Ένας γέροντας άγιος και ασκητής παρεκάλεσε μία φορά τον Κύριο να του διδάξη ποιά είναι η κρίση του.


Διότι, είπε, βλέπω άλλοτε μεν ανθρώπους δικαίους και ευλαβείς να βρίσκωνται σε μεγάλη φτώχεια και δυστυχία. Άλλοτε πάλι βλέπω άδικους και αμαρτωλούς να είναι σε μεγάλο πλούτο και ανάπαυση. Άλλοτε πάλι πολλοί δίκαιοι και ευλαβείς να αδικούνται και να βασανίζωνται άδικα, πολλοί δε άδικοι και άξιοι θανάτου αμαρτωλοί και παράνομοι να ζουν και να πλουτίζουν. Τότε άκουσε φωνή που του έλεγε.
Μη ζητάς εκείνα τα οποία δεν φτάνει ο νους και γνώση σου, μήτε να ερευνάς τα απόκρυφα. Διότι οι κρίσεις του Θεού είναι άβυσσος και βάθος μέγα και πολύ. Πλην όμως επειδή ζήτησες να μάθης κατέβα στον κόσμο και κάθισε στο τάδε μέρος και πρόσεχε εκείνα που θα δης, για να καταλάβης μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού και να γνωρίσης πως είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική των πάντων του Θεού διακυβέρνηση.

Πράγματι, ο γέροντας πήγε και κρύφτηκε κάτω από ένα δένδρο, όπου μπροστά του υπήρχε ένας πλατύς δρόμος και περνούσαν πολλοί άνθρωποι. Στο ένα μέρος του δρόμου υπήρχε ένα λιβάδι και μία βρύση με καθαρό νερό. Όπως παρακολουθούσε από την κρύπτη του βλέπει να περνά ένας άνθρωπος πλούσιος. Και σαν είδε το δροσερό και καταπράσινο λιβάδι και την καθαρώτατη βρύση κατέβηκε από το άλογό του και κάθισε να ξεκουρασθή λιγάκι και να φάγη ψωμί. Όμως εκεί που καθόταν έβγαλε το σακκούλι του, όπου μέτρησε και υπήρχαν εκατό φλουριά, αλλά προσπαθώντας να το βάλη εκεί από όπου το πήρε του έπεσαν κάτω χωρίς να το καταλάβη. Αφού τελείωσε πήρε το άλογό του και έφυγε. Μετά πέρασε ένας άλλος οδοιπόρος, ο οποίος πηγαίνοντας στη βρύση να πιή νερό βρήκε τα φλουριά και τα πήρε. Άλλαξε δε και δρόμο πέρασε μέσα από τα αμπέλια και χωράφια, για να μη τον δουν. Μετά ήλθε άλλος φορτωμένος και κουρασμένος και κάθισε στην βρύση να πιή νερό και να ξεκουρασθή. Έβγαλε δε και ένα παξιμάδι και το έβαλε στο νερό, για να το φάη. Ενώ λοιπόν καθόταν ο πτωχός αυτός άνθρωπος, γύρισε τρέχοντας ο καβαλάρης που είχε χάσει τα φλουριά, αγριεμένος και νευριασμένος και ζητούσε τα φλουριά, λέγοντάς του ότι αυτός τα βρήκε. Ο φτωχός προσπαθούσε με όρκους να τον πείση ότι δεν τα βρήκε, αλλά αυτός δεν τον πίστευε και τον χτυπούσε ανελέητα. Τελικά ο θυμώδης καβαλάρης, σαν άγριο λιοντάρι, κτύπησε άσχημα τον φτωχό και τον σκότωσε. Κατόπιν κατέβηκε από το άλογο και έψαχνε τα ρούχα του και τα σακκούλια του πτωχού, για να βρη τα φλουριά, αλλά τίποτα δεν βρήκε. Ο γέροντας έβλεπε αυτά όλα από την κρύπτη του και απορούσε και θαύμαζε και στεναχωριόταν πολύ και έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και με δάκρυα παρακαλούσε τον Κύριο και έλεγε: «Κύριε, ποιά είναι η θέλησή σου αυτή; Γνώρισόν μου του αμαρτωλού, πως υπομένει η αγαθότητά σου; Άλλος τα έχασε άλλος τα βρήκε και άλλος άδικα φονεύθηκε;»
Ενώ έλεγε αυτά ο Γέροντας, Άγγελος Κυρίου κατέβηκε και διδάσκοντας και εξηγώντας του είπε: «Μη λυπείσαι, Γέροντα, μήτε να σου κακοφαίνεται και μη νομίζεις ότι τάχα χωρίς το θέλημα του Θεού έγιναν αυτά, άλλα κατά παραχώρηση και άλλα κατ’ οικονομία. Διότι αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε και εκείνος που τα βρήκε είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Αυτός δε ο πλούσιος ήταν πλεονέκτης και του το πήρε με τη βία μόνο πενήντα φλουριά. Ο δε πτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνη, παρακάλεσε τον Θεό να κάνη εκδίκησιν. Γι’ αυτό οικονόμησε ο Θεός με τέτοιο τρόπο και του τα έδωσε διπλά, αντί πενήντα, εκατό, τα οποία έχασε ο πλεονέκτης, ο οποίος πήρε το περιβόλι πενήντα αντί εκατό φλουριά. Εκείνος δε ο άνθρωπος ο κουρασμένος, όπου δεν βρήκε τίποτα και άδικα φονεύτηκε, είχε κάνει φόνο, όμως, για να έχη έργα χριστιανικά και θεάρεστα, θέλοντας ο Θεός να τον σώση και να τον καθαρίση από την αμαρτία του φόνου που έκανε είτε με τη θέλησή του είτε επηρεασμένος από τον σατανά, γι’ αυτό οικονόμησε και φονεύθηκε άδικα και παράλογα, για να σωθή η ψυχή του. Αυτός δε ο πλεονέκτης, οπού έχασε τα φλουριά, και έκανε φόνο, έμελλε να κολασθή από την πλεονεξία του και τη φιλαργυρία του και γι’ αυτό τον άφησε ο Θεός και έπεσε στο αμάρτημα του φόνου, για να πονέση η ψυχή του την φανερή αμαρτία, να ζητήση μετάνοια. Και να από την αφορμή αυτή αφήνει τον κόσμο και τα του κόσμου και πηγαίνει να γίνη Μοναχός, για να σώση την ψυχή του. Λοιπόν πήγαινε στο κελλί σου, και μη εξετάζης τις κρίσεις του Θεού. Διότι ο Θεός τις κάμει δίκαια και εσύ νομίζεις ότι γίνονται άδικα. Γνώριζε λοιπόν ότι και άλλα πολλά γίνονται στον κόσμο με θέλημα Θεού, για αφορμές, οπού δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι και πρέπει να λέγη ο καθένας «Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου».


Δεν υπάρχουν σχόλια: