Τη ΚΖ΄ (27η) Ιουνίου, μνήμη του Οσίου πατρός ημών ΣΑΜΨΩΝ του Ξενοδόχου.

O Συναξαριστής της ημέρας.
Πέμπτη, 27  Ιουνίου 2019

                                                                                                                                 
Σαμψών, ο περιφανής ούτος και φιλόξενος ανήρ, ο εις πάσαν γην και θάλασσαν περιβόητος, ήτο από την πρεσβυτέραν Ρώμην, από ευγενείς γονείς και πλουσίους γεννηθείς και ανατραφείς με αυτάρκειαν πραγμάτων και με ενδύματα πλούσια. Επειδή δε οι γονείς του ήσαν από γένος βασιλικόν και είχον πολλά εισοδήματα, εξώδευον ελεύθερα δια να τον μάθουν γράμματα· όθεν έγινε τέλειος εις ολίγον καιρόν, όχι μόνον εις τα ποιητικά, αλλά και εις τα φιλοσοφικά, εσπούδασε δε και την ιατρικήν τέχνην και άλλα όσα του εφάνησαν αρμόδια.
Περισσότερον δε από όλας τας επιστήμας επόθησε την ιατρικήν, ως φιλανθρωποτέραν και ψυχωφελεστέραν, διότι ήτο εκ φύσεως εύσπλαγχνος και εσυμπόνει τους ασθενείς και πένητας. Δια τούτο όθεν έμαθε την τέχνην αυτήν, δια να επιμελήται τους έχοντας ανάγκην, τους οποίους έπαιρνεν εις τον οίκον του, και όχι μόνον τους ιάτρευεν ως ιατρός, αλλά και ως δούλος τους υπηρέτει και εξώδευεν εξ ιδίων δια να τους τρέφη και να τους προμηθεύη ιατρικά και βότανα.  Δια την εύσπλαγχνον όθεν γνώμην του τον ηξίωσεν ο Θεός να κάμνη από τότε θαυμάσια, και εθεράπευε πάσαν ασθένειαν. Αλλά και πάθη ανίατα και χαλεπά, όσα δεν ηδύναντο οι άλλοι ιατροίνα θεραπεύσουν, αυτός τα ιάτρευεν, όχι με την δύναμιν των βοτάνων και την ανθρωπίνην επιμέλειαν, αλλά με την θείαν βοήθειαν. Όμως από ταπεινοφροσύνην δεν εφανέρωνε την υπόθεσιν, ότι τους ιάτρευε με την θείαν χάριν, αλλά προσεποιείτο ότι έδιδον την θεραπείαν τα βότανα. Εις ολίγον καιρόν οι γονείς αυτού ετελεύτησαν· όθεν έμεινεν ελεύθερος, μη έχων δε εις την αρετήν πλέον κανένα εμπόδιον, επεμελείτο την φιλοξενίαν υπέρ το πρότερον· πωλήσας δε όλα τα πράγματα, τα οποία είχε κινητά και ακίνητα, έδωκε τα χρήματα εις τους πτωχούς, δια να τα λάβη εις την άλλην ζωήν να χαίρεται πάντοτε. Τόσας δε ελεημοσύνας έδιδεν, ώστε δεν έμεινε σχεδόν πτωχός εις εκείνην την πόλιν, όστις να μη λάβη πλουσίαν ελεημοσύνην από τας χείρας του. Υπεδέχετο ξένους, εν΄ρδυε γυμνούς, πεινώντας έτρεφεν, ασθενούντας ιάτρευε και πάσαν άλλην ευεργεσίαν έκαμνεν ο τρισόλβιος εις τους ενδεείς, υπηρετών αυτούς και βοηθών εις όλας τας ανάγκας των προς αυτάρκειαν. Ούτω λοιπόν διασκορπίσας θεαρέστως τον πλούτον δια τον Χριστόν ο χρηστός και εύχρηστος δούλος, εγυμνώθη από όλα τα πρόσκαιρα, και έμεινεν ως αετός υψιπέτης, ακτήμων και άοικος, μονοχίτων και ανάργυρος, δεν εκράτησε δε πλησίον του ειμή μόνον ένα δούλον, δια να τον βοηθή εις τους ασθενείς και να τους υπηρετώσιν αμφότεροι. Μετά ταύτα, δια να αποφύγη τον ανθρώπινον έπαινον, αφήκε την πατρίδα του και μετέβη εις την Κωνσταντινούπολιν, δια να επιμεληθή και εκεί τους ασθενούντας ο συμπαθέστατος. Έμεινε λοιπόν εις τινα οίκον πενιχρόν και πτωχόν ο πλούσιος την προαίρεσιν, συνήθροιζε δε εκεί τους ασθενείς και ξένους και πένητας, τους οποίους ιάτρευεν αναργύρως. Όχι δε μόνον εκείνους οίτινες είχον μικράς ασθενείας, ήτοι πληγάς, οιδήματα, πυρετούς και άλλα πάθη, όπου ιατρεύονται, αλλά και όσα οι άλλοι ιατροί δεν ετολμούσαν να αναλάβουν, ήτοι παραλύτους, δαιμονιζομένους, τυφλούς, και άλλα ανίατα πάθη ιάτρευεν. Όθεν διεδόθη η φήμη του Σαμψών εις όλην την πόλιν, και έτρεχον όλοι οι ασθενείς εις αυτόν και εθεραπεύοντο. Ταύτα μαθών ο αγιώτατος Μηνάς, όστις ήτο τότε οικουμενικός Πατριάρχης, εχειροτόνησε τον Σαμψών ιερέα, γνωρίσας την αρετήν αυτού, όστις ήτο όταν έλαβε την ιερωσύνην χρόνων τριάκοντα. Τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν ο μέγας Ιουστινιανός, όστις είχε χαλεπήν ασθένειαν εις τα υπογάστρια και επρήσθησαν τα αιδοία και η κοιλία του υπερμέτρως, τόσον δε πόνον είχεν, ώστε επεθύμει τον θάνατον. Συνήχθησαν λοιπόν εκεί όλοι οι ιατροί της Πόλεως, οίτινες μόνον με λόγους υπέσχοντο να τον ιατρεύσουν, δια να τους δίδη πολύ χρυσίον και αργύριον, με το έργον όμως δεν του έδωσαν καμμίαν ωφέλειαν, αλλά μάλλον επλήθυνεν η ασθένεια και εκινδύνευεν ο ασθενής να αποθάνη. Βλέπων λοιπόν ούτος, ότι ανθρωπίνη τέχνη δεν έφθανε να του δώση την ποθουμένην υγείαν, οδυνώμενος υπό τον πόνων, εβόησε μετά δακρύων προς Κύριον, ζητών την εξ ύψους βοήθειαν. Τότε, επειδή μετά πίστεως και κατανύξεως ήτησε, του επήκουσεν ο εύσπλαγχνος Θεός, δείξας εις αυτόν καθ’ ύπνον πολλούς ιατρούς, ενδεδυμένους με ιερατικήν στολήν άπαντας. Πλησιάσας δε προς τον βασιλέα νέος τις με χρυσοϋφαντα και λαμπρά ιμάτια, του έδειξεν ένα απ’ εκείνους τους ιατρούς, ταπεινόν εις το σχήμα, εύτακτον, ευπρεπή και κόσμιον, λέγων εις αυτόν· «Κύτταξε καλά, βασιλεύ, να γνωρίσης εκείνον τον άνθρωπον, ότι αυτός μόνον δύναται να σε ιατρεύση και όχι έτερος». Τότε εξύπνησεν ο βασιλεύς, και πιστεύσας ως αληθινόν το όνειρον, εχάρη και προστάσσει να έλθουν όλοι οι ιατροί, τους οποίους παρετήρει επιμελώς, αλλά δεν έβλεπε το ποθούμενον. Όθεν έμεινε πάλιν απορών και περίλυπος, μεγάλα χαρίσματα υποσχόμενος εις εκείνον, όστις ήθελεν εύρει το ζητούμενον. Μετά βίας λοιπόν έμαθε την υπόθεσιν εις ιατρός, όστις εγνώριζε τον μακάριον Σαμψών, όχι μόνον από την αρετήν, αλλά και από τινα θαυμάσια όπου έκαμνεν. Όθεν ανέφερεν εις τον βασιλέα περί αυτού, όστις εχάρη ως το ήκουσε, και στείλας δορυφόρους έφεραν με πολλήν τιμήν τον Όσιον, τον οποίον ιδών ο βασιλεύς νε τόσην ευκοσμίαν και ταπεινότητα, έχοντα τα γένεια άλουστα και ανεπιμέλητα, τον εγνώρισε ότι ήτο αυτός εκείνος, τον οποίον είδεν εις το όνειρον. Όθεν από την χαρά του ελησμόνησε την ασθένειαν και πηδήσας από το στρώμα ενηγκαλίσθη ο περίβλεπτος βασιλεύς τον ευτελή και αχρείον εις το φαινόμενον, τον εφίλει εις το στόμα και εις όλην την καφαλήν γλυκύτατα, λέγων· «Συ είσαι, Πάτερ, κατά αλήθειαν, όστις μού έταξες εις το όνειρον να μου ιατρεύσης την ασθένειαν». Ταύτα ειπών ο βασιλεύς επήρε τον Όσιον από την χείρα και εισήλθον εις τα εσώτερα βασίλεια και καθίσας αυτόν πλησίον του δεν εχόρταινε να τον τιμά, αλλά κατεφίλει την δεξιάν του και την ήγγιζεν εις όλον του το πρόσωπον χάριν ευλογίας και αγιότητος. Από την πολλήν του δε ευλάβειαν έκλαιεν ο ευσεβάστατος· ότι ο πάνος της ανάγκης τον εβίαζε να καταφρονή την μεγάλην αξίαν της βασιλείας και να ευτελίζη τον εαυτόν του. Πλην όμως η πολλή ταπείνωσις του βασιλέως ελύπησεν υπερμέτρως τον Όσιον, όστις εβαρύνθη την πολλήν τιμήν, όπου του έδιδε, και του λέγει· «Μη με εμβάλλης εις πειρασμόν, ω βασιλεύ, τον ταλαίπωρον, διότι είμαι αμαρτωλός και ανάξιος, έχων ανάγκην του ελέους του Δεσπότου Χριστού». Ταύτα ειπών έβαλε την χείρα του εις το σημείον όπου είχε το πάθος ο ασθενής και έγεινε τελείως υγιής. Ο δε ταπεινόφρων θεραπευτής, δια να φύγη τον ανθρώπινον έπαινον, έβαλεν ολίγην αλοιφήν εις το πάθος, τάχα πως δεν ήτο αυτός αιτία της θεραπείας, αλλά το βότανον. Πλην όλοι εγνώρισαν αληθώς την υπόθεσιν, επειδή όχι μόνον αυτό ετέλεσεν, αλλά και άλλα θαύματα ο θαυμάσιος υστερώτερα και πρωτύτερα. Όταν εγνώρισεν ο βασιλεύς ότι ελυτρώθη τελείως από το πάθος εκείνο, έμεινε θαυμάζων και αγαλλόμενος. Όθεν θέλων να ανταμείψη την μεγίστην ταύτην ευεργεσίαν, έδιδεν εις τον Όσιον χρυσίον αμέτρητον και άλλα πολύτιμα πράγματα, όσα αγαπούν οι φιλόκοσμοι· ο δε μακάριος Σαμψών, έχων την πτωχείαν μακαριωτέραν παντός χρυσίου και πλούτου προσκαίρου, δεν το εδέχθη ποσώς, αλλά επιστρέψας αυτά εις τον βασιλέα, είπεν εις αυτόν· «Εκείνα όπου εμίσησα δια τον Χριστόν μου χαρίζεις; Είχα και εγώ από τους γονείς μου πολλά χρήματα και κτήματα, αλλά τα κατεφρόνησα, γνωρίζων ότι η πτωχεία είναι ωφελιμωτέρα. Πλην, αν ορίζη η βασιλεία σου, πρόσταξε τεχνίτας να κτίσουν Νοσοκομείον πλησίον εις τον οίκον μου, δια να εισάγω εκεί τους ξένους και ασθενείς, να τους ιατρεύω. Ότι τούτο θα καταστήση το όνομά σου αιώνιον, και θα προξενήση εις την ψυχήν σου πολλήν ωφέλειαν». Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς εχάρη και προστάσσει να κτίσουν το Νοσοκομείον οι οικοδόμοι, οι οποίοι έκτιζαν και την Αγίαν Σοφίαν εκείνας τας ημέρας, το έκαμε δε ευρύχωρον πολύ και πλούσιον, καθώς το επεθύμει ο Άγιος. Όταν ετελείωσαν τούτο φιλοκάλως και μεγαλοπρεπώς, το ωνόμασε Νοσοκομείον Σαμψών του Ξενοδόχου, αφιέρωσε δε εις αυτό το Νοσοκομείον πολλά κτήματα και άλλας χορηγίας πλουσίας, δια να πληρώνωνται οι ιατροί, όσοι θα υπηρέτουν εκεί κατά καιρούς και δια να τρέφωνται οι ξένοι, οι πτωχοί και οι ασθενείς. Τούτο εκυβέρνα ο τρισμακάριος Σαμψών με πολλήν επιμέλειαν, καθ’ όλους τους χρόνους τους οποίους έζησεν, υπηρετών τους ασθενείς ως Άγγελους Κυρίου εις όλα τα χρειαζόμενα. Όταν δε εγήρασεν, ολίγον ασθενήσας, εκοιμήθη τον μακάριον ύπνον ιλαρός και πραότατος, γνωρίζων που επήγαινε και οποία αγαθά τον ανέμενον. Ότι η συνείδησις τού εναρέτου ανθρώπου αγάλλεται, όταν έχη αγαθάς ελπίδας να απολαύση την αμοιβήν των καμάτων του. Ομοίως και ο αμαρτωλός, όταν απέρχεται η ψυχή του από τούτον τον κόσμον, σκυθρωπάζει και θλίβεται άμετρα, τας ανομίας του ενθυμούμενος. Επειδή έκαστος είναι ανάγκη να θερίση ως έσπειρε, και να απολαύσωμεν όλοι κατά τον κόπον μας. Απήλθε λοιπόν η μακαρία εκείνη ψυχή εις τας αιωνίους μονάς, ευφραινομένη και χαίρουσα, το δε ιερόν αυτού και τίμιον λείψανον ενεταφίασαν εις τον μέγιστον ναόν του Αγίου Μωκίου του Μάρτυρος, ο οποίος ήτο και συγγενής του Οσίου, καθώς έλεγον εκείνοι όπου τους εγνώριζαν καλώς. Αλλά πως να μη περιγράψω τα τόσα θαυμάσια, όσα έκαμε και μετά θάνατον ο αείμνηστος; Αλλά και πάλιν τις δύναται να διηγηθή ανελλιπή άπαντα τα τελεσθέντα, τα οποία περισσεύουν το άπειρον πέλαγος; Πλην ας είπωμεν εκείνο όπερ έγινε τότε νεωστί εις τον καιρόν τού αυτού βασιλέως Ιουστινιανού, και το γνωρίζει όλη η Κωνσταντινούπολις. Πυρκαϊά ήναψεν από την Αγίαν Σοφίαν, ήτις κατέκαυσε τας πέριξ αυτής οικίας. Όταν δε έφθασε το πυρ έως τον λαμπρόν οίκον εκείνον του θείου Σαμψών, ήναψεν ολίγον εις την στέγην, όσον δε παρήρχετο η ώρα τόσον επλήθυνε και έμελλε να κατακαύση όλον τον οίκον εις ολίγον διάστημα. Τότε πολλοί φιλόχριστοι προσεπάθουν και εκοπίαζον με διάφορα μηχανήματα να σβύσουν το πυρ αλλά δεν ηδύναντο. Ο δε Όσιος, όστις ελυπείτο να αφανισθώσιν οι κόποι του, επρόφθασεν εμφανέστατα, έβλεπον δε αυτόν οι εναρετώτεροι, ότι επεριπάτει εις όλην την στέγην, προστάσσων με θυμόν το πυρ, το οποίον (ω του θαύματος!) υπεχώρει προς τα οπίσω. Έπειτα έκαμε προσευχήν ο Όσιος, ευθύς δε έμεινεν ο οίκος αβλαβής, εκτός από μέρος της στέγης, όπερ εκάη εις την αρχήν. Αλλά ας είπωμεν και έτερον. Άνθρωπός τις, καλούμενος Θεοδώρητος, κατέβαινεν από τινα σκάλαν, ολισθήσας δε εκρημνίσθη και εξήρθρωσε τον πόδα του· και τόσον πόνον ησθάνετο, ώστε έμεινεν άφωνος και ασάλευτος, κειτόμενος ως παραλυτικός εις τον κράββατον τρία ημερονύκτια ύπτιος, άγευστος, άδειπνος και άϋπνος, διότι ούτε να πίη νερόν, ούτε να ομιλήση ηδύνατο, αλλά ήτο ως άψυχος και αναίσθητος. Ούτως ευρισκόμενος ενεθυμήθη τον Όσιον Σαμψών, ότι έκαμνε θαυμάσια πολλά. Όθεν επεκαλέσθη τούτον με τον νουν του (επειδή με το στόμα δεν ηδύνατο να ομιλήση ουδόλως) ζητών την θεραπείαν του. Τότε ευθύς βλέπει τον Όσιον Σαμψών παρά τους πόδας του κραββάτου, όστις εψηλάφει τον αστράγαλόν του, λέγων· «Εγέρθητι, και δεν έχεις κακόν τίποτε». Τότε ο μεν Άγιος ανεχώρησεν, ο δε ασθενής ιατρεύθη, εγερθείς δε ενόμιζεν ότι ονειρεύεται, διότι το απροσδόκητον του θαύματος τον έκαμνε να διστάζη δια την θεραπείαν του. Αλλά όταν εψηλάφησε και τους δύο πόδας και τους εύρεν υγιείς, εθαύμασε και τρέχων προθύμως εις τον τάφον του Οσίου, τον ηυχαρίστει δοξάζων τον Κύριον. Αλλά ακουσατε και άλλο παρόμοιον, όπου συνέβη εις τον κύριον του άνωθεν Θεοδωρήτου, ήτοι εις τον Δρουγγάριον Λέοντα, όστις έπαθε δεινήν συμφοράν όταν ποτέ ήτο έφιππος, ο δε ίππος του τον εκτύπησεν εις τινα τοίχον και εθραύσθη το πόδι τού Λέοντος. Μη δυνάμενοι οι ιατροί να τον θεραπεύσουν απεφάσισαν, να κόψουν τον πόδα του, δια να μη κινδυνεύση να αποθάνη. Ήτο δε ημέρα Τετάρτη, όταν έκαμαν την απόφασιν. Κατά δε την ερχομένην νύκτα βλέπει τρεις ανθρώπους ο Θεοδώρητος εις τον ύπνον του, οίτινες είπον εις αυτόν ως προστάσσοντες· «ειπέ του δεσπότου σου, να μη αφήσουν τους ιατρούς να κόψουν τον πόδα του, ότι την Παρασκευήν έρχεται ο ξενοδόχος Σαμψών να τον θεραπεύση ανώδυνα». Όταν λοιπόν εξημέρωσεν, είπεν εις τους ιατρούς ο Θεοδώρητος το όραμα· όθεν υπέμειναν, έως ότου ιδούν το αποβησόμενον. Κατά την Παρασκευήν εξημερώθη ο Λέων υγιέστατος και πάντες εθαύμασαν. Όχι μόνον δε ταύτην την ευεργεσίαν απήλαυσεν ο Λέων από τον Σαμψών, αλλά και άλλας δύο φοράς ιατρεύθη από δεινάς ασθενείας θαυμασιώτατα. Όθεν δια να μη φανή προς τον ευεργέτην αχάριστος, ανεκαίνισε τον οίκον του Αγίου, όστις ήτο πλέον παλαιός και εκινδύνευε να κρημνισθή, αυτός δε τον επανέκτισεν. Αλλά πως να σιωπήσω το παράδοξον, όπερ έκαμεν εις τον Γενέσιον ο θαυμάσιος; Ούτος ήτο ένας από τους Κληρικούς, και τον είχον εις το Πανδοχείον του Σαμψών νοσοκόμον· επειδή όμως δεν επεμελείτο τους ασθενείς ως έπρεπεν, αλλ’ ήτο αμελής και ράθυμος, εφάνη πρώτον νύκτα τινά προς αυτόν ο Άγιος και τον παρεκίνησε να φροντίζη καλώς τους ασθενείς, να μη υποφέρουν. Έπειτα, επειδή δεν εδιωρθώθη, εφάνη εις αυτόν και ολοφάνερα και τον έδειρε τόσον, ώστε έμεινε πληγωμένος και μελανός καθ’ όλον το σώμα, και από τον φόβον του άλαλος· επειδή δε δεν ηδύνατο να ομιλήση, του έδωσαν χάρτην και μελανοδοχείον να γράψη τι έπαθεν. Ούτος εσημείωσε με βραχυλογίαν την υπόθεσιν, την οποίαν ακούσας ο προαναφερθείς Δρουγγάριος έδραμεν εις το Νοσοκομείον προς τον Γενέσιον, και βλέπων αυτόν ότι ήτο βωβός και άλαλος, παρεκάλεσε τον Όσιον, λέγων ταύτα μετά αδιστάκτου πίστεως· «Άγιε του Θεού, γνωρίζεις εις πόσην ευλάβειαν σε έχω και πόσα εξώδευσα εις τούτον τον οίκον σου. Λοιπόν σε παρακαλώ και εγώ να δώσης την λαλιάν εις τον νοσοκόμον δι’ αγάπην μου, ίνα μας ειπή φανερά τι έπαθε, δια να δοξασθή ο Κύριος». Ταύτα ευξάμενος επέτυχε της αιτήσεως, ωμίλησε δε ο Γενέσιος, διηγούμενος εις όλους σαφώς την υπόθεσιν, όχι μόνον δια το ξενοδοχείον, καθώς είπομεν, αλλά και δια την οικίαν του Οσίου, εις την οποίαν κατώκει πρότερον, πριν να κτισθή εκείνο, την οποίαν ο Άγιος τον επρόσταξε να κάμουν Εκκλησίαν, όπερ και ετέλεσαν επιμελέστατα και την αφιέρωσαν εις το όνομά του. Εις ταύτην γίνονται καθ’ εκάστην εξαίσια θαύματα, από τα οποία να γράψωμεν ενταύθα δύο ή τρία εις πίστωσιν και των άλλων, δια να μη μακρύνωμεν κατά πολύ την διήγησιν. Άρχων τις ονόματι Ευστράτιος, την αξίαν Πρωτοσπαθάριος, φίλος εγκάρδιος του προαναφερθέντος Δρουγγαρίου, είχεν εις τον ένα οφθαλμόν δεινήν ασθένειαν, ήτις επροξένει οδύνην και πόνον ανείκαστον. Τούτον συνεβούλευσεν ο άνωθεν Λέων, λέγων· «Το νοσοκομείον χρειάζεται έλαιον, και αν δώσης αρκετόν δια την αγάπην του Αγίου, εγώ να είμαι εγγυητής του, να σου δώση την υγείαν». Ο δε Ευστράτιος έταξε να δώση το έλαιον, εάν λάβη την θεραπείαν και ευθύς έμεινεν υγιής και άνοσος. Έπειτα, όταν ιατρεύθη, εφάνη προς τον ευεργέτην αχάριστος και ελησμόνησε να δώση ο ανίλεως το έλαιον, δια το έλεος όπου έλαβεν. Ο δε Άγιος φαίνεται καθ’ ύπνον και του λέγει· «Εμέ περιπαίζεις, Ευστράτιε»; Ταύτα ακούσας εκείνος ηγέρθη από τον ύπνον όλος έντρομος, ευθύς δε έστειλε το έλαιον προς τον Λέοντα, παρακαλών αυτόν να δεηθή του Αγίου να τον συγχωρήση, επειδή εβράδυνε να στείλη το χρέος του. Έτερος τις Πρωτοσπαθάριος, Βάρδας ονόματι, είχεν εις την πλευράν δεινήν ασθένειαν, την οποίαν οι ιατροί ονομάζουσιν άνθρακα και τόσον ήπλωσε το κακόν, ώστε κατέλαβε όλην την πλευράν, έως το στήθος, επί του οποίου έκαμε πέντε οπάς και του επροξένει τόσον πόνον, ώστε επεθύμει τον θάνατον, οι δε ιατροί τον απεφάσισαν, μη έχοντες πλέον ελπίδας ζωής δι’ αυτόν. Τότε ήλθεν η εορτή του Αγίου, και μετέβαινον αφ’ εσπέρας να αγρυπνήσουν εις τον ναόν αυτού οι φιλόχριστοι, ο δε ασθενής έμεινεν εις την οικίαν του οδυνώμενος. Το πρωϊ τον είδεν ο οστιάριος Μιχαήλ ενδεδυμένον με λαμπρά ιμάτια και εστέκετο εις τον ναόν του Αγίου, χωρίς τινά ασθένειαν, θαυμάσας δε τον ηρώτησε πως έγινεν εις αυτόν τοιούτον φρικτόν και ταχύ θαυμάσιον. Ο δε απεκρίνατο αγαλλόμενος· «χθες βράδυ εκειτόμην εις την οικίαν μου περίλυπος, διότι δεν ήμην εις θέσιν να έλθω και εγώ εις την του Οσίου πανήγυριν. Ούτως έξυπνος ευρισκόμενος βλέπω γέροντα τινά Μοναχόν, όστις μου λέγει· «Έγειραι να υπάγης εις τον τάφον του Οσίου Σαμψών». Εγώ δε είπον· «Δεν δύναμαι να σηκωθώ, κύριε». Αυτός δε μου είπεν άλλας δύο φοράς να σηκωθώ, και έγινεν άφαντος. Εγώ δε ευρέθην υγιής και δεν ησθανόμην πλέον πόνον τινά εις το σώμα μου. Καλέσας τότε την σύζυγόν μου, της είπα να λύση τον επίδεσμον, τον οποίον είχον δεδεμένον εις το στήθος μου, εις αυτόν δε ευρέθη επικολλημένον οίδημα τι ως αμανίτης (μανιτάρι), το οποίον εβγήκεν από την πληγήν μου, και έμεινα υγιέστατος. Όθεν ήλθα να ευχαριστήσω τον Άγιον δια την τοιαύτην μεγάλην ευεργεσίαν, την οποίαν μου έκαμεν ο αείμνηστος». Ούτως ο Βάρδας διηγείτο μεγαλοφώνως εις όλους το θαυματούργημα. Οι δε ιατροί, οίτινες τον αφήκαν ως νεκρόν, τον εψηλαφούσαν εις την πλευράν και πάντες εξίσταντο. Άλλος τις, την κλήσιν Γεώργιος, υποτακτικός Μοναχού τινός, Εφραίμ ονόματι, είχεν ύδρωπα, και προσμείνας εις τον τάφον του Αγίου ημέρας πολλάς δεν είδε τινά ωφέλειαν. Όθεν απελπισθείς επέστρεψεν εις τον οίκον του Μοναχού Εφραίμ, όστις τον έστειλε και πάλιν, λέγων· «ύπαγε, προσκύνησον την εικόνα του Αγίου, και αλείψου από το έλαιον της κανδήλας, να λάβης την θεραπείαν σου». Τούτου γενομένου έγινεν υγιής ο ασθενής. Ομοίως και γυνή τις, Ειρήνη ονόματι, έπασχεν εξ υδρωπικίας. Νύκτα δε τινα εφάνησαν εις αυτήν τρεις άνθρωποι, ο Άγιος Σαμψών και οι θείοι Ανάργυροι, Κοσμάς και Δαμιανός, ότι με αυτούς τους Αγίους εφάνη πολλάκις εις τους ασθενείς ο Όσιος, όστις είπε της Ειρήνης· «τι έχεις και θλίβεσαι»; Η δε έδειξεν εις αυτόν την ασθένειαν. Τότε προστάσσει τον ένα ο Όσιος να σχίση με το νυστέριον το πάθος της, αύτη δε από τον πόνον όπου ησθάνθη, εξύπνησε, και βλέπει ότι ήτο αλήθεια το ορώμενον, έρρευσε δε από την πληγήν ύλη πολλή, και ούτως έμεινεν υγιής, δοξάζουσα τον Θεόν και ευχαριστούσα τον Άγιον. Αρκούσιν αυτά τα ολίγα να μαρτυρήσωσι την παρρησίαν την οποιαν έχει προς τον Θεόν ο Όσιος. Μάλιστα δε εξέρχεται άγιον μύρον κάθε χρόνον κατά την εορτήν του από τον τάφον του, έως τινάς ημέρας και τούτο είναι πλέον ποθεινότερον και σεβασμιώτερον, παρά να έτρεχεν όλον τον χρόνον, ότι παν σπάνιον, επιθυμητόν και άριστον. Αλλ’ ω Πατέρων φιλόχριστε χριστομίμητε, ελεήμον και εύσπλαγχνε, δέομαί σου να θεραπεύσης και εμέ τον άχρηστον από τα πάθη της ψυχής μου, με τα οποία παρώργισα τον Δεσπότην μου· και να με αξιώσης δια πρεσβειών σου αγίων να κάμω ικανήν μετάνοιαν, όπως επιτύχω της αιωνίου μακαριότητος εν Χριστώ τω Κυρίω ημών. Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: