Ἀφοῦ ἡ λύπη εἶναι χαρά, καὶ ὁ θάνατος εἶναι ζωὴ καὶ ἀνάστασις,
τότε καὶ ἡ συμφορὰ εὐτυχία εἶναι καὶ ἡ νόσος ὑγίεια. Ἆρα ὅλαι αἱ μάστιγες ἐκεῖναι,
αἱ κατὰ τὸ φαινόμενον τόσον ἄσχημοι, ὅσαι θερίζουν τὰ ἄωρα βρέφη, ἡ εὐλογιὰ κ᾽ ἡ
ὀστρακιὰ κ᾽ ἡ διφθερῖτις, καὶ ἄλλαι νόσοι, δὲν εἶναι μᾶλλον εὐτυχήματα, δὲν εἶναι
θωπεύματα καὶ πλήγματα τῶν πτερῶν τῶν μικρῶν Ἀγγέλων, οἵτινες χαίρουν εἰς τοὺς
οὐρανοὺς ὅταν ὑποδέχωνται τὰς ψυχὰς τῶν νηπίων; Καὶ ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐν τῇ
τυφλώσει μας, νομίζομεν ταῦτα ὡς δυστυχήματα, ὡς πληγάς, ὡς κακὸν πρᾶγμα.
Καὶ χάνουν τὸν νοῦν των οἱ ταλαίπωροι γονεῖς, καὶ
πληρώνουν τόσον ἀκριβὰ τοὺς ἡμιαγύρτας ἰατροὺς καὶ τὰ τριωβολιμαῖα φάρμακα, διὰ
νὰ σώσουν τὸ παιδί τους. Δὲν ὑποπτεύονται ὅτι, ὅταν νομίζουν ὅτι «σώζουν», τότε
πράγματι «χάνουν» τὸ τεκνίον. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπεν, ὅπως εἶχεν ἀκούσει ἡ
Φραγκογιαννοὺ νὰ τῆς ἐξηγῇ ὁ πνευματικός της, ὅτι ὅποιος ἀγαπᾷ τὴν ψυχήν του, θὰ
τὴν χάσῃ, κι ὅποιος μισεῖ τὴν ψυχήν του, εἰς ζωὴν αἰώνιον θὰ τὴν φυλάξῃ.
Δὲν ἔπρεπε τῷ ὄντι, ἂν δὲν ἦσαν τυφλοὶ οἱ ἄνθρωποι, νὰ
βοηθοῦν τὴν μάστιγα, τὴν διὰ πτερῶν Ἀγγέλων πλήττουσαν, ἀντὶ νὰ ζητοῦν νὰ τὴν ἐξορκίσουν;
Ἀλλ᾽ ἰδού, τ᾽ Ἀγγελούδια δὲν μεροληπτοῦν οὔτε χαρίζονται, καὶ παίρνουν ἀδιακρίτως
εἰς τὸν Παράδεισον ἀγόρια καὶ κοράσια. Περισσότερα μάλιστα ἀγόρια ―πόσα
χαδευμένα καὶ μοναχογέννητα!― ἀποθνήσκουν ἄωρα. Τὰ κορίτσια εἶν᾽ ἑφτάψυχα, ἐφρόνει
ἡ γραῖα. Δυσκόλως ἀρρωστοῦν, καὶ σπανίως ἀποθνήσκουν. Δὲν ἔπρεπεν ἡμεῖς ὡς καλοὶ
χριστιανοί, νὰ βοηθῶμεν τὸ ἔργον τῶν Ἀγγέλων; Ὤ, πόσα ἀγόρια, καὶ ἀρχοντόπουλα
μάλιστα, ἁρπάζονται ἄωρα. Ἀκόμη καὶ τ᾽ ἀρχοντοκόριτσα εὐκολώτερον ἀποθνήσκουν ―ἂν
καὶ τόσον σπάνια μεταξὺ τοῦ φύλου― παρ᾽ ὅσον τὰ ἀπειράριθμα θηλυκὰ τῆς
φτωχολογιᾶς. Τὰ κορίτσια τῆς τάξεως ταύτης εἶναι τὰ μόνα ἑφτάψυχα! Φαίνονται ὡς
νὰ πληθύνωνται ἐπίτηδες, διὰ νὰ κολάζουν τοὺς γονεῖς των, ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμον ἤδη.
Ἄ! ὅσον τὸ συλλογίζεται κανείς, «ψηλώνει ὁ νοῦς του»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου