Υπαρχει μία ουσιαστική έποψις των θεολογικών προϋποθέσεων όλων των Οικουμενικών Συνόδων, αφορώσα εις το Πρόσωπον του Χριστού, ήτις ή παρελήφθη ή απερρίφθη από εκείνους, οι οποίοι ακολουθούν τον Αυγουστίνον. Αυτό εγείρει το ερώτημα ότι, πόσον εκείνοι, οι οποίοι ενεργούν τοιουτοτρόπως, δέχονται αυτάς τας Συνόδους; Με την μοναδικήν εξαίρεσιν του Αυγουστίνου, οι Πατέρες υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός, προ της γεννήσεώς Του από την Παρθένον Θεοτόκον, εν τω κτιστώ Του Προσώπω του Αγγέλου του Κυρίου, της Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, του Κυρίου της Δόξης, του Κυρίου Σαββαώθ, είναι Αυτός, ο Οποίος απεκάλυψεν "εν Εαυτώ" τον Θεόν εις τους Πατριάρχας και Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης.
Η συνέχεια, κλικ πιο κάτω στο: Read more
Αμφότεροι οι Αρειανοί και Ευνομιανοί συνεφώνησαν ότι ο Χριστός ήτο Εκείνος ο Οποίος έκαμεν αυτό εις το Πρόσωπόν Του ή την Υπόστασίν Του, η Οποία υπήρχε προ της δημιουργίας των αιώνων, αλλά αυτοί επέμενον ότι Ούτος εδημιουργήθη εκ του μη όντος και δεν είναι επομένως της ιδίας φύσεως (ομοούσιος) με τον Θεόν, ο Οποίος είναι μόνος αληθινός Θεός "κατά φύσιν".
Δια να αποδείξουν τα σημεία των ταύτα οι Αρειανοί και Ευνομιανοί συνεζήτησαν, ως έκαμε και ο Ιουδαίος Τρύφων με τον Ιουστίνον Μάρτυρα, ότι δεν ήτο ο Άγγελος Κυρίου εις την φλεγομένην και μη κατακαιομένην βάτον, ο Οποίος είπεν "Εγώ ειμί ο Ών" [ 3 ] αλλά ο Ίδιος ο Θεός μέσω του κτιστού Λόγου - Αγγέλου. Οι Πατέρες επέμενον ότι ο Άγγελος - Λόγος απεκάλυψεν αυτό δια τον Εαυτόν Του επίσης και όχι μόνον δια τον Θεόν. Ο Άγγελος του Κυρίου ωμίλησε δια τον Εαυτόν Του, όταν είπεν εις τον Μωυσή: "Εγώ ειμί ο Θεός του Πατρός Σου, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. [ 4 ]
Εναντίον των Αρειανών ο Άγιος Αθανάσιος ισχυρίζεται ότι το όνομα "άγγελος" ενίοτε απευθύνεται εις τον άκτιστον Λόγον και άλλοτε εις τινα κτιστόν άγγελον. Ούτος επιμένει ότι δεν ημπορεί να γίνη σύγχυσις εις το ότι ορά τις ένα κτιστόν άγγελον ή τον άκτιστον Υιόν του Θεού, ο Οποίος μερικάς φοράς αποκαλείται "Άγγελος" εις την Παλαιάν Διαθήκην. Επιμένει δε ότι "όταν οράται ο Υιός, τότε οράται ο Πατήρ, διότι Ούτος (Υιός) είναι το απαύγασμα (ακτινοβολία) του Πατρός, και ούτως ο Πατήρ και ο Υιός έν εισί... Είναι πολύ φανερόν ότι, όσα λέγει ο Θεός, Ούτος (Θεός) τα λέγει μέσω του Λόγου και ουχί μέσω τινός άλλου... Και ο εωρακώς τον Υιόν, γνωρίζει ότι, Τούτον εωρακώς, εώρακεν ουχί ένα άγγελον, ούτε τινά απλώς μεγαλύτερον των αγγέλων, ούτε εν συντομία κτίσμα τι, αλλά τον Ίδιον τον Πατέρα. Και ο ακούων του Λόγου γνωρίζει ότι ακούει του Πατρός. Καθώς εκείνος, ο οποίος ακτινοβολεί από ακτινοβολίαν (λάμψιν), γνωρίζει ότι φωτίζεται από τον ήλιον [ 5 ] Ως κλειδί εις την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, ο Άγιος Αθανάσιος, δηλώνει "ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός του ότι ο Πατήρ ενεργεί... δια του Υιού..." [ 6 ]
Αυτό σημαίνει ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι Χριστοκεντρική, αφού ο Χριστός είναι ο προενσαρκωθείς Άγγελος του Κυρίου και της Μεγάλης Βουλής, ο Κύριος της Δόξης και ο Κύριος Σαββαώθ, εις τον Οποίον οι πατριάρχαι και προφήται βλέπουν και ακούουν τον Θεόν και μέσω του Οποίου λαμβάνουν την χάριν, την βοήθειαν και την συγχώρησιν.
Το ότι οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί συνεφώνουν ότι ο Άγγελος - Λόγος ήτο Εκείνος, όστις ενεφανίσθη και απεκάλυψεν τον Θεόν εις τους Προφήτας και ομοίως ήτο το Ίδιον Πρόσωπον, το Οποίον έγινεν Άνθρωπος και Μεσσίας, θα έπρεπε να ληφθή πολύ σοβαρώς ως το κλειδί της κατανοήσεως των αποφάσεων της Α' και των ακολούθων Οικουμενικών Συνόδων. Είναι σπουδαίον να κατανοήση τις ότι οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί δεν διεφώνουν θεωρητικώς επί ενός αφηρημένου Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Οποίου την ταυτότητα και την φύσιν σκιαγραφούσε τις υποκειμενικώς δια στοχασμού επί βιβλικών χωρίων με την βοήθειαν της Εκκλησιαστικής φιλοσοφίας και του Αγίου Πνεύματος. Εκείνο, δια το οποίον αυτοί συνεζήτουν, ήτο η πνευματική εμπειρία των προφητών και αποστόλων, ιδιαιτέρως, εάν είναι είς κτιστός ή άκτιστος Λόγος, ο Οποίος εμφανίζεται "εν δόξη" εις αυτούς και αποκαλύπτει "εν Εαυτώ", ως Εικών του Θεού, τον Πατέρα, ως Αρχέτυπον.
Επειδή οι Ευνομιανοί εδέχοντο τας ιδίας θέσεις με τους Αρειανούς δια εμφανίσεις του υποτιθεμένου κτιστού Λόγου - Αγγέλου εις τους προφήτας, αυτή η ιδία συζήτησις μετεφέρθη εις την Β' Οικουμενικήν Σύνοδον. Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, με ολίγην ανυπομονησίαν, απευθύνεται εις τον Ευνόμιον, ως ακολούθως: "ου παύση προσαγορεύων, ω άθεε, τον όντως όντα, την πηγήν της ζωής, τον πάσι τοις ούσι του είναι παρεκτικόν; Ός οικίαν εαυτώ και πρέπουσαν τη εαυτού αϊδιότητι εν τω προς τον ίδιον θεράποντα Μωσέα χρηματισμώ προσηγορίαν εξεύρεν, όντα εαυτόν ονομάσας; "Εγώ γαρ ειμί, φησίν, ο ών"". Και τούτοις ουδείς αντερεί μη ουχί εκ προσώπου του Κυρίου ειρήσθαι, ούκουν όστις γε μη το ιουδαϊκόν κάλυμμα, επί τη αναγνώσει Μωσέως, κατά της εαυτού καρδίας επικείμενον έχει. [ 7 ] Γέγραπται γάρ, ότι "ώφθη τω Μωσεί άγγελος Κυρίου επί του βάτου εν πυρί φλογός". [ 8 ] Άγγελον τοίνυν προτάξασα της διηγήσεως η Γραφή, Θεού επάγει την φωνήν, "Είπε γάρ, φησί, τω Μωσεί. Εγώ ειμί ο Θεός του πατρός σου Αβραάμ". [ 9 ] Και μετ' ολίγα πάλιν "Εγώ ειμί ο ών", Τις ουν ο αυτός και άγγελος και Θεός; Άρα ουχί περί ου μεμαθήκαμεν, ότι καλείται το όνομα αυτού "Μεγάλης Βουλής Άγγελος"". [ 10 ] Μετά συνοψίζων τας ιδίας παρατηρήσεις δια την συνάντησιν μεταξύ του Αγγέλου - Λόγου και του Ιακώβ, το οποίον ευρίσκει τις εις τον Άγιον Αθανάσιον τον Μέγα και εις τους προηγουμένους πατέρας, ο Άγιος Βασίλειος εκφράζει την ιδίαν εξηγητικήν αρχήν καθώς είδαμε εις τον επίσκοπον Αλεξανδρείας. "Παντί ουν δήλον, ότι ένθα και άγγελος και Θεός ο αυτός προσηγόρευται, ο Μονογενής εστι δηλούμενος, εμφανίζων εαυτόν κατά γενεάν τοις ανθρώποις, και το θέλημα του Πατρός τοις αγίοις εαυτού διαγγέλλων. Ώστε και επί του Μωσέως όντα εαυτόν ονομάσας, ου άλλός τις παρά τον Θεόν Λόγον, τον εν αρχή όντα προς τον Θεόν, νοηθείη". [ 11 ]
Ο Ευνόμιος απήντησεν εις αυτά τα επιχειρήματα του Βασιλείου με την αξίωσιν ότι ο Υιός είναι ο άγγελος του Όντος, αλλ' ουχί ο Ίδιος "ο Ών". Ο άγγελος ούτος ονομάζεται Θεός δια να δείξη την υπεροχήν του επί όλων των πραγμάτων τα οποία εδημιουργήθησαν δι' αυτού, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι "ο Ών". Ούτως ο Ευνόμιος ισχυρίζεται ότι "ο μεν αποστέλλων Μωσήν, αυτός ήν ο Ών, δι' ου δε απέστειλε ελάλει, του μεν όντος άγγελος, των δε άλλων απάντων Θεός". [ 12 ]
Η σοφιστική πανουργία του επιχειρήματος ημπορεί να φαίνεται παράξενος, αλλά είναι εν τούτοις σπουδαία ως η μαρτυρία του γεγονότος, ότι η ταυτότης του Αγγέλου, ο Οποίος ονομάζεται Θεός εις την Παλαιάν Διαθήκην, με τον Χριστόν, τον Μονογενή Υιόν του Θεού και Δημιουργόν, ήτο τόσον κατωχυρωμένη εις την παράδοσιν, ώστε οι Ευνομιανοί δεν ημπορούσαν ποτέ να σκεφθούν να μην αμφισβητήσουν ως ο Αυγουστίνος, είς νεώτερος σύγχρονος αυτών, έτοιμος να πράξη τούτο εις την Βόρειον Αφρικήν, παρά το γεγονός ότι ο υποτιθέμενος δάσκαλός του Αμβρόσιος και όλοι οι λοιποί Δυτικοί Πατέρες συνεφώνησαν με την παράδοσιν, την οποίαν περιεγράψαμεν εδώ.
Ο Μέγας Βασίλειος δεν ημπορούσε να απαντήση εις τας ερωτήσεις του Ευνομίου κατά των ιδικών του επιχειρημάτων, διότι είχεν αποθάνει. Έτσι ο αδελφός του Γρηγόριος έκαμε αυτό εις τα 12 βιβλία του, "Κατά Ευνομίου", τα οποία ανεκοίνωσεν εις τον Άγιον Ιερώνυμον κατά την διάρκειαν της Β' Οικουμενικής Συνόδου, το 381.
Ο Άγιος Γρηγόριος μεταξύ των άλλων ισχυρίζεται ότι "ει Μωσεί μεν παραιτείται τον άγγελον" [ 13 ] αυτός δε χρηματίζων αυτώ συνέμπορος γίνεται και καθηγεμών της στρατιάς [ 14 ] φανερώς αποδείκνυται δια τούτων, ότι ο τη όντος επωνυμία εαυτόν γνωρίσας, ο μονογενής έστι Θεός. Ει δε προς τούτο τις αντιλέγει, της Ιουδαϊκής υπολήψεως έσται συνήγορος, τον Υιόν μη συμπαραλαμβάνων εις την του λαού σωτηρίαν. Ει γαρ άγγελος μεν τοις Ισραηλίταις ου συνεπέρχεται ο δε δια της του όντος επωνυμίας δηλούμενος, ο Μονογενής ουκ έστι, καθώς Ευνόμιος βούλεται, ουδέν άλλο ή τα εκ της συναγωγής δόγματα προς την Εκκλησίαν του Χριστού μεταφέρεται. Ουκούν των δύο το έτερον εξ ανάγκης ομολογήσουσιν, ή μηδαμώς παρείναι τω Μωϋσή τον μονογενή Θεόν, ή αυτόν τον Υιόν είναι τον όντα παρ' ου ο λόγος προς τον θεράποντα γίνεται. Αλλ' αντιλέγει τοις ειρημένοις αυτήν την Γραφήν [ 15 ] προτεινομένους λέγουσαν, αγγέλου προτετάχθαι φωνήν, και ούτως επήχθαι τον του Όντος διάλογον. Τούτο δε ουκ αντίρρησις, αλλά βεβαίωσις των ημετέρων εστίν. Και ημείς γαρ φαμεν εναργώς τον προφήτην το περί του Χριστού μυστήριον εμφανές ποιήσαι τοις ανθρώποις βουλόμενον, άγγελον τον όντα προσαγορεύσαι, ως αν μή, μόνης της του όντος επωνυμίας κατά τον διάλογον ευρισκομένης, προς τον Πατέρα ο νούς των λεγομένων επαναφέροιτο". [ 16 ]
Τα κείμενα αυτά των εγκρίτων Πατέρων της Α' και Β' Οικουμενικής Συνόδου θα έπρεπε να είναι επαρκείς ενδείξεις ότι δια τους Πατέρας των Συνόδων το δόγμα της Αγίας Τριάδος ήτο ταυτόν με τας εμφανίσεις του Χριστού, του ασάρκου Λόγου εις τους προφήτας και (τού Ιδίου λόγου) με την ανθρωπίνην φύσιν Του εις τους αποστόλους. Ουδείς μέσα εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν, εκτός του Αυγουστίνου, αμφέβαλε ποτέ δι' αυτήν την ταυτότητα του Λόγου με αυτό το συγκεκριμμένον Άτομον, το οποίον απεκάλυπτεν "εν Εαυτώ" τον αόρατον Θεόν της Παλαιάς Διαθήκης εις τους Προφήτας καί, ο Οποίος έγινεν άνθρωπος και εσυνέχισεν αυτήν την ιδίαν αποκάλυψιν της δόξης του Θεού εντός και μέσω της ιδικής Του ανθρωπίνης φύσεως, την οποίαν έλαβεν εκ της Παρθένου.
Η έρις μεταξύ των Ορθοδόξων, των Αρειανών και Ευνομιανών δεν ήτο εν σχέσει με το ποιός ήτο ο Λόγος εις την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, αλλά εν σχέσει με το τί είναι ο Λόγος και ποιά είναι η σχέσις Του με τον Θεόν Πατέρα. Οι Ορθόδοξοι υπεστήριξαν ότι ο Λόγος είναι άκτιστος και άτρεπτος υπάρχων πάντοτε από την ουσίαν ή την υπόστασιν του Πατρός, ο Οποίος αιωνίως και κατά φύσιν είναι η αιτία της υπάρξεως του Υιού Του προ των αιώνων. Οι Αρειανοί και οι Ευνομιανοί επέμενον ότι αυτός ο ίδιος Άγγελος Λόγος είναι τρεπτόν δημιούργημα του Θεού, το οποίον έχει την ύπαρξίν Του προ των αιώνων εκ του μη όντος όχι από την φύσιν του Θεού αλλά από την θέλησίν Του.
Ούτως η βασική ερώτησις ήτο. Είδον οι Προφήται και Απόστολοι μέσα εις την άκτιστον δόξαν του Θεού (Ορθόδοξοι και Αρειανοί) ή εις την κτιστήν ενέργειαν (Ευνομιανοί) ένα άκτιστον ή ένα κτιστόν Λόγον, ένα Λόγον, ο Οποίος είναι Θεός κατά φύσιν και έχει συνεπώς όλας τας ενεργείας και δυνάμεις του Θεού κατά φύσιν, ή ένα Θεόν κατά χάριν, ο Οποίος έχει τινάς, αλλά όχι όλας τας ενεργείας του Θεού Πατρός και τότε μόνον κατά χάριν και ουχί κατά φύσιν; Αμφότεροι, Ορθόδοξοι και Αρειανοί - Ευνομιανοί, συνεφώνουν κατ' αρχήν ότι, εάν ο Λόγος έχη όλας τας δυνάμεις και ενεργείας του Πατρός κατά φύσιν, τότε είναι άκτιστος, εάν όχι τότε Αυτός είναι κτίσμα.
Το πρόβλημα εις το κέντρον της διαμάχης ταύτης ήσαν αι εμπειρίαι της αποκαλύψεως ή του δοξασμού ή της θεώσεως, τας οποίας παρέχει ο Θεός, εν τω Πνεύματί Του μέσω του Λόγου Του - Αγγέλου - Χριστού εις τους Προφήτας, Αποστόλους και Αγίους. Αι εμπειρίαι αύται ή αυτοί οι βίοι των αγίων είναι καταγεγραμμένοι αρχικώς εις την Βίβλον, αλλά επίσης εις την μετα-βιβλικήν συνέχισιν της Πεντηκοστής εις το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησίαν. Επομένως, αμφότεροι αι πλευραί επεκαλούντο τους Πατέρας όλων των αιώνων, αρχίζοντες με τους βίους των, τους καταγεγραμμένους εις την Γένεσιν και επεκτεινομένους έως των ημερών των. Αυτοί δεν ημπορούν να συμφωνήσουν με την αυθεντίαν των μαρτύρων της εποχής των, αλλά είχον έν κοινόν σημείον συζητήσεως εις την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην, καθώς και εις την προηγουμένην πατερικήν παράδοσιν.
Τοιουτοτρόπως οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί χρησιμοποιούν αμφοτέρας, την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην άνευ διακρίσεως, δια ν' αποδείξουν αν οι προφήται και οι απόστολοι είδαν μίαν κτιστήν ή άκτιστον θείαν υπόστασιν ή πρόσωπον του Χριστού. Η επιχειρηματολογία είναι απλή. Αμφότεροι αι πλευραί καταγράφουν όλας τας δυνάμεις και ενεργείας του Θεού τας αναγραφομένας εις την Βίβλον. Κάνουν το ίδιο δια τον Άγγελον - Λόγον - Μονογενή Υιόν. Τότε συγκρίνουν αυτάς να ιδούν εάν ταυτίζωνται ή όχι. Αυταί αι ενέργειαι δεν αρκεί να είναι απλώς όμοιαι, αλλά να είναι ταυτόν.
Αμφότεροι, Ορθόδοξοι και Αρειανοί, συνεφώνουν πλήρως με την κληρονομηθείσαν παράδοσιν, της Παλαιάς Διαθήκης, μαρτυρουμένην δια των αποστόλων και Αγίων, εις τους οποίους ο Θεός αποκαλύπτει την δόξαν Του, εν τω Ενσαρκωθέντι Υιώ Του, διότι τα κτίσματα δεν ημπορούν να γνωρίζουν την άκτιστον ουσίαν του Θεού και διότι μεταξύ ακτίστου και κτιστού εκ του μη όντος ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Ούτως, δια να αποδείξουν οι Αρειανοί ότι ο Λόγος είναι κτίσμα, ισχυρίζοντο ότι Ούτος δεν γνωρίζει ούτε την ουσίαν του Θεού ούτε την ιδικήν Του ουσίαν και δεν είναι κατ' ουδένα τρόπον όμοιος με τον Θεόν. Οι Ορθόδοξοι ισχυρίζοντο ότι ο Λόγος γνωρίζει την ουσίαν του Πατρός και είναι κατά πάντα όμοιος με τον Πατέρα, έχοντας όλα, όσα έχει ο Πατήρ, (ο Υιός έχει) κατά φύσιν εκτός της Πατρότητος ή το να είναι αιτία της υπάρξεως του Εαυτού Του και του Αγίου Πνεύματος.
Οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί συνεφώνουν ότι, ό,τι είναι ο Θεός εν Εαυτώ κατά φύσιν και ό,τι είναι Ούτος ή (ό,τι) κάνει κατά βούλησιν δεν ταυτίζονται, αλλά διαφωνούν οξέως εις την εφαρμογήν της διακρίσεως μεταξύ της θείας ουσίας και θελήσεως ή ενεργείας. Ούτως οι Ορθόδοξοι ισχυρίζοντο ότι ο Θεός είναι αίτιος της υπάρξεως του Λόγου κατά φύσιν και της υπάρξεως των δημιουργημάτων κατά βούλησιν ενώ οι Αρειανοί ισχυρίζοντο ότι αμφότερα, και ο Λόγος και όλα τα άλλα δημιουργήματα, είναι προϊόντα της θείας βουλήσεως.
Εναντίον αυτών των θέσεων οι Ευνομιανοί ισχυρίζοντο ότι η ουσία και η άκτιστος ενέργεια του Θεού είναι ταυτόν, ότι ο Λόγος είναι προϊόν της κτιστής ενεργείας του Θεού, ότι το Άγιον Πνεύμα είναι το προϊόν της κτιστής ενεργείας του Λόγου και ότι κάθε κτιστόν είδος είναι προϊόν των χωριστών ή διακρινομένων κτιστών ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. Εάν κάθε είδος δεν είχε την ατομικήν του ενέργειαν εκ του Αγίου Πνεύματος, θα υπήρχε μόνον έν κτιστόν είδος και όχι πολλά, συμφώνως προς τον Ευνόμιον.
Ο Ευνόμιος με αυτά πράγματι μιμείται με ιδικόν του τρόπον την βιβλικήν και πατερικήν μαρτυρίαν του δοξασμού. Εις τον βιβλικόν και πατερικόν δοξασμόν κάθε δημιούργημα μετέχει και κάθε άγιος κοινωνεί με τον Λόγον, ο Οποίος είναι παρών εις τον καθένα πολλαπλασιάζων αδιαιρέτως την άκτιστον δόξαν Του, η οποία είναι ολόκληρος και όχι εν μέρει εις τον καθένα, παρούσα εις (τόν καθένα) και εντός του καθενός, καθώς εδίδαξεν ο Χριστός [ 17 ] και απεκάλυψεν κατά την Πεντηκοστήν [ 18 ] και η οποία φέρει εν Λόγω και τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρχέτυπα εις τον Θεόν και ότι ο Θεός συνέχει όχι μόνον τα είδη αλλά κάθε φρικτόν μέρος της υπάρξεως εις όλας τας πολλαπλάς του μορφάς. Ούτως το άτομον ποτέ δεν θυσιάζεται από τον Χριστόν δι' έν υποτιθέμενον κοινόν καλόν, αλλά ταυτοχρόνως το κοινόν καλόν είναι το καλόν δια κάθε άτομον. Ως συνέπεια του μυστηρίου της Αναλήψεως του Χριστού εν τη ιδική Του κυρία δόξη και εν τη φανερώσει Του εις τους μαθητάς Του εν τω Πνεύματι της δόξης, την Πεντηκοστήν. Ούτος είναι τώρα Όλος παρών εις τον καθένα και εντός αυτού ο οποίος ευρίσκεται εις τα στάδια του φωτισμού και του δοξασμού (θεώσεως). Δι' αυτόν τον λόγον καθένας, ο οποίος κοινωνεί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού εις την Θείαν Ευχαριστίαν μεταλαμβάνει όχι μέρος του Χριστού, αλλά ολόκληρον την ανθρωπίνην φύσιν του Χριστού, η οποία από την Πεντηκοστήν μερίζεται αμερίστως εις κάθε μέλος του Σώματός Του. Ούτως δια συμμετοχής εις τον ευχαριστιακόν άρτον, ο οποίος είναι είς και εις το ποτήριον, το οποίον είναι έν, κάθε μέλος του Σώματος του Χριστού μεταλαμβάνει όχι μέρος, αλλά Ολόκληρον τον Χριστόν και γίνεται, ό,τι ήδη είναι, ναός ή μονή του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος εν τω Ενσαρκωθέντι Λόγω από κοινού με τα άλλα μέλη του Σώματος του Χριστού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου