ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το ζήτημα της αποτειχίσεως (δηλαδή της διακοπής του μνημοσύνου των αιρετικών επισκόπων) σε περίοδο αιρέσεως ήταν και είναι σημαντικό, ζωτικής σημασίας θα λέγαμε, διότι υπήρξε ανέκαθεν η ασφαλιστική δικλίδα που διαχώριζε τους καθαρούς στην πίστη (Ορθοδόξους) από τους καινοτόμους αιρετικούς, ακόμα και αν οι τελευταίοι είχαν την πολιτική εξουσία με το μέρος τους και κατείχαν την πλειάδα των επισκοπικών εδρών. Ήταν ανέκαθεν η πρώτη υγιής αντίδραση των Ορθοδόξων που αποσκοπούσε, σε βάθος χρόνου, στη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου προς καταδίκη της αιρέσεως. Ο σκοπός της εργασίας αυτής δεν είναι απολογητικός ή επεξηγηματικός, όσον αφορά την–ορθότητα- της αποτείχισης, ούτε σκοπό έχει να αποδείξει (το ούτως η άλλως αδιαμφισβήτητο γεγονός) ότι όλοι οι μεγάλοι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας είχαν προβεί στην διακοπή του μνημόσυνου των εκάστοτε αιρετικών επισκόπων ή πατριαρχών. Ο στόχος της παρούσης εργασίας, ήταν να δημιουργήσω ένα εγχειρίδιο(corpus) με όσο το δυνατόν περισσότερες ιστορικές πηγές διαθέτουμε, και που αφορούν αυτό το ζήτημα, ούτως ώστε κάθε ερευνητής, θεολόγος, ιερέας και γενικότερα συγγραφέας, να τα έχει “πρόχειρα σε ένα μέρος” και να μπορεί εύκολα να ανατρέχει για να γίνει έτσι πιο εύκολη (και πιο συχνή) η συγγραφή αντί-αιρετικών και απολογητικών βιβλίων. Παράλληλα, όπου εκρίθη αναγκαίο, σχολίασα ορισμένες πηγές που έχουν ιδιαίτερη σημασία ως οδοδείκτες για τη σημερινή εποχή. Ο σχολιασμός γίνεται μετά την παράθεση της πηγής, ούτως ώστε να μην καθίσταται δυσλειτουργική η ανάγνωσή της. Όσον αφορά τη δομή της εργασίας, η ταξινόμηση των πηγών γίνεται πρώτα χρονολογικά (και συγκεκριμένα ανά αιώνες) και ύστερα ονομαστικά (κατά αλφαβητική σειρά). Αυτό έγινε από μεθοδολογική ανάγκη, διότι, ήθελα με αυτό το τρόπο να αναφανεί η “διαχρονικότητα” της στάσης των Πατέρων πάνω στο ζήτημα της αποτείχισης. Επίσης, τα βιβλία που χρησιμοποιήθηκαν είναι όλα Ορθόδοξα (εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Πατρολογία Μigne, εκδόσεις Αγίου Όρους κτλ). Το εγχειρίδιο αυτό δεν έχει πνευματικά δικαιώματα. Μπορείτε να το αναπαράγετε ελεύθερα προς δόξαν Θεού. Προτείνεται η αναπαραγωγή του σε οποιαδήποτε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή. 18/11/09 (μνήμη Γαλακτίωνος και Επιστήμης μαρτύρων) ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ-ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ Οὐκἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω· ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴκαθίσω. (Ψαλμός ΚΕ’, στχ. 4-5) Ἀλλοτρίω δὲ (σ.σ. ποιμένα) οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπὸαὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνὴν. (Ιωάν. ι’ , 5) Ὅλως ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία, καὶ τοιαύτη πορνεία ἥτις οὐδὲ ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὥστε γυναῖκά τινα τοῦ πατρὸς ἔχειν. καὶ ὑμεῖς πεφυσιωμένοι ἐστέ, καὶ οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἀρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας; ἐγὼ μὲν γάρ, ἀπὼν τῷ σώματι παρὼν δὲ τῷ πνεύματι, ἤδη κέκρικα ὡς παρὼν τὸν οὕτως τοῦτο κατεργασάμενον ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ κυρίου [ἡμῶν] Ἰησοῦ, συναχθέντων ὑμῶν καὶ τοῦ ἐμοῦ πνεύματος σὺν τῇ δυνάμει τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ, παραδοῦναι τὸν τοιοῦτον τῷ Σατανᾷ εἰς ὄλεθρον τῆς σαρκός, ἵνα τὸ πνεῦμα σωθῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ κυρίου. (Κορινθ. ε’, 1-5) (σ.σ. Η νουθεσία του Αγίου Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους αφορά και εμάς, τους αντιμετωπίζοντες την παναίρεση του Οικουμενισμού, και τούτο διότι η αίρεση, κατά τους Αγίους Πατέρας, αποτελεί πνευματική μοιχεία του χειρίστου είδους.) Ἔγραψαὑμῖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ μὴ συναναμίγνυσθαι Πόρνοις, οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἢ τοῖς πλεονέκταις καὶ ἅρπαξιν ἢ εἰδωλολάτραις, ἐπεὶ ὠφείλετε ἄρα ἐκ τοῦ κόσμου ἐξελθεῖν. νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφὸς ὀνομαζόμενος ᾖ πόρνος ἢ πλεονέκτης ἢ εἰδωλολάτρης ἢ λοίδορος ἢ μέθυσος ἢ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲσυνεσθίειν . Τί γάρ μοι τοὺςἔξω κρίνειν; οὐχὶ τοὺς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε; τοὺς δὲ ἔξω ὁ θεὸς κρινεῖ. ἐξάρατε τὸν πονηρὸνἐξὑμῶν αὐτῶν. (Κορινθ. ε’, 9-13) Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζεται ὑμῖν παρ΄ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. (γαλ’. κεφ. ά. στιχ. 8) …ὡς προειρήκαμεν , καὶ ἄρτι πάλιν λέγω: εἴ τις ὑμᾶς εὐγγελίζεται ὑμῖν παρ΄ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω. (γαλ’. κεφ. ά. στιχ. 9) Εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβὰνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῶ μὴ λέγετε. Ὁ γὰρ λέγων αὐτῶ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς. (Β΄ επιστολή Ιωαν. στιχ. 10) …στέλλεσθε ὑμᾶς άπό παντός ἀτάκτως περιπατοῦντος καὶ μὴ κατά τὴν παράδοσιν ἥν παρελάβατε παρ΄ἡμῶν. (Β’ Θεσ. γ’, 6) Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει. εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ προσέρχεται ὑγιαίνουσιν λόγοις, τοῖς τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τῇ κατ' εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ, τετύφωται, μηδὲν ἐπιστάμενος, ἀλλὰ νοσῶν περὶ ζητήσεις καὶ λογομαχίας, ἐξ ὧν γίνεται φθόνος, ἔρ ις, βλασφημίαι, ὑπόνοιαι πονηραί, διαπαρατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν. Ἀφίστασοἀπὸτοιούτων! (Τιμόθ Α’, στ’, στιχ. 3-5) Ὦ Τιμόθεε, τὴν παραθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος τὰς β εβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως, ἥν τινες ἐπαγγελλόμενοι περὶτὴν πίστινἠστόχησαν. (Τιμόθ Α’, στ’, στιχ. 20-21) αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει, ὢν αὐτοκατάκριτος. (Τίτ. γ’, στιχ. 10) ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ Εἴ τις ἀκοινωνήτω, κὰν ἐν οἴκω συνεύξηται, οὗτως ἀφοριζέσθω. (Κανών Ι’ Αποστόλων, Πηδάλιον, Αθήνα 1886, σ. 13) Εἴ τις Ἐπίσκοπος κοσμικοῖς ἄρχουσι χρησάµενος, δι΄ αὐτῶν ἐγκρατὴς ἐκκλησίας γένοιτο καθαιρείσθω, καὶ αφοριζέσθω. Καὶ οἰ κοινωνοῦντες αὐτῶπάντες. (ΚανώνΛ΄, Αποστόλων, Πηδάλιον, ό.π., σ. 32) Εἴ τις Πρεσβύτερος, καταφρονήσας τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου χωρὶς συναγάγει, καὶ θυσιαστήριον ἔτερον πήξει, μηδὲν κατεγνωκὼς τοῦ Ἐπισκόπου ἐν εὐσεβεία, καὶ δικαιοσύνη, καθαιρείσθω, ὠς φίλαρχος. Τύραννος γαρ ἐστιν. Ὠσαύτως δε καὶ οἱ λοιποὶ κληρικοὶ, καὶ ὂσοι ἄν αὑτῶ προσθῶνται, οἱ δὲ λαϊκοὶ ἀφοριζέσθωσαν. Ταῦτα δὲ μετὰ μίαν, καὶ δευτέραν, καὶ τρίτην παράκλησιν τοῦ Ἐπισκόπου, γινέσθω. (Κανών ΛΑ’ Αποστόλων,Πηδάλιον, ό.π., σ. 32) Όσοι δε χωρίζονται από τον επίσκοπό τους προ συνοδικής εξετάσεως, διατί αυτός κηρύττει δημοσία καμμίαν κακοδοξίαν και αίρεσιν, οι τοιούτοι, όχι μόνο εις τα ανωτέρω επιτίμια δεν υπόκεινται, αλλά και την πρέπουσαν εις τους ορθοδόξους τιμήν αξιόνονται, κατά τον ιε’ κανόνα της ΑΒ συνόδου. (Ερμηνεία του Κανόνα ΛΑ’ Αποστόλων,Πηδάλιον, ό.π., σ. 40) ἘπίσκοποςἢΠρεσβύτερος, ἢ Διάκονος αἱρετικοῖς συνευξάμενος, μόνον, ἀφοριζέσθω, εἰ δὲ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς, ὡς Κληρικοῖς ἐνεργῆσαί τι, καθαιρείσθω. (Κανών ΜΕ’, Αποστόλων, Πηδάλιον, ό.π., σ. 50) ...ἵνα μήποτε εἴπῃ ὁ λαϊκός· ἐγὼ πρόβατόν εἰμι καὶ οὐ ποιμήν. Ὥσπερ δὲ τῷ καλῷ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν, οὕτως τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον, ὅτι κατατρώξεται αὐτό. Διὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθοροποιῶν ποιμένων. (Διαταγ. Αποστ. 2, 19) Εἰ δε τινες τῶν ἐν ἐκάστη πόλει, ἢ χώρα κληρικῶν ὑπὸ Νεστορίου καὶ τῶν σὺν αὐτῶ ὄντων, τῆς Ἱερωσύνης ἐκωλύθησαν διὰ τὸ ὀρθῶς φρονεῖν, ἐδικαιώσαμεν καὶ τούτους τὸν ἴδιον ἀπολαβεῖν βαθμόν. Κοινῶς δὲ τοὺς τῆ ὀρθοδόξω, καὶ οἰκουμενικῆ Συνόδω συμφρονοῦντας κληρικοὺς κελεύομεν τοῖς ἀποστήσασιν ἢ ἀφισταμένοις Ἐπισκόποις μηδ’ὅλωςὑποκεῖσθαι κατὰ μηδένα τρόπον . (Κανών Γ’, Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, Πηδάλιον, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σ. 172) Εἴτις χριστιανοκατηγορικῆς αἱρέσεως ὄντα τινα ἢ ἐν αὐτῆ τὸν βίον ἀπορρήξαντα διεκδικεῖ (σ.σ. αν προσπαθεί να δικαιώσει), ἀνάθεμα. (Πρακτικῶν Ζ’ ῾Αγίας Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Mansi, 13, 400) Εἰδὲφανείη τις τῶν Ἐπισκόπων, ή Πρεσβυτέρων, ή Διακόνων, ή τις τοῦ Κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἴναι, ὡς αν συγχέοντα τὸν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας. (Κανών Β’, Εν Αντιοχεία Σύνοδος, Πηδάλιον, ό.π., σ. 407) Ὥς τοὺς ἀξίως τῶν οἰκείων ἐγκλημάτων ἀπὸ Ἐκκλησίας διωχθέντας, ἐάν τις Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος δέξηται εἰς κοινωνίαν, καὶ αὐτὸς ἔτι μὴ τῶ ἴσω ἐκλήματι ὑπεύθυνος φανῆ, ἄμα τοῖς τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου τὴν κανονικὴν ψῆφον ἀποφεύγουσιν. (Κανών Θ’, Εν Καρθαγένη Σύνοδος, Πηδάλιον, ό.π., σ. 468) Ἐάν τις Πρεσβύτερος ἐν τῆ διαγωγῆ αὐτοῦ καταγνωσθῆ, ὀφείλει ὁ τοιοῦτος τοῖς γειτνιῶσιν Ἐπισκόποις προσαγγεῖλαι, ἴνα αὐτοὶ τοῦ πράγματος ἀκροάσωνται, καὶ δι’ αὐτῶν τῶ ἰδίω Ἐπισκόπω καταλλαγῆ. Τοῦτο δὲ ἐὰν μὴ ποιήση, ἀλλ’ ὅπερ ἀπείη,ὑπεροψία φυσιούμενος, ἐκ τῆς τοῦ ἰδίου Ἐπισκόπου κοινωνίας ἑαυτὸν χωρίση, καὶ παρὰ μίαν μετά τινων σχίσμα ποιῶν, ἁγίασμα τῶ Θεῶ προσενέγκη, ὁ τοιοῦτος ἀνάθεμα λογισθήτω καὶ τὸν ἴδιον τόπον ἀπολεσάτω, σκοπουμένου, μήποτε κατὰτοῦἘπισκόπου μέμψινἔχη δικαίαν. Ερμηνεία Κανόνος από τον Άγιο Νικόδημο Ηνωμένος είναι ο παρών Κανών με τον προ αυτού ανωτέρω. Λέγει γαρ ότι να αναθεματίζεται και ο από του Επισκόπου του χωρίσας εαυτόν Πρεσβύτερος, και τον τόπον του να χάνη, ήτοι να καθαίρεται, εάν όμως δεν αναγγείλη πρότερον το πράγμα, δια το οποίον κατηγορείται από τον Επίσκοπόν του εις τους γείτονας και πλησιοχώρους Επισκόπους, ίνα δι’ αυτών φιλιωθή με εκείνον, αλλά καταφρονήσας δι’ υπερηφάνειαν , αποστατήση. Προς τούτοις δε πρέπει να γίνεται εξέτασις, μήπως διά δικαίας κατηγορίας και εγκλήματα φεύγη την κοινωνίαν του Επισκόπου του ο Πρεσβύτερος. Ανάγνωθι και τον λα’ και λβ’ Αποστολικόν. (Κανών ΙΑ’, Εν Καρθαγένη Σύνοδος, Πηδάλιον, ό.π., σ. 469) Εἰ μὲν γὰρ ἐναντίαν τοῖς κανόσιν ἐπίσκοπος ἐνέγκη ψῆφον, τιμωρηθήσεται, ἥγουν καθαιρεθήσεται, μὴ δυνάμενος ἀμαθίαν ἢ ἀπειρίαν προβαλέσθαι· οὐ γὰρ συγγνωστέος ἔσεται λέγων μὴ εἰδέναι τοὺς κανόνας, οὕς ἀναγκάζεται διὰ γλώττης ἔχειν σχεδὸν ἀεί. (Ερμηνεία εις τον ΙΕ’(ΙΔ’) Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου από τον Βαλσαμώνα. Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, Κακή Υπακοή Και Αγία Ανυπακοή, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 135) Οἱ χειροτονούμενοι ἐπίσκοποι καὶ κληρικοί, ἐὰν μὴ ἀκριβῆ κατάληψιν ἔχωσιν τῶν δογματικῶν ὅρων καὶ τῶν κανονικῶν παραγγελιῶν, καὶ ἢ διδάσκοντες ἢ ἀποφαινόμενοι ἐκτραπῶσιν ἐκ τῆς εὐθείας καὶ βασιλικῆς ὁδοῦ πρὸς διδασκαλίας ἀσεβεῖς καὶ ἀκανονίστους ἀποφάσεις, κανονικῶς καθαιρεθήσονται καὶ εἰς οὐδὲν ἀνύσιμον ἔσται αὐτοῖς ὁ μετάμελος. (Ερμηνεία εις τον ΙΗ’(ΚΔ’-ΚΣΤ’) Κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου από τον Βαλσαμώνα. Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ. 136) …Οἱ γάρ δι΄αἵρεσιν τινά παρά τῶν ἁγίων Συνόδων ἤ Πατέρων κατεγνωσμένην τῆς προς τον πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι την αἵρεσιν δημοσία κηρύττοντος, και γυμνῆ τῆ κεφαλῆ ἐπ΄ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῆ κανονικῆ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τον καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά και τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων και ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, και οὐ σχίσματι την ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων και μερισμῶν την Ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι. (Kανών ΙΕ΄, ΑΒ Σύνοδος) (σ.σ. Ο καθηγητής θεολογίας π. Θεόδωρος Ζήσης αναφέρει περί του παρόντος κανόνος ότι: Άριστο σχολιασμό περί του ότι και τα πρόβατα, οι πιστοί δηλαδή, έχουν ευθύνη για το αν θα ακολουθήσουν τους κακούς ποιμένες, ότι η υπακοή δεν είναι αδιάκριτη, αλλά διακριτική, μας προσφέρει το κείμενο των Αποστολικών διαταγών, το οποίο λέγει ότι δεν μπορούν να πουν οι λαϊκοί ότι εμείς ήμαστε πρόβατα, δεν πρέπει να αποφασίζουμε μόνοι μας, ο ποιμήν έχει την ευθύνη και αυτός θα δώσει λόγο. Αυτό είναι λάθος, διότι, όπως, όταν το πρόβατο δεν ακολουθεί τον καλό ποιμένα , κατασπαράσσεται από τους λύκους, έτσι και όταν ακολουθεί τον κακό ποιμένα, το περιμένει αναπόφευκτα ο θάνατος. Κατακλείεται δε αυτή η ανάλυση με τη σύσταση «Διό φευκτέον από των φθορέων ποιμένων». Βλ. Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ.23) Εάν δε οι ρηθέντες πρόεδροι είναι αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία, και δια τούτο χωρίζονται οι εις αυτούς υποκείμενοι, και προτού να γίνει ακόμη συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνο δια τον χωρισμό δεν καταδικάζονται, αλλά και τιμής της πρεπούσης, ως ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ελευθέρωσαν την Εκκλησία από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών. Ορά και τον λα’ Αποστολικόν. (Ερμηνεία του Κανόνα ΙΕ’ της ΑΒ’ Συνόδου, σελ 292 πηδαλίου, τυπογραφείο Βλαστού Βαρβαρρήγου, Αθήνα 1886) Ει γάρ µη δι΄ εγκληµατικήν αιτίαν, αλλά δι΄αίρεσιν χωρίση τις εαυτόν από του Επισκόπου αυτού… ως επ΄ Εκκλησίας διδάσκοντος ανερυθριάστως διδάγματά τινά απηλλητριωμένα του ορθού δόγματος, ο τοιούτος και προ εντελούς διαγνώσεως, πολλώ δε πλέον και μετά διάγνωσιν, εάν εαυτόν αποτειχίση ήγουν χωρίση από της κοινωνίας του πρώτου αυτού, ου μόνον ου τιμωρηθήσεται, αλλά και τιμηθήσεται ως ορθόδοξος… (Ερµηνεία ΙΕ΄ κανόνα ΑΒ Συνόδου από Βαλσαµώνα, Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Αθωνικά Άνθη, τόμος 1, σελ. 123) Εἰ δ’ ὁ πατριάρχης τυχόν, ἤ ὁ μητροπολίτης, ἤ ὁ ἐπίσκοπος αἱρετικός εἴη, καί τοιοῦτος, ὡς δημοσίᾳ κηρύττειν τήν αἵρεσιν, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, ἀντί τοῦ ἀνυποστόλως καί μετά παρρησίας, διδάσκει τά αἱρετικά δόγματα,οἱ ἀποσχίζοντες αὐτοῦ, ὁποῖοι ἄν εἶεν, οὐ μόνον κολάσεως ἄξιοι οὐκ ἔσονται διά τοῦτο, ἀλλά καί τιμῆς, ὡς ὀρθόδοξοι, ἀξιωθήσονται, χωρίζοντες ἑαυτούς τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας· τοῦτο γάρ δηλοῖ, τό, ἀποτειχίζοντες· (τό γάρ τεῖχος τῶν ἐντός αὐτοῦ πρός τούς ἐκτός χωρισμός ἐστιν)·οὐ γάρ ἐπισκόπου ἀπέστησαν, ἀλλά ψευδεπισκόπου καί ψευδοδιδασκάλου· οὐδέ σχίσμα κατά τῆς ἐκκλησίας ἐποίησαν, ἀλλά μᾶλλον σχισμάτων τήν ἐκκλησίαν ἀπήλλα-ξαν,ὅσον τό ἐπ’ αὐτοῖς. (Ερμηνεία του ΙΕ’ Κανόνα της ΑΒ’ Συνόδου από τον Ιωάννη Ζωναρά, Ράλλη Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καί ἱερῶν Κανόνων, τόµ. Β΄ σελ. 694) (σ.σ. Η παρούσα ερμηνεία του κανόνος υπό τον Ζωναρά, κονιορτοποιεί την θεωρία του πατρός Επιφανίου Θεοδωρόπουλου περί Στρατηγών του αγώνα, τους οποίους εμείς οφείλουμε να ακολουθήσουμε στον στίβο της ομολογίας, μόνο εάν και όποτε θελήσουν αυτοί να κάνουν την αρχή. Φυσικά, αυτή η θεωρία στερείται λογικής και ιστορικής τεκμηρίωσης. Ο Ζωναράς λέει ότι την ομολογία την κάνουν ὁποῖοι ἄν εἶεν, ενώ ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρει: «Ὥστε ὅτε περὶ πίστεως ὁ λόγος, οὐκ ἔστιν εἰπεῖν:Ἐγὼ τὶς εἰμι; Ἱερεύς; ἀλλά οὐδαμοῦ. Ἄρχων; καὶ οὐδὲ οὕτως. Στρατιώτης; καὶ ποῦ; Γεωργός; καὶ οὐδὲ αὐτὸ τοῦτο. Πένης, μόνον τὴν ἐφήμερον τροφὴν ποριζόμενος. Οὐδεὶς μοι λόγος καὶ φροντὶς περὶ τοῦ προκειμένου. Οὐά, οἱ λίθοι κράξουσι, καὶ σὺ σιωπηλὸς καὶ ἄφροντις; Βλ. P.G. 99, 1321A- B ) Ἐὰν Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακυρύττη δημοσία ἐπ’ ἐκκλησίας αἱρετικήν τινα διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν’ ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ Ἐπισκόπου ἐκείνου, διὸ οὐ μόνον εἰς οὐδεμίαν θέλουσιν ὑποβληθῆ κανονικὴν ποινήν, ἀλλὰ θέλουσι καὶ ἐπαινεθῆ εἰσέτι, καθ’ ὅσον διὰ τούτου δὲν κατέκριναν καὶ δὲν ἐπανεστάτησαν ἐναντίον τῶν νομίμων Ἐπισκόπων, ἀλλ’ ἐναντίον ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων, οὔτε καὶ ἐγκατέστησαν τοιουτοτρόπως σχῖσμα ἐν τῆ Ἐκκλησία, ἀλλ’ ἀντιθέτως, ἀπήλλαξαν τὴν Ἐκκλησίαν, ἐνὅσωἠδυνήθησαν, τοῦσχί σματος καὶτῆς διαιρέσεως. (Ερμηνεία ΙΕ’ Κανόνα της ΑΒ Συνόδου υπό του Κανονολόγου Επισκόπου Νικοδήμου Μίλας. Οι Κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας μεθ’ ερμηνείας, ΙΙ, Novi Sad, σ. 290-291, μτφρ. εκ της Σερβικής υπό Ιερομ.– νυν επισκόπου Ειρηναίου Μπούλοβιτς ) ῾Ημεῖς δὲ πᾶσα ἡ συναθροισθεῖσα ἐν τῶ τρικλίνω τῶ οὕτως ἐπιλεγομένω ᾿Αλεξιακῶ τῶν ἱερῶν Βλαχερνῶν θεία καὶ ἱερὰ σύνοδος χάριτι Χριστοῦ καὶ νῦν τῆς εὐσεβείας ὑπερμαχούντες, καὶ ἀκριβῆ καὶ προσήκουσαν τὴν περὶ τῶν προκειμένων σκέψιν καὶ ἐξέτασιν ποιησάμενοι, καὶ τοὺς πρώην ἐπὶ τούτοις συνοδικοὺς τόμους ὡς εὐσεβεστάτους ἐπικυροῦντες, μᾶλλον δὲ καὶ τούτοις ἑπόμενοι, τὸν μὲν Βαρλαὰμ ἐκεῖνον καὶ τὸν ᾿Ακίνδυνον, ὡς εἰς αὐτὰ τὰ καίρια τῆς εὐσεβείας ἐμπαροινήσαντας καὶ μηδαμῶς μεταμεληθέντας ἔτι περιόντας τῶ βίω, τῶ ἀπὸ Χριστοῦ ἀναθέματι δικαίως καθυποβάλλομεν. Τοὺς δὲ νῦν ἀναφανέντας καὶ συνοδικῶς ἐξελεχθέντας ἐκείνοις ὁμόφρονας, καὶ ἁπλῶς ὅσοι τῆς συμμορίας αὐτῶν, ἀποκηρύκτους τε καὶ ἀποβλήτους ἔχομεν τῆς καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας, εἰ μὴ μεταμεληθεῖεν, καὶ τῶ ἀπὸ Χριστοῦ ἀναθέματι καθυποβάλλομεν, καὶ τοὺς κοινωνοῦντας τούτοις ἐν γνώσει ἀκοινωνήτους ἔχομεν, καὶ πάσης ἱερατικῆς λειτουργίας τοὺς ἔχοντας ἀπογυμνοῦμεν. Τοὺς δ’ ὑπὸ τούτων συναρπαγέντας τε καὶ παρασυρέντας, καὶ μὴ τῶν ἐξάρχων τῆς αἱρέσεως ὄντας, ἀμεταμελήτους μὲν μένοντας, τοῖς ὁμοίοις καθυποβάλλομεν, μεταμεληθέντας δὲ γνησίως καὶ ἀναθεματίζοντας τὴν τε ταύτην κακοδοξίαν καὶ τοὺς εἰς τέλος ἐμμείναντας ταύτη, μὴ μόνον εἰς κοινωνίαν τὴν κατ’ εὐσέβειαν, ἀλλὰ καὶ εἰς ἱερωσύνην ἀσμενέστατα προσιέμεθα, μηδαμῶς τούτους ὑποβιβάζοντες, κατὰ τὴν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις διάγνωσιν καὶ ἀπόφασιν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς ἑβδόμης Συνόδου, διοριζομένης «ὅτι τοὺς μὲν πρωτάρχους καὶ προϊσταμένους καὶ τῆς δυσσεβείας ἐκδικητὰς οὐδὲ μεταμελουμένους ὅλως εἰς ἱερωσύνην παραδεχόμεθα, τοὺς δὲ βιασθέντας ἢ συναρπαγέντας τε καὶ παρασυρέντας, μεταμελομένους ἀληθῶς καὶ γνησίως, εἰς ἱερωσύνην κατὰ τὸν οἰκεῖον ἕκαστον βαθμὸν προσδεχόμεθα». (51ος ῞Ορος της Εν Κων/λει 'Αγίας Συνόδου του 1351. Βλ. Πρωτοπρ. Ιωάννου Ρωμανίδου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Τόµος Β΄, Εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 270-271. Βλ. και Παναγιώτη Σημάτη, Η Αποτείχιση από τους Οικουμενιστές επείγουσα υπόθεση προβλεπόμενη από τους Αγίους Πατέρες, Αίγιο 2010, Υποσημείωση 31, όπου αναφέρεται ότι: Εφόσον ο κ. Βαρθολομαίος θεωρεί τον παπισμόν «αδελφήν Εκκλησίαν» και δίδει «κοινήν μαρτυρίαν πίστεως» με τον πάπαν, εις τα όμματα των Πατέρων της Εκκλησίας είναι ακοινώνητος. ) 1ος ΑΙΩΝΑΣ Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν ἀξιόπιστος ᾖ, κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῇ, κἂν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος. εἴ τις ἀρνεῖται τὸν σταυρὸν καὶ τὸ πάθος ἐπαισχύνεται, ἔστω σοι ὡς αὐτὸς ὁ ἀντικείμενος· κἂν ψωμίσῃ τὰ ὑπάρχοντα πτωχοῖς, κἂν ὄρη μεθιστᾷ, κἂν παραδῷ τὸ σῶμα εἰς καῦσιν, ἔστω σοι βδελυκτός. εἴ τις φαυλίζει τὸν νόμονἢτοὺς προφήτας, οὓςὁ Χριστὸς παρὼνἐπλήρωσεν, ἔστω σοι ὡςὁ ἀντίχριστος. εἴ τις ἄνθρωπον ψιλὸν λέγει τὸν κύριον, Ἰουδαῖός ἐστιν χριστοκτόνος. (Τhesaurus Linguae Graecae [TLG], Ignatius Scr. Eccl., Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae (recensio longior) [Sp.] Epistle 10, chapter 2, section 1, line 1) 2ος ΑΙΩΝΑΣ Άγιος Ειρηναίος Καὶεἰσὶν οἱ ἀκηκοότες αὐτοῦ ὅτι Ἰωάννης ὁτοῦ Κυρίου μαθητὴςἐν τῇ Ἐφέσῳ πορευθεὶς λούσασθαι καὶ ἰδὼν ἔσω Κήρινθον ἐξήλατο τοῦ βαλανείου μὴ λουσάμενος, ἀλλ' ἐπειπών· »Φύγωμεν, μὴ καὶ τὸ βαλανεῖον συμπέσῃ, ἔνδον ὄντος Κηρίνθου τοῦ τῆς ἀληθείας ἐχθροῦ.» Καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Πολύκαρπος Μαρκίωνί ποτε εἰς ὄψιν αὐτῷ ἐλθόντι καὶ φήσαντι· «Ἐπιγίνωσκε ἡμᾶς»,ἀπεκρίθη · «Ἐπιγινώσκω, ἐπιγινώσκω τὸν πρωτότοκον τοῦ Σατανᾶ.» Τοσαύτην οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτῶν ἔσχον εὐλάβειαν πρὸς τὸ μηδὲ μέχρι λόγου κοινωνεῖν τινι τῶν παραχαρασσόντων τὴν ἀλήθειαν, ὡς καὶ Παῦλος ἔφησεν · «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνειὢν αὐτοκατάκριτος.» (TLG, Irenaeus Theol., Adversus haereses (liber 3)(1447:002)“Irénée de Lyon. Contre les hérésies, livre 333 voo. 22pub Cerf”, Ed. Rousseau, A., Doutreleau, L.Paris: Cerf, 1974; Sources chrétiennes 211. Section 5, line 19-33) Μηδὲμέχριλόγουκοινωνεῖντινιτῶν παραχαρασσόντων τὴν άλήθειαν. (P.G. 7, 854A) ΜέγαςΑθανάσιος 4ος ΑΙΩΝΑΣ Τοῖς τὸν μονήρη βίον ἀσκοῦσι, καὶ ἐν πίστει Θεοῦ ἱδρυμένοις, ἀγαπητοῖς καὶ ποθεινοτάτοις ἀδελφοῖς ἐν Κυρίῳ χαίρειν. Εὐχαριστῶ μὲν τῷ Κυρίῳ, τῷ δόντι ὑμῖν εἰς αὐτὸν πιστεῦσαι, ἵνα μετὰ τῶν ἁγίων καὶ ὑμεῖς ἔχητε τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον · ἐπειδὴ δέ εἰσί τινες οἱ τὰ Ἀρείου φρονοῦντες, περιερχόμενοι τὰ μοναστήρια, δι' οὐδὲν ἄλλο εἰ μὴ ἵνα, ὡς πρὸς ὑμᾶς ἐλθόντες καὶ ἀφ' ἡμῶν ὑποστρέφοντες, τοὺς ἀκεραίους ἐξαπατῶσι· τινὲς δέ εἰσιν οἱ διαβεβαιοῦντες μὲν τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, συγκαταβαίνοντες δὲ, καὶ μετ' αὐτῶν εὐχόμενοι ἐπὶ τὸ αὐτό · ἀναγκαίως, παρακελευόντων τινῶν εἰλικρινεστάτων ἀδελφῶν, πρὸς ὑμᾶς γράφειν ἐσπούδασα, ἵνα τὴν εὐσεβῆ πίστιν, ἣν ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις ἐν ὑμῖν ἐργάζεται, ἀκεραίως καὶ ἀδόλως φυλάττοντες, οὐ μὴ πρόφασιν δῶτε σκανδάλου τοῖς ἀδελφοῖς. Ὅταν γάρ τινες ὑμᾶς τοὺς ἐν Χριστῷ πιστοὺς θεωρήσαντες μετ' αὐτῶν συνερχομένους καὶ κοινωνοῦντας, πάντως ὑπονοήσαντεςἀδιάφορον εἶναι τὸ τοιοῦτον, εἰς τὸν τῆς ἀσεβείας ἐμπεσοῦνται βόρβορον . Ἵν' οὖν μὴ τοῦτο γένηται, θελήσατε,ἀγαπητοὶ, τοὺς μὲν φανερῶς φρονοῦντας τὰ τῆς ἀσεβείαςἀποστρέφεσθαι, τοὺς δὲ νομίζοντας τὰ Ἀρείου μὴ φρονεῖν, κοινωνοῦντας δὲ μετὰ τῶνἀσεβῶν φυλάττεσθαι ·καὶμάλιστα ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν. Εἰ δέ τις προσποιεῖται μὲν ὁμολογεῖν ὀρθὴν πίστ ιν, φαίνεται δὲ κοινωνῶν ἐκείνοις, τὸν τοιοῦτον προτρέψασθε ἀπέχεσθαι τῆς τοιαύτης συνηθείας· καὶ ἐὰν μὲν ἐπαγγέλληται, ἔχετε τὸν τοιοῦτον ὡς ἀδελφόν · ἐὰν δὲ φιλονείκως ἐπιμένῃ, τὸν τοιοῦτον παραιτεῖσθε. Οὕτω γὰρ διατελοῦντες καθαρὰν τὴν πίστι διατηρήσετε· κἀκεῖνοι βλέποντες ὑμᾶς ὠφεληθήσονται, φοβηθέντες μὴ ἄραὡςἀσεβεῖς καὶ τὰ ἐκείνων φρονοῦντες νομισθῶσιν . (TLG, Athanasius Theol., Epistula ad monachos (2035: 055); MPG 26.Volume 26, page 1185, line 41– page 1188, line 30) Αφού ο Αρτέμιος ερεύνησε και δεν βρήκε τον Άγιο, είπε στη σύναξη των αδελφών:᾿᾿Ελάτε να προσευχηθείτε για μένα᾿᾿. Εκείνοι τότε του είπαν:᾿᾿Δεν μπορούμε, επειδή έχουμε εντολή από τον πατέρα μας να μη προσευχόμαστε με κανένα που είναι μαζί με τους Αρειανούς᾿᾿– διότι έβλεπαν ένα αρειανό επίσκοπο μαζί του. (Β.Ε.Π.Ε.Σ. τόμος 40,σελ. 185) Βαδίζοντες τὴν ἀπλανῆ και ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μὴ τὸν αἰσθητὸν ἀλλὰ τὸν νοητὸν. Οῖον ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οῖκον, ἤ µετ΄ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. (P.G. 35, 33) Ἐρώτ.ϟθʹ. Τί λέγει· «Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ;» Ἀπόκ. Τοῦτο λέγει διὰ τοὺς πονηροὺς καὶ σκολιοὺς ἀνθρώπους. Ὅτι, ὥσπερ ἡ παλαιὰ ζύμη μικρὰ μὲν ἔστι, πολὺ δὲ ἄλευρον ποιεῖ ζυμωθῆναι· οὕτω καὶ ὁ κακοποιὸς ἄνθρωπος, τρέφων ἐν ἑαυτῷ τὴν κακίαν, μεταδίδωσι καὶ τοῖς ἄλλοις, καὶ γίνεται σκάνδαλον, καὶ καταβλάπτει πολλούς. Διὰ τοῦτο πάλιν λέγει· «Ἐκκαθάρατε οὖν τὴν παλαιὰν ζύμην, ἵνα ἦτε νέοι·» τουτέστιν· Ἐκδιώξατε τὸν πονηρὸν καὶ σκολιὸν ἐξ ὑμῶν, ἢφύγετεἀπ' αὐτοῦ · ἐπειδὴ πᾶσα κακία μολύνει τὸν ἄνθρωπον. Διὰτοῦτο καὶ ὁ Δαβὶδ, φεύγων τοὺς πονηροὺς, ἔλεγεν · «Οὐκ ἐκάθισα μετὰ συνεδρίου ματαιότητος, καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω. Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων.» Διὰ τί δὲ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδὴπάλιν λέγει ἀλλαχοῦ· «Μετὰ ὁσίουὅσιοςἔσῃ, καὶμετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ, καὶ μετὰ στρεβλοῦ διαστρέψῃς .» Καὶ γὰρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετὰ σοῦ,τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε . (TLG, Athanasius Theol., Quaestiones in scripturam sacram [Sp.] (2035: 080); MPG 28. Volume 28, page 757, line 5-24) Εἶπεν ὁ Κύριος: «Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασιν προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσιν λύκοι ἅρπαγες. ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς». Ἐάν οὖν τινα ἴδης, ἀδελφέ, ὅτι ἔχει σχῆμα σεμνοπρεπές, μη πρόσχης, ὅτι ἐνδέδυται κώδιον προβάτου, ὅτι ὄνομα ἔχει πρεσβυτέρου, ἤ ἐπισκόπου, ἤ διακόνου, ἤ ἀσκητοῦ, ἀλλά τάς πράξεις αὐτοῦ περιέργασαι· εἰ ἔστι σώφρων, εἰ ἔστι φιλόξενος, ἤ ἐλεήμων, ἤ ἀγαπητικός, ἤ ἐν προσευχαῖς καρτερικός, ἤ ὑπομονητικός. Εἰ ἔχει κοιλίαν θεόν, καί τόν φάρυγγα ἅδην, νοσῶν χρήματα, καί καπηλεύων τήν θεοσέβειαν, ἄφες αὐτόν· οὐ γάρ ἐστι ποιμήν ἐπιστημονικός,ἀλλά λύκος ἁρπακτικός. Εἰ δε οἶδας τά δένδρα δοκιμάζειν ἀπό τῶν καρπῶν, ποῖά ἐστι τῆ φύσει, τῆ γεύσει, τῆ πιότητι, πολλῶ μᾶλλον ἀπό τῶν ἔργων ὀφείλεις δοκιμάζειν τους Χριστεμπόρους, ὅτι, φοροῦντες φημάριον εὐλαβείας, ψυχήν κέκτηνται διαβολικήν. Εἰ δέ καί ἀπό ἀκανθῶν οὐ συλλέγεις σταφυλάς, ἤ ἀπό τριβόλων σῦκα, τί ὑπολαμβάνεις, ὅτι ἀπό παραβατῶν ἔχεις τι ἀγαθόν ἀκοῦσαι, ἤ ἀπό προδοτῶν μαθεῖν τι χρήσιμον; Ἐκείνους τοίνυν ἀποστρέφου ὡς λύκους Ἀραβικούς, καί ἀκάνθας παρακοῆς, καί τριβόλους ἀδικημάτων, καί δένδρα πονηρά. Ἐάν ἴδης συνετόν, κατά τήν συμβουλεύουσαν σοφίαν, ὄρθριζε πρός αὐτόν, καί σταθμούς θυρῶν αὐτοῦ ἐκτριβέτω ὁ ποῦς σου, ἵνα παρ’ αὐτοῦ διδαχθῆς νόμου σκιαγραφήματα, καί χαρίτων δωρήματα. Οὔτε δέ λόγος σοφιστικός, ἤ σχῆμα ἐπιθετικόν εἰσάγουσιν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλά πίστις τελεία καί ἀπερίεργος μετά τῆς ἐναρέτου καί διαλαμπούσης προνοίας. (Μ. Αθανασίου, Περί Ψευδοπροφητών, ΒΕΠΕΣ 33, 197) (σ.σ. Ο σχολιασμός της πηγής ανήκει στον π. Θεόδωρο Ζήση.) Εἶχαν ξεσηκωθῆ οἱ μοναχοί τῆς Καππαδοκίας ἀκόμη καί ἐναντίον τοῦ Μ. Βασιλείου ἀντιδρῶντες , διότι πρός καιρόν καί γιά λόγους οἰκονομίας ἀπέφευγε νά ὀνομάσει τό Ἅγιον Πνεῦμα «ὁμοούσιον», προκειμένου νά προσελκύσει τούς μετριοπαθεῖς Πνευματομάχους. Ὁ Καππαδόκης πρεσβύτερος Παλλάδιος ἐνημέρωσε σχετικῶς τόν Μ. Ἀθανάσιο, ὥστε νά τούς συμβουλεύσει νά ὁμονοήσουν καί νά ὑπακούσουν στόν ἐπίσκοπο. Ἡ ἀπάντηση τοῦ ὄντως Μεγάλου ἀγωνιστοῦ καί προμάχου τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι τελείως διαφορετική ἀπό τίς ἀπαντήσεις πατριαρχῶν, ἀρχιεπισκόπων καί ἐπισκόπων τῆς σήμερον προς μοναχούς, ὅταν διαμαρτύρονται γιά παρεκκλίσεις ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Δεν τούς ἐπιπλήττει, γιατί ἐνδιαφέρονται γιά θέματα πίστεως, συνιστώντας τους νά περιορισθοῦν στά μοναστικά τους καθήκοντα, σάν νά ὑπάρχει ὑπέρτατο καθῆκον ἀπό τήν τήρηση τῆς πίστεως καί τήν ὑπεράσπισή της. Τούς συνιστᾶ νά ἐξακολουθήσουν νά ἔχουν ἐμπιστοσύνη καί νά κάνουν ὑπακοή στόν Βασίλειο, γιατί δέν ὑπάρχει κάτι ὕποπτο στήν στάση του. Ἄν ὑπῆρχε ὄντως κάτι ὕποπτο, τότε καλά κάνουν καί ἀνθίστανται, εἶναι δικαιολογημένη ἡ ἀντίσταση καί ἡ ἀνυπακοή τους. Ὑπάρχει λοιπόν δικαιολογημένη ἀνυπακοή, ἁγία, θεία ἀνυπακοή, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος δέν ὀρθοτομεῖ τόν λόγο τῆς ἀληθείας. Μακάρι νά μπορούσαμε νά διαπιστώσουμε καί σήμερα ὅτι ἁπλῶς οἰκονομοῦνται τά πράγματα μέ τούς αἰρετικούς… …Γράφει ὁΜ. Ἀθανάσιος: «Ἐπειδὴ δὲ καὶ περὶ τῶν μοναζόντων τῶν ἐν Καισαρείᾳ ἐδήλωσας· ἔμαθον δὲ παρὰ τοῦ ἀγαπητοῦ ἡμῶν Διανίου, ὡς λυπουμένων καὶ ἀνθισταμένων αὐτῶν τῷ ἀγαπητῷ ἡμῶν Βασιλείῳ τῷ ἐπισκόπῳ· σὲ μὲν ἀπεδεξάμην δηλώσαντα, αὐτοῖς δὲ τὰ πρέποντα δεδήλωκα· ἵν' ὡς τέκνα ὑπακούωσι πατρὶ, καὶμὴ ἀντιλέγωσιν, οἷς αὐτὸς δοκιμάζει. Εἰ μὲν γὰρ ὕποπτος ἦν περὶ τὴν ἀλήθειαν, καλῶς ἐμάχοντο· εἰ δὲ τεθαῤῥήκασι, τεθαῤῥήκαμεν δὲ καὶ πάντες ἡμεῖς, ὡς καύχημα τῆς Ἐκκλησίας ἐστὶν, ἀγωνιζόμενος μᾶλλον ὑπὲρ τῆς ἀληθείας, καὶ διδάσκων τοὺς δεομένους· οὐ χρὴ πρὸς τὸν τοιοῦτον μάχεσθαι, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἀποδέχεσθαι τὴν ἀγαθὴν αὐτοῦ συνείδησιν. Ἐξ ὧν γὰρ διηγήσατο ὁ ἀγαπητὸς Διάνιος, μάτην φαίνονται λυπούμενοι. Αὐτὸς μὲν γὰρ, ὡς τεθάῤῥηκα, τοῖς ἀσθενοῦσιν ἀσθενὴς γίνεται, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς κερδήσῃ· οἱ δὲ ἀγαπητοὶ ἡμῶν, ἀποβλέποντες εἰς τὸν σκοπὸν τῆς ἀληθείας αὐτοῦ, καὶ τὴν οἰκονομίαν, δοξαζέτωσαν τὸν Κύριον, τὸν δεδωκότα τῇ Καππαδοκίᾳ τοιοῦτον ἐπίσκοπον, οἷον καὶ ἑκάστη χώρα ἔχειν εὔχεται. Καὶ σὺ οὖν, ἀγαπητὲ, θέλησον αὐτοῖς δηλῶσαι, ἵνα, ὡς ἔγραψα, πεισθῶσι . Τοῦτο γὰρ καὶ αὐτοὺς συνίστησιν εὐγνώμονας πρὸς πατέρα · τοῦτο καὶ τὴν εἰρήνην ταῖς Ἐκκλησίαις διαφυλάξει. Ἐῤῥῶσθαί σε ἐν Κυρίῳ εὔχομαι, ἀγαπητὲ υἱέ». Εἶναι ἀξιοπαρατήρητο ἐπίσης στό κείμενο αὐτό τοῦ μεγάλου προμάχου καί ὑπερασπιστοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας ὅτι δέν συνιστᾶ στούς μοναχούς νά ἀκολουθήσουν καί αὐτοί τήν στάση καί τήν γραμμή τοῦ Μ. Βασιλείου ἐγκαταλείποντες τήν ἀκρίβειαν, ἀλλά νά δεχθοῦν τά ἀγαθά κίνητρά του, «τήνἀγαθήν αὐτοῦσυνείδησιν». (Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ. 27-29) Μέγας Αντώνιος Προσέξτε μόνο να μη μολύνετε τους εαυτούς σας με την εκκλησιαστική κοινωνία των Αρειανών. Διότι η διδασκαλία τους δεν είναι των Αποστόλων, αλλά των δαιμόνων και του πατρός τους διαβόλου. Ως τέτοια δε, είναι ακαρποφόρητη και παράλογη και προϊόν ανόητης διανοίας, όπως ακριβώς είναι η αλογία των ημιόνων. (Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας. β΄ έκδοση-Ι.Μ. Αγίας Αναστασίας Ρωμαίας, Ρέθυμνο 2008. Σελ. 36) Να μιμήσθε τους Αγίους και να μη πλησιάζετε τους σχισματικούς Μελιτιανούς, επειδή γνωρίσατε την πονηρή και ανόσια προαίρεσή τους. Ούτε με τους Αρειανούς να έχετε καμία εκκλησιαστική κοινωνία, επειδή και η δική τους ασέβεια είναι φανερή σε όλους. Να μη ταράσσεσθε και αν ακόμη ιδήτε τους δικαστές να τους υπερασπίζονται, διότι η δύναμίς τους είναι δύναμις θνητών ανθρώπων και πρόσκαιρη, και σύντομα θα παύση να υπάρχη. (Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 36) Να μην έχετε καμμία εκκλησιαστική κοινωνία με τους σχισματικούς ούτε καθόλου με τους αιρετικούς Αρειανούς. Άλλωστε, γνωρίζετε ότι και εγώ τους απέφευγα εξ’ αιτίας της χριστομάχου και κακοδόξου αιρέσεώς τους. (Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ό.π., σ. 36) Στη βιογραφία του Μεγάλου Αντωνίου( που γράφτηκε από τον Μεγάλο Αθανάσιο) διαβάζουμε: Και κατά την πίστην δε, ήταν λίαν θαυμαστός και ευσεβής. Διότι, ούτε προς τους σχισματικούς Μελετιανούς εκοινώνησεν ποτέ- γνωρίζων αυτών την απαρχής πονηρίαν και αποστασίαν των- ούτε προς τους Μανιχαίους, η άλλους αιρετικούς ωμίλησε φιλικά … θεωρών και διδάσκων την φιλίαν και ομιλίαν με αυτούς ως βλάβη και απώλεια ψυχής. Έτσι ακριβώς εσυχαίνετο και την αίρεσιν των Αρειανών, και προέτρεπε πάντας να μην προσεγγίζουν αυτούς,ούτε να μετέχουν της κακοδοξίας των. (Θεοδώρητου Ιερομοναχού, Μοναχισμός και αίρεσις, Αθήνα 1977, σελ. 26-27) ΜέγαςΒασίλειος Να απέχετε από την εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς, αφού γνωρίζετε ότι η αδιαφορία σε αυτά τα ζητήματα μας στερεί την παρρησία ενώπιον του Χριστού... (Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, όπ., σ. 48) Oἵτινες τὴν ὑγιῆ ὀρθόδοξον πίστιν προσποιοῦντες ὁμολογεῖν, κοινωνοῦσι δὲ τοῖς ἑτερόφροσιν, τοὺς τοιούτους , εἰ μετὰ παραγγελίαν μὴ ἀποστῶσιν, μὴ μόνον ἀκοινωνήτους ἔχειν, άλλὰ μηδὲ ἀδελφοὺς ὀνομάζειν. (Αρχιμανδίτου Χρυσοστόμου Σπύρου, Η Αποτείχισις μου, Σπέτσες 2008, σελ. 16) Καὶ γὰρ κἀκεῖνοι (σ.σ. οι ιατροί), ὅπερ ἂν εὕρωσι τῶν μελῶν ἀνιάτῳ πάθει προειλημμένον, ὡς μὴ ἐπὶ πολὺ χυθῆναι τὴν βλάβην κατὰ τὸ συνεχὲς τὰ παρακείμενα διαφθείρουσαν, τομαῖς καὶ καύσεσιν ἐξαιρεῖν εἰώθασιν . Ὅπερ καὶ ἡμῖν ἐπὶ τῶν ἐχθραινόντων ἢ ἐμποδιζόντων ταῖς ἐντολαῖς τοῦ Κυρίου ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ ποιεῖν, κατὰ τὸ πρόσταγμα αὐτοῦ τοῦ Κυρίου εἰπόντος · Ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζῃ σε, ἔξελε αὐτὸν, καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ. Ἡ γὰρ ἐπὶ τῶν τοιούτων φιλανθρωπία παραπλησία ἐστὶ τῇ ἀπαιδεύτῳ χρηστότητι τοῦ Ἠλεὶ, ᾗπερ ἐπὶτ ῶν υἱῶν παρὰτὸ ἀρέσκον τῷ Θεῷ χρησάμενος ἐλέγχεται. Προδοσία οὖν ἐστι τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιβουλὴ τοῦ κοινοῦ, καὶ ἐθισμὸς πρὸς ἀδιαφορίαν κακῶν, ἡ πρὸς τοὺς πονηρευομένους ἐσχηματισμένη χρηστότης, μηκέτι μὲν γινομένου τοῦ γεγραμμένου·Διὰ τί οὐχὶ μᾶλλον ἐπενθήσατε, ἵνα ἐξαρθῇ ἐκ μέσου ὑμῶν ὁ τὸ ἔργον τοῦτο ποιήσας; συμβαίνοντος δὲ ἐξ ἀνάγκης τοῦ ἐπιφερομένου, ὅτι Μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ. Τοὺς δὲ ἁμαρτάνοντας, φησὶν ὁ Ἀπόστολος, ἐνώπιον πάντων ἔλεγχε· καὶτὴν αἰτίαν εὐθὺς ἐπάγει, λέγων ·Ἵνα καὶοἱλοιποὶφόβονἔχωσιν. (TLG, Basilius Theol., Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae fusius tractatae), Volume 31, page 988, line 46) Οἳοὐδ' ἂν πρὸς ὥραν (σ.σ. ούτε καν μία ώρα) αὐτῶ ἐπεδεξάμεθα τὴν συνάφειαν, εἰ σκάζοντας αὐτοὺς περὶ τὴν πίστιν εὕρομεν. (P.G. 32, 992-994) ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΡΙΔʹ. ΤοῦΚυρίου προστάσσοντος, «Ἐάν τίς σε ἀγγαρεύσῃμίλιον ἓν, ὕπαγε μετ' αὐτοῦ δύο·» καὶ τοῦ Ἀποστόλου διδάσκοντος, ὑποτάσσεσθαι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ, εἰ δεῖ παντὶ καὶ ὅ τι δήποτε ἐπιτάσσοντι ὑπακούειν. ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ. Γῶν μὲν ἐπιτασσόντων ἡ διαφορὰ οὐδὲν ὀφείλει παραβλάπτειν τὴν ὑπακοὴν τῶν ἐπιτασσομένων· οὔτε γὰρ Μωσῆς παρήκουσε τοῦ Ἰοθὸρ ἀγαθὰ συμβουλεύσαντος· τῶν δὲ ἐπιτεταγμένων διαφορᾶς οὐκ ὀλίγης οὔσης (τὰ μὲν γὰρ ἐναντίως ἔχει πρὸς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ἤτοι παραφθείροντα αὐτὴν,ἢ μολύνοντα πολλαχῶς ἐπιμιξίᾳ τοῦ κεκωλυμένου· τὰ δὲ συνεμπίπτει τῇ ἐντολ ῇ· τὰ δὲ, κἂν μὴ συνεμπίπτῃ κατὰ τὸ προφανὲς, ἀλλὰ συμβάλλεται, καὶ οἱονεὶ βοήθειά τίς ἐστι τῆς ἐντολῆς), ἀναγκαῖον μεμνῆσθαι τοῦ Ἀποστόλου εἰπόντος· Προφητείας μὴ ἐξουθενεῖτε· πάντα δὲ δοκιμάζοντες, τὸ καλὸν κατέχετε· ἀπὸ παντὸς εἴδους πονηροῦ ἀπέχεσθε· καὶ πάλιν· Λογισμοὺς καθαιροῦντες, καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ. Ὥστε ἂν μέν τι συνεμπῖπτον τῇ ἐντολῇ τοῦ Κυρίου, ἢ συμβαλλόμενον ἐπιταχθῶμεν, ὡς τοῦ Θεοῦ θέλημα σπουδαιότερον καὶ ἐπιμελέστερον καταδέχεσθαι χρὴ, πληροῦντας τὸ εἰρημένον· Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ Χριστο ῦ· ὅταν δέ τι ἐναντίον τῇ τοῦ Κυρίου ἐντολῇ, παραφθεῖρον ἢ μολῦνον αὐτὴν ἐπιταχθῶμεν παρά τινος, καιρὸς εἰπεῖν τότε· Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις · μνημονεύοντας τοῦ Κυρίου λέγοντος· Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ' αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν· καὶ τοῦ Ἀποστόλου τολμήσαντος ὑπὲρ τῆς ἡμετέρας ἀσφαλείας καὶ αὐτῶν καθάψασθαι τῶν ἀγγέλων δι' ὧν φησι· Κἂνἡμεῖς αὐτοὶ, ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν, παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω . Ἐξ ὧν παιδευόμεθα, ὅτι, κἂν πολὺ γνήσιός τις ᾖ, κἂν ὑπερβαλλόντως ἔνδοξος ὁ κωλύων τὸ ὑπὸ τοῦ Κυρίου προστεταγμένον, ἢ προτρέπων ποιεῖν τὸ ὑπ' αὐτοῦ κεκωλυμένον, φευκτὸς ἢ καὶ βδελυκτὸς ὀφείλει εἶναι ἑκάστῳ τῶν ἀγαπώντων τὸν Κύριον. (TLG, Basilius Theol., Asceticon magnum sive Quaestiones (regulae brevius tractatae), Volume 31, page 1160, line 1) Εἴτε οὖν βαρὺς ὁπειρασμός, ἀδελφοί, ὑπομείνωμεν τὰ ἐπίπονα. Οὐδεὶς γὰρ μὴ πληγεὶς ἐν ἀγῶσι μηδὲ κονισάμενος στεφανοῦται. Εἴτε κοῦφα ταῦτα τοῦ διαβόλου τὰ παίγνια καὶ οἱ ἐπιπεμφθέντες ἡμῖν ὀχληροὶ μέν, διότι τοιούτου εἰσὶν ὑπηρέται, εὐκαταφρόνητοι δέ, ὅτι τῇ πονηρίᾳ αὐτῶν ὁ Θεὸς ἀδυναμίαν συνῆψε, φυλαξώμεθα τὴν κατάγνωσιν ὡς ἐπὶ μικροῖς παθήμασι μεγάλα ὀδυρόμενοι. Ἓν γάρ ἐστιν ὀδύνης ἄξιον, ἡ αὐτοῦ ἐκείνου ἀπώλεια τοῦ, τῆς προσκαίρου ἕνεκεν δόξης (εἴπερ οὖν δόξαν χρὴ λέγειν τὸ δημοσίᾳ ἀσχημονεῖν), τῆς αἰωνίας τῶν δικαίων τιμῆς ἑαυτὸν ἀποστερήσαντος. Τέκνα ὁμολογητῶν καὶ τέκνα μαρτύρων ἐστὲ τῶν μέχρις αἵματος ἀντικαταστάντων πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Τοῖς οἰκείοις ἕκαστος χρησάσθω ὑποδείγμασι πρὸς τὴν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἔνστασιν. Οὐδεὶς ὑμῶν πληγαῖς κατεξάνθη, οὐδενὸς οἶκος ἐδημεύθη· οὐ τὴν ὑπερορίαν ᾠκήσαμεν, οὐ δεσμωτήριον ἐγνωρίσαμεν. Τί πεπόνθαμεν δεινόν; Εἰ μὴ τάχα τοῦτο λυπηρὸν ὅτι μηδὲν πεπόνθαμεν μηδὲ ἐνομίσθημεν ἄξιοι τῶν ὑπὲρ Χριστοῦ παθημάτων. Εἰ δὲ ὅτι ὁ δεῖνα τὸν οἶκον κατέχει τῆς προσευχῆς, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ὑπαίθρῳ προσκυνεῖτε τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Δεσπότην, τοῦτο ὑμᾶς ἀνιᾷ, ἐνθυμήθητε ὅτι οἱ μὲν ἕνδεκα μαθηταὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ ἦσαν ἀποκεκλεισμένοι, οἱ δὲ σταυρώσαντες τὸν Κύριον ἐν τῷ περιβοήτῳ ναῷ τὴν Ἰουδαϊκὴν λατρείαν ἐπλήρουν. Ἰούδας γὰρ τὸν δι' ἀγχόνης θάνατον τοῦ μετ' αἰσχύνης ζῆν προτιμήσας ἔδειξε τάχα τῶν νῦν ἀπερυθριασάντων πρὸς πᾶσαν ἀνθρώπων κατάγνωσιν καὶ διὰ τοῦτο ἀναιδῶς πρὸς τὰ αἰσχρὰ διακειμένων ἑαυτὸν αἱρετώτερον. Μόνον μὴ ἐξαπατηθῆτε ταῖς ψευδολογίαις αὐτῶν ἐπαγγελλομένων ὀρθότητα πίστεως. Χριστέμποροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι καὶ οὐ χριστιανοί, τὸ ἀεὶ αὐτοῖς κατὰ τὸν βίον τοῦτον λυσιτελοῦν τοῦ κατ' ἀλήθειαν ζῆν προτιμῶντες. Ὅτε ἐνόμισαν κτᾶσθαι τὴν κενὴν ταύτην ἀρχήν, προσέθεντο τοῖς ἐχθροῖς τοῦ Χριστοῦ· ὅτε εἶδον τοὺς λαοὺς ἀγριαίνοντας, σχηματίζονται πάλιν τὴν ὀρθότητα. Οὐκ οἶδα ἐπίσκοπον μηδὲ ἀριθμήσαιμι ἐν ἱερεῦσι Χριστοῦ τὸν παρὰ τῶν βεβήλων χειρῶν ἐπὶ καταλύσει τῆς πίστεως εἰς προστασίαν προβεβλημένον. Αὕτη ἐστὶν ἡ ἐμὴ κρίσις. Ὑμεῖς δὲ εἴ τινα ἔχετε μεθ' ἡμῶν μερίδα, ταὐτὰ ἡμῖν φρονήσετε δηλονότι· εἰ δὲ ἐφ' ἑαυτῶν βουλεύεσθε, τῆς ἰδίας γνώμης ἕκαστός ἐστι κύριος, ἡμεῖς ἀθῷοι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου. Ταῦτα δὲ ἔγραψα οὐχ ὑμῖν ἀπιστῶν, ἀλλὰ τό τινων ἀμφίβολον στηρίζων ἐκ τοῦ γνωρίσαι τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην, ὡς μὴ προσληφθῆναί τινας εἰς κοινωνίαν μηδὲ τῆς χειρὸς αὐτῶν ἐπιβολὴν δεξαμένους, μετὰ ταῦτα εἰρήνης γενομένης, βιάζεσθαι ἑαυτοὺς ἐναριθμεῖν τῷ ἱερατικῷ πληρώματι. Πάντα τὸν κλῆρον τόν τε κατὰ τὴν πόλιν καὶ τὸν ἐπὶ τῆς παροικίας, μετὰ παντὸς τοῦ λαοῦ τοῦ φοβουμένου τὸν Κύριον, ἀσπαζόμεθα διὰ σοῦ. (TLG, Basilius Theol., Epistulae, Epistle 240, section 2, line 1) (σ.σ. Ο πρωτοπρεσβύτερος και καθηγητής θεολογίας Θεόδωρος Ζήσης σχολιάζει το ανωτέρω απόσπασμα ως εξής: Ο Μ. Βασίλειος, αγωνισθείς σθεναρώς εναντίον των Αρειανών και Πνευματομάχων, και μέλλων παρ’ ολίγον να εισπράξει την οργήν του αυτοκράτορος Ουάλεντος, του υποστηρίζοντος τους Αρειανούς και εξαναγκάσαντος εις υπακοήν όλους τους επισκόπους και τους πατριάρχας, εκφράζεται απαξιωτικά για τους επισκόπους που προδίδουν την πίστη τους, προκειμένου να ασκούν εξουσία και να έχουν άλλα πλεονεκτήματα. Δεν τους θεωρεί καν επισκόπους ως επισκόπους και συνιστά στους κληρικούς της Νικοπόλεως να μην έχουν καμμία κοινωνία με τον φιλαρειανό επίσκοπο Φρόντωνα· τους εξεγείρει ουσιαστικά σε ανυπακοή, στην αγία και θεία ανυπακοή. Τους εφιστά μάλιστα την προσοχή ότι δεν πρέπει να εξαπατηθούν από το ότι εμφανίζονται να έχουν ορθότητα πίστεως. Βλέπε: Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ. 30) ---- Διάλογος Μόδεστου και Μ. Βασιλείου--- { Μόδεστος } Τί σοι, ὦ οὗτος, βούλεται, τοὔνομα προσειπών, οὔπω γὰρ ἐπίσκοπονἠξίου καλεῖν, τὸ κατὰτοσούτου κράτους τολμᾶν, καὶ μόνον τῶνἄλλωνἀπαυθαδιάζεσθαι; { Βασίλειος } Τοῦ χάριν, ὁ γεννάδας φησί, καὶ τίς ἡ ἀπόνοια; Οὔπω γὰρ ἔχω γινώσκειν. { Μόδεστος } Ὅτι μὴ τὰ βασιλέως θρησκεύεις, τῶν ἄλλων ἁπάντων ὑποκλιθέντων καὶ ἡττημένων. { Βασίλειος } Οὐ γὰρ ταῦτα βασιλεὺς ὁ ἐμὸς βούλεται, οὐδὲ κτίσμα τι προσκυνεῖν ἀνέχομαι, Θεοῦ τε κτίσμα τυγχάνων καὶ θεὸς εἶναι κεκελευσμένος. { Μόδεστος } Ἡμεῖς δέ, τί σοι δοκοῦμεν; Ἦ οὐδέν, ταῦτα προστάττοντες; Τί δαί; Οὐμέγα σοι τὸμεθ'ἡμῶν τετάχθαι καὶ κοινωνοὺςἔχεινἡμᾶς; { Βασίλειος } Ὕπαρχοι μέν ὑμεῖς, καὶ τῶν ἐπιφανῶν, οὐκ ἀρνήσομαι, οὔπω δὲ Θεοῦ τιμιώτεροι. Καὶ τὸ κοινωνοὺς ἔχειν, μέγα μέν · πῶς γὰρ οὔ; Πλάσμα Θεοῦ καὶ ὑμεῖς, ἀλλ' ὡσεί τινας ἄλλους τῶν ὑφ' ἡμῖν τεταγμένων· οὐ γὰρ προσώποις τὸν χριστιανισμόν, ἀλλὰ πίστει χαρακτηρίζεσθαι». Τότε δὴ κινηθέντα τὸν ὕπαρχον ζέσαι τε πλέον τῷ θυμῷ καὶ τῆς καθέδραςἐξαναστῆναι καὶτραχυτέροις πρὸς αὐτὸν χρήσασθαι λόγοις. { Μόδεστος } Τί δαί;Οὐ φοβεῖτὴν ἐξουσίαν; { Βασίλειος } Μὴτί γένηται, μὴδὲ τί πάθω; { Μόδεστος } Μή τι τῶν πολλῶνἓνἃτῆς ἐμῆς δυναστείαςἐστίν. { Βασίλειος } Τίνα ταῦτα;γνωριζέσθω γὰρ ἡμῖν. { Μόδεστον } Δήμευσιν,ἐξορίαν, βασάνους, θάνατον. { Βασίλειος } Εἴτι ἄλλο ἀπείλει· τούτων γὰρ οὐδὲνἡμῶν ἅπτεται.» Καὶτὸν εἰπεῖν · { Μόδεστος } Πῶς καὶτίνα τρόπον; { Βασίλειος } Ὅτι τοι, δημεύσει μὲν οὐχ ἁλωτὸς ὁ μηδὲν ἔχων, πλὴν εἰ τούτων χρῄζεις τῶν τρυχίνων μου ῥακίων καὶ βιβλίων ὀλίγων, ἐν οἷς ὁ πᾶς ἐμοὶ βίος· ἐξορίαν δὲ οὐ γινώσκω, ὁ μηδενὶ τόπῳ περιγραπτὸς καὶ μήτε ταύτην ἔχων ἐμὴν ἣν οἰκῶ νῦν, καὶ πᾶσαν ἐμὴν εἰς ἣν ἂν ῥιφ ῶ· μᾶλλον δὲ τοῦ Θεοῦ πᾶσαν, οὗ πάροικος ἐγὼ καὶ παρεπίδημος · αἱ βάσανοι δὲ τί ἂν λάβοιεν, οὐκ ὄντος σώματος; Πλὴν εἰ τὴ ν πρώτην λέγοις πληγήν, ταύτης γὰρ σὺ μόνης κύριος· ὁ δὲ θάνατος εὐεργέτης, καὶ γὰρ θᾶττον πέμψει με πρὸς Θεόν, ᾧ ζῶ καὶ πολιτεύομαι καὶ τῷ πλείστῳ τέθνηκα καὶ πρὸςὃνἐπείγομαι πόρρωθεν. Τούτοις καταπλαγέντα τὸνὕπαρχον· { Mόδεστος } Οὐδείς μέχρι τοῦ νῦν οὕτως ἐμοὶ διείλεκται καὶ μετὰ τοσαύτης τῆς παρρησίας, τὸ ἑαυτοῦπροσθεὶς ὄνομα. { Βασίλειος } Οὐδὲ γὰρ ἐπισκόπῳ ἴσως ἐνέτυχες, ἢ πάντως ἂν τοῦτον διειλέχθη τὸν τρόπον, ὑπὲρ τοιούτων ἀγωνιζόμενος. Τἆλλα μὲν γὰρ ἐπιεικεῖς ἡμεῖς, ὕπαρχε, καὶ παντὸς ἄλλου ταπεινότεροι, τοῦτο τῆς ἐντολῆς κελευούσης, καὶ μὴ ὅτι τοσούτῳ κράτει, ἀλλὰ μηδὲ τῶν τυχόντων ἑνὶ τὴν ὀφρὺν αἴροντες · οὗ δὲ Θεὸς τὸ κ ινδυνευόμενον καὶ προκείμενον, τἆλλα περιφρονοῦντες, πρὸς αὐτὸν μόνον βλέπομεν. (TLG, Gregorius Nazianzenus Theol., Funebris oratio in laudem Basilii Magni Caesareae in Cappadocia episcopi (orat. 43) Chapter 48, section 3, line 1) (σ.σ. Ο πρωτοπρεσβύτερος και καθηγητής θεολογίας Θεόδωρος Ζήσης σχολιάζει τον ανωτέρω διάλογο ως εξής: Αὐτήν τήν ἀδιάλλακτη πρός τήν αἵρεση στάση καί πρός τους ὑποστηρικτάς της ἐκράτησε ὁ Μ. Βασίλειος καί ἐνώπιον τοῦ πλανητάρχου ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, τοῦ αὐτοκράτορος Οὐάλεντος, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τόν ἔπαρχο Μόδεστο νά κάμψει σέ ὑπακοή τόν ἄκαμπτο καί ἀνυποχώρητο ἱεράρχη. Εἶχαν καμφθῆ ὅλοι, πατριάρχες καί ἐπίσκοποι, καί ὁ μόνος ἀνυπάκουος ἦτανὁ Μ. Βασίλειος. Ἀσφαλῶς τά ἴδια θάἔλεγαν καί τότε οἱ πρόθυμοι στίς ὑποχωρήσεις καί στους συμβιβασμούς: Καλά αὐτός μόνο ἔχει ὀρθότητα πίστεως; Ὅλοι οἱ ἄλλοι πλανῶνται; Βλέπε: Πρωτοπρεσβύτερου Θεοδώρου Ζήση, ό.π., σ. 32) Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος Το έτος 379 αποστέλλεται ο Άγιος Γρηγόριος προς στήριξη των ελαχίστων ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως(επί αρειανισμού). Ο ίδιος περιγράφει την απελπιστική κατάσταση: τούτο το ποίμνιο ήταν κάποτε μικρό και ατελές, όσον αφορά τα φαινόμενα. Στη πραγματικότητα δεν ήταν καν ποίμνιο, αλλά μόνο μικρό ίχνος ή λείψανο ποιμνίου, ακατάστατο, άνευ επισκόπου, απερίφρακτο. Δεν είχε κατάλληλο τόπο για ’’βοσκή’’ ούτε μάνδρα να το περικλείει, και γι’ αυτό περιφερόταν ’’ἐν ὄρεσι και σπηλαίοις και ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς’’(Ἑβρ.ια’,38).Τα μέλη του ήταν διεσπαρμένα και ριγμένα άλλα εδώ και άλλα εκεί και όπως εύρισκαν το καθένα στεγάζονταν, έβοσκαν και κέρδιζαν την σωτηρία τους με πολλή δυσκολία. (Συντακτήριος, κεφ.’ ,P.G.36,460A) Ο ιερός Δοσίθεος συμπληρώνει: ἐπειδή οὐκ εῖχον οἱ ὀρθόδοξοι κἄν μίαν Ἐκκλησίαν(σ.σ. ήταν όλες των αρειανών), αὐτός(ο Γρηγόριος) μετέφερεν οἰκίαν τινά εἰς εὐκτήριον, ὅν ὠνόμασε Ἀναστασίαν… Ὅσους δε κόπους και ἀγῶναςἐποίησε διά την εὐσέβειαν τις ἱκανός αὐτούς εἰπεῖν ἤ γράψαι; Ἀρκεῖ ὁ κοινός ἀδόμενος λόγος, ὅτι χιλίας Ἐκκλησίας ηὑρεν Ἀρειανῶν, και μήτε μίαν Ὁρθόδοξον, και μετά την παραίτησιν αὐτοῦ(το 381) ἠσαν χίλιαι και μία των Χριστιανῶν, και οὐδεμία τῶν Ἀρειανῶν. (Δωδεκάβιβλος, βιβλίο γ’, κεφ. β’, σελ. 15 )
Ιστορικές Πηγές διά τήν Αποτείχισιν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου