Τον καιρόν εκείνον οκτώ άνθρωποι ευρέθηκαν καλοί μόνον: ο Νώε, η γυναίκα του, τα τρία του παιδιά και οι τρεις του νυφάδες. Θέλοντας ο πανάγαθος Θεός να φυλάξη αυτούς τους οκτώ επρόσταξεν τον Νώε να πισσώση καλά το καράβι δια να μη μπαίνη μέσα η βροχή και να βάλη μέσα από όλα τα ζώα, αρσενικά και θηλυκά, καθαρά και ακάθαρτα. Εμπήκε και αυτός μέσα, η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά και οι τρεις νυφάδες του και έκλεισαν καλά το καράβι. Οι άνθρωποι έξωθεν έτρωγαν, έπιναν, έκαναν πραγματείες, λισιβερίσια και άλλα διαβολικά καμώματα, εκοιμώντο ξέγνοιαστα. Εκαρτέρει ο Θεός να μετανοήσουν. Τότε άνοιξεν ο Θεός τους καταρράκτας του ουρανού και έπεφτεν η βροχή ωσάν ποταμός εις την γην. Έτρεχαν τότε οι άνθρωποι, εφώναζαν: Νώε, άνοιξέ μας και εμάς να έμπωμεν εις το καράβι. Τους έλεγεν ο ευλογημένος ο Νώε: Και που είστε τώρα εκατό χρόνους οπού σας έλεγα πως ο Θεός θε να χαλάση τον κόσμον και εσείς με περιγελούσετε; Τώρα τι να σας κάμω και εγώ; «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια». Και εσήκωσε την θάλασσαν δεκαπέντε πήχες υψηλά από τα υψηλότερα βουνά και έπνιξεν όλον τον κόσμον. Μόνον οι οκτώ άνθρωποι εγλύτωσαν, ο Νώε, η γυναίκα του και τα τρία του παιδιά και οι τρεις του νυφάδες. Και πάλιν από αυτούς τους οκτώ εγέμισεν όλος ο κόσμος.
Συνεχίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου