Άννα η μακαρία αύτη Προφήτις ήτο από την πόλιν Αρμαθαίμ, εκ του όρους
Εφραίμ. Λαβούσα δε άνδρα από την φυλήν του Λευϊ, ονομαζόμενον Ελκανά, δεν
εγέννα παιδίον, ούσα στείρα. Ο δε σύζυγος αυτής έλαβε και άλλην γυναίκα,
Φεννάναν ονομαζομένην, ήτις ήτο αντίζηλος της Άννης και ετεκνογόνει με αυτήν
και ηυφραίνετο πάντοτε ονειδίζων την Άνναν (ως να μη ήρκει η θλίψις, την οποίαν
εδοκίμαζεν η μακαρία δια την ατεκνίαν της). Αύτη λοιπόν, επειδή ωνειδίζετο,
τόσον υπό του ανδρός της, όσον και υπό της αντιζήλου της Φεννάνης και υφ΄ όλων
προσέτι των συγγενών και φίλων, τούτου ένεκα παρεκάλει κατά πολλά τον Θεόν η
αοίδιμος να λυθή η στείρωσίς της και να τεκνοποιήση. Παρ΄ όλας όμως τας
παρακλήσεις της ταύτας ουδέν κατώρθωνε, μολονότι ετήρει αόκνως τας εντολάς του
Κυρίου, τας υπό του Νόμου διοριζομένας. Διότι πράγματι αυτό συμβαίνει εις τους
Αγίους, οι οποίοι μετά την πολλήν αυτών βίαν εις την οποίαν καθυποβάλλονται
λαμβάνουν παρά του Κυρίου τα αιτήματά των. Πορευθείσα δε ποτε μετά του συζύγου
της εις την Σηλώμ, ένθα ήτο η Κιβωτός και η Σκηνή του Θεού Παντοκράτορος, ίνα
προσφέρη θυσίας δια χειρός του ιερέως Ηλί, έλαβε μίαν μόνην μερίδα από τας
θυσίας, άτε μη έχουσα παιδίον· η δε Φεννάνα έλαβε δύο μερίδας, επειδή είχε
τέκνα. Όθεν δια τούτο ελυπήθη μεν, δεν περιέπεσεν όμως εις απόγνωσιν ουδέ
εκάλυψεν η εντροπή το πρόσωπόν της, αλλά καλάς μάλλον ελπίδας έχουσα, τι
πράττει; Αφήκε μεν τον άνδρα της να απέλθη εις τα ίδια, αυτή δε έμεινε μόνη εις
τον οίκον Κυρίου. Πίπτουσα δε εις το έδαφος και κλαίουσα, ούτω προσηύξατο·
«Κύριε ο Θεός των Πατέρων μου, εάν επιβλέπων επιβλέψης επί την ταπείνωσιν της
δούλης σου, μνησθής εμού και μοι δώσης καρπόν κοιλίας, θέλω δώσει αυτόν εις Σε
όπως σε υπηρετή όλας τας ημέρας της ζωής του» (Α΄ Βασιλ. α: 11). Τι εποίησε
λοιπόν ο Θεός;
παρήκουσε της δεήσεώς της; Μη γένοιτο! Αλλ΄ επειδή είδεν αυτήν,
ότι δεν εχωρίζετο από της Σκηνής Του και προσηύχετο πάντοτε και έκλαιε με θερμά
δάκρυα, όχι μόνον υπεσχέθη να δώση εις αυτήν καρπόν κοιλίας, αλλά και το όνομα
προείπε του μέλλοντος να γεννηθή υιού της. Διότι είπε προς αυτήν Ηλί ο ιερεύς·
«Πορεύου εις ειρήνην, ο Θεός Ισραήλ δώη σοι παν αίτημά σου, ο ητήσω παρ΄ αυτού»
(Α΄ Βασιλ. α: 17). Ούτος δε ο λόγος δεν δηλοί άλλο ή το όνομα του Σαμουήλ·
διότι Σαμουήλ Θεαίτητος ερμηνεύεται, ήτοι παρά Θεού αιτηθείς. Όθεν λαβούσα η
αοίδιμος Άννα την πληροφορίαν ταύτην παρά Θεού, κατέβαινεν εκ της Σκηνής του
Θεού ευφραινομένη και χορεύουσα. Και λοιπόν συλλαβούσα, εγέννησε Σαμουήλ τον
Προφήτην, απογαλακτισθέντα δε, έλαβεν αυτόν η φιλόθεος μήτηρ και ανέβη εις την
Σηλώμ, ένθα προσπίπτουσα εις τον Θεόν, απέδιδεν εις αυτόν τας ευχαριστίας και
εδόξαζε το όνομά του το Άγιον. Ο δε ιερεύς Ηλί ηυλόγησεν αυτήν και τον άνδρα
της, λέγων· Είθε να σοι δώση ο Κύριος έτερον καρπόν κοιλίας, αντί Σαμουήλ του
υιού σου. «Αποτίσαι σοι Κύριος σπέρμα εκ της γυναικός ταύτης, αντί του χρέους,
ου έχρησας τω Κυρίω» (Α΄ Βασιλ. β: 20). Λαβούσα λοιπόν η Άννα τον Σαμουήλ
νήπιον έτι κατέβη εις τον οίκον της. όταν δε το παιδίον εμεγάλωσε ολίγον, έλαβε
τούτον εκ της χειρός και έφερεν εις τον ναόν και προσευχηθείσα εις τον Θεόν,
παρέδωκεν αυτόν εις χείρας Ηλί του ιερέως· κατεσκεύασε δε εις αυτόν και «Εφούδ
βαρ, και διπλοϊδα μικράν» (Α΄ Βασιλ. β: 18-19) και βλέπουσα τούτον, ότι ελειτούργει
και υπηρέτει εις τον Θεόν έμπροσθεν του Ηλί, έχαιρε καθ΄ υπερβολήν. Εγέννησε δε
ακόμη τρεις υιούς και τρεις θυγατέρας και ελθούσα εις το ιερόν προσέπεσεν εις
τον Κύριον ευχαριστούσα· ανεγερθείσα δε είπε την ωδήν· «Εστερεώθη η καρδία μου
εν Κυρίω, υψώθη κέρας μου εν Θεώ μου· επλατύνθη επ΄ εχθρούς μου το στόμα μου,
ηυφράνθην εν σωτηρία σου…» (Α΄ Βασιλ. β: 1) και τα λοιπά της ωδής όλης
εμελώδησε λόγια. Καθό δε Προφήτις και Προφήτου μήτηρ έλεγε προφητεύουσα, «ότι
στείρα έτεκεν επτά και η πολλή εν τέκνοις ησθένησε» (Α΄ Βασιλ. β:5)· διότι αύτη
μεν έχαιρε δια τα επτά τέκνα της, η δε Φεννάνα η αντίζηλός της πέντε τέκνα
έχουσα ή και ολιγώτερα και αποστειρωθείσα πλέον δεν εγέννα. Η αοίδιμος λοιπόν
Άννα μείνασα εις την παρούσαν ζωήν αρκετά έτη και ευχαριστούσα πάντοτε τον Θεόν
και προφητεύουσα απήλθε προς Κύριον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου