Δίπλα στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού, που ευδόκησε να δανεισθεί τη σάρκα της και να μπει στην ιστορία ως ο Μονογενής Υιός της Παρθένου, η Παναγία Μητέρα του Κυρίου κατέχει μία θέση μοναδική. Ανάμεσα στην υπερτίμηση των παπικών, που σχεδόν θεοποίησαν τη σεμνή κόρη της Ναζαρέτ, και στην υποτίμηση των προτεσταντών, που τη θεωρούν ως μία απλή γυναίκα, σύζυγο του Ιωσήφ, στέκει η ορθόδοξη πίστη μας. Εδώ η Θεοτόκος απολαμβάνει την πρέπουσα τιμή. Το πρόσωπό της αναδεικνύεται κριτήριο ορθοδοξίας, καθοριστικό για τη διατύπωση των δογματικών όρων. Ζωντανή κι αγαπημένη η μορφή της στις καρδιές των πιστών εκπληρώνει ανά τους αιώνες την προφητική διαβεβαίωση της ίδιας· «από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί» (Λουκ. 1: 48). Πλήθος οι γιορτές προς τιμήν της, αγκαλιάζουν όλα τα γεγονότα της ζωής της, από τη σύλληψη ως την κοίμησή της.
Αναρίθμητα τα πρόσωπα που φέρουν το όνομά της, πάμπολλοι οι ναοί και τα εξωκκλήσια τα αφιερωμένα στη χάρη της μαρτυρούν τη βαθειά ευλάβεια του λαού στο πρόσωπό της. Πράγματι, ποιος από μας, μικρό παιδί ακόμη, δεν ψέλλισε προσευχές στη μεγάλη Μάνα; Ποιος δεν την έχει επικαλεσθεί και δεν την έχει προστρέξει στη δική της πρεσβεία σε κάθε δυσκολία; Όπως όλα τα θέματα της ορθοδόξου παραδόσεώς μας, έτσι και η θέση της Παρθένου στην πίστη μας έχει σαφώς αγιογραφική στήριξη και αφετηρία. Λιτά αλλά πολύ εύγλωττα προβάλλει η Καινή Διαθήκη την υπέρλογη και μοναδική συμβολή της στη σωτηρία του ανθρώπου. Σ΄ όλους τους σταθμούς της θείας οικονομίας, από τον Ευαγγελισμό μέχρι την Ανάληψη, όπως ιστορούν τα Ευαγγέλια, η Παρθένος κατέχει θέση πρωταρχική. Αλλά εκτός από τις ιστορικές διηγήσεις, τα Ευαγγέλια περιέχουν επίσης εξαίσιους και θεόπνευστους εγκωμιαστικούς ύμνους: το χαιρετισμό του αγγέλου, τον «ασπασμό» της Ελισάβετ, την προφητεία της ίδιας της Θεομήτορος αλλά και το μακαρισμό της γυναίκας από το ανώνυμο πλήθος. Αυτά αποτελούν την απαρχή και το έναυσμα για τα εγκώμια που θα της απευθύνουν οι πιστοί όλων των αιώνων. Ιδιαίτερα στις Επιστολές του αποστόλου Παύλου παρουσιάζεται η ιερή της προσωπικότητα μέσα από σύντομες αλλά τόσο σαφείς αναφορές, ώστε και μόνο αυτές αρκούν, για να σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο της Παναγίας μας. Στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου μόνο επιλεκτικά και επιγραμματικά θα μνημονευθούν. Στην προς Ρωμαίους Επιστολή, καθώς αναφέρεται ο απόστολος στην ανθρώπινη φύση του Ιησού σημειώνει· «γενόμενος εκ σπέρματος Δαυϊδ κατά σάρκα» (1: 3). Παρόμοια στο κύκνειο άσμα του, στη Β΄ προς Τιμόθεον Επιστολή, παραδίδοντας ο απόστολος στον αγαπημένο του μαθητή το «ευαγγέλιον», το όλο μυστήριο του αποκαλυφθέντος Θεού από την ενανθρώπηση μέχρι το θάνατο και την ανάσταση μνημονεύει «Ιησούν Χριστόν εγηγερμένον εκ νεκρών, εκ σπέρματος Δαυϊδ» (2: 8). Ως άνθρωπος ο Χριστός προήλθε από το γενεαλογικό δένδρο του Δαυϊδ. Δεν είχε καμμία σχέση αίματος με τον μνήστορα Ιωσήφ, διότι γεννήθηκε ασπόρως από τη Μαρία, απόγονο του βασιλικού γένους του Δαυϊδ. Δια μέσου αυτής εκπληρώνονται στο πρόσωπό του όλες οι μεσσιακές προφητείες, που τον περιμένουν ως «σπέρμα», απόγονο, του Δαυϊδ. Η παρουσία της Παρθένου Μαρίας στο προσκήνιο της ιστορίας συμπίπτει με «το πλήρωμα του χρόνου», όπως μας πληροφορεί ο θεόπνευστος Παύλος στην προς Γαλάτας Επιστολή (4: 4). Ο λαός του Θεού, που σαν φυτώριο καλλιεργούνταν με το νόμο και το θέλημά του, είχε φθάσει στην ακμή της αποδόσεώς του· είχε να δώσει στον Θεό τον πιο εκλεκτό βλαστό του, την Παρθένο Μαρία. Την ώρα που εκείνη συγκατανεύει στο θέλημα του Κυρίου και υπάκουα παραδίδει τον εαυτόν της στο «ρήμα» του αγγέλου (Λουκ. 1: 38), φθάνει το πλήρωμα του χρόνου· ο Υιός του Θεού σκηνώνει στα σπλάγχνα της. Γεννιέται εκ γυναικός ο Χριστός, όπως κάθε κοινός άνθρωπος, αλλά με μία στοιχειώδη διαφορά· γεννιέται «άνευ σποράς πατρός», όπως είχε προφητευθεί στην Παλαιά Διαθήκη. Στην κλίμακα των ταπεινώσεων του Θεανθρώπου, που τόσο ανάγλυφα παρουσιάζεται στην προς Φιλιππησίους Επιστολή, ο απόστολος επισημαίνει δύο οριακά σημεία: την ενανθρώπηση ως αρχή, και το σταυρό ως την εσχάτη των ταπεινώσεων. Το πρώτο σκαλοπάτι της «κενώσεως» του θείου Λόγου είναι η σύλληψή του στη μήτρα της Παρθένου Μαρίας (Φιλ. 2: 7-8). Η Παναγία, λοιπόν, και ο Σταυρός αποτελούν τα ορόσημα, που οριοθετούν την ιστορική πορεία του Ιησού στο σχέδιο της θείας οικονομίας. Το γνώρισμα της ανθρώπινης φύσεως είναι η μετοχή στη φθαρτή ύλη, η σάρκα και το αίμα, φορείς του προπατορικού αμαρτήματος. Ο άϋλος Θεός προσέλαβε από τη Μητέρα του σάρκα και αίμα σημειώνει η προς Εβραίους Επιστολή, αλλά «παραπλησίως» (2: 14), όχι ακριβώς όπως τα έχουν όλοι οι άνθρωποι. Εκείνοι έχουν μέσα στη φύση τους την προπατορική αμαρτία, που την κληρονομούν με τη φυσική γέννηση. Ο Ιησούς Χριστός ήταν αναμάρτητος, διότι η γέννησή του προήλθε με τρόπο μοναδικό, ασπόρως. Στο 9ο κεφάλαιο της ίδιας επιστολής γίνεται λόγος για την παλιά σκηνή και τα αντικείμενά της τα οποία είναι τύπος, προφητεία, των μελλόντων. Στην κιβωτό της σωτηρίας, λοιπόν, υπήρχε και η ράβδος, που βλαστάνοντας κατοχύρωσε την αυθεντία του Ααρών. Αυτή η ράβδος προτύπωνε τη Θεοτόκο, από την παρθενική μήτρα της οποίας προήλθε ο Θεϊκός βλαστός. Αλλά και ολόκληρη η σκηνή προεικόνιζε την αχειροποίητη σκηνή, το σώμα το οποίο έλαβε ο Ιησούς από την Παναγία μας· «Χριστός δε παραγενόμενος αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών δια της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής» (Εβρ. 9: 11). Γίνεται μνεία της ενανθρωπήσεως για να τονισθεί η ανωτερότητα του αρχιερέα Ιησού, ο οποίος «παραγενόμενος», όταν ήρθε στον κόσμο, γεννήθηκε αρχιερέας και δεν χρειάσθηκε να χρισθεί, όπως χρίονταν οι άλλοι «χριστοί Κυρίου». Αυτή η ενανθρώπηση τελέσθηκε δια της αειπαρθένου Μαρίας, η οποία ως αχειροποίητος ναός δέχθηκε την εγκατοίκηση του αγίου Πνεύματος στα σπλάγχνα της. Στο πρόσωπο της Θεοτόκου ο απόστολος Παύλος βλέπει την εκπλήρωση των προφητειών της Παλαιάς Διαθήκης, το πλήρωμα του χρόνου για την εφαρμογή του σχεδίου της σωτηρίας, το πρώτο ορόσημο στην επίγεια πορεία του Ιησού, τον αχειροποίητο ναό, όπου βρήκε άγιο κατοικητήριο η θεότητα και έλαβε σάρκα και οστά. Είναι τα στοιχεία δια των οποίων την κατέστησε ο Θεός θεωμένη προσωπικότητα, τον πρώτο «ανθρωπόθεο», και την πρόσφερε στις γενιές των πιστών ως το «λαμπρόν της χάριτος γνώρισμα». Αυτό το τελειότατο δημιούργημα της χάρης του Θεού, προβάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία ως πρότυπο και χειραγωγό του ανθρώπου προς την θέωση. Μιμούμενος την Παναγία ο κάθε πιστός, γράφει στους Κορινθίους ο Παύλος φιλοξενεί μέσα του τον τριαδικό Θεό. Σαν Εκείνη, γίνεται κι αυτός ναός του Θεού άγιος, «Θεού κατοικητήριον»· «ο γαρ ναός του Θεού άγιός εστιν, οίτινές εστε υμείς» (Α΄ Κορ. 3: 17).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου