Τη Δ΄ (4η) Αυγούστου, μνήμη των επτά Παίδων των εν Εφέσω, ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝΟΥ, ΕΞΑΚΟΥΣΤΩΔΙΑΝΟΥ, ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ, ΜΑΡΤΙΝΙΑΝΟΥ, ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ΑΝΤΩΝΙΝΟΥ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ.

Ο Μαξιμιλιανός και οι έτεροι συν αυτώ Άγιοι Παίδες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σνβ΄ (252), αφού δε διεμοίρασαν εις τους πτωχούς όλην αυτών την περιουσίαν εισήλθον εντός σπηλαίου και εκρύβησαν· παρακαλέσαντες δε τον Θεόν να λυθώσιν από του δεσμού του σώματος και να μη παραδοθώσιν εις τον βασιλέα Δέκιον, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Θεόν. Όταν δε ο βασιλεύς Δέκιος επανήλθεν εις την Έφεσον, εζήτησεν αυτούς ίνα ελθόντες θυσιάσωσιν εις τα είδωλα, και μαθών ότι απέθανον εν τω σπηλαίω, προσέταξε να εμφράξωσι την είσοδον αυτού.
Έκτοτε λοιπόν παρήλθον εκατόν ενενήκοντα τέσσαρα έτη μέχρι του τριακοστού ογδόου έτους της βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού, ήτοι εν έτει υμς΄ (446). Τότε παρουσιάσθη μία νέα αίρεσις, μη παραδεχομένη την των νεκρών ανάστασιν. Ο δε βασιλεύς Θεοδόσιος, βλέπων τεταραγμένην την Εκκλησίαν του Θεού, καθό πλανηθέντων εις την αίρεσιν ταύτην πολλών Επισκόπων, ηπόρει περί του πρακτέου· όθεν ενδυθείς κιλίκιον (τρίχινον σάκκον δηλαδή) εκάθισε κατά γης και εθρήνει, παρακαλών τον Θεόν να του φανερώση τον τρόπον της διαλύσεως της αιρέσεως ταύτης. Δεν παρέβλεψε δε ο Κύριος τα δάκτυά του, αλλ’ επήκουσεν αυτού ούτω πως. Ο κύριος του όρους εκείνου, ένθα έκειτο το σπήλαιον των Αγίων επτά Παίδων, ηθέλησε κατ’ εκείνον τον καιρόν να κατασκευάση μάνδραν του ποιμνίου του, και ενώ εκύλιε λίθους εκ του σπηλαίου δια την οικοδομήν της μάνδρας, ηνοίχθη η θύρα του σπηλαίου, και κατά προσταγήν Θεού ανέστησαν οι εν τω σπηλαίω αποθανόντες επτά Παίδες, και συνωμίλουν μεταξύ των ως να είχον κοιμηθή την προηγουμένην ημέραν χωρίς τελείως να αλλοιωθώσιν τα σώματά των, ούτε αυτά τα ενδύματά των να φθαρώσι ποσώς εκ της φυσικής νοτίδος και υγρότητος του σπηλαίου. Αναστηθέντες δε ενεθυμούντο ότι ο βασιλεύς Δέκιος ζητεί να τους βασανίση· όθεν συνδιελέγοντο περί τούτου. Ο δε Μαξιμιλιανός έλεγεν εις τους άλλους· «Εάν, αδελφοί, συλληφθώμεν υπό του Δεκίου, ας σταθώμεν γενναίοι και μη προδώσωμεν την ευγένειαν της πίστεώς μας· συ δε, αδελφέ Ιάμβλιχε, ύπαγε να αγοράσης άρτον, και αγόρασον περισσότερον, επειδή χθες το εσπέρας ηγόρασας ολίγον, και δια τούτο εκοιμήθημεν σχεδόν πεινώντες, μάθε δε και τι βουλεύεται ο Δέκιος περί ημών». Ελθών λοιπόν ο Ιάμβλιχος εις την πόλιν της Εφέσου, είδε το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις την θύραν και εθαύμασεν. Βλέπων δε αυτό και εις άλλους τόπους, και θεωρών τας οικοδομάς παρηλλαγμένας και τους ανθρώπους διαφορετικούς, ενόμιζεν ότι βλέπει όραμα ή ότι ήλθεν εις έκστασιν· μεταβάς δε εις τα αρτοπωλεία ηγόρασεν άρτους, και όταν έδωκε τα χρήματα και έσπευδε να επανέλθη εις το σπήλαιον, είδε τους αρτοπώλας, οι οποίοι εδείκνυον εις αλλήλους τα νομίσματα, και οι οποίοι στρέφοντες προς αυτόν το βλέμμα έλεγον, ότι αυτός εύρε θησαυρόν, καθότι τα νομίσματα τα οποία έδωκε προς πληρωμήν είχον επάνω τετυπωμένην την εικόνα του προ πολλών ετών βασιλεύσαντος Δεκίου. Τούτο ακούσας ο Ιάμβλιχος ετρόμαξε, και εκ του φόβου δεν ηδύνατο να ομιλήση, νομίζων ότι εγνωρίσθη υπ’ αυτών και μέλλει δι’ αυτών να παραδοθή εις τον βασιλέα Δέκιον. Όθεν παρεκάλει αυτούς λέγων· «Σας παρακαλώ, κύριοί μου, έχετε και τα χρήματα, λάβετε και τους άρτους σας, πλην αφήσατέ με να αναχωρήσω». Οι δε αρτοπώλαι του έλεγον· «Δείξον μας τον θησαυρόν, τον οποίον εύρες, δος δε και εις ημάς μερίδιον του ευρήματος, ειδεμή θέλομεν σε παραδώσει εις θάνατον». Βλέποντες δε ούτοι τον Άγιον να ίσταται σύννους, έδεσαν άλυσον εις τον λαιμόν του και έσυρον αυτόν εις την αγοράν· απαγαγόντες δε αυτόν εις τον Ανθύπατον της Εφέσου, τον παρέστησαν εις εξέτασιν. Ιδών τούτον ο Ανθύπατος είπε· «Διηγήθητι, ω νεανία, πως εύρες τον θησαυρόν, πόσος είναι, και που υπάρχει». Ο δε Ιάμβλιχος απεκρίνατο, ότι ουδέποτε εύρε τι, αλλ’ ότι το νόμισμα, το οποίον έδωκε, το έχει λάβει παρά των γονέων του, έλεγε δε· «Τι είναι τούτο, όπερ ηκολούθησεν εις εμέ, δεν ηξεύρω». Ο δε Ανθύπατος πάλιν ηρώτησεν αυτόν, εκ ποίας πόλεως είναι. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Εκ ταύτης είμαι, εάν αύτη είναι η Έφεσος». Λέγει ο Ανθύπατος· «Ποίοι είναι οι γονείς σου; Ας έλθωσι προς ημάς, και όταν αποκαλυφθή η αλήθεια, τότε θέλομεν σε πιστεύσει». Ο Ιάμβλιχος απεκρίθη· «Ο δείνα είναι ο πατήρ μου, ο δείνς είναι ο πάππος μου, και οι δείνα συγγενείς μου». Και ο Ανθύπατος προς αυτόν· «Ξένα και ανυπόστατα είναι τα ονόματα, τα οποία είπες, έξω δε και των λεγομένων κατά την σημερινήν συνήθειαν· όθεν δεν είναι δυνατόν να γίνης πιστευτός». Ο Ιάμβλιχος είπεν· «Εάν συ δεν πιστεύης εμέ λέγοντα την αλήθειαν, εγώ πλέον δεν ηξεύρω τι άλλο να είπω». Ο Ανθύπατος απεκρίθη· «Ασεβέστατε, το νόμισμά σου μαρτυρεί εκ της επιγραφής του, ότι ετυπώθη προ διακοσίων ετών και επέκεινα, κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως, και συ νεώτερος ων πειράσαι να μας εξαπατήσης»; Τότε ο Ιάμβλιχος πεσών εις τους πόδας των παρευρεθέντων, τους παρεκάλει λέγων· «Σας παρακαλώ, κύριοί μου, να μοι είπητε, που είναι ο βασιλεύς Δέκιος, ο οποίος ήτο εις την πόλιν ταύτην». Οι δε είπον εις αυτόν· «Κατά τούτους τους χρόνους δεν υπάρχει Δέκιος, επειδή αυτός εβασίλευσε προ πολλών ετών». Και ο Ιάμβλιχος· «Δια τούτο, κύριοί μου, εξεπλάγητε; Αλλ’ όμως ακολουθήσατέ μοι να υπάγωμεν εις το σπήλαιον, και εξ αυτών των σημείων θέλουν διαπιστωθή οι λόγοι μου, διότι εγώ ηξεύρω, ότι εφύγομεν εξ αιτίας του Δεκίου, και ότι χθες ερχόμενος ίνα αγοράσω άρτον, είδον ότι ο Δέκιος εισήλθεν εν τη πόλει ταύτη». Ταύτα μεν είπεν ο Άγιος. Ο δε Επίσκοπος της Εφέσου, Μαρίνος ονόματι, ακούσας ταύτα, λέγει εις τον Ανθύπατον· «Εγώ νομίζω ότι θαυμαστόν τι έλαβε χώραν εν προκειμένω· όθεν ας τον ακολουθήσωμεν». Ηκολούθησαν λοιπόν αυτόν ο Ανθύπατος και ο Επίσκοπος και πολλοί λαϊκοί, και ότε έφθασαν εις το σπήλαιον, εισήλθε πρώτος ο Ιάμβλιχος εν αυτώ, και έπειτα ο Επίσκοπος, ο οποίος στραφείς εις τα δεξιά μέρη της θύρας του σπηλαίου, είδεν εν κιβώτιον εσφραγισμένον με δύο σφραγίδας, το οποίον οι Χριστιανοί Ρουφίνος και Θεόδωρος, αποσταλέντες μετ’ άλλων υπό του Δεκίου, όπως εμφράξωσι την θύραν, είχον θέσει αυτοί εκεί, γράψαντες οι ίδιοι και τα συναξάρια των Αγίων, και σημειώσαντες τα ονόματά των εις πλάκας εκ μολύβδου. Όταν λοιπόν συνήχθησαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μετά του Ανθυπάτου ήνοιξαν το κιβώτιον, εντός του οποίου ευρόντες τας μολυβδίνας πλάκας, και αναγνώσαντες τα επ’ αυτών γράμματα, εξέστησαν άπαντες· εισελθόντες δε εις το ενδότερον μέρος του σπηλαίου, και ευρόντες τους Αγίους, έπεσον εις τους πόδας αυτών. Έπειτα καθήσαντες ούτοι τους ηρώτων· οι δε Άγιοι διηγήθησαν πρώτον μεν τα αφορώντα αυτούς, ύστερον δε και τα κακουργήματα του βασιλέως Δεκίου. Όθεν εξίσταντο άπαντες και εδόξαζον τον των θαυμασίων Θεόν. Τότε ο Ανθύπατος μετά του Επισκόπου έστειλαν αναφοράν εις τον βασιλέα Θεοδόσιον, και ανήγγειλαν εις αυτόν όλα τα ανωτέρω. Ο δε βασιλεύς, λαβών τα γράμματα, ενεπλήσθη χαράς εκ της τοιαύτης ειδήσεως, και μετά μεγάλης σπουδής ήλθεν εις την Έφεσον· εισελθών δε εν τω σπηλαίω, έπεσεν εις την γην και έπλυνε τους πόδας των Αγίων με τα δάκρυά του, και έχαιρε και ηγαλλιάτο η ψυχή του, ότι δεν παρέβλεψεν ο Κύριος την δέησίν του, αλλ’ έδειξεν εις αυτόν οφθαλμοφανώς την των νεκρών ανάστασιν. Ενώ δε συνωμίλει ο βασιλεύς μετά των Αγίων, ως και οι Επίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες, ενύσταξαν ολίγον οι Άγιοι, και ούτως έμπροσθεν πάντων παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού. Τότε ο βασιλεύς έδωκεν άμφια πολύτιμα και χρυσόν και άργυρον ικανόν, και προσέταξε να κατασκευασθώσιν επτά θήκαι, εις τας οποίας να αποτεθώσι τα λείψανα των Αγίων. Κατά την ιδίαν όμως νύκτα εφάνησαν οι Άγιοι εις τον βασιλέα και είπον· «Άφες μας, ω βασιλεύ, εις το σπήλαιον τούτο, εντός του οποίου ανέστημεν». Γενομένης λοιπόν Συνάξεως πολλών Επισκόπων και αρχόντων, κατέθεσεν ο βασιλεύς τα λείψανα των Αγίων εν τη γη του σπηλαίου, καθώς εκείνοι δι’ οπτασίας εφανέρωσαν εις αυτόν, και ποιήσας χαρμόσυνον εορτήν, εφιλοξένησε μετά μεγάλης φιλοξενίας τους πτωχούς της Εφέσου και εχαροποίησεν όλον τον λαόν, φιλοτιμήσας αυτόν πολυτελώς και βασιλικώς, ελύτρωσε δε εκ των φυλακών και τους πεφυλακισμένους Επισκόπους, διότι εκήρυττον την ανάστασιν των νεκρών. Ακολούθως έγινε κοινή εορτή εις όλους, δοξάζοντας και ευλογούντας τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: