Παληό και Νέο ημερολόγιο -- Του αειμνήστου Αθανασίου Σακαρέλλου, Θεολόγου

1. Το ημερολόγιο δεν είναι μόνο αστρονομικό ζήτημα

Το ημερολόγιο είναι πρώτιστα ζήτημα αστρονομικό. Για την Εκκλησία όμως, αφότου πάνω σ’ αυτό οικοδόμησε το εορτολόγιο και το Πασχάλιό της, απόκτησε εκκλησιαστική σημασία. Γι’ αυτό την Εκκλησία δεν την ενδιαφέρει το ημερολόγιο από πλευράς αστρονομικής. Την πλευρά αυτή την αφήνει στους αστρονόμους. Την ενδιαφέρει το ημερολόγιο, μόνο από την εκκλησιαστική του πλευρά. Ας δούμε όμως τα δύο ημερολόγια, για τα οποία δημιουργήθηκε ζήτημα στην Εκκλησία.

Α. Το Ιουλιανό ημερολόγιο και το Πασχάλιο

1. Το ημερολόγιο αυτό πήρε το όνομά του από τον αυτοκράτορα της Ρώμης Ιούλιο Καίσαρα. Αυτός, το 45 π.Χ. το επέβαλε στο Ρωμαϊκό κράτος. Το εφεύρε ο Έλληνας αστρονόμος Σωσιγένης από την Αλεξάνδρεια. Ήταν το τελειότερο ημερολόγιο για την εποχή εκείνη. Δεν ήταν όμως και το τέλειο, γιατί κάθε 128 χρόνια έχανε και μία μέρα. Αυτό έχει σημασία για την ημερομηνία της εαρινής ισημερίας. Ενώ δηλ. το 45 π.Χ., που επεβλήθη το ημερολόγιο αυτό στο ρωμαϊκό κράτος, η εαρινή ισημερία συνέπιπτε στις 23 Μαρτίου, 170 μετά από 128 χρόνια η ισημερία αυτή, κατέβηκε στις 22 Μαρτίου. Αυτό εννοούμε όταν λέμε χάνει μία μέρα κάθε 128 χρόνια. Το έτος 325, που συγκλήθηκε η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος η εαρινή ισημερία κατέβηκε στις 21 Μαρτίου. Η Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών χρόνων αναπτύχθηκε μέσα στο ρωμαϊκό κράτος, που ίσχυε το Ιουλιανό ημερολόγιο. Πάνω σ’ αυτό καθόρισε το «εορτολόγιό» της. Οι γιορτές της ήταν οι επέτειοι της άθλησης των μαρτύρων, της μνήμης των οσίων της και κυρίως ο γιορτασμός του Πάσχα . Επίσης, και ορισμένα άλλα ιστορικά γεγονότα απ’ τη ζωή του Χριστού και της Εκκλησίας.

2. Εξ αιτίας του πιο πάνω λόγου, το ημερολόγιο απόκτησε και εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Ή, καλύτερα, θα λέγαμε, ότι για την Εκκλησία έχει μόνο εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Την Εκκλησία δεν την ενδιαφέρει το ημερολόγιο από πλευράς αστρονομικής. Οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, φαίνεται, ότι γνώριζαν ότι το Ιουλιανό ημερολόγιο κάθε 128 χρόνια χάνει μία μέρα, ότι δηλ. η ημερομηνία της εαρινής ισημερίας κατεβαίνει μία μέρα. Γνώριζαν ακόμη ότι το 325, που έγινε η Σύνοδός τους η ισημερία αυτή είχε φτάσει στις 21 Μαρτίου. Αυτό όμως, δεν τους ενδιέφερε. Και γι’ αυτό δεν ασχολήθηκαν με την επιστημονική ακρίβεια του ημερολογίου, που χρησιμοποιούσε το ρωμαϊκό κράτος, μέσα στο οποίο ζούσαν. Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος αναφέρθηκε στην εαρινή ισημερία παρεμπιπτόντως, όχι γιατί την ενδιέφερε αυτή καθεαυτή η ισημερία. Αυτό, που ενδιέφερε τους αγίους Πατέρες ήταν, να ορίσουν με αδιαμφισβήτητο τρόπο την εξεύρεση ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα για όλη την Εκκλησία. Μέχρι τότε, οι διάφορες τοπικές Εκκλησίες εόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Αυτό το γεγονός τραυμάτιζε το δόγμα της ενότητας της Εκκλησίας. Τα δύο πρώτα σταθερά σημεία, που αποφάσισαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ήταν ο γιορτασμός του Πάσχα να γίνεται πάντοτε ημέρα Κυριακή, γιατί ο Κύριος αναστήθηκε ημέρα Κυριακή. Το δεύτερο σημείο ήταν, ότι το Πάσχα έπρεπε να γιορτάζεται ύστερα από το Πάσχα των Εβραίων, για ιστορικούς λόγους. Ο Χριστός σταυρώθηκε την παραμονή του Πάσχα των Ιουδαίων, αλλά αναστήθηκε την τρίτη ημέρα, δηλ. μετά το Πάσχα τους. Μετά τον καθορισμό των δύο αυτών σταθερών σημείων, το πρόβλημα που έπρεπε ν’ αντιμετωπίσουν οι άγιοι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου ήταν ο γιορτασμός του εβραϊκού Πάσχα, που είχε τεθεί ως σταθερό σημείο και προϋπόθεση του Πάσχα της Εκκλησίας. Οι Εβραίοι είχαν δικό τους ημερολόγιο, το οποίο ήταν σεληνιακό. Στηρίζονταν στους κύκλους της σελήνης, εξέταζαν δηλ. πότε ήταν πανσέληνος κλπ.. Το Πάσχα τους οι Εβραίοι το γιόρταζαν στις 14 του εβραϊκού μήνα Νισάν. Έπρεπε, λοιπόν, οι Πατέρες να συσχετίσουν τώρα τον εβραϊκό μήνα Νισάν με το Ιουλιανό ημερολόγιο, για να βρεθεί η ημερομηνία του εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα.

3. Ο εβραϊκός μήνας Νισάν άρχιζε με την εαρινή ισημερία. Επομένως, οι Ιουδαίοι τελούσαν το Πάσχα τους την 14 η ημέρα, αφότου άρχιζε η εαρινή ισημερία. Στον υπολογισμό όμως του χρόνου έκαναν ένα λάθος. Το αποτέλεσμα ήταν πολλές φορές να γιορτάζουν το Πάσχα τους προ της εαρινής ισημερίας! Δηλαδή οι Εβραίοι βρίσκουν την ημερομηνία, που γιορτάζουν το Πάσχα τους με βάση το δικό τους Ημερολόγιο, που είναι σεληνιακό και όχι ηλιακό, όπως είναι το δικό μας. Επειδή όμως οι Εβραίοι έπαυσαν να ορίζουν το Πάσχα τους στη σωστή ημερομηνία, οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να τους ακολουθήσουν στο λάθος τους αυτό. Σε μιά τέτοια περίπτωση θα ήταν υποχρεωμένοι, μερικές φορές να γιορτάζουν και αυτοί το χριστιανικό Πάσχα προ της εαρινής ισημερίας. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα, ένα χρόνο να γιορτάζουν το Πάσχα δυό φορές και τον άλλο καμιά! Γι’ αυτό έπαυσε να απασχολεί τους χριστιανούς η λαθεμένη ημερομηνία, που οι Εβραίοι γιόρταζαν και γιορτάζουν μέχρι σήμερα το Πάσχα τους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος όρισε ότι η Εκκλησία, για τον ορισμό του Πάσχα πρέπει ν’ ακολουθεί την «αληθέστερη τάξη», που είναι « το παραφυλάττειν την ακριβή του καιρού ώραν», η οποία βρίσκεται με βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο. Έπρεπε δηλ. η ημερομηνία του εβραϊκού Πάσχα να μη συμπίπτει προ της εαρινής ισημερίας. Οι χριστιανοί, λοιπόν, υπολογίζουν οι ίδιοι, με βάση το Ιουλιανό Ημερολόγιο, το πότε οι Εβραίοι έπρεπε κανονικά να γιορτάζουν το Πάσχα. Αυτό είναι το λεγόμενο «νομικό Φάσκα». «Νομικό Φάσκα» είναι ο υπολογισμός του Πάσχα των Εβραίων κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο. «Νομικό Φάσκα» επομένως είναι «η πανσέληνος μετά την εαρινή ισημερία», που δεν εξευρίσκεται «κατά το εβραϊκόν σεληνιακόν ημερολόγιον». Για να διασφαλίσει η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος τον εορτασμό του Πάσχα, μετά τον εορτασμό των Εβραίων, έθεσε τρεις όρους. Οι όροι αυτοί είναι: α) Να εορτάζεται το Πάσχα μετά την εαρινή ισημερία. β) Να εορτάζεται μετά την πρώτη πανσέληνο, μετά την εαρινή ισημερία και γ) να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή, μετά τη πρώτη πανσέληνο. Βλέπουμε δηλ. ότι η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος ακολούθησε αυτό το πολύπλοκο σύστημα για τον καθορισμό του εορτασμού του Πάσχα, όχι για λόγους επιστημονικής και αστρονομικής ακρίβειας, αλλά για να εορτάζουν οι χριστιανοί το Πάσχα οπωσδήποτε μετά το Πάσχα των Εβραίων, και ποτέ προηγουμένως, ή μαζί με τους Εβραίους. Η απόφαση αυτή της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν σώζεται, όπως διατυπώθηκε. Γνωρίζουμε όμως γι’ αυτή από τις επιστολές που έστειλε ο Μέγας Κωνσταντίνος προς τις Εκκλησίες, για να τις πληροφορήσει για τις αποφάσεις της Συνόδου, που έγιναν νόμος του κράτους. Μαθαίνουμε ακόμα, από ορισμένους ιστορικούς συγγραφείς και τέλος, από τον 1 ο Κανόνα της Συνόδου της Αντιόχειας, ο οποίος δύο φορές ονομάζει την απόφαση «όρο». Είναι γνωστό, ότι οι Οικουμενικές Σύνοδο όταν ήθελαν να ρυθμίσουν μη δογματικά ζητήματα, εξέδιδαν «Κανόνες». Όταν όμως ήθελαν να ρυθμίσουν δογματικά ζητήματα, εξέδιδαν «όρους». Αυτό σημαίνει, ότι οι άγιοι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου θεώρησαν ότι ο κοινός εορτασμός του Πάσχα, σύμφωνα με τα όσα αποφάσισαν, έχει δογματική σημασία και η μη συμμόρφωση με τον Όρο αυτό συνιστά αίρεση. Γι’ αυτό, ο επίσκοπος Ρώμης Βίκτωρ (189-199), το 190 μ.Χ., είχε ήδη καταδικάσει ως αίρεση τον μη κοινό εορτασμό του Πάσχα, και μάλιστα σε άλλη μέρα εκτός από την Κυριακή, και επέβαλε αφορισμό στους παραβάτες.Το σφάλμα του Ιουλιανού ημερολογίου, που σε κάθε 128 μέρες έφτανε την μία μέρα, ανακάλυψε ο πολυεπιστήμων Νικηφόρος Γρηγοράς ( 1295 –1359), ο οποίος το 1324, πρότεινε στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (1282 – 1328) τη διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου, που τότε είχε απόκλιση 13 μέρες. Ο αυτοκράτορας αρνήθηκε τη διόρθωση, για να μη προκληθεί σχίσμα στην Εκκλησία! Η διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου έγινε το 1582, από τον διαβόητοΦράγκο πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ με το λεγόμενο Γρηγοριανό ημερολόγιο.

 

Β. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄( 1572 –1585) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Πάπες της Λατινικής Εκκλησίας. Απέβλεπε πάντοτε στον εκφραγκισμό των Ρωμαίων της Ανατολής. Ο Γρηγόριος ΙΓ΄ για να «δοξάσει την παπωσύνη» του ανέθεσε στον αστρονόμο Λουδοβίκο Λίλιο να διορθώσει τα σφάλματα του Ιουλιανού Ημερολογίου. Έτσι, προέκυψε το 1578 το λεγόμενο Γρηγοριανό ή Φράγκικο Ημερολόγιο, το οποίο εισήγαγε αμέσως στην Λατινική Εκκλησία, όχι όμως και στα προτεσταντικά κράτη. Η Γερμανία το δέχτηκε μόλις το 1700, η Αγγλία το 1725, και η Σουηδία το 1753! Ο Γρηγόριος ΙΓ΄ θέλησε να το εισαγάγει και στην Ορθόδοξη Ανατολή. Το 1583 έστειλε στο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμία Β΄ τον Τρανό, δύο Έλληνες αντιπροσώπους του με δώρα και επιστολή. ΄Ηταν η πρώτη επαφή μετά το 1054, που έγιναν οι αναθεματισμοί μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Μετά τους πρέσβεις αυτούς ο Πρίγκιπας της Ενετίας Νικόλαος Δαπόντε, έστειλε εκπρόσωπό του προς τον Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ τον Τρανό, για να τον πείσει να επιτρέψει στους Ορθοδόξους των Ιονίων Νήσων να συνεορτάζουν το Πάσχα μαζί με τους Λατίνους. Ο Πατριάρχης απάντησε αρνητικά στον Νικ. Δαπόντε με μία ιστορική επιστολή, στην οποία αποκαλούσε το Νέο ημερολόγιο «παγκόσμιο σκάνδαλο». Το 1583 Σύνοδος, στην οποία εκτός του Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ του Τρανού, έλαβε μέρος και ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας Σίλβεστρος, όπως και πολλοί επίσκοποι, καταδίκασε το Νέο ημερολόγιο του πάπα. Στη Πανορθόδοξη Σύνοδο του 1593, έλαβαν μέρος οι Πατριάρχες ΚΠόλεως Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός, Αλεξανδρείας Μελέτιος ο Πηγάς, ο οποίος αντιπροσώπευε και τον Πατριάρχη Αντιοχείας, Ιεροσολύμων Σωφρόνιος και 41 αρχιερείς. Η Σύνοδος αυτή «επισημότερον, αλλ’ εμμέσως» απέκρουσε το Νέο ημερολόγιο, γιατί κατ’ αυτό, ήταν δυνατό να συμπέσει συνεορτασμός του χριστιανικού Πάσχα, με το εβραϊκό Πάσχα. Έμμεσα καταδίκασαν το Νέο ημερολόγιο και μεταγενέστερες Σύνοδοι, όπως στα έτη 1722 και 1727. Αυτές, χωρίς ν’ αναφέρουν ονομαστικά το Γρηγοριανό ημερολόγιο, το καταδίκασαν, όταν καταδίκαζαν κάθε «καινοτομία και νεωτερισμό» στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Σύνοδος του 1722 με Εγκύκλιό της προς τους Ορθοδόξους Αντιοχείς, στην περιφέρεια των οποίων δρούσε πολύ έντονα η προπαγάνδα των παπικών ιεραποστόλων, συμβούλευσε τους πιστούς να μην εξαπατώνται εύκολα και να μην ανοίγουν τα αυτιά τους, ν’ ακούουν τις κακοδοξίες των Λατίνων. Τους συνέστησε να μην δέχονται τους νεωτερισμούς τους και τα ολέθρια δόγματα, με τα οποία θέλουν να τους εξαπατήσουν. Την Εγκύκλιο αυτή υπέγραψαν τρεις Πατριάρχες, ο Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Γ΄, ο Αντιοχείας Αθανάσιος, ο Ιεροσολύμων Χρύσανθος και πολλοί επίσκοποι. Επίσης, η Σύνοδος του 1727 διακήρυξε, ότι οφείλουμε να μην αλλάζουμε τίποτε από τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας, να μην αθετούμε τίποτε και να μη προσθέτουμε ή αφαιρούμε τίποτε. Την Εγκύκλιο αυτή υπέγραψαν οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Παΐσιος Β΄, Αντιοχείας Σίλβεστρος, Ιεροσολύμων Χρύσανθος και πολλοί επίσκοποι. Το ότι, οι μετά τον 16 ο αιώνα Πανορθόδοξοι Σύνοδοι δεν καταδίκασαν ονομαστικά το Νέο ημερολόγιο, ήταν μια πολύ σοφή και ενδεδειγμένη ενέργεια. Διαμηνύθηκε έτσι, ότι το θέμα της αλλαγής του ημερολογίου, μετά τις αποφάσεις των Συνόδων των ετών 1583, 1587 και 1593 δεν υφίσταται για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τη θέση αυτή ακολούθησαν πάντοτε οι Ορθόδοξοι, μολονότι γνώριζαν, ότι το Παληό ή Ιουλιανό ημερολόγιο, χάνει κάθε 128 χρόνια μία μέρα, ως προς την εαρινή ισημερία. Θεωρούσαν το θέμα του ημερολογίου λυμένο για πάντα, αρνούμενοι κάθε συζήτηση γι’ αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: