Η Θεοτόκος Μαρία στην Ορθόδοξη πίστη



Η ευλάβεια της Εκκλησίας μας προς το πρόσωπο της υπεραγίας Θεοτόκου εκφράζεται με αναρίθμητους ύμνους, γιορτές, εικόνες, ναούς, ικεσίες αγάπης. Η Παναγία είναι παρούσα παντού μέσα στην Εκκλησία: Πρώτ’ απ’ όλα σε κάθε Λειτουργία, όπου η επίκληση του Σωτήρος γίνεται μέσω της  φράσης «ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου Σώτερ σώσον ημάς»· πέρα από τη Λειτουργία, και τις ακολουθίες πού απευθύνονται ειδικά σ’ Αυτόν, όπως οι Χαιρετισμοί ή οι Παρακλητικοί Κανόνες, δεν υπάρχει εκκλησιαστική ακολουθία πού να μην αφιερώνει ύμνους ή ευχές στο πρόσωπο Της· η Εικόνα Της βρίσκεται πάντα στ’ αριστερά της ωραίας πύλης, με κεριά να καίνε μπροστά Της, όπως και στην εικόνα του Χριστού, αλλά και σ’ όλα τα σπίτια των χριστιανών· αναρίθμητοι ναοί αλλά και μοναστήρια είναι αφιερωμένοι σ’ Αυτήν. Πολλά ιερά προσκυνήματα είναι καθιδρυμένα σε περιοχές πού σχετίζονται με θαύματα της Παναγίας. Σε παραδόσεις, δοξασίες και λαϊκές παροιμίες, το όνομα της Θεοτόκου αναφέρεται με εξαιρετική τιμή, ευγνωμοσύνη και εμπιστοσύνη.


Παρατηρείται όμως και το παράδοξο γεγονός ότι ενώ από τη μια, σε λειτουργικό και γενικότερα λατρευτικό επίπεδο, η τιμή προς την Παναγία εκφράζεται μ’ έναν απίστευτο μορφολογικό πλούτο, αφ’ ετέρου οι δογματικές διατυπώσεις αναφορικά με τη Θεοτόκο είναι μάλλον λακωνικές. Πέρα από τη αναφορά του Συμβόλου της Πίστεως στη Σάρκωση του Χριστού, «εκ πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου» και τον τίτλο της «Θεοτόκου» πού της δόθηκε από τη Γ’ Οικουμενική Σύνοδο, πού έγινε στην Έφεσο το 431 μ.Χ., η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει προβεί σε άλλες δογματικές εμβαθύνσεις αναφορικά με τη Θεοτόκο.

Ωστόσο, το παράδοξο αυτό δεν είναι παράδοξο, γιατί η Εκκλησία θεωρεί τη Θεοτόκο μέσα από μια Χριστολογική προοπτική. Το ίδιο το περί Θεοτόκου δόγμα της Εφέσου, διατυπώθηκε για να αντιμετωπιστεί μια Χριστολογική αίρεση, εκείνη του Νεστόριου, πού υποστήριζε ότι η Μαρία ήταν μητέρα του Χριστού και όχι του Θεού, υπονοώντας έτσι ότι ο Χριστός είχε δύο πρόσωπα και όχι ένα, και επομένως δεν μπορούσε να αποκαλείται Θεοτόκος. Γι’ αυτό λοιπόν, η Ορθόδοξη Εκκλησία επέμεινε στην παραδοσιακή δοξολογία της Θεοτόκου πού είναι βαθιά ριζωμένη στην Χριστολογία. Στο πρόσωπο της Μαρίας δεν τιμούμε απλώς την παρθένο από την Ναζαρέτ, αλλά την αειπάρθενο Θεοτόκο. Στις ορθόδοξες εικόνες, η Παναγία σπανίως εικονίζεται χωρίς τον Υιό Της και Υιό του Θεού. Και η αποδιδόμενη προς Αυτήν τιμή εστιάζεται κυρίως στο ρόλο πού έπαιξε ως Θεοτόκος και πού εξακολουθεί να έχει ως Μήτηρ Θεού στο σχέδιο της σωτηρίας.

Η Παναγία, εκπροσωπώντας όλο το ανθρώπινο γένος, όλο τον άνθρωπο αλλά και όλη την κτίση, ήταν Εκείνη πού μπόρεσε να φτάσει στο σημείο να πει το μεγάλο «ναι», να συγκατανεύσει ελεύθερα στην πρόταση της σωτηρίας και να γίνει  «Θεογεννήτωρ», Μήτηρ Θεού. Με τη Θεοτόκο, η ανθρωπότητα υψώνεται μέσα από την πτώση της και καταφέρνει επιτέλους να πιάσει το χέρι πού της απλώνει ο Θεός. Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, με την αποδοχή αυτή, έγινε δυνατόν να σαρκωθεί ο άναρχος και ασώματος Θεός για τη δική μας σωτηρία.

Βλέπουμε λοιπόν ότι το έργο της σωτηρίας είναι αποτέλεσμα της συνέργειας δύο ελεύθερων θελήσεων: εκείνης του Θεού και εκείνης της Θεοτόκου, δηλαδή του ανθρώπου. Η θέληση του Θεού για γενική σωτηρία ήταν δεδομένη. Για να προχωρήσει όμως το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, χρειαζόταν και η ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου. Διότι μια σωτηρία πού θα επιβαλλόταν μονομερώς από τον Θεό, πού θα παραβίαζε την ανθρώπινη ελευθερία, το κατ’ εικόνα, δεν θα ήταν πραγματική σωτηρία αλλά βιασμός του ανθρώπου. Το θέλημα του Θεού για τη σωτηρία μας, δεν θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί Αν δεν πίστευε σ’ αυτό η Παρθένος και δεν δεχόταν να το διακονήσει. Είναι λοιπόν η Θεοτόκος συνεργός στο έργο της σωτηρίας και όχι απλό όργανο. Η Παναγία είναι το ιερό και άμωμο ανάθημα του ανθρωπίνου γένους στον Θεό. Είναι το πιο εύοσμο άνθος όλης της ανθρωπότητας.

Η Μαρία έγινε Μητέρα του Χριστού. Γέννησε το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Τόσο η σύλληψη όσο και η γέννηση του ανερμήνευτου Τόκου Της έγιναν πέρα από τους νόμους της φύσεως, σαν θαύμα της θείας πανσοφίας και παντοδυναμίας, το οποίο δεν έβλαψε τη σωματική ολοκληρία της Παρθένου, η οποία παρέμεινε «εσαεί» Παρθένος (αειπάρθενος).
Στην αδιάφθορη μήτρα Της κατοίκησε ο άπειρος Θεός όχι τυπικώς (πράγμα αταίριαστο στην απεριόριστη και ακατάσχετη φύση του Θεού), αλλά «κατ' ευδοκίαν», και ενώθηκε πραγματικά με τον άνθρω­πο, τον όποιο συνέλαβε ή Μαρία όχι με συνεργία ανδρός, αλλά με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου ανακεφαλαιώνεται ολόκληρο το μυστήριο της θείας περί τον άνθρωπο οικονομίας. Η αν­θρώπινη φύση σπάζει τα δεσμά της αμαρ­τίας αφθαρτοποιείται και θεοποιείται.

Στην Παναγία έχουμε την “κατόρθωση” του “μητροπαρθενικού κάλλους”. Συγκεντρώνει επάνω Της την χάρη της παρθενίας και την χάρη της μητρότητας. Αυτό, βέβαια, το αφύσικο γεγονός είναι φυσική συνέπεια της θέσης Της μέσα σε όλη την δημιουργία. Είναι το “μεθόριο” της κτιστής και της άκτιστης φύσης. Αυτή πρώτη απ’ όλη την κτίση δέχεται την χάρη του Θεού. Η θέση αυτή χαρίστηκε στην Θεοτόκο, λόγω της ακριβούς και βαθιάς αυτοπροαίρετης υπακοής Της στο θέλημα του Θεού. Αυτή η ολοκληρωτική ελεύθερη υπακοή Της δώρισε την “γονιμότητα της παρθενίας”. Την έκανε Μητέρα του Θεού. Η Παναγία έδωσε την ανθρώπινη φύση στο Υιό του Θεού, ο οποίος έγινε έτσι και Υιός ανθρώπου, πλήρης και τέλειος άνθρωπος από παρθενικό τόκο, από τόκο που ήταν άσχετος με την φθορά και τα πάθη των συνηθισμένων γεννήσεων. Η σύνθεση της παρθενίας με την μητρότητα είναι η αφετηρία της νέας ζωής της χάριτος, η αρχή της νεκρώσεως του Θανάτου. Η γέννηση του Χριστού ήταν ελεύθερη από κάθε αναγκαιότητα. “Επεσκίασε” η χάρη του Θεού την “Κεχαριτωμένη” και συνέδεσε μέσα στη μήτρα Της το κτιστό και το άκτιστο. Αυτή η ανθρώπινη φύση του Χριστού από τη σύλληψή της ήταν ελεύθερη από την αμαρτία, γιατί υπόστασή της ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού. Έτσι προσέλαβε ο Θεός σώμα θνητό και παθητό, αλλά “χωρίς αμαρτίας”. Με αυτό νίκησε τον θάνατο και δώρισε την ζωή σε όλο το ανθρώπινο γένος.

Η Εκκλησία μας, με το γνωστό ύμνο του Αγίου Κοσμά του Μελωδού, τολμά να αποκαλεί την Θεοτόκο «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξωτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Δεν είναι σχήμα λόγου, ούτε λυρική έξαρση. Η θέση της Θεοτόκου στο θείο σχέδιο της καθολικής σωτηρίας είναι ανώτερη και από εκείνη των αγγέλων διότι οι άγγελοι, ως ασώματες υπάρξεις, δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν το σώμα, την υλικότητα, για την πραγματοποίηση του μυστηρίου της Σαρκώσεως. Ενώ η Θεοτόκος, προσφέροντας τον εαυτό Της στον Θεό, αξιώθηκε να κυοφορήσει τον ίδιο τον Δημιουργό Εκείνον που έπλασε και τα Σεραφείμ και τα Χερουβείμ.

Μια γυναίκα, λοιπόν, πού γεννήθηκε μέσα στην πτωτική ανθρωπότητα, μέσα στην ιστορία, δια της θελήσεώς της αλλά και όλου το βίου της, ελκύει την θεία χάρη, γίνεται συνεργός του Θεού στο σχέδιο της σωτηρίας. Γίνεται η νέα Εύα και μέσω Αυτής γεννάται ο Νέος Αδάμ, ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος, για να διορθώσει το σφάλμα του προπάτορος Αδάμ και να νικήσει τον θάνατο για χάρη του ανθρώπου. Γενόμενη Μήτηρ Θεού, η Παναγία μαρτυρεί για όλο το έργο πού επιτελεί ο Δημιουργός. Με την υπερφυή, εκ Πνεύματος Αγίου, σάρκωση του Χριστού, γεννάται από την παρθένο Μαρία μια νέα ανθρωπότητα, ένας καινός άνθρωπος και δίνεται στην κτίση μια καινούργια σημασία, πού είναι o σκοπός κι ο λόγος της υπάρξεως της: η μέλλουσα μεταμόρφωσή της.

Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Παναγία, οδηγεί τον άνθρωπο να κατανοήσει και να διασαφήσει το μυστήριο του Υιού του Θεού πού γίνεται άνθρωπος χωρίς να πάψει να είναι Θεός. Η Παναγία προσωποποιεί την κλήση πού απευθύνεται στον καθένα μας για αγιότητα. Ζώντας τον Χριστό και την Εκκλησία ανακαλύπτουμε την Μητέρα του Θεού και το μυστήριο της Μητρότητάς Της. Και, όπως κατέδειξε η Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου, ανακαλύπτοντας την «όντως Θεοτόκον», ανακαλύπτουμε τον ίδιο τον Χριστό.

Όλα αυτά, η Παναγία τα δείχνει με το πρόσωπό Της, δια του προσώπου και της παρουσίας της. Η μαρτυρία της είναι μια σιωπηλή μαρτυρία. Ελάχιστες οι εμφανίσεις της και οι αναφορές των Ευαγγελίων στο πρόσωπό Της. Το μήνυμά της ανήκει στην κατηγορία των σημείων. Σημείο αντινομικό, αναιρετικό της λογικής του κόσμου, αφού συνθέτει την παρθενία και την μητρότητα. Πρόκειται για ένα σημείο πού δόθηκε από τον ίδιο τον Θεό. Δεν επιβλήθηκε, δόθηκε. Επομένως πρέπει να ανακαλυφθεί.
Η Παναγία δεν είναι διόλου δυσνόητη. Ξέρει να σωπαίνει αλλά ξέρει να είναι και παρούσα εκεί πού την ζητούν. Η σιωπηλή της μαρτυρία, γίνεται άμετρον έλεος, για όσους επικαλούνται την χάρη Της, γίνεται στοργή.

Μετά τη θεία μετάστασή Της η Θεοτόκος συμβασιλεύει με τον Υιό Της στους ουρανούς. Από τη θέση αυτή και με την παρρησία πού έχει ως «μήτηρ της Ζωής», με την «αμετάθετον μεσιτείαν» Της, συμπαρίσταται δυναμικά στο ανθρώπινο γένος, υπάρχει ως ακένωτη πηγή στοργικής προστασίας, ενεργεί ως μητέρα όλων των πιστών, ελπίς και προστασία των χριστιανών. Η θαυματουργική Της χάρη, ξεχωριστή και πιο ισχυρή από των άλλων Αγίων, εκδηλώνεται στους ανθρώπους με πολλούς τρόπους, ως βοήθεια και θεραπεία σε κάθε ανάγκη.

Το μυστήριο της Θεοτόκου δεν μπορεί να αναλυθεί, να οριοθετηθεί με λόγια. Γι’ αυτό η στάση του καθενός πιστού μπροστά στη Θεοτόκο είναι ανάλογη μ’ εκείνη του Αρχαγγέλου Γαβριήλ κατά την στιγμή του Ευαγγελισμού: στάση απορίας και θαυμασμού. Στην εποχή μας έχουν γίνει αποδεκτές ως φυσικές καταστάσεις δύο από τις πιο καταπιεστικές συνέπειες της εκούσιας απομακρύνσεως του ανθρώπου από το πνεύμα των εντολών του Θεού. Έχει κυριαρχήσει το σαρκικό φρόνημα ως φυσική κατάσταση των ανθρώπων. Και από την άλλη μεριά έχει γίνει αποδεκτή ως φυσική κατάληξη της ανθρώπινης ζωής ο θάνατος, του οποίου επιδιώκεται η αναβολή και όχι η υπέρβαση ή η κατάργηση. Μέσα σ’ αυτήν την κρατούσα κατάσταση δεν μπορεί εύκολα να κατανοηθεί η “άσπιλη σύλληψη”, ούτε να γίνει εύκολα αποδεκτός ο λόγος για το “μητροπαρθενικό κάλλος” της Θεοτόκου. Η προσέγγισή του απαιτεί καθαρή διάνοια, καθαρή καρδιά και καθαρά χείλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: