Η έσχατη βία· ο θάνατος! --- Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Κορναράκης

Η δαιμονική βία, στην προσπάθειά της να περάσει στο πνεύμα του αδαμικού ζεύγους, ως εξαιρετικά συμφέρουσα, την ιδέα της παραβάσεως της εντολής του Θεού, διαβεβαίωσε το ζεύγος αυτό, απατηλά και υποκριτικά, ότι, τρώγοντας από τον καρπό τού απαγορευμένου δένδρου, δεν επρόκειτο, σε καμμιά περίπτωση, να πραγματοποιηθεί αυτό που ο Θεός τους είχε προαναγγείλει, ότι δηλ. θα πεθάνουν·

 «Ου θανάτω αποθανείσθε»! Διαβεβαίωσε η βία αυτή το αδαμικό ζεύγος!

 Ο Θεός πράγματι είχε προαναγγείλει και είχε ξεκαθαρίσει τήν πορεία των πραγμάτων στην περίπτωση, που το αδαμικό ζεύγος θα διάλεγε ως τρόπο υπαρξιακής του καταξιώσεως την αθέτηση της εντολής του· «ή δ’ αν ημέρα φάγητε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε» .

 Ο διάβολος, ενεργώντας αντίθετα προς την διαβεβαίωση αυτή του Θεού, έπεισε τον Αδάμ και την Εύα, ότι δεν πρόκειται να πεθάνουν, εάν επιλέξουν τη βρώση τού απαγορευμένου καρπού ως πλήρωση και ικανοποίηση της προσωπικής τους επιθυμίας να γίνουν θεοί εδώ και τώρα!

 «Ου θανάτω αποθανείσθε!» Δεν θα πεθάνετε!

 Όμως ήδη, η πρώτη εμπειρία του πρώτου ανθρωπίνου ζεύγους, αμέσως μετά την παράβαση της εντολής του Θεού, ήταν εμπειρία θανάτου!

 Η τρομακτική εμπειρία της γυμνότητας του εαυτού, από τα πνευματικά προσόντα και χαρίσματα του «κατ’ εικόνα», ήταν πράγματι εμπειρία θανάτου. Ήταν μια πικρή γεύση νεκρώσεως!

 Έτσι όλη η ύπαρξη του ανθρώπου, ο συνολικός εαυτός του, πέρασε στην αμετάκλητη βία του θανάτου, καθηλώθηκε πλέον αμετακίνητα «εν χώρα και σκιά θανάτου». Από την πρώτη στιγμή της παραβάσεως της εντολής του Θεού ενεπλάκη ο αδαμικός άνθρωπος στα αλύτρωτα δεσμά της εσχάτης βίας, της κυριαρχίας του κράτους του θανάτου!

 Η δαιμονική βία, σφραγίζοντας με το θάνατο την απόλυτη εξουσία της πάνω στο ανθρώπινο πρόσωπο, το καθήλωνε πλέον στην καταδίκη του πνευματικού αλλά και του σωματικού θανάτου.

 Αλλά και στην περίπτωση αυτή παγίδευσε την αυτοσυνειδησία τού ανθρώπου σε μια καταστροφική, για την ύπαρξή του και μάλιστα για το αιώνιο μέλλον του, αντίδραση κατά τού γεγονότος τού θανάτου: αντέστρεψε (“μετατίμησε”) στο πνεύμα του το μέγεθος της αξίας των δύο συστατικών του στοιχείων της ψυχής και του σώματος!

 Σύμφωνα με τον θεογενή χαρακτήρα του ανθρωπίνου προσώπου, η υψίστη υπαρξιακή καταξίωσή του ήταν η προετοιμασθείσα από την αγάπη του Θεού θέωσή του, η κατάκτηση και πραγματοποίηση του «καθ’ ομοίωσιν!»

 Εξάλλου κατά την ιεράρχηση των δύο βασικών συστατικών στοιχείων του προσώπου αυτού, από τη θεία σοφία και αγάπη, το χοϊκό-υλικό στοιχείο ακολουθούσε σε αξία και τιμή το πρώτιστο, το πνευματικό στοιχείο. Το «κατ’ εικόνα», δηλ. η πνευματική, θεόκτιστη φύση του ανθρώπου, ήταν εκείνη που επρόκειτο να προχωρήσει στο δρόμο της θεώσεως (πάντοτε βέβαια στην πρέπουσα θεωτική σχέση της με την χοϊκή-σωματική φύση του ανθρωπίνου προσώπου) και να υψωθεί στην κατά χάρη ομοιότητά της με τη θεία εικόνα, την εικόνα τού Θεού.

 Επομένως ο άνθρωπος, πορευόμενος το δρόμο της θεώσεως, θα έπρεπε να προσανατολίζεται προς τον τελικό σκοπό δυνάμει της πνευματικής του αυτοσυνειδησίας. Θα έπρεπε να έχει σαφή επίγνωση, ότι το πρώτιστο και κυριώτερο υπαρξιακό του κεφάλαιο ήταν το πνεύμα του (η ψυχή του) και ότι όλη του η ζωή, κάθε σκέψη του και επιθυμία του, κάθε προσδοκία και προσωπική του χαρά και ευτυχία, θα έπρεπε να προσανατολίζεται προς τα άνω, προς το στόχο και το σκοπό της θεώσεως!

 Αλλά η δαιμονική βία, από την πρώτη στιγμή της κυριαρχίας της στο ανθρώπινο πρόσωπο, το παγίδευσε στη βίαιη αξιολογική αντιστροφή των συστατικών του στοιχείων, καθιστώντας το πρόσωπο αυτό εξαιρετικά ευαίσθητο στη χοϊκή του εξάρτηση (στο σώμα του) αλλά σχεδόν … αδιάφορο (στην πλειονότητα των ανθρώπων) για την πνευματική (ψυχική) του υπόσταση και αυτοσυνειδησία!

Έτσι οι πιό πολλοί άνθρωποι είναι απόλυτα σχεδόν ταυτισμένοι με το σώμα τους και θεωρούν τη ζωή του σώματος πιό σημαντική, πιό σπουδαία και πιό ζωτική, απ’ οτιδήποτε άλλο στον… κόσμο!

 “Υγεία να έχουμε, πρώτα-πρώτα υγεία, και έχει… ο Θεός”!

 Είναι μια φραστική ένδειξη, η επιθυμία ή η επιδίωξη αυτή, της προσκολλήσεως, ακόμη και πολλών καλών χριστιανών, στην απόλυτη εγκόσμια αξία του σώματος. Αλλά όπου μια τέτοια νοοτροπία έχει πράγματι μια απολυτότητα, που εγκλωβίζει το ανθρώπινο πρόσωπο αποκλειστικά στην τραγικότητα του φυσικού θανάτου, λανθάνει ή υποδηλώνεται η ιδέα (και άρα η βασική υπαρξιακή τοποθέτηση), ότι ο άνθρωπος ζει και υπάρχει, όσο το σώμα του είναι ζωντανό! Άμα πεθάνει… πέθανε!

 Το “μάθημα” αυτό το έχει φυτέψει στο πνεύμα τού παραβάτη της εντολής του Θεού η δαιμονική βία, επειδή το μάθημα αυτό τη βολεύει να ασκεί αποτελεσματικώτερα το βιασμό του ανθρώπου στην αδιαφορία του και την αμέλειά του για τη σωτηρία του.

Ένα τέτοιο μάθημα, μια τέτοια δηλ. βίαιη δαιμονική υποβολή στο ανθρώπινο πρόσωπο, το εγκλωβίζει δραστικώτερα στη χοϊκή του υπόσταση και του “μπλοκάρει” την έξοδο από τη χοϊκότητα στην αιωνιότητα. Από την φθαρτότητα στην αφθαρσία!

Όταν όλο το άγχος και όλη η αγωνία του ανθρώπου προσανατολίζεται στο κρίσιμο γεγονός, του σωματικού θανάτου, είναι εκείνος πρόθυμος να πουλήσει ακόμη και την… ψυχή του για να σώσει το σώμα του! Κι’ αυτό το γεγονός δείχνει, αλήθεια, ότι έχει πεθάνει, πριν… πεθάνει!

Οπωσδήποτε, βέβαια, είναι γεγονός, ότι ο άνθρωπος, από μια άλλη άποψη, δεν πεθαίνει μια μόνο φορά ή σε μια μόνο στιγμή. Πριν από την τελεσίδικη, για τη σωματική του ζωή, στιγμή, “πεθαίνει” πολλές φορές με την έννοια της ψυχικής του ταλαιπωρίας και εξουθενώσεως στους βασανισμούς, τα προβλήματα και τις λοιπές εμπειρίες “θανάτου”, που η πικρή καθημερινότητα του προσφέρει.

Αυτό σημαίνει ότι η βία του θανάτου, στην κυριαρχία της οποίας είναι παγιδευμένος ο άνθρωπος, βιώνεται από τον τελευταίο σε ποικίλες ποιότητες και καταστάσεις βασανισμού και ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας, σε διάφορες (όχι λίγες) βαθμίδες και μορφές απωλείας αντοχής και εξαντλητικής υπομονής, σε βιωματικές καταστάσεις, που δεν αποτελούν παρά εμπειρίες και γεύσεις μιας θανάσιμης και πικρής βίας, αφού οι βασανισμοί και οι ταλαιπωρίες αυτές είναι αθέλητες και απαράδεκτες από το ανθρώπινο πρόσωπο.

 Ίσως θα μπορούσε κανείς να επισημάνει στο σημείο τούτο δύο σημαντικές εμπειρίες ψυχικού βασανισμού και ψυχικής ταλαιπωρίας, που αποτελούν ποιότητες θανάτου και σχετίζονται πάντα με τη φυσική φθορά του ανθρωπίνου ψυχοσωματικού οργανισμού.

 Πρόκειται για την ασθένεια και την προοδευτική παρακμή του σωματικού ιδιαίτερα οργανισμού του ανθρώπου.

 Η ασθένεια γενικά αλλά και η βαθμιαία σωματική εξασθένιση και γήρανση του σώματος του ανθρώπου, ως ποιότητες αργού αλλά σίγουρου θανάτου, είναι συγχρόνως ποιότητες βίας, αφού στις εμπειρίες αυτές το βαθύτερο, συνειδητό ή λανθάνον βιωματικό στοιχείο είναι, συνήθως, το αθέλητο και το απαράδεκτο.

 Η ασθένεια του σώματος και της ψυχής, ως γεγονός καθ’ εαυτό, αποτελεί μια ιδιότυπη και ιδιόμορφη παρουσία και δραστηριότητα της βίας πάνω στο ανθρώπινο πρόσωπο. Οι αρνητικές υπαρξιακές απηχήσεις της ασθενείας γενικά (αλλά και ιδιαίτερα εκείνης, που καταργεί μ’ οποιοδήποτε τρόπο, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, την ελεύθερη και ανεμπόδιστη φυσιολογική λειτουργία του ψυχοσωματικού οργανισμού) στο πνεύμα του ανθρώπου, του δίνουν μια ξεχωριστή πληροφορία και εμπειρία για την εμπλοκή του στην αδυναμία του να είναι αυτό, που θα μπορούσε να είναι, δηλ. ένας άνθρωπος υγιής, ακμαίος και ικανός για κάθε τρόπο και μορφή φυσιολογικής ζωής.

Έτσι κάθε ασθενής εμπλέκεται συχνά αναπόφευκτα στην εμπειρία της υπαρξιακής μειονεξίας και άρα στην εμπειρία του τραυματισμού και, γιατί όχι, κάποιες φορές, του θανάτου της ιδεατής (πλασματικής) του εικόνος.

 Κάθε ασθενής, και ιδιαίτερα ο χρόνιος, δεν ζει τον υπαρξιακό του προβληματισμό αποκλειστικά “καθ’ εαυτόν”, όσο κι’ αν φαίνεται, πολλές φορές, ότι είναι κλεισμένος στον εαυτό του και συμβιβασμένος με τη μοίρα του. Οι αναπόφευκτες διαπροσωπικές σχέσεις και προσεγγίσεις συντηρούν συχνά μια ακοίμητη σύγκριση με κάθε υγιές άτομο, η οποία συνειδητοποιεί στο πνεύμα του (και άρα οξύνει) το πρόβλημα του είδους και του ύψους της αξίας της προσωπικής του εικόνος. Το βαθύτερο τραύμα της εμπειρίας αυτής είναι πράγματι τραύμα θανάτου και βίας, πάνω στο ανθρώπινο πρόσωπο, αφού ούτε ιδεατή εικόνα φαίνεται να μη δικαιούται να συντηρεί, ως προσωπική παρηγοριά και στήριγμα ζωής!

Αλλά και η εμπειρία της φθοράς και της σωματικής και πνευματικής παρακμής και εξασθενίσεως και γηράνσεως βιώνεται συνήθως, από το ανθρώπινο πρόσωπο, ως καταπίεση και υπαρξιακή αντίφαση στον εσώτερο μυστικό και ακατασίγαστο πόθο του ανθρώπου για ζωή, νεότητα και ψυχοσωματική ακμαιότητα!

 Η φθορά, η βαθμιαία γήρανση του σωματικού οργανισμού του ανθρώπου και κάθε σχετική εμπειρία και κάθε σημάδι παρακμής του οργανισμού αυτού αντιφάσκει στη δυνατότητα του ανθρώπου να βλέπει μακρύτερα από τη χοϊκότητα και τους υλικούς περιορισμούς της επίγειας θητείας του.

 Ανεξάρτητα από κάθε τοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στο πρόβλημα γενικά, της υπάρξεως ή μη, συνεχείας της ζωής και πέρα του τάφου, η αυθόρμητη (ενστικτώδης) ενορατική λειτουργία του πνεύματός του, με όση δυνατότητα ελευθερίας διαθέτει, προεκτείνεται πέρα των ορίων της φθοράς και της παρακμής, “πέρα των ορίων” της ρυτίδος και της γηράνσεως. Κι’ αυτό ακριβώς το γεγονός βιώνεται επίσης ως μία βίαιη αιχμαλωσία και παγίδευση του ανθρώπου στους αμετάκλητους νόμους της φθοράς και της παρακμής, των “έξοδίων” αυτών μηνυμάτων ή φάσεων της ανθρωπινής υπάρξεως!

 Στην περίπτωση πάντως, που η ζωή ενός ανθρώπου συνεχίζεται παρατεινομένη σ’ ένα σχετικά μεγάλο αριθμό δεκαετιών, συνοδεύεται οπωσδήποτε και συντροφεύεται από κάθε είδους εμπειρία φθοράς και παρακμής.

Έτσι ο προχωρημένος στα χρόνια άνθρωπος, με την επίγνωση ότι κάνει σίγουρα πια βήματα προς την τελική, από τη ζωή, έξοδο, το θάνατο, έχει συγχρόνως την αίσθηση, ότι εγκαταλείπει αυτή τη ζωή χωρίς τη βούλησή του, χωρίς τη δική του επιλογή.

Αλλά και στην περίπτωση, που, η έξοδος αυτή, μπορεί να ανταποκρίνεται στην επιθυμία του ή να είναι της δικής του επιλογής, μια τέτοια επιθυμία και μια τέτοια επιλογή, μόνο στην άσκηση βίας στην υπαρξιακή του αυτοσυνειδησία μπορεί να οφείλεται. Όταν ο θάνατος είναι επιθυμητός γιατί θα φέρει τη λύτρωση, φαίνεται πολύ καθαρά, ότι, και στην περίπτωση αυτή, η βία έχει κάνει το “χρέος” της με ανελέητη επιμονή!

Αυτό σημαίνει, ότι, ούτως ή άλλως, δηλ. σε κάθε περίπτωση εξόδου ενός άνθρωπου από τη ζωή, η βία επισφραγίζει το καταστροφικό της έργο, πάνω στο ανθρώπινο πρόσωπο, με την έσχατη δύναμη της, το θάνατο!

“Έσχατη μορφή βίας ο θάνατος”!

Είτε πρόωρος, είτε αιφνίδιος, είτε αργοπορημένος· είτε εμφανώς βίαιος, είτε ειρηνικός, ο θάνατος είναι ο τελευταίος πιστότατος υπηρέτης και εργάτης της βίας, που κλείνει τον μικρό ή μεγάλο κύκλο της ατομικής ανθρώπινης ζωής.

Εκείνος έχει τον τελευταίο λόγο…! Τον τελευταίο βίαιο

 λόγο!

“Όντως φοβερώτατον το του θανάτου μυστήριον! Πώς η ψυχή εκ του σώματος βιαίως χωρίζεται εκ της αρμονίας και της συμφυΐας, ο φυσικώτατος δεσμός, θείω βουλήματι αποτέμνεται…”!

“Όίμοί, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος”! “Μέγας κλαυθμός και οδυρμός, μέγας στεναγμός και ανάγκη ο χωρισμός της ψυχής”.

Δεν υπάρχουν σχόλια: