Ο σταυρὸς τοῦ κ. Εἰσαγγελέως



ΣΕ ΜΙΑ διακοπὴ συνεδριάσεως, μιᾶς ἀπὸ τὶς τελευταῖες μεγάλες δίκες, ὁ Εἰσαγγελεὺς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου, μοῦ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς, ὅταν πρόσεξε ὅτι εἶχα στὸ λαιμό μου ἕνα σταυρό. Μοῦ ἔδειξε ἕνα σταυρὸ ποὺ φοροῦσε κι αὐτὸς στὸν λαιμό του καὶ μοῦ εἶπε:
- Αὐτὸς ὁ σταυρὸς μοῦ ἔσωσε τὴν ζωή. Χωρὶς αὐτὸν θὰ ἤμουν ἤδη ἀπὸ τὸν χειμῶνα τοῦ 1943 νεκρός. ῏Ηταν ἡ περίοδος, κατὰ τὴν ὁποία ὅποιος ἔπεφτε στὰ χέρια τῶν Γερμανῶν καὶ ὡδηγεῖτο εἰς τὸ ἄντρον τῶν βασανιστῶν των, εἰς τὴν ὁδὸν Μέρλιν, δὲν ἔφευγεν ἀπὸ αὐτὸ παρὰ διὰ τὸ νεκροταφεῖον.


http://logia-tou-aera.blogspot.ca/

 H συνέχεια, ‘’κλικ’’ πιο κάτω στο: Read more





 πεινασμένους. ῾Η ἄρνησις, τὴν ὁποίαν ἀντέτασσα εἰς κάθε«κατηγορῶ», ἐξηγρίωνε τοὺς ἀνακριτάς μου.  Ετσι παρεδόθην εἰς βασανιστήρια. Τὴν τρίτην ἡμέραν τοῦ μαρτυρίου μου ὡδηγήθην εἰς ἕνα εὐρύχωρον δωμάτιον. Εἰς αὐτὸ ὑπέστηντὰ πάνδεινα. Παρήλασαν καὶ πέντε γιγαντόσωμοι βασανισταί, καθένας τῶν ὁποίων ἐξήντλησεν ὅλας τὰς δυνάμεις του ἐπάνω μου.
Σιγὰ-σιγὰ ἄρχισα νὰ αἰσθάνωμαι ὅτι σὲ λίγο θὰ ἔμενα νεκρὸς ἐκεῖ. Μετὰ τοὺς γιγαντοσώμους βασανιστάς, μὲ παρέλαβεν ὁ ἴδιος ὁ ἀνακριτής. Εἰς μίαν στιγμὴν ἔξαλλος μὲ ἔπιασε μὲ τὰ δυό του χέρια ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν σφίγγη. ῎Ενοιωσα ὅτι θὰ πέθαινα ἀπὸ ἀσφυξία. Διέθεσα ὅσες δυνάμεις εἶχα καὶ ἀπηλλάγην ἀπὸ τὰ χέρια του. ᾿Αμέσως ἄνοιξα, σχίζοντας τὸ πουκάμισό μου, τὸ στῆθος. Ηθελα νὰ ἀναπνεύσω. Δὲν εἶχα σκεφθῆ κἄν τί εἶχα κάνει. 
Τὴν ἴδια ὅμως στιγμὴ ἀντίκρυσα τὸν βασανιστή μου νὰ γίνεται χλωμός. ῎Εγινε ἄσπρος ὕστερα, περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸν κάτασπρο τοῖχο τοῦ δωματίου. Προσπαθοῦσε νὰ σηκώση τὰ χέρια του καὶ δὲν τὸ κατώρθωνε.
῎Αρχισε τότε νὰ κλαίει... Ναί, νὰ κλαίει τρομαγμένα καὶ σὰν μικρὸ παιδί!... ῎Επειτα ἦλθε κοντά μου, ἔσκυψε στὸ στῆθος μου καί... φίλησε αὐτὸν ἐδῶ τὸν σταυρό !... ῾Ομολογῶ ὅτι δὲν πίστευα στὰ μάτια μου διὰ ὅσα ἔβλεπα.
Σὲ λίγο φώναξε καὶ τοῦ ἔφεραν ἕνα ποτήρι νερό. Μὲ αὐτὸ ἔπλυνε μόνος του, μὲ τὰ χέρια του, ποὺ τώρα ἐκινοῦντο, τὶς πληγές μου καὶ ἀφοῦ μὲ κάθισε σὲ μιὰ καρέκλα νὰ συνέλθω ἔφυγε γιὰ νὰ ἐπιστρέψη μὲ ἀρκετοὺς συναδέλφους του, μπροστὰ στοὺς ὁποίους ἀφηγήθη τὰ ἑξῆς:
-Μόλις ἄνοιξε ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τὸ στῆθος του, ἔλαμψε στὰ μάτια μου σὰν ἀστραπὴ αὐτὸς ὁ μικρούτσικος σταυρός. Καὶ ἡ λάμψις σχημάτισε ἕνα φλογερὸ «νάϊν» (ὄχι). Τώρα ποὺ ἔχω συνέλθει,κύριοι, μπορῶ νὰ πῶ ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται κοντὰ στοὺς πιστούς.
῎Επειτα ἀπετάνθη πρὸς ἐμὲ καὶ μοῦ εἶπε:
-Θὰ Σᾶς παρακαλοῦσα νὰ μοῦ προσφέρετε αὐτὸ τὸ σταυρὸ γιὰ νὰ μὲ προφυλάσση ἀπὸ τὴν ἄδικη κρίσι. ῎Οχι ἀπὸ τὸν θάνατο,διότι δὲν τὸν φοβοῦμαι. ᾿Αλλὰ δὲν εἶμαι ἄξιος... Δὲν πιστεύω ὅπως ἐσεῖς εἰς τὸν Θεόν. Διότι ἐὰν ἐπίστευα...
Καὶ σταμάτησε ἀπότομα τὴν φράσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: