Τη Κ΄ (20η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών και θαυματουργού ΛΕΟΝΤΟΣ, Επισκόπου Κατάνης.

Λέων ο θεοπρόβλητος της Εκκλησίας φωστήρ, και των θείων προσταγμάτων εκπληρωτής, ο των Αποστόλων ζηλωτής και των πενήτων προνοητής και μεγίστων τεραστίων εργάτης θαυμάσιος, εγεννήθη εις την πόλιν της Ραβέννης από γονείς ευγενείς, ευγενέστατος κατά κόσμον, εις δε την της ψυχής κατάστασιν πολύ ευγενέστερος, δια την υπερβάλλουσαν αυτού αρετήν και αξιέπαινον πολιτείαν, διότι όχι μόνον μετά την χειροτονίαν του, αλλά και πρότερον εφύλαττεν όλας τας αρετάς.
Είχε δε πρότερον ο θεόπνευστος την φροντίδα και την διοίκησιν των εκκλησιαστικών πραγμάτων, διηκόνει δε ως πιστός και φρόνιμος οικονόμος πάντας τους συνδούλους αυτού, διένειμε δε και το δεσποτικόν σιτομέτριον. Δια την θαυμαστήν λοιπόν πολιτείαν αυτού, αποθανόντος Σαβίνου του τότε Αρχιερέως Κατάνης, συνήχθη όλον το πλήθος της Μητροπόλεως Κατάνης από θείαν νεύσιν και βούλησιν, και εψήφισαν άπαντες τον Λέοντα, όστις κατά την επωνυμίαν είχε και γενναιότητα εις την ψυχήν, όθεν επολέμει ανδρείως κατά των νοητών λύκων, αγωνιζόμενος με αγρυπνίας, προσευχάς και άλλας αρετάς να φυλάττη τα πρόβατα αβλαβή από τους αιρετικούς και τους δαίμονας, διελέγχων καθ’ εκάστην και ανατρέπων τας σαθράς και κακοδόξους ετεροδιδασκαλίας και στηλιτεύων τους μύθους των Ελλήνων, ως πάνσοφος. Προς δε τους πιστούς ήτο πολύ συμπαθής και εύσπλαγχνος, δίδων πολλάς ελεημοσύνας ο χριστομίμητος. Έλαμπε λοιπόν εις όλους ως φωστήρ διαυγέστατος, ψυχών επιμελούμενος, ορφανών προμηθούμενος, πενήτων τροφεύς και αδικουμένων αντιλήπτωρ επιμελέστατος και, απλώς ειπείν, όλους τους ενδεείς και πτωχούς υπεδέχετο και τους εβοήθει πλουσιοπάροχα, γενόμενος τα πάντα τοις πάσι, κατά τον μέγαν Απόστολον, δια να σώση όσους ηδύνατο. Είχε δε ζήλον πολύν εις το θείον σέβας ως άλλος Ηλίας· όθεν ηγωνίζετο να εξαλείψη την ειδωλολατρίαν παντελώς, διότι υπήρχον ακόμη τινές βεβυθισμένοι εις το σκότος των ειδώλων, ως άγνωστοι. Όθεν, όχι μόνον με λόγια τους εδίδασκεν, αλλά και με έργα και θαύματα, δια να γνωρίσουν το ανίσχυρον και αδύνατον των ματαίων θεών και του αληθινού και όντως Θεού την υπερβάλλουσαν δύναμιν. Ημέραν λοιπόν τινά επήγε με πολλούς ανθρώπους εις τόπον τινά, εις τον οποίον είχον στημένον οι Έλληνες εν είδωλον από τον καιρόν του Δεκίου και το εθεοποιούσαν, οι άφρονες· ο δε φρόνιμος και πάνσοφος Λέων έκαμεν εκεί προσευχήν προς τον Δεσπότην Χριστόν με δάκρυα, να το κρημνίση ως Παντοδύναμος· και παρευθύς, ω του θαύματος! έπεσε κατά γης και συνετρίβη το ακάθαρτον είδωλον, εις δε τον τόπον αυτού ευρέθη την αυτήν ώραν εις Σταυρός θαυμασιώτατος· βλέποντες δε οι παριστάμενοι τοιούτον φρικτόν τεράστιον εξεπλάγησαν και έκτισαν εκεί Εκκλησίαν των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Όχι δε μόνον τον Ναόν τούτον, αλλά και έτερον κάλλιστον και περίβλεπτον ωκοδόμησεν ο Όσιος εις το όνομα της Παρθενομάρτυρος Λουκίας, η οποία εμαρτύρησεν εκεί εις την Κατάνην, εις αυτόν δε τον Ναόν ευρίσκεται τώρα το πάνσεπτον και τίμιον λείψανον του θαυμασίου τούτου Λέοντος, από του οποίου ιερού Λειψάνου αναβλύζει, ως από πηγής αενάου, μυρίπνοον έλαιον παντοίων κακών αποσοβητήριον, παθών αλεξιτήριον και δαιμόνων φυγαδευτήριον· διότι, όσα θαύματα ετέλεσε ζων ο τρισόλβιος, τόσα και έτι περισσότερα ετέλεσε μετά θάνατον, αλλά και μέχρι σήμερον δεν παύει από του να τελή καθ’ εκάστην τα αυτά και να ιατρεύη πάσαν ασθένειαν εκείνων οίτινες τον επικαλούνται μετά πίστεως, τα οποία δεν γράφομεν εδώ όλα, χάριν συντομίας, μόνον μίαν θαυματουργίαν εξαισίαν θα είπωμεν, την οποίαν ετέλεσεν έτι ζων ο Άγιος, και εκ της οποίας έγινεν εις όλον τον κόσμον περιβόητος, απ’ αυτήν δε την τερατουργίαν να εννοήσητε πόσην παρρησίαν είχε προς Χριστόν τον Θεόν ο θεόπνευστος. Εις την νήσον της Σικελίας ήτο εις λεκανομάντης, ονόματι Ηλιόδωρος, όστις δια συνεργίας δαιμόνων έκαμνε σημεία και τέρατα, επερίσσευε δε ούτος εις την κακίαν Ιαννήν, Ιαμβρήν και Σίμωνα τους μάγους, επειδή είχεν εις εαυτόν όλην την διαβολικήν ενέργειαν. Ούτος ήτο υιός ευγενούς τινος πατρικίας Χριστιανής, Βαρβάρας ονόματι, και ενομίζετο Χριστιανός· αλλά παιδιόθεν ήτο θρασύς και υπερήφανος και επεθύμει να γίνη έπαρχος της πόλεως, δια να κάμνη αναίσχυντα τα κακά του θελήματα. Αλλά δεν ήτο θέλημα Θεού να λάβη τοιούτον υπέρτατον αξίωμα, ως ανάξιος. Ετράπη λοιπόν εις άλλο τόλμημα ο παμμίαρος· εύρε δηλαδή Ιουδαίον τινά επίσημον εις τας μαγείας και γοητείας, με τον οποίον έγινε φίλος και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση να λάβη το ποθούμενον αξίωμα, αυτός δε του έδωσεν επιστολήν τινα και του λέγει· «Ύπαγε το μεσονύκτιον εις τους τάφους των αρχόντων, ανέβα επάνω εις μίαν στήλην και εκεί θέλει έλθει κάποιος φοβερός εις την θέαν· αλλά μη δειλιάσης· εάν σου ειπή να κατέβης, μη υπακούσης έως να σου υποσχεθή ότι θα κάμνη όλα τα θελήματά σου». Τότε ο βδελυρός Ηλιόδωρος επήγεν εις τον τόπον εκείνον χαρούμενος και ρίπτων υψηλά εις τον αέρα την επιστολήν, είδε τον διάβολον έφιππον επί τινος ελάφου και του λέγει· «Τι χρειάζεσαι από εμέ»; Ο δε Ηλιόδωρος απεκρίθη· «Θέλω να μου κάμης ό,τι ποθώ και ορέγομαι». Εκείνος δε απήντησεν· «Εάν δέχεσαι να αρνηθής τον Χριστόν, θα σου παρέχω αμέσως ό,τι μου ζητείς». Τότε ο δυστυχής εκείνος απηρνήθη τον Χριστόν και συνετάχθη με τον δαίμονα, όστις του έδωσε τον πλέον δυνατόν εις την κακίαν και πονηρότατον διάβολον, ονομαζόμενον Γάσπαρον, τον οποίον επρόσταξε να στέκεται πλησίον αυτού, να του υποτάσσεται πάντοτε, εκτελών όλα τα προστάγματα αυτού. Ταύτα προστάξας ο άρχων του σκότους έγινεν άφαντος ο αντίθεος, ο δε απατεών και αρνησίθεος Ηλιόδωρος έμεινε χαρούμενος, μη γινώσκων, ο άφρων και δείλαιος, την της ψυχής και του σώματος αυτού απώλειαν· διότι δεν εκόλασε μόνον την ψυχήν του αιώνια, αλλά κατά την δικαιοκρισίαν του Θεού και της παρούσης ζωής εστερήθη, γενόμενος πυρός παρανάλωμα, ως του πυρός της ατελευτήτου κολάσεως κληρονόμος, καθώς προβαίνοντες εις τον λόγον θέλομεν ιστορήσει. Διότι ο νέος ούτος αποστάτης και του Εωσφόρου εφάμιλλος, μη λαμβάνων κατά νουν το ανίκητον της θείας Δυνάμεως, επεχείρει να κακοποιή τους ευσεβείς, ο ασεβής και επίβουλος, επιβουλάς και κακώσεις καθ’ εκάστην κατ’ αυτών μηχανώμενος και όλους ετάρασσε με φαντασίας και γοητείας, ο επικατάρατος· όχι δε μόνον εκεί εις την Μητρόπολιν της Κατάνης, αλλά περιερχόμενος και τας λοιπάς πόλεις και χώρας των Σικελών ετάραττε με τας μαγείας του άπαντας, ένεκα δε τούτου και απεφασίσθη υπό του βασιλέως εις θάνατον. Αλλά τας μεν μαγείας και τα διαβολικά τεχνάσματα του επαράτου Ηλιοδώρου, δια των οποίων κατώρθωνε να διαφεύγη την σύλληψιν υπό των βασιλικών απεσταλμένων, ας αφήσωμεν δια να μη μολύνωμεν τας ακοάς σας, ας έλθωμεν δε εις το κάκιστον τέλος το οποίον, καθώς του έπρεπεν, έλαβε. Πολλάκις ο Αρχιερεύς Λέων, ως συμπαθέστατος ποιμήν, τον ενουθέτησε με χρηστότητα χριστομίμητον, και τον παρεκάλει να παύση τας κακουργίας του, δια να μη κολασθή ο τρισάθλιος, αλλά μάλλον χειρότερα έκαμνε, νομίζων φλυαρίας τας του Αγίου νουθεσίας και παραγγέλματα· και προστιθείς ανομίαν εις ανομίαν, ετόλμησεν ο πάντολμος να εισέρχεται εις την Αγίαν Εκκλησίαν, και να περιπαίζη και να χλευάζη τα Άχραντα και θεία Μυστήρια. Ημέραν μάλιστα τινα, κατά την οποίαν ήτο μεγάλη εορτή και ελειτούργει ο Άγιος, εισήλθεν ο εναγής Ηλιόδωρος και εχόρευε λακτίζων ατάκτως και λέγων φλυαρίας και βλασφημίας δια να προξενή γέλωτας, εκαυχάτο δε ότι θα κάμη τον Άγιον και όλους τους άλλους εκεί εκκλησιαζομένους να χορεύωσι. Και ταύτα μεν δεν ηδυνήθη να πράξη ο δυστυχής, διότι η θεία Δύναμις ημπόδισε τας κακουργίας του δαίμονος. Την τοιαύτην όμως αυθάδειαν του ματαιόφρονος εκείνου βαρυνθείς ο θεόφρων Λέων εγονάτισε και ηυχήθη προς τον Θεόν θερμότατα να τον βοηθήση να καταισχύνη τας πανουργίας αυτού· έπειτα, μετά την ευχήν, αφ’ ου μετέλαβε τα θεία Μυστήρια, έδραμεν έξω από το Άγιον Βήμα, πριν να εκδυθή τα ιερά άμφια, και δένει από τον λαιμόν δυνατά με το ωμόφορόν του τον Ηλιόδωρον, λέγων· «Κύριος ο Θεός, όστις εκρήμνισεν από τον ουρανόν τον πατέρα σου διάβολον, σε επιτιμά, να μη δυνηθής πλέον να ενεργής τας μαγείας σου προς απάτην πολλών και απώλειαν». Παρευθύς τότε πάσα η μαγική τέχνη και σατανική δύναμις του Ηλιοδώρου εξηφανίσθη· όθεν συλληφθείς κατά την βασιλικήν απόφασιν υπέσυη τον δια πυρός θάνατον δια τα κακουργήματα, τα οποία είχε διαπράξει. Θαύμα δε τότε ηκολούθησε μέγιστον, διότι ομού μετ’ αυτού ανήλθεν επί της πυράς και ο αείμνηστος Λέων, όστις και έμεινεν επ’ αυτής· και εκείνος μεν ο αλιτήριος απετεφρώθη τελείως και έγινε στάκτη και δικαίως ο άδικος ηναλώθη υπό του πυρός, ως πυρός κληρονόμος και απήλθεν εις πυρ ατελεύτητον. Ο δε μέγας Αρχιερεύς και θαυματουργός Λέων εξήλθεν από την φλόγα αβλαβής προς θάμβος και έκπληξιν των ορώντων και ούτε καν τα ιερά αυτού άμφια ετόλμησε να καύση το πυρ ουδόλως, ή έστω μίαν τρίχα από την σεβασμίαν και πανίερον αυτού κεφαλήν, καθώς εις την Βαβυλώνα τον καιρόν του Ναβουχοδονόσορος εις τους Αγίους Τρεις Παίδας εγένετο τοιούτον φρικτόν τεράστιον, το οποίον βλέποντες οι παρόντες εξέστησαν και εδόξαζον μεγαλοφώνως τον Κύριον, όστις ενεργεί τοιαύτα θαυμάσια δια να δοξάση τους δούλους του. Αυτή η φήμη έφθασεν εις όλα τα πέρατα της οικουμένης· όθεν ο προρρηθείς βασιλεύς έστειλε προς τον Άγιον γράμματα και τον προσεκάλει να υπάγη εις Κωνσταντινούπολιν να τον απολαύση και να λάβη την ευλογίαν του· όθεν απήλθε δια να μη παρακούση το βασιλικόν πρόσταγμα· ο δε Αυτοκράτωρ ευλαβώς και σεβασμίως τον ετίμησε, βλέπων εκείνην την σεμνοπρέπειαν της αγγελικής διαγωγής και την Χάριν και λαμπρότητα του Πνεύματος και την των απορρήτων τεραστίων ενέργειαν· διότι ετέλεσε και εκεί εις την βασιλεύουσαν πολλά θαυμάσια, εκτός δε των άλλων έβαλε κάρβουνα ανημμένα και θυμίαμα εις το ράσον του και τους εθυμίασεν εις δόξαν και μεγαλοπρέπειαν Θεού· όθεν, ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον, εξέστησαν άπαντες και τον κατευώδωσαν με πολλήν τιμήν, ως έπρεπε. Τούτου του θαυμασίου τον βίον εθαύμασαν οι Άγγελοι δια το συγγενές της λαμπρότητος και οι δαίμονες έπτηξαν δια την δύναμιν και εξουσίαν, την οποίαν του έδωκε κατ’ αυτών ο Παντοδύναμος· άνθρωποι δε εξεθαμβήθησαν δια το υπερβάλλον της αγιωσύνης και το της σεμνοπρεπείας αξιάγαστον· οι δε αιρετικοί, από την βροντήν της φωνής των ορθών δογμάτων αυτού εδειλίασαν· οι Έλληνες από την σοφίαν αυτού εφιμώθησαν και τελείως κατησχύνθησαν· οφθαλμοί τυφλοί εφωτίσθησαν, χείρες και πόδες παράλυτοι ιατρεύθησαν και κάθε λώβη και ασθένεια σώματος και παν μέλος άρρωστον και εμπαθές εθεραπεύθη με την επίθεσιν των χειρών του και την δέησιν. Αυτά και άλλα παραδοξότερα ετέλεσεν ο θαυμάσιος Λέων, όχι μόνον ζων αυτός ως Ισάγγελος, αλλά και μετά την αυτού εντεύθεν προς Θεόν εκδημίαν και Αγίαν μετάστασιν· μάλιστα δε και θαυμασιώτερα έως την σήμερον ενεργεί ο Παντοδύναμος Θεός εις τον τάφον του δια να δοξάση τον δούλον του, εκ των οποίων να είπωμεν εν, το οποίον ετέλεσε αυτήν ταύτην την ημέραν της αυτού προς Θεόν εκδημίας και μεταστάσεως. Γυνή τις ευγενής από την πόλιν των Συρακουσίων ήτο αιμορροούσα και εξώδευσε τον πλούτον της όλον εις ιατρούς, αλλά δεν είδεν ωφέλειάν τινα. Τέλος πάντων, πεφωτισμένη από θείαν τινά αποκάλυψιν, επήγεν εις τον άμισθον τούτον ιατρόν και φθάσασα εις την αρειανήν πύλην της πόλεως, ήκουσε τα σήμαντρα τα οποία εκτύπων δια την του Οσίου μετάστασιν. Όθεν έδραμε σπουδάζουσα και προσπίπτουσα εις το άγιον λείψανον μετά δακρύων και πίστεως εζήτει την ίασιν· κατά την πίστιν λοιπόν αυτής και η έκβασις ευθύς ηκολούθησεν· έπαυσε δηλαδή η ρύσις του αίματος με τρόπον θαυμάσιον και επιτυχούσα της θεραπείας επέστρεψε προς την ιδίαν οικίαν χαίρουσα και διηγείτο τα του Θεού μεγάλα θαυμάσια, μεγαλύνουσα τον γνήσιον θεράποντα αυτού. Εκοιμήθη δε ο Άγιος την εικοστήν Φεβρουαρίου, παραδούς εις χείρας Θεού την μακαρίαν αυτού ψυχήν· το δε τίμιον και πάνσεπτον αυτού λείψανον ενεταφίασαν σεβασμίως εις τον περικαλλή Ναόν της Αγίας Λουκίας, τον οποίον αυτός ωκοδόμησεν. Ο δε Κύριος, όστις δοξάζει τους αυτόν δοξάζοντας, εδόξασε και μετά θάνατον αυτόν τον γνήσιον δούλον του και αναβλύζει έλαιον ευώδες από τον τάφον του, το οποίον ιατρεύει πάσαν ασθένειαν των προσερχομένων μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Αλλ’ ω των ουρανίων εραστά και κληρονόμε Λέων, ο λέων ως αληθώς αναδειχθείς και πιστός ως λέων αήττητος. Ω βασιλεύ, των δουλικών παθών κράτιστε και των τυραννικών εχθρών καθαιρέτα δραστικώτατε· ο των αιρετιζόντων το στίφος ως υπούλους αλώπεκας καταπλήττων και απελαύνων δια του βασιλικού σου βρυχήματος, τον δε δήμον των Ορθοδόξων συγκροτών και καταρτίζων δια των στερεών δογμάτων και σοφωτάτων διδαγμάτων σου· ο δυνατός εν έργω και λόγω γενόμενος και κατ’ άμφω διαλάμπων, δίκην ηλίου εις πάντα τα πέρατα, ο δια των μεγίστων τεραστίων και θαυμάτων, όχι τους πάλαι Προφήτας μόνον υπερβαλών, αλλά και αυτών των μεγάλων Πρωταποστόλων συναμιλλώμενος· ω ποιμήν θεοπρόβλητε, λαμπτήρ θεοπύρσευτε και δούλε Θεού Χριστομίμητε· παιδευτά των αφρόνων, ολοθρευτά των δαιμόνων και πρεσβευτά των σων προσφύγων θερμότατε· ευμενώς πρόσδεξαι τα παρόντα ψελλίσματα εξ ατέχνου διανοίας και γλώττης πόθω πολλώ προσφερόμενα και τους εις τούτο πίστει πολλή προτρεψαμένους την ημετέραν ευτέλειαν χάρισαι ειρήνην, ευημερίαν, ευρωστίαν και σωτηρίαν ψυχής αιώνιον· και εις πάντας τους την σην ιεράν επιτελούντας πανήγυριν, μη διαλείπης αιτούμενος παρά Θεού τα συμφέροντα, παθών αποτροπήν, πειρασμών απολύτρωσιν και νοσημάτων αναίρεσιν· και απλώς, πάντων μεν των αγαθών εν τω παρόντι αιώνι απόλαυσιν, εν δε τω μέλλοντι αξιωθήναι της ουρανίου Βασιλείας και αιωνίου μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις, συν τω Πατρί και Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.


Δεν υπάρχουν σχόλια: