν πως λύεται από την Άλυσιν και εκβάλλεται από την φυλακήν δια θείου Αγγέλου και οδηγείται με ελευθέρους πόδας, ή να είπω οικειότερον, να μετακομίσωμεν αυτήν την σεπτήν Άλυσιν του Αποστόλου από την Παλαιάν Ρώμην εις την Νέαν, ήτοι την Κωνσταντινούπολιν. Το μεν νεκρόν σώμα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ύστερον από το κοσμοσωτήριον πάθος και τον θάνατον, τον οποίον υπέμεινε δια την ημών σωτηρίαν, το εζήτησεν από τον Πιλάτον ο Ευσχήμων Ιωσήφ, και καταβιβάζων αυτό από τον Σταυρόν ευλαβώς και ευσχημόνως και αλείψας με μύρα μεγαλοπρεπή και τυλίξας αυτό μέσα εις καθαράν σινδόνα, το ενεταφίασεν εις καινόν μνημείον. Το δε νεκρόν σώμα του Κορυφαίου δεν το εζήτησε τις από τον Νέρωνα δια να το ενταφιάση, ύστερον από τον θάνατον, τον οποίον έλαβεν επάνω εις τον Σταυρόν. Αλλά τινές ευλαβείς, βλέποντες αυτό τοιουτοτρόπως ημελημένον και παραπεταμένον, το επήραν κρυφίως και βάλλοντες αυτό εις ένα μελισσοκόφινον το θάπτουσι κάτω εις την γην, φοβούμενοι, ως νομίζω, την φονικήν και απάνθρωπον γνώμην των ειδωλολατρών, μήπως και κινηθούν εναντίον και αυτών των αψύχων οστέων και λειψάνων του Αποστόλου και ή τα παραδώσουν εις το πυρ δια να τα καύσουν ή τα ρίψουν εις το βάθος της θαλάσσης, και ούτω ζημιώσουν τους Χριστιανούς ένα τόσον μέγαν θησαυρόν. Ωρισμένον λοιπόν καιρόν είχεν η γη εις τους κόλπους της το λείψανον του Αποστόλου κεκρυμμένον μέσα εις εκείνο το μελισσοκόφινον, διότι έπρεπεν αυτός, όστις ωνομάσθη από τον Διδάσκαλόν του πέτρα, επάνω εις την οποίαν ωκοδόμησε την Εκκλησίαν του, σύμφωνα με τους νόμους των αρχιτεκτόνων εκείνων, οι οποίοι βάλλουν τα θεμέλια εις τας οικοδομάς, έπρεπε, λέγω, αυτός ως πέτρα της πίστεως να βαλθή πρότερον ως θεμέλιον κάτω εις την γην. Αλλ’ επειδή πάλιν ήτο ανάγκη η τοιαύτη πηγή του μέλιτος να αναβρύση μίαν ημέραν από την γην, και από τα υπόγεια να έλθη εις την επιφάνειαν της γης το μάννα, με αντίστροφον όμως τρόπον από το παλαιόν εκείνο μάννα, ότι εκείνο μεν ήρχετο από τα άνω εις τους κάτω τους εν τη ερήμω, εις τον καιρόν του Μωϋσέως, τούτο δε ανέβρυσεν εκ των κάτω, δια τούτο φανερώνεται πάλιν εις τον ήλιον το πρώην κεκρυμμένον, και με ένα σεισμόν θαυμάσιον αναβιβάζει η γη το λείψανον του Αποστόλου, όταν πλέον ειρήνευσεν ολίγον ο πόλεμος της ειδολολατρίας και αρχίζει πάλιν να αναλάμπη εις τον κόσμον ο πρωτοκήρυξ του Ευαγγελίου μαζί με το κήρυγμα και να συνανίσταται μαζί με τον Χριστόν, με τον οποίον και συνετάφη. Αφού έπαυσεν ο διωγμός, και εβασίλευσεν ο Μέγας Κωνσταντίνος, εξήγαγον οι ευσεβείς από τον τάφον το λείψανον του Κορυφαίου και οικοδομήσαντες εις το όνομά του Ναόν λαμπρόν, και επάνω εις το ανώτερον μέρος του Ναού κατασκευάσαντες με τόξα τόπον άσυλον ενδότατον, δηλαδή μέρος απόκρυφον, όμοιον με βήμα, εις το οποίον δεν ήτο δυνατόν εις όλους να εμβαίνουν, και μέσα εις αυτό το βήμα οικοδομήσαντες και ένα θρόνον, εκεί επάνω εις τον θρόνον καθίζουσι το άγιον λείψανον, φανερώνοντες, καθώς νομίζω, δια μέσου του θρόνου και της καθέδρας ταύτα τα δύο: Δηλαδή ότι ο καθήμενος είναι ζων εν Χριστώ, αν και κατά τον νόμον της ανθρωπίνης φύσεως απέθανε, και ότι αυτός είναι Εκείνος, όστις εις την μέλλουσαν παγκόσμιον κρίσιν μέλλει να καθίση εις τον πρώτον των δώδεκα εκείνων θρόνων των Αποστολικών και να κρίνη τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. Και εις μεν τους Γαλιλαίους, οίτινες εις τον καιρόν της Αναλήψεως εθαύμαζον την μετά σαρκός ανάβασιν εις τους ουρανούς του Δεσπότου Χριστού, αι ουράνιαι των Αγγέλων δυνάμεις έλεγον· «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι θαυμάζετε, βλέποντες τον Ιησούν, όστις αναβαίνει εις τον ουρανόν, και τι μένετε εκστατικοί εις το καινόν και παράδοξον της αναβάσεως, βλέποντες σώμα όπερ ανέρχεται υψηλά χωρίς κανένα βάρος και πηγαίνει εις τον ουρανόν; Με αυτό το σώμα, με το οποίον τώρα αναβαίνει, με αυτό πάλιν μέλλει να καταβή δια να κρίνη όλον τον κόσμον». Εις δε τους Ρωμαίους, οι οποίοι εθαύμαζον τον ενθρονισμόν του αποστολικού λειψάνου φαίνεταί μοι, ότι οι Αρχιερείς της Ρώμης, ως Άγγελοι παρεστηκότες, έλεγον· «Άνδρες Ρωμαίοι, τι ίστασθε θαυμάζοντες ταύτην την αποστολικήν καθέδραν; Με τούτο το σχήμα καθήμενος επί θρόνου, όχι οικοδομητού, ουδέ υπό χειρός ανθρωπίνης κατεσκευασμένου, όμως θρόνου, μέλλει να κρίνη ο Απόστολος τον λαόν των Ιουδαίων». Λοιπόν αφού κατεσκευάσθη ο Ναός και ο άβατος τόπος και ο θρόνος, και το άγιον λείψανον ενεθρονίσθη ζωοπρεπώς εις αυτόν, δια να πιστωθή ο λόγος του Κυρίου «Ο πιστεύων εις εμέ καν αποθάνη ζήσεται». Εκείνο δε το άδυτον μέρος, το οποίον εδέχθη το αποστολικόν λείψανον, δεν το περιέφραξαν με λινά και άλλα τοιαύτα παραπετάσματα οι τούτο κατασκευάσαντες, καθώς ο Βεσελεήλ περιέφραξε τα άδυτα της παλαιάς εκείνης σκηνής, αλλά το είχον κεκλεισμένον με θύρας διπλάς και ασφαλώς κλειδωμένας. Και ο μεν επίλοιπος Ναός ήτο ανοικτός εις όλους, και ο καθ’ εις εισήρχετο, εκείνο δε το άδυτον μέρος τρεις φοράς μόνον το έτος ηνοίγετο και έμβαινον οι Χριστιανοί και επροσκυνούσαν το άγιον λείψανον. Τούτο δε το έκαμαν δια να το τιμούν περισσοτέρως λόγω της αργοπορίας και να μη το καταφρονούν δια την συχνήν προσκύνησιν· και όχι μόνον δια τούτο, αλλά και δια τον στολισμόν τον οποίον είχον εις το άγιον λείψανον από κάθε πολύτιμον ύλην, δια τούτο εσκέφθησαν την προφύλαξιν εκείνην, και τας διπλάς θύρας και κλείδας, δια να είναι αποτείχισμα εις τους κλέπτας, φραγμός εις τους ιεροσύλους και εμπόδιον εις τους τυμβωρύχους. Διότι τα μεν υποδήματα των ποδών του ιερού λειψάνου ήσαν κάτωθεν μεν εκ χρυσού καθαρού, άνωθεν δε ήσαν μαργαρίται λαμπροί και πολύτιμοι λίθοι. Όλον δε το φόρεμά του ήτο χρυσοϋφαντον, και με μαργαρίτας περικεκοσμημένον. Ούτω λοιπόν ο πένης και αλιεύς ήτο εστολισμένος ως τους μεγαλοπρεπεστάτους βασιλείς και εκείνος, όστις δεν είχε τον τρόπον να εύρη από πουθενά το νόμισμα του διδράχμου, δια να πληρώση τους φόρους, εβαρύνετο από το πολύ χρυσίον. Και εκείνος όστις μετά βίας εξουσίαζε τα χαλίκια, άτινα ευρίσκονται εις τους αιγιαλούς, είχε το ένδυμά του όλον μαργαριτοστόλιστον και αληθώς τότε ήτο ωραίος εις τους πόδας, εκείνος όστις ευηγγέλισεν εις τον κόσμον ειρήνην και αγαθά κατά τον λόγον του Προφήτου Ησαϊου, ο οποίος λέγει· «Ω πόδες ευαγγελιζομένου ακοήν ειρήνης, ως ευαγγελιζόμενος αγαθά» (Ησαϊας νβ:7). Το μεν λοιπόν αποστολικόν λείψανον ευρίσκετο τοιουτοτρόπως περικεκοσμημένον, και εις τόσην προφύλαξιν μέσα εις το ιερόν εκείνο, έξω δε από τον ιερόν τόπον του Ναού ευρίσκετο η θεία του Αποστόλου Άλυσις, ήτις εβλέπετο και επροσκυνείτο από όλους και εις κάθε καιρόν, και εποίει πάντοτε διάφορα θαύματα εις τους προστρέχοντας εις αυτήν μετά πίστεως. Διότι η σοφία του Πνεύματος είναι τοσαύτη, ώστε να συλλαμβάνη τον σοφιστήν της κακίας διάβολον με τας ιδικάς του παγίδας και τον κάμνει να πίπτη μέσα εις τους λάκκους εκείνους τους οποίους σκάπτει ο ίδιος και με την ιδικήν του μάχαιραν φονεύει αυτόν, καθώς εφόνευσε τον Γολιάθ ο Δαβίδ. Διότι καθώς εμηχανεύθη τον Σταυρόν ως όπλον θανατηφόρον εναντίον του Ιησού Χριστού, ελανθάσθη δε ο άθλιος, διότι εύρεν αυτόν τον Σταυρόν εις ημάς μεν όπλον σωτηρίας, εις δε τον εαυτόν του όπλον απωλείας και αφανισμού. Τοιουτοτρόπως έπαθε και όταν εχάλκευε την Άλυσιν ως όργανον βασανιστικόν του Αποστόλου Πέτρου και δεν εγνώριζεν ο δείλαιος, ότι έκαμνεν αυτήν όργανον θαυματουργίας, εις το να κάμνη απείρους θεραπείας εις τους πιστούς. Πολλά λοιπόν είναι τα θαύματα, τα οποία έγιναν από τον Κορυφαίον δια μέσου της Αλύσεως ταύτης και πολύ είναι το πλήθος των τεραστίων, άτινα προήλθον από αυτήν. Εις ημάς δε αρκετόν είναι να διηγηθώμεν εκείνο το θαύμα, το οποίον είναι χαριέστερον από τα άλλα, και δεικνύει την ανεκλάλητον αυτής δύναμιν και εκ του οποίου φαίνεται ότι η Άλυσις δεν θεραπεύει μόνον σωματικάς ασθενείας, αλλά λύει και συγχωρεί και αμαρτίας, το οποίον είναι παραδοξότατον και ακούσατε. Κατά τινα καιρόν επήγεν εις τον τότε Πάπαν, άνδρα θαυμάσιον και σοφόν εις τα θεία, ένας Χριστιανός και εξωμολογήθη εις αυτόν μεγάλα και θανάσιμα αμαρτήματα και μετά πολλών δακρύων εζήτει να λάβη από αυτόν την συγχώρησιν. Ο δε Πάπας εδέχθη μετά χαράς την εξομολόγησιν και μετάνοιάν του και του έδωσε τον κανόνα, τον οποίον έπρεπε να κάμη, την λύσιν όμως των αμαρτημάτων την άφησεν εις την εξουσίαν του Κορυφαίου. Προστάσσει λοιπόν αυτόν να δεθή με την Άλυσιν του Αποστόλου χείρας και πόδας και όλον το σώμα του, και να συρθή επτά φοράς εις όλον το έδαφος του Ναού. Τέλος δε να υπάγη και εις εκείνο το άβατον μέρος του Ναού, εις το οποίον ευρίσκετο το άγιον λείψανον, να κτυπά με την κεφαλήν του τας κεκλεισμένας θύρας εκείνου και εάν ανοίξουν αυταί μόναι των να είναι το θαύμα σημείον συγχωρήσεως των αμαρτημάτων του, ει δε και δεν ανοίξουν, να μένη εις τα επιτίμια τα οποία του έδωσεν. Έκαμεν ο Χριστιανός εκείνος καθώς τον προσέταξεν ο Πάπας και εκτύπα με το μέτωπόν του τας θύρας του αδύτου, επικαλούμενος την βοήθειαν του Αποστόλου. Και ω της ταχείας συμπαθείας σου, Κορυφαίε των Αποστόλων του Χριστού Πέτρε! Παρευθύς κόπτειςτας σφραγίδας, ξεκλειδώνεις τας κλείδας, ανοίγεις τας θύρας και εισάγεις μέσα τον δέσμιον. Τον γλυτώνεις από τον δεσμόν της Αλύσεως, τον ελευθερώνεις από τας αμαρτίας του και τον κάμνεις να επιστρέψη εις τον οίκον του χαίρων και αγαλλόμενος. Διότι εάν σοι ενεπιστεύθη ο Χριστός τας κλείδας της Βασιλείας των ουρανών και ανοίγεις με ταύτας, οσάκις θέλεις και εις όσους θέλεις, τι παράδοξον είναι ανίσως και τας θύρας του ιερού τούτου τόπου, όστις είναι τριγύρω εις σε, τας κλείεις μεν δικαίως εις τους αναξίους, τας ανοίγεις δε πρεπωδέστατα εις εκείνους, οι οποίοι εκαθαρίσθησαν δια της μετανοίας; Και τότε μεν ο Πάπας θεόθεν κινηθείς ωκονόμησε τούτο, το οποίον είπομεν εις εκείνον τον Χριστιανόν. Εις δε το εξής έγινε τούτο νόμος απαραχάρακτος. Και εις μεν τον Πάπαν έγινε τύπος κανονισμού, εις δε τους εξομολογουμένους Χριστιανούς έγινε τρόπος πληροφορίας, ότι ούτω λαμβάνουν συγχώρησιν των αμαρτιών αυτών. Και ταύτα μεν ούτω· πρέπει δε να προσέχετε καλώς με τον νουν σας εις την διήγησιν, διότι από εδώ και εμπρός έχω να σας είπω ένα χαριέστατον διήγημα. Η φήμη του θαύματος εκείνου, το οποίον είπομεν, ηκούσθη τότε εις όλα τα μέρη, άτινα είναι πέριξ της Ρώμης. Τότε ένας άλλος Χριστιανός, πλούσιος μεν κατά την τάξιν, έμπορος δε κατά το επάγγελμα, εμπορευόμενος εις την θάλασσαν με τα πλοία, από πολύπλουτος που ήτο, έγινε πάμπτωχος, επειδή η θάλασσα κατέπιεν όλον τον πλούτον του. Διότι τοιούτον είναι το ιδίωμα της θαλάσσης, να πλουτίζη γρήγορα τους ανθρώπους και πάλιν γρήγορα να τους πτωχεύη. Εκείνος λοιπόν ο Χριστιανός περιπεσών, ως είπον, εις πολλάς τρικυμίας της θαλάσσης, και μόλις και μετά βίας διασώσας τον εαυτόν του, δοκιμάζει άλλην τρικυμίαν εις τους λογισμούς δια μέσου των φροντίδων, μη δυνάμενος πόθεν και από ποίον να εξοικονομήση τα προς συντήρησιν τόσον δια τον εαυτόν του, όσον και δια την οικογένειάν του. Όθεν αφού εσυλλογίσθη κάθε εφεύρεσιν και από πουθενά δεν εύρισκε παρηγορίαν της δυστυχίας του, τέλος ενθυμείται την Άλυσιν του Αποστόλου, και το θαύμα εκείνο το οποίον γίνεται με αυτήν, και αποτυπώνει εις την φαντασίαν του το λείψανον του Κορυφαίου και την στολήν την οποίαν του έχουν φορέσει, και τα υποδήματα εκείνα τα πολύτιμα, και το χρυσίον το οποίον αυτά έχουν κάτωθεν και τα μαργαριτάρια άτινα έχουν άνωθεν. Στρέφων λοιπόν με την διάνοιάν του εις τον Απόστολον και χύνων δάκρυα παρακλητικά, λέγει συνομιλών νοερώς με αυτόν και παρακαλών αυτόν ολοψύχως με τα κινήματα της καρδίας του και όχι με τας φωνάς των χειλέων του· «Συ μεν, ω άνθρωπε του Θεού, όταν έζης εις τούτον τον κόσμον, εδιάλεξες την πτωχείαν και εκ της ιδίας σου προαιρέσεως και εκ της εντολής του Διδασκάλου σου, ήτις σε επρόσταζε να είσαι όχι μόνον χωρίς χρυσίον και αργύριον, αλλά και χωρίς χαλκόν. Και δια ταύτην την αιτίαν απεδίωξας και το αργύριον του Σίμωνος μάγου, και το κατηράσθης ομού με τον Σίμωνα, όστις το επρόσφερε. Και πολλάκις με τας διδασκαλίας σου κατηγόρησας το χρυσίον· και μαζί με τον Διδάσκαλόν σου μακαρίσας τους πτωχούς έδωκας την γνώμην, ότι ευκολώτερον είναι να διέλθη η κάμιλος (σχοινίον χονδρόν) δια μέσου της οπής της βελόνης, παρά να εισέλθη πλούσιος εις την Βασιλείαν των ουρανών. Και εάν κανένας από τους πιστεύοντας ήθελε προσφέρει εις σε χρυσίον ή αργύριον, το έδιδες εις τους πτωχούς και εις τας χήρας και τα ορφανά, εις δε τον εαυτόν σου επρόκρινες την πενίαν και την πτωχείαν, το κήρυγμα και τας μάστιγας και τους ραβδισμούς, που εδοκίμαζες δια την αγάπην του Ιησού Χριστού. Και ταύτα μεν είχες όταν ήσο ζων· τώρα δε, ότε πλέον είσαι νεκρός, συ μεν φορείς υποδήματα καταχρυσωμένα και φορέματα απαστράπτοντα από τα πολύτιμα πετράδια και τους μαργαρίτας. Εγώ δε, όστις χθες και προχθές εφαινόμην ότι είμαι πλουσιώτερος από τους άλλους ανθρώπους, τώρα ταλαιπωρούμαι πολύ από την πτωχείαν και την πείναν και ερχόμενος εις τους πλουσίους ζητώ να εύρω καμμίαν παρηγορίαν της πτωχείας μου. Και ουδείς καν ευρέθη από αυτούς να μου δώση καλήν ελπίδα, αλλ’ ο μεν εις από αυτούς ουδέ εγύρισε τελείως να με κοιτάξη, άλλος δε με εκοίταξεν, όμως δεν έδωκεν ακρόασιν εις την παράκλησίν μου, και άλλος πάλιν ακούων την αίτησίν μου ταύτην ευθύς απέφυγεν. Επειδή λοιπόν απηλπίσθην από όλους τους ανθρώπους, έρχομαι εις τους ιερούς σου πόδας, και δανεισάμενος από τον Μωϋσήν την θείαν εκείνην φωνήν, λέγω σοι· «Λύσον μοι το υπόδημα του ενός σου ποδός και δος μοι το δια να με ενδύση ένδυμα σωτηρίου». Ηξεύρεις πολύ καλά, θείε Απόστολε, τας συμφοράς εκείνων, οι οποίοι ναυαγούν· διότι και συ με τα πλοία και την θάλασσαν ησχολείσο και πολλάκις εδοκίμασες θαλασσοταραχάς, και δύο φοράς εκινδύνευσες να πνιγής. Μίαν δε φοράν, ότε ήσο ομού με τον Διδάσκαλόν σου Ιησούν Χριστόν, και εκοιμάτο μέσα εις το πλοίον σου και εφοβήθης μαζί με τους λοιπούς Μαθητάς τον θάνατον, δια τούτο έτρεξες και εξύπνησες τον Ιησούν δια να σας λυτρώση. Άλλην πάλιν φοράν, όταν έρριψες τον εαυτόν σου εις την θάλασσαν, δια να υπαντήσης τον Διδάσκαλόν σου, και ολίγον έλειψε να καταποντισθής, αν δεν επρόφθανεν ο Ιησούς να σου δώση χείρα βοηθείας και να σε λυτρώση. Εγώ δε σου ζητώ αυτό το υπόδημα όχι χάριν και δωρεάν, αλλά δανεικόν. Διότι εάν μου το δώσης και εξ αιτίας αυτού πραγματευθώ πάλιν, είμαι βέβαιος ότι θέλω κάμει ευτυχισμένον ταξίδι· ούτως εγώ μεν θέλω απαλλαγή από την τρικυμίαν της πτωχείας, συ δε θέλεις λάβει το χρέος με το διάφορόν του, διότι ερχόμενος συν Θεώ από το ταξίδι θέλω αποδώσει εις σε το υπόδημα λαμπρότερον και πολύ τιμιώτερον. Ο δε πους ο ιδικός σου, όστις εις το μεταξύ διάστημα θέλει μείνει ανυπόδητος, ούτε θέλει κρυώσει, ούτε θέλει τρυπηθή από ακάνθας, αλλ’ ουδέ θέλει σκοντάψει εις πέτραν ουδέ θέλει μολυνθή από πηλόν. Διότι ο τόπος εις τον οποίον ευρίσκεσαι από επάνω είναι καλά σκεπασμένος και υποκάτω το έδαφος είναι στρωμένον με λαμπράς πλάκας. Μάλιστα συ ετελείωσες προ πολλού τους επιγείους δρόμους και δεν είναι κανένα αίτιον το οποίον να σε βιάζη εις οδοιπορίαν, και να μη σε αφήνη να ησυχάζης και να μένης ακίνητος». Αυτά έλεγεν ο δυστυχής εκείνος έμπορος· και επειδή ο νόμος της ανάγκης είναι εφευρετικώτατος απάντων, δια τούτο αυτός επρόλαβε και έλεγε και τον τρόπον με τον οποίον ήτο δυνατόν να έμβη εις το άδυτον εκείνο βήμα ούτω λέγων: «Εάν και ορίσης, ω Πρωταπόστολε, εγώ θέλω προσποιηθή ότι ήμαρτον θανασίμως, και θέλω υπάγει εις τον Πάπαν, να εξομολογηθώ ψευδώς εις αυτόν, ότι έκαμον θανάσιμον αμαρτίαν. Αυτός, ηξεύρω καλά, ότι θέλει κανονίσει, κατά την συνήθειαν, να δεθώ με την άλυσίν σου και να κτυπήσω με την κεφαλήν τας θύρας του αδύτου σου. Τότε πλέον έργον της ιδικής σου φιλανθρωπίας και συμπαθείας θέλει είναι το να ανοίξης εις εμέ την θύραν σου, και να με δεχθής να έμβω μέσα, και να καταδεχθής την κλοπήν του ιερού σου υποδήματος». Ταύτα λέγων ο έμπορος εκείνος μετά δακρύων εις τον Απόστολον απεκοιμήθη και ιδού εις τον ύπνον του φαίνεται ο Απόστολος, και τον προστάσσει να εκτελέση εκείνο το οποίον του έλεγε. Έρχεται λοιπόν εις τον τότε Πάπαν ο έμπορος, εξομολογείται την δήθεν αμαρτίαν, λαμβάνει το επιτίμιον, καταδεσμείται με την Άλυσιν, παρασύρεται επτά φοράς εις τον Ναόν και κτυπά με το μέτωπόν του τας θύρας του αδύτου. Και το μετά ταύτα – τις λαλήσει τας δυναστείας του Αποστόλου, ακουστάς ποιήσει πάσας τας αιρέσεις αυτού; Ανοίγουν μόναι των αι θύραι του αδύτου εις τον ιερόσυλον εκείνον έμπορον, και αυτός ο ίδιος ο Απόστολος ο κλεπτόμενος παραδίδει τον εαυτόν του εις κλοπήν. Διότι ευθύς ως ήνοιξε το άδυτον και προσεκλήθη ο κλέπτης ως από αυτόν τον θείον Πέτρον να εισέλθη (κατά αλήθειαν, αδελφοί, ανατριχιάζω εις το φρικτόν τούτο διήγημα), τότε, λέγω, απλώνει ολίγον τον πόδα του ο Απόστολος και εκουσίως δίδει εις τον έμπορον το υπόδημά του. Αυτός παίρνει και κρύπτει τούτο κάτωθεν της μασχάλης του, και εξέρχεται εκείθεν λάμπων όλος από χαράν και ευχαριστίαν προς τον ευεργέτην του. Γνωρίζω ότι εθαυμάσατε, ακροαταί, εις την υπερβολήν του θαύματος· και εγώ ο ίδιος ήθελα θαυμάσει εις την ισχύν και δύναμιν την οποίαν έχει η Άλυσις του Αποστόλου να ενεργή τοιαύτα θαυμάσια, ανίσως και δεν ήθελον ακούσει προηγουμένως ότι και αυτή η σκιά του Αποστόλου ηδύνατο να ανιστά νεκρούς. Αν και το να ενεργούνται τοιαύτα τεράστια δια μέσου της Αλύσεως, ήτις ήγγισε σωματικώς εις τα μέλη του Αποστόλου Πέτρου και ηγιάσθη, δεν είναι τόσον παράδοξον, όσον το να ενεργούνται θαυμάσια δια μέσου της σκιάς, ήτις παρηκολούθει τον θείον Απόστολον Πέτρον. Τούτο είναι πλέον παραδοξότερον από εκείνο. Ει δε εκείνο και έγινε και επιστεύθη, πολύ περισσότερον τούτο θέλει πιστευθή. Ο μεν λοιπόν έμπορος εκείνος, ως είπον προλαβόντως, χαίρων ομού και ευχαριστών τον Απόστολον εξήλθεν εκείθεν έχων μαζί του εκείνο το ιερόν υπόδημα. Η δε δύναμις εκείνη, ήτις ήνοιξε πρότερον τας θύρας, εκείνη πάλιν τας έκλεισεν, αφού εξήλθεν εκείνος. Και το πράγμα έμεινεν αγνώριστον όχι μόνον εις τους άλλους Ρωμαίους, αλλά ακόμη και εις τον Πάπαν, έως ου ήλθεν η διωρισμένη ημέρα, εις την οποίαν ήτο συνήθεια να ανοίγη το άδυτον εκείνο, το οποίον είχε το αποστολικόν λείψανον, δια να έρχεται όλος ο λαός να το ασπάζεται. Τότε εισελθών ο Πάπας και ιδών τον ένα πόδα του Αποστόλου χωρίς υπόδημα, εθαύμασε μεν και ελυπήθη πολλά εις την καταφρόνησιν του ιερού λειψάνου, δεν ηδύνατο όμως να καταλάβη τον τρόπον της ιεροσυλίας· επειδή και αι θύραι ευρέθησαν κλεισμέναι και αι σφραγίδες άθικτοι. Υπελάμβανεν όμως ότι το πράγμα δεν έγινε χωρίς το θάλημα του Θεού, διότι, αν δεν ήθελεν ο Απόστολος, δεν ήτο δυνατόν να κάμη τις ένα τοιούτον τολμηρόν έργον. Επρόσταξε δε και κατεσκεύασαν άλλο παρόμοιον υπόδημα και το έβαλεν εις τον ιερόν πόδα του Αποστόλου. Εκείνος όμως ο έμπορος, λαβών αρκετά χρήματα από το υπόδημα του Αποστόλου Πέτρου και εμπορευόμενος με αυτά, ηυτύχησε πολύ και έγινεν υπέρπλουτος. Έπρεπε λοιπόν να προφθάση, νομίζω, την φιλανθρωπίαν του δανειστού με την ταχείαν ανταπόδοσιν του χρέους του, και να ευχαριστήση τον ευεργέτην καθώς υπεσχέθη. Αυτός όμως, δεν γνωρίζω πως, διεφθάρη την ψυχήν ή από τον πολύν πλούτον και έπεσεν εις φιλαργυρίαν, ή διότι ήκουσεν ότι ο Πάπας κατεσκεύασεν άλλο υπόδημα και το έβαλεν εις τον πόδα του Αποστόλου, δια τούτο ενόμισεν ότι είναι περιττόν να κατασκευάση άλλο και αυτός τρίτον υπόδημα. Διότι έλεγεν ότι δεν χρειάζονται τρία υποδήματα εις τον Απόστολον, ενώ έχει δύο πόδας· δια τούτο δε και ημέλησεν εις το να ανταποδώση την ευεργεσίαν και ηδιαφόρησε, δια να είπω έτσι, εις την πληρωμήν του χρέους του. Αλλά ο θείος Πέτρος δεν τον αφήκε να κυριευθή εις πολύν καιρόν από την αμέλειαν ταύτην και αδιαφορίαν. Όθεν φαίνεται δια νυκτός εις αυτόν και του ενθυμίζει το χρέος και ζητεί την ανταπόδοσιν. Ο δε έμπορος παρευθύς ευτρεπίζει το υπόδημα λαμπρότατον και πηγαίνει εις την Ρώμην και αφού εξωμολογήθη πάλιν εις τον Πάπαν και εδέθη με την Άλυσιν και εκτύπησε την θύραν και ήνοιξε και εισήλθεν, τότε, ω του θαύματος! ήπλωσε πάλιν τον πόδα του ο Απόστολος, και ο έμπορος εξάγων εκείνο το υπόδημα, το οποίον του έκαμεν ο Πάπας, του φορεί εκείνο το οποίον έκαμεν αυτός το καινουργές. Το δε υπόδημα του Πάπα το έβαλε με μεγάλην συστολή και φόβον ανάμεσα εις τους δύο πόδας του Αποστόλου, οι οποίοι μόνοι, ως να ήτο ζων, εμάκρυναν ολίγον ο εις από τον άλλον και έκαμαν τόπον να βάλη το τρίτον υπόδημα. Και ούτω πληρώνων την υπόσχεσίν του εξήλθε χαίρων και αγαλλόμενος. Και το μεν αποστολικόν λείψανον ευρίσκετο τοιουτοτρόπως κεκοσμημένον εις χρόνους πολλούς. Έπειτα δε από πολύν καιρόν, δεν γνωρίζω δια τι, άλλως ωκονόμησεν ο Θεός· «Τις γαρ έγνω νουν Κυρίου»; Και παρέλυσε το άγιον λείψανον και εχωρίσθη η ολοκληρία του σώματος εις κεφαλήν, σπονδύλους, πήχεις, μηρούς, ταρσούς και δακτύλους. Τούτο ίσως εγένετο δια να παιδεύση τον λαόν των Ρωμαίων, ο οποίος επαρανομούσεν. Τότε πλέον επήραν απ’ εκεί τον θρόνον και τον στολισμόν και τα υποδήματα. Τα δε λείψανα του Αποστόλου τα έβαλαν μέσα εις ένα κιβώτιον και τα κατέθεσαν εις ένα μέρος του Ναού. Επέρασαν μετά ταύτα πολλά έτη, ότε ένας Κωνσταντινουπολίτης, λαμπρός κατά την αξίαν, θεοφιλής δε κατά την προαίρεσιν, και ο πλέον καλλίτερος άρχων της συγκλήτου, μεταβάς δια υπόθεσίν του εις Ρώμην, ηξιώθη να ίδη και να προσκυνήση και τα Αποστολικά λείψανα. Υπάρχων φιλόπατρις ομού και φιλόθεος σκέπτεται να κάμη πράγμα τολμηρόν και κινδυνώδες, να κλέψη δηλαδή τα λείψανα του Αποστόλου και να τα υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν. Και ίσως ήθελεν επιτύχι και ούτος το ποθούμενον, εάν ήθελε κάμει όπως έκαμεν ο έμπορος εκείνος. Να εξομολογηθή πρώτον εις τον Απόστολον τον σκοπόν του και να ζητήση από εκείνον την άδειαν. Αλλ’ αυτός αμέσως επροχώρησε με αυθάδειαν και εις το έργον. Αφού λοιπόν έκλεψε τον θησαυρόν και τον έβαλεν εις ένα σάκκον καινουργή και καθαρόν και φορτώσας αυτόν εις ένα ημίονον, εξεκίνησε δια την πατρίδα του Κωνσταντινούπολιν. Τι δε ωκονόμησε ο θείος Πέτρος; Δεν γνωρίζω δια ποίον λόγον δεν ήθελε να επιτρέψη να φέρουν τα λείψανά του εις Κωνσταντινούπολιν· ή διότι δεν έγινε τούτο με την άδειάν του ή διότι ήθελε να είναι εκεί δια πάντα φύλαξ και σωτήρ της Ρώμης. Αποκαλύπτει όθεν την νύκτα εκείνην εις τον Πάπαν τα πάντα. Δηλαδή την κλοπήν των λειψάνων του και εκείνον όστις τα έκλεψε κατ’ όνομα και ότι εξεκίνησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Ο Πάπας, ταραχθείς πολλά από το όραμα, καλεί παρευθύς ιππείς αρκετούς και πολλούς στρατιώτας και τους στέλλει κατόπιν του κλέπτου. Εκείνοι δε τρέχοντες ταχέως τον έφθασαν και επανέφεραν τα λείψανα του Αποστόλου εις την Ρώμην. Τον δε Κωνσταντινουπολίτην εμαστίγωσαν με ατιμίαν και τον έφεραν εις τον Πάπαν δεδεμένον. Ο δε Πάπας, βλέπων αυτόν και ερωτήσας ποίος είναι, έμαθεν, ότι είναι λαμπρός κατά το γένος και μέγας εις το αξίωμα. Προς τούτοις εξακριβώσας ότι ο σκοπός της κλοπής, την οποίαν διέπραξεν, ήτοευλαβής και φιλαπόστολος, τον λύει παρευθύς από τα δεσμά και του ομιλεί με ημερότητα, ως πνευματικός πατήρ, τα προς ειρήνην συντείνοντα. Και το μεν Αποστολικόν λείψανον ενταφιάζει ασφαλώς κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης· εις δε τον άρχοντα εκείνον χαρίζει, αντί του λειψάνου, ταύτην την σεβασμίαν Άλυσιν, αφ’ ενός δια να καταπραϋνη με το δώρον αυτό την πολλήν λύπην την οποίαν είχε δια την ατιμίαν, την οποίαν του έκαμαν, αφ’ ετέρου δε δια να παρηγορήση τον πόθον τον οποίον είχεν εις τον Απόστολον Πέτρον. Ούτω λοιπόν μετεκομίσθη εις ημάς αύτη η θαυμασία Άλυσις, ήτις είναι θησαυρός των ψυχών άσυλος· πορισμ΄ς ιαμάτων ακένωτος, ποταμός τεραστίων αείρροος και κάθε άλλο δώρον κάλλιστον εις τους ευσεβείς και τιμιώτατον. Και εις μεν την πόλιν είναι Άλυσις συνοχής και στερεώσεως, ήτις περισφίγγει και περιφυλάττει αυτήν. Εις δε τους αλλοφύλους Άλυσις αγχόνης, ήτις συνθλίβει και καταδαμάζει αυτούς. Εις δε τας ιδικάς μας ψυχάς Άλυσις υψώσεως προς ουρανόν, εις τον οποίον τας συνδέει με τον εαυτόν της, με τον θείον Πέτρον και με τον Σωτήρα Χριστόν. Αλλ’ ω Κορυφαίε Απόστολε. Συ όστις απεκαλύφθης από αυτόν τον Άναρχον Πατέρα και εθεολόγησας τον μονογενή Υιόν.Συ όστις όσα αν λύσης και δέσης επί της γης, είναι λελυμένα και δεδεμένα και εν ουρανοίς. Συ ο θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας, ο κλειδοκράτωρ της Βασιλείας των Ουρανών. Συ, εις τον οποίον ενεπιστεύθη ο Χριστός τον Παράδεισον, όχι δια να φυλάττης την θύραν αυτού ως τα Χερουβίμ, και να εμποδίζης εκείνους οίτινες ζητούν να εισέλθουν μέσα εις αυτόν, αλλά δια να ανοίγης και να κάμνης εύκολον την είσοδον εις τους θέλοντας σωθήναι. Συ όστις είσαι το θάμβος των επουρανίων· το αγαλλίαμα των επιγείων, ο φόβος των υποχθονίων, Συ, λέγω, μέγιστε Πέτρε, παρακαλούμεν, επίσκεπτε ημάς άνωθεν με ιλαρόν όμμα και στερέωνε την Εκκλησίαν, η οποία κλονείται από τα μηχανήματα του εχθρού, την Εκκλησίαν, λέγω, την οποίαν ο ιδικός σου Διδάσκαλος εξηγόρασε με το ίδιον αίμα Του, και την ωκοδόμησεν επάνω εις εσέ την ασάλευτον πέτραν. Και την μεν πολιτείαν ταύτην περίσφιγγε και συγκράτει με την συνεκτικήν Άλυσιν της ειρήνης, εις δε τους θεοσεβείς βασιλείς ημών εμφάνηθι σύμμαχος και βοηθός, γενόμενος εις αυτούς μεν πέτρα στερεώματος και επιτήδειος προς εκσφενδονισμόν και αποδίωξιν των εχθρών, εις δε τους αλλοφύλους πέτρα σκανδάλου και λίθος προσκόμματος. Προς τούτοις, παρακαλούμεν Σε, θειότατε Απόστολε, εις μεν τον ευλαβή Χριστιανόν, τον παρακινήσαντά με εις τούτο το επιχείρημα τού λόγου να ανταποδώσης πλουσίας τας ανταμοιβάς του διαπύρου πόθου, ον έχει προς Σε, εμέ δε να αποδεχθής με ευγένειαν εις όσα δεν ενεκωμίασα, καθώς έπρεπε, τα υπερφυσικά σου μεγαλουργήματα, δια ασθένειαν της γλώσσης μου, και όχι από ψυχρότητα της γνώμης μου, και εφάνην ελλιπής εις εκείνα οπού πρέπουσιν εις Σε. Και εδώ μεν εις την παρούσαν ζωήν παρακαλούμεν Σε να εξομαλύνης τας του κόσμου ανωμαλίας και να θεραπεύσης τας ασθενείας του σώματος· εκεί δε εις την άλλην ζωήν να προσθέσης το βάρος της πρεσβείας σου εις την δεξιάν πλάστιγγα της ζυγαριάς και ούτω να εξιλεώσης εις ημάς τον κριτήν και Θεόν ημών· ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου