Όπως η Υπόστασις του Θεανθρώπου Χριστού είναι μία και μοναδική, ούτω και η Εκκλησία , δι΄ Αυτού, εν Αυτώ και επ΄ Αυτού θεμελιωθείσα, είναι μία και μοναδική. Η ενότης της Εκκλησίας απορρέει αναγκαίως εκ της ενότητος του Προσώπου του Θεανθρώπου Χριστού. Η Εκκλησία ούσα καθολικώς εις και μοναδικός θεανθρώπινος οργανισμός εις όλους τους κόσμους, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθή. Κάθε διαίρεσις θα εσήμαινε τον θάνατόν της. Ενιδρυμένη όλη εν τω Θεανθρώπω η Εκκλησία πρωτίστως είναι Θεανθρώπινος οργανισμός και κατόπιν Θεανθρωπίνη οργάνωσις. Δια τούτο ό,τι έχει μέσα της είναι Θεανθρώπινον και αδιαίρετον: η πίστις, η αγάπη, η αλήθεια, το Βάπτισμα, η Ευχαριστία και κάθε θείον μυστήριον και κάθε θεία αρετή και γενικώς όλη η ζωή και η διάρθρωαίς της. Επομένως εν αυτή είναι αδιαίρετος και η διδασκαλία, και το έργον της και ο αγιασμός και η θέωσις. Τα πάντα είναι δια της χάριτος οργανικώς ηνωμένα εις εν Θεανθρώπινον σώμα, του οποίου ο Χριστός είναι η μόνη και μοναδική Κεφαλή. Όλα τα μέλη της Εκκλησίας, δηλαδή οι πιστοί, καίτοι ως πρόσωπα είναι ακέραιοι και άμικτοι, ενούμενοι δια της μιας και της αυτής χάριτος του Αγίου Πνεύματος, μέσω των μυστηρίων και των αρετών, εις οργανικήν ενὀτητα, αποτελούν εν σώμα και εν πνεύμα και ομολογούν μίαν πίστιν (πρβλ. Εφ. 4, 4-5), η οποία τους εωώνει μετά του Χριστού και μετ΄ αλλήλων. Μετά των άλλων αποστόλων, ιδίως ο χριστοφόρος Απόστολος των εθνών, δια Πνεύματος Αγίου κηρύττει την ενότητα και μοναδικότητα της Εκκλησίας, βασίζοντάς την εις την ενότητα και μοναδικότητα του προσώπου του θεμελιωτού της, του Θεανθρώπου Χριστού: «Θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3, 11). Ακολουθούντες τους αγίους Αποστόλους, οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας, μετά του αυτού ζήλου ομολογούν, κηρύττουν και επερασπίζουν την ενότητα και μοναδικότητα της Εκκλησίας των Ορθοδόξων. Ο ζήλος των δια την διαφύλαξιν της ενότητος της Εκκλησίας εξεδηλούτο κυρίως εις τας περιπτώσεις αποσχίσεως μερικών ανθρώπων ή και ομάδων από την Εκκλησίαν, δηλαδή εις τας περιπώσεις αιρέσεων και σχισμάτων. Εις το θέμα της ενότητος ειδικήν σημασίαν και σπουδαιότητα είχον και έχουν αι Οικουμενικαί και Τοπικαί Σύνοδοι της Εκκλησίας. Κατά την ενιαίαν στάσιν των Πατέρων και των Συνόδων η Εκκλησία είναι όχι μόνον μία, αλλά και μοναδική, διότι ο εις και μοναδικός Θεάνθρωπος, η Κεφαλή της, δεν δύναται να έχη πολλά σώματα. Η Εκκλησία είναι μία και μοναδική, διότι είναι το σώμα του ενός και μοναδικού Χριστού. Είναι οντολογικώς αδύνατος ο χωρισμός της Εκκλησίας, δια τούτο ποτέ δεν υπήρχε διαίρεσις της Εκκλησίας, αλλά μόνον χωρισμός από την Εκκλησίαν. Κατά τον λόγον του Κυρίου δεν διαιρείται η Άμπελος, αλλά μόνον τα εκουσίως άκαρπα κλήματα εκπίπτουν και ξηραίνονται από την αείζωον Άμπελον (πρβλ. Ιω. 15, 1-6). Εκ της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας του Χριστού εις διαφόρους καιρούς απεσχίσθησαν και απεκόπησαν οι αιρετικοί και σχισματικοί, οι οποίοι κατά συνέπειαν έπαυσαν να είναι μέλη της Εκκλησίας και σύσσωμοι του θεανθρωπίνου σώματός της. Τοιούτοι ήσαν πρώτον οι Γνωστικοί, κατόπιν οι Αρειανοί και Πνευματομάχοι, έπειτα οι Μονοφυσίται και Εικονομάχοι και τέλος οι Ρωμαιοκαθολικοί και Προτεστάνται και Ουνίται και όλη η άλλη αιρετική και σχισματική λεγεών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου