ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΑΣ.

ΟΤΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΕΥΕΡΓΕΤΑΙ ΙΔΙΚΟΙ ΜΑΣ ΕΞΑΙΡΕΤΟΙ, ΚΑΙ ΟΤΙ ΑΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΕΥΡΕΘΩΣΙΝ ΑΛΛΟΙ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΙ.    

Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται· και ο εμέ δεχόμενος, δέχεται τον αποστείλαντά με (Ματθ. ι: 40).                     

Παράδοξον πράγμα ήθελε φανή και ματαιοπονία φανερά, ο αμαθής να επιμελήται τάχα, δια να εγκωμιάση μέσα εις τον ιδικόν του πτωχικόν αγρόν ένα, τον οποίον ενεκωμίασαν όλοι οι σοφοί μέσα εις Ακαδημίας και θέατρα. Ο δούλος να ζητή, πως να εύρη τρόπους δια να φανή ότι δοξάζει τον ιδικόν του βασιλέα και να τιμά μέσα εις την ιδικήν του πολλά ταπεινήν δουλείαν εκείνον τον οποίον εδόξασεν η φήμη με τόσας νίκας των εχθρών εις τα τετραπέρατα της γης και εις τους ουρανούς με την μαρτυρίαν των επαινετών και βασιλικών του έργων. Το ίδιον παράδοξον, η αυτή ματαιοπονία ήθελεν είπει άλλος, ότι ακολουθεί εις εκείνον, όστις προσπαθεί δια να εγκωμιάση και δια να δοξάση τον χορόν των Αγίων, λέγων ούτω· «Τι φαντάζεσαι να πράξης, συ δούλε ταπεινέ και πτωχότατε άνθρωπε; Να δοξάσης εκείνους τους οποίους εστεφάνωσεν η Αγία Τριάς εις τους ουρανούς; Να τιμήσης τάχα με λόγους εκείνους τους οποίους ετίμησεν ο Βασιλεύς των αιώνων δια να τους έχη όχι μόνον φίλους, αλλά και αδελφούς; Εκείνους φαντάζεσαι να τιμήσης, τους οποίους άμα εχωρίσθησαν από τούτο το θνητόν σώμα, Άγγελοι προϋπήντησαν, Αρχάγγελοι περιεκύκλωσαν, και όλαι αι Άγιαι Δυνάμεις των ουρανών, πανταχόθεν συντρέξασαι, άλλος επαινεί τα τραύματα αυτών, άλλος δοξάζει την μεγαλοψυχίαν, άλλος υμνεί την ανδρείαν και απλώς ειπείν όλοι με μεγάλας ευφημίας, και τοιαύτας δοξολογίας δεξιωθέντες τους Αγίους τους έφερον μέχρι του Δεσποτικού θρόνου και τοιούτους φαντάζεσαι συ, ο σκώληξ της γης, ο δούλος των παθών να τιμήσης;

Εκείνους των οποίων η κατοικία είναι ο ουρανός, η τρυφή ο Θεός, το έργον η προς Αυτόν υμνωδία, τα ενδύματα, το φως και η λαμπρότης της τρισηλίου Θεότητος, οι στέφανοι οι αμαράντινοι και με πολλούς και διαφόρους πολυτίμους λίθους των αρετών εστολισμένοι, αυτούς φαντάζεσαι να τιμήσης με λόγους, των οποίων ελπίς μόνη είναι ο Κύριος, η χαρά άπειρος, η ειρήνη χωρίς πόλεμον, η ευφροσύνη χωρίς λύπην, το φως άμικτον σκότους, η ζωή χωρίς κίνδυνον θανάτου, η νεότης χωρίς φόβον του γήρατος, παν αγαθόν χωρίς να έχη τι κακόν; Τούτους λοιπόν φαντάζεσαι συ, άνθρωπε, τάχα, δια να τιμήσης μέσα από την γην με λόγους ψιλούς, εκείνους τους Αγίους τους οποίους εδόξασεν ο Θεός με πράγματα αληθινά εις τους ουρανούς; Εκεί όπου ο αναλλοίωτος Θεός εδόξασε τους φίλους Του με μίαν αναλλοίωτον χαράν, ο αθάνατος με τα αθάνατα πλούτη, ο τέλειος με την τελείαν μακαριότητα, ο όντως πλούσιος και ανενδεής Θεός, με κάθε είδος ανέσεως και τρυφής επλούτισε τους Αγίους του; Και λοιπόν δεν ήθελε φανή ματαιοπονία το έργον σου; Και μάλιστα όταν ακούσης και αυτούς τους ιδίους, οι οποίοι όντες ευχαριστημένοι εις εκείνα τα οποία τους ηξίωσεν ο ουράνιος Πατήρ, λέγουσιν: «Ευχαριστούντες τω Θεώ και Πατρί, τω ικανώσαντι ημάς εις την μερίδα του κλήρου των Αγίων εν τω φωτί, ος ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την Βασιλείαν του Υιού της αγάπης Αυτού» (Κολ. α: 12 – 13). Ποίους άλλους λόγους ζητείς, άνθρωπε, δια να γνωρίσης την δόξαν, την τιμήν, τον πλούτον, την χάριν, όπου ηξιώθησαν απλώς πάντες οι Άγιοι εκ Θεού, τους οποίους εορτάζει σήμερον η Εκκλησία του Θεού; Ουδένα λόγον χρειαζόμεθα, λέγω εγώ, αλλά βέβαιοι είμεθα, ότι οι Άγιοι δεν έχουν ουδεμίαν ανάγκην από ημάς, αλλά ημείς από εκείνους, επειδή τους έχομεν πρέσβεις και μεσίτας της ημετέρας σωτηρίας. Δεν είναι λοιπόν ματαιοπονία, ούτε παράδοξον να δοξάση τις με ό,τι δύναται και να ευχαριστή, με οιουσδήποτε λόγους δύναται, τον ιδικόν του ευεργέτην και τούτο δια να γίνη φανερόν, ότι οι Άγιοι είναι ευεργέται ημών εξαίρετοι, τόσον ώστε δεν είναι τρόπος να ευρεθώσιν άλλοι μεγαλύτεροι, δεν θέλω χρειασθή πολλούς λόγους δια να δώσω εις σε αφορμήν να το καταλάβης, μόνον αν μοι χαρίσης μίαν ατάραχον προσοχήν. Πολλά και διάφορα είναι τα είδη των ευεργεσιών, τα οποία άλλα μεν συμβάλλουσιν εις την σωματικήν κυβέρνησιν, άλλα δε εις την της ψυχής, άλλα είναι πρόσκαιρα και άλλα είναι αθάνατα, άλλα ελευθερώνουσι τον άνθρωπον από κίνδυνον κολάσεως προσωρινής και άλλα παντοτεινής. Και λοιπόν είναι φανερόν από την διαφοράν της ευεργεσίας να έχωσι και το διάφορον οι φίλοι και την υπεροχήν οι ευεργέται εκείνοι, οίτινες μας ευεργετούσιν εις το κάλιστον μέρος του ανθρώπου, όπερ είναι η ψυχή να είναι πρώτοι και εξαίρετοι, από τους οποίους είναι και οι Άγιοι, επειδή αυτοί μας ευηργέτησαν και μας ευεργετούσι καθ’ εκάστην, όχι μόνον εις εκείνα άτινα συμβάλλουσιν εις την κυβέρνησιν του σώματος, αλλά και εις τα αθάνατα, και βλέπε εις το σημερινόν Ευαγγέλιον. Φωνάζει ο Υιός του Θεού, αποβλέπων εις την ανθρωπίνην φύσιν, ο πλάστης εις τα πλάσματα, ο ελευθερωτής εις τους ελευθερωμένους· «Ος ου λαμβάνει τον σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ουκ έστι μου άξιος» (Ματθ. ια: 38). Ποίος πιστεύει ότι Αυτός, όστις φωνάζει, είναι πλούσιος και όμως δεν ακολουθεί Αυτόν, αλλά τον πτωχόν; Τις απ’ εκείνους, οίτινες τον ομολογούσι ότι είναι μονάρχης του παντός, καταφρονεί την ιδικήν του φιλίαν; Τις απ’ εκείνους οίτινες δεν αρνούνται ότι Αυτός είναι κριτής ζώντων και νεκρών, αποστρέφεται τους νόμους τοιούτου Κριτού; Τις απ’ εκείνους οίτινες δεν αρνούνται, ότι Αυτός όστις μας προσκαλεί να τον ακολουθήσωμεν, δεν μας θέλει δι’ άλλο, ειμή δια να μας δοξάση; Όχι δια να του δώσωμεν, αλλά δια να μας δώση, όχι δια να τον συντροφεύσωμεν, αλλά δια να μας συντροφεύση, όχι δια να τον δοξάσωμεν, αλλά δια να μας δοξάση, όχι δια να αυξήση την βασιλείαν του, αλλά δια να μας την μοιράση, όχι δια να λάβη από την κληρονομίαν μας, αλλά δια να μας δώση από την ιδικήν Του, όχι δια να φανή προς τον Πατέρα Του ότι έχει πολλούς δούλους, αλλά ότι απέκτησε πολλούς αδελφούς. Αλλά δια τι να λέγω περισσότερα· ποίος το πιστεύει ότι ο Υιός του Θεού μάς προσκαλεί να τον ακολουθήσωμεν δια να μας κάμη υιούς του Θεού και δεν τον ακολουθεί; Όλοι το πιστεύομεν, όλοι το ομολογούμεν ότι με τοιούτον σκοπόν μάς προσκαλεί ο Υιός του Θεού, δια τοιαύτας ευεργεσίας μάς κράζει και όμως ολίγοι τινές τον ακολουθούσι και τούτο τι άλλο μας αποδεικνύει, εις ποίαν καταδίκην μάς ρίπτει; Εις πολλά· και πρώτον ότι είμεθα άπιστοι, ότι με το στόμα μόνον πιστεύομεν και όχι με τα έργα. Διότι εκείνο το οποίον πιστεύει τις και το δεικνύει και με τα έργα, τότε λέγεται αληθώς ότι το πιστεύει και το αγαπά· δεύτερον αύτη η παρακοή μας ρίπτει εις το όνειδος της αγνωσίας, επειδή ως άλογα ζώα, μη δυνάμενοι να διακρίνωμεν την ευεργεσίαν και τους θησαυρούς τους οποίους δύναται να μας δώση η ακολούθησις Αυτού του Χριστού, αφήνομεν Αυτόν και ακολουθούμεν τα ιδικά μας θελήματα, ακόμη και του εχθρού μας διαβόλου. Τρίτον μας αποδεικνύει αύτη η παακοή ότι είμεθα ζώα αχάριστα και ακόμη γυμνοί από την ανδρείαν και μεγαλοψυχίαν, την οποίαν ομολογούμεν ότι χαρίζει το Πνεύμα το Άγιον εις το μυστήριον της υιοθεσίας. Ο πανάγαθος Θεός παρακινηθείς από τα ιδικά Του φιλάνθρωπα σπλάγχνα εποίησεν ημάς πλάσιν διαφέρουσαν από τα άλλα κτίσματα. Εστόλισεν ημάς με την ιδικήν Του εικόνα, καταστήσας βασιλείς επάνω εις όλα Αυτού τα ποιήματα. Εστόλισεν ημάς με σοφίαν ασυγκρίτως υπερτέραν των υπέρ γην κτισμάτων, με ανάπλασιν και ανανέωσιν και όμως δεν ηθελήσαμεν να δώσωμεν Αυτώ την πρέπουσαν ευχαριστίαν, να έχη Αυτός προτίμησιν πλησίον εις ημάς από τα ιδικά μας θελήματα, από τον εχθρόν μας διάβολον. Και όμως ημείς περισσότερον ακολουθούμεν εις τούτον, παρά εις Εκείνον. Ο περισσότερος χρόνος της ζωής μας εξοδεύεται δι’ ευχαρίστησιν εκείνου όστις πολεμεί την ψυχήν μας, παρά δια τον Θεόν Όστις μας υπερασπίζει και μας εχάρισε την ψυχήν. Από ταύτην την αχαριστίαν δύναται να ευρεθή άλλη πλέον χειροτέρα; Ελέγχει ημάς ως ανάνδρους αύτη η παρακοή, επειδή αν και γνωρίζομεν τα δίκαια, άπερ έχει Αυτός όστις μας προσκαλεί να τον ακολουθήσωμεν, αν και το πιστεύομεν ότι δια μεγάλον ιδικόν μας καλόν μάς προσκαλεί να τον ακολουθήσωμεν, πλην δεν έχομεν δύναμιν, δεν έχομεν ανδρείαν να αντιπαλαίσωμεν εκείνον, όστις μας σύρει εις το εναντίον. Λοιπόν ερωτάς, από το βάραθρον της απιστίας, από την καταδίκην της αγνωσίας, από το όνειδος της αχαριστίας, από την καταισχύνην της ανανδρείας ταύτης, ποίος μας ηλευθέρωσεν; Αυτοί οι εορταζόμενοι σήμερον Άγιοι, αυτοί οι από το γένος το ιδικόν μας κοινοί προστάται και υπερασπισταί της ανθρωπίνης τιμής και δόξης, ήκουσαν με όλην την ψυχήν και καρδίαν Αυτόν όστις φωνάζει σήμερον να τον ακολουθήσωμεν και τον ηκολούθησαν. Και αν ημείς λοιπόν δεν ηδυνήθημεν να αρνηθώμεν εκείνα τα οποία προστάζει Αυτός όστις μας προσκαλεί, ιδού όπου τα ηρνήθησαν αυτοί και λοιπόν δεν έχει τόσον παράπονον ο Υιός του Θεού να ελέγξη την ανθρώπινον φύσιν, ότι εστάθη όλη άπιστος εις Αυτόν. Διότι ιδού όπου ευρέθησαν άνδρες να καταφρονήσωσι τα βλεπόμενα και να πιστεύσωσιν εις τα μη βλεπόμενα, να αρνηθώσι τον σαρκικόν πατέρα και μητέρα, προκρίναντες τον όντως Πατέρα και Πλάστην. Δεν έχει παράπονον να κατηγορήση ημάς ως παντελώς αχαρίστους, ότι δεν του έδειξαν ούτε και μικράν τινα ευχαριστίαν εις τα τόσα καλά τα οποία εχάρισεν εις ημάς, διότι ιδού όπου ευρέθησαν άνδρες από την Εκκλησίαν την ιδικήν μας να δώσωσι την ζωήν εις θάνατον, δι΄Εκείνον όστις εδοκίμασε το πικρόν ποτήριον του θανάτου δι’ ημάς, να χύσωσι το αίμα δι’ αγάπην Εκείνου, όστις έχυσε το Πανάγιόν Του Αίμα εις εξαγοράν της ιδικής μας σωτηρίας, να αφήσωσι πλούτη και δόξας κοσμικάς δι’ Εκείνον όστις μας έταξε τα ουράνια και αιώνια. Ιδού όπου υπήρξαν από ημάς μεγαλόψυχοι και γενναίοι άνδρες, να μαρτυρήσωσι Θεόν, εκείνον όστις κατεδέχθη και ηθέλησε να κάμη και να ομολογήση ημάς αδελφούς. Ω ευεργετικώτατοι φίλοι! Και πως λοιπόν να μη προσκυνώμεν; Πως να μη τιμώμεν; Πως να μη δοξάζωμεν τα ονόματα και την μνήμην και τας Εικόνας και τους Ναούς τοιούτων φίλων, υπερασπιστών, οίτινες μας ηλευθέρωσαν από όσα απηρίθμησα ανωτέρω και ακόμη και από άλλα περισσότερα και μεγαλύτερα και να χαρίσουν εις ημάς τόσα αγαθά; Ακούομεν από τας Ιεράς Γραφάς ότι περισσότερον από όλους τους ανθρώπους εκείνου του παλαιού καιρού προετίμησεν ο Θεός το γένος του Ισραήλ και ηγάπησε και ετίμησε και εδόξασεν αυτό με νίκας πολλάς κατά των εχθρών των, με πλούτη σωματικά και ψυχικά και εις τας ερήμους και εις τας πόλεις και εν νυκτί και εν ημέρα. Στύλος πυρός δια να τους φωτίζη την νύκτα νεφέλη δια να τους σκεπάζη την ημέραν. Ακοπίαστος τροφή εις αυτούς το ουράνιον μάννα, προφητικά χαρίσματα εις αυτούς, νόμοι θεόγραφοι και άλλα σημεία της διαφορετικής αγάπης, πολλά και διάφορα εις αυτούς τους Εβραίους. Άρα λοιπόν όλοι αυτοί τόσον ήσαν εξαίρετοι; Τόσον ήσαν Άγιοι; Τόσον ήσαν καθαροί από ειδωλολατρίας; Τόσα δε πολλά αμαρτήματα είχον τα έθνη, δια τα οποία και απεστράφη εκείνους ο Θεός και προετίμησεν αυτούς; Όχι, δεν ήσαν όλοι, αλλά πολύ ολίγοι, οι Πατριάρχαι Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ· και εις τον καιρόν της ελευθερίας από την Αίγυπτον Μωϋσής και άλλοι πολύ ολίγοι. Και όμως δι’ αγάπην αυτών των ολίγων ηυλόγησεν ο Θεός, εδόξασεν, ετίμησε τους πολλούς, δια να μάθης συ ότι εκ του μέρους δοξάζει ο Θεός το όλον και ούτω να γνωρίζης, ότι έχεις χρέος απαραίτητον να τιμάς και να δοξάζης όλον τον χορόν των Αγίων και ως φίλους του Θεού και ως ευεργέτας ιδικούς σου, ως θεμέλια της ιδικής σου ζωής και με τας μεσιτείας και πρεσβείας, τας οποίας καθ’ εκάστην προσφέρουσιν εις τον Θεόν, δια σε, άνθρωπε, καθώς ο της θεολογίας επώνυμος εις τον ιθ΄ λόγον μαρτυρεί, ότι όχι μόνον οι Άγιοι λόγω και έργω ευρισκόμενοι εις την γην ωφελούσιν ημάς εις τα κάλλιστα, αλλά και περισσότερον, όταν αναβώσιν εις τους ουρανούς. Ούτω φανερά το λέγει τις των Πατέρων δι’ ένα αποστολικόν άνδρα· «Ουδέ νυν ημάς απολέλοιπεν ο ποιμήν ο καλός, αλλά και πάρεστι και ποιμαίνει τα ίδια, σωματικώς μεν ουχ ορώμενος, πνευματικώς δε συγγινόμενος· πείθομαι, διότι και τη πρεσβεία νυν μάλλον, ή πρότερον τη διδασκαλία, όσω και μάλλον εγγίζει Θεώ». Ως να λέγη, τώρα περισσότερον στέλλει εις ημάς τα συνειθισμένα δώρα της ιδικής του πατρικής αγάπης ο καλός μας Αρχιερεύς, τώρα όπου έφθασεν εις την αποθήκην των ουρανίων αγαθών. Τώρα όπου εισήλθεν εις τα εσωτερικά του καταπετάσματος, εις το πέλαγος της πατρικής αγάπης, στέλλει εις ημάς τον συνειθισμένον έλεον και πρωτύτερα με τας προσευχάς δεν έλειπε να τον στέλλη, δια να μάθης ότι όχι μόνον παρόντες οι Άγιοι, αλλά και απόντες ημάς ευεργετούσιν. Είναι φανερά η συνομιλία την οποίαν έκαμεν ο Πατριάρχης Αβραάμ με τον Άγιον Σαβαώθ, τον καιρόν καθ’ ον εφάνη ότι πηγαίνει δια να καταστρέψη τα Σόδομα και τα Γόμορα. Απ’ εκεί δύναται να γνωρίση έκαστος πόση είναι η τιμή των Αγίων έμπροσθεν εις τον Θεόν και πόσον είναι το κέρδος και το διάφορον, το οποίον δίδουσιν εις τους ανθρώπους. Επειδή εκεί ομολογεί ο ουράνιος Πατήρ, ότι όχι μόνον είκοσιν, αλλά και δέκα και πέντε αγίους ανθρώπους αν εύρη εις τα Σόδομα, δι’ αγάπην των πέντε δεν θέλει ρίψει εκείνο το πυρ, το προοίμιον της αιωνίου κολάσεως, να καύση τόσας μυριάδας ανθρώπων, οίτινες ήσαν εντός των Σοδόμων. Βλέπεις τιμήν, βλέπεις αξίαν των Αγίων; Ώστε δεν σφάλλει εκείνος, όστις είπη δια τους Αγίους, ότι είναι η σύστασις των πόλεων, ο λιμήν των αμαρτωλών, ο χαλινός της δικαίας οργής του Θεού. Έσφαλε και βαρέως έσφαλεν ο υιός του Δαβίδ ο Σολομών, όστις έπρεπε να γυμνωθή από το βασιλικόν χάρισμα, να καταφρονηθή από την δικαίαν κρίσιν του Θεού, καθώς και εις εν μέρος της παλαιάς Γραφής το λέγει και αυτός ο ίδιος Θεός, ότι ήθελα να αφαιρέσω την βασιλείαν σου και να την δώσω εις ένα δούλον σου, πλην δι’ αγάπην του πατρός σου Δαβίδ μακροθυμώ, η ταπεινοφροσύνη, η αμνησικακία εκείνου του πραοτάτου μου δούλου δεν με αφήνει, αυτή είναι η οποία με εμποδίζει να μη δώσω εις σε εκείνην την τιμωρίαν, η οποία πρέπει. Τούτο το ίδιον αναγινώσκομεν εις το κβ΄ Κεφ. του Ιεζεκιήλ· φαίνεται εκεί ότι ο Θεός από την αχαριστίαν της συναγωγής των Ιουδαίων παρεκινήθη πολύ εις θυμόν και αγανάκτησιν. Επειδή όμως είναι όλος ευσπλαγχνία, όλος ελεημοσύνη, λέγει εις τον Προφήτην· επεθύμουν πολύ να εύρω ένα άγιον να παρασταθή έμπροσθέν μου, ίνα με εμποδίση από τοιούτον δίκαιον θυμόν ον έχω· ούτω φανερά το λέγει· «Και εζήτουν εξ αυτών άνδρα αναστρεφόμενον ορθώς και εστώτα προ προσώπου μου ολοσχερώς εν τω καιρώ της οργής, του μη εις τέλος εξαλείψαι αυτήν και ουχ εύρον» (Ιεζεκιήλ κβ: 30). Βλέπεις μαρτυρίαν της παρουσίας των Αγίων; Βλέπεις απόδειξιν του χρέους και της ευλαβείας, την οποίαν χρεωστεί έκαστος άνθρωπος εις τους Αγίους; Επεθύμουν, λέγει ο Θεός, όταν οι άνθρωποι ανάψωσι τον θυμόν μου με τας ιδικάς των παρανομίας, να εύρισκα ένα Άγιον να σταθή έμπροσθέν μου τότε με την καθαρότητα της ιδικής του ζωής και με τα δάκρυα της ιδικής του θερμής και συνειθισμένης προσευχής, να σβήση τον θυμόν μου, να εμποδίση την καταδίκην, τον αφανισμόν, τα οποία με παρακινούσιν οι αμαρτωλοί να πράξω κατ’ αυτών. Συλλογίσου τώρα από αυτήν την μαρτυρίαν, άνθρωπε, πόσον χρέος έχεις να τιμάς τους Αγίους, συλλογίσου εις πόσην τιμήν έχουσιν οι άνθρωποι τους φίλους των βασιλέων, π΄σα εξοδεύουσιν εις εκείνους οίτινες ήθελον ελευθερώσει αυτούς εκ τινος καταδίκης βασιλικής και εξ άλλου ενθυμήσου από πόσους θανάτους ψυχικούς και σωματικούς έχουσι οι Άγιοι ελευθερωμένους τους ανθρώπους. Αν δύνασαι να μετρήσης τα άστρα του ουρανού και την άμμον της θαλάσσης, δύνασαι να απαριθμήσης όχι όλας τας ευεργεσίας, όχι όλα τα θαύματα, όσα καθ’ ημέραν, όσα εις πάσαν πόλιν και χώραν ενήργησαν οι Άγιοι, αλλά καν εκείνα άτινα περιέχονται εις τας Ιστορίας της Εκκλησίας μας. Εδώ δαιμόνια διώκονται δια της επικλήσεως αυτών των Αγίων, εκεί πολυχρόνια πάθη ιατρεύονται, εδώ θηρία θανατούνται, εκεί επιβουλαί των ανθρώπων φανερώνονται, άλλος τους ομολογεί εις την θάλασσαν δια σωτήρας, άλλος εις την ξηράν, άλλους ήρπασαν μέσα από τα βάθη της θαλάσσης, άλλους μέσα από τα δεσμωτήρια και φυλακάς. Τούτων οι τάφοι βρύουσι μύρα, εκείνων τα λείψανα ιατρεύουσι τυφλούς, εμποδίζουσι πυρκαϊάς και δια να είπω με ολίγα λόγια, από τους αιώνας δεν είδεν ο ήλιος ούτε πόλιν να κτισθή, ούτε χωρίον, ούτε άνθρωπον να γίνη Ορθόδοξος, όστις να μη ομολογή, να μη κηρύττη, ότι είδε θαύμα τι, εγνώρισε δύναμιν τινα, εδοκίμασεν ευεργεσίαν τινά από τους Αγίους. Αν ήτο τρόπος καθ’ υπόθεσιν τας όσας ευεργεσίας ενήργησεν αυτός ο χορός των Αγίων ον εορτάζομεν σήμερον, τόσων Προφητών, Πατριαρχών, Αποστόλων, Μαρτύρων και Οσίων και απλώς όλον το περικείμενον νέφος, καθώς λέγει ο Απόστολος (Εβρ. ιβ: 1) των Αγίων τούτων τας ευεργεσίας, αν ήτο δυνατόν κατά θείαν προσταγήν, να εζωγραφίζομεν επάνω εις τον αέρα, εκείνον τον οποίον περιέχει κάθε τόπον και χώραν, κάθε Ναόν και κάθε τάφον, τότε ήθελες ίδει εν πράγμα τόσον αξιοθαύμαστον, τόσον εύμορφον, το οποίον τολμώ ειπείν, να αποκρύπτη και να σκεπάζη την ωραιότητα του ουρανού. Διότι επάνω εις αυτόν τον αέρα ήθελες ίδει ένα Νικόλαον να περιπατή την νύκτα δια να μοιράση την ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, επάνω εις άλλον ήθελες ίδει τον Γεώργιον ζωγραφιστόν να στρέφη οπίσω τους ποταμούς. Εις αυτόν τον αέρα ήθελες ίδει άλλον, όστις να συμβουλεύη τούτον και να εμποδίζη από την κακίαν εκείνον και δια να είπω με ολίγα, όλον τον αέρα ήθελες ίδει να ακτινοβολή και να λάμπη από τα θαύματα εκείνων. Ει δε πάλιν κατά θείαν προσταγήν κάθε στοιχείον ήθελε κηρύττει τα θαύματα και τα μεγαλεία αυτών των Αγίων, όσα είδε και έγιναν επάνω εις το ιδικόν του υποκείμενον, τι μελωδία και ήχος νομίζεις ότι ήθελε γίνει; Τόσον μεγάλη, τόσον ωραία, ώστε ήθελον απομένει οι άνθρωποι εκστατικοί και ακίνητοι, παρά εις κάθε άλλο πράγμα. Αλλ’ ο Θεός απέκρυψε πάντα ταύτα και μόνον πολύ ολίγα ηυδόκησε να κηρυχθώσι δια των Γραφών και τόσον μόνον όσον να εξυπνήσωσι την αίσθησιν την ιδικήν μας, δια να γνωρίση ποίους φίλους έχει εις τον ουρανόν. Επήγεν εις παλαιός ευλαβής Χριστιανός δια να προσκυνήση εις την Ιερουσαλήμ εκείνους τους Αγίους Τόπους. Εκεί ευρίσκει και τον Αββάν Ιωάννην της Κλήμακος και ζητεί να του δώση ευχήν και ευλογίαν πνευματικήν και ο Άγιος αποκρίνεται εις αυτόν· «Ποίος και πόθεν είσαι και ήλθες να ζητήσης από εμέ τον ελάχιστον ευχήν»; Είμαι, απεκρίθη εκείνος, συμπατριώτης του Συμεών του δια Χριστόν Σαλού. Είπε δε τούτο νομίζων, ότι με το όνομα του Συμεών θα σύρη τον Άγιον περισσότερον εις το θέλημά του. Ο Ιωάννης όμως απεκρίθη εις αυτόν· «Θαύμα μοι έπεισι, πως καταλιπών συ τας ευχάς του Συμεών, τας εμάς ζητείς; Όπου γε ου μόνον εγώ των εκείνου ευχών χρήζω, αλλά και άπας ο κόσμος». Δια τι άραγε λέγει, ότι χρειάζεται ο κόσμος τας ευχάς του Αγίου; Διότι, λέγει ο θείος Αμβρόσιος «Ως μακαρία η πόλις εκείνη η πλουτούσα πολλούς δικαίους· ευλογούνται γαρ όλοι εκ του μέρους». Δια τούτο λοιπόν χρειάζεται ο κόσμος τας ευλογίας των Αγίων, διότι είναι αγιασμός αυτών, διότι είναι οι μεσίται της ευλογίας και χάριτος του Θεού. Παύσαι λοιπόν, παύσαι, όστις και αν είσαι συ, όστις λέγεις εις εμέ ότι ματαιοπονία είναι το να προσκυνή τις, το να τιμά με ό,τι δύναται τοιούτους ευεργέτας· διότι τούτο το πράγμα, τόσον δίκαιον, τόσον επαινετόν, τόσον λαμπρόν είναι, ώστε ηδυνήθησαν να το ίδωσιν εκείνοι οι παλαιοί οίτινες ήσαν βεβυθισμένοι εντός του σκότους της ειδωλολατρίας και δια τούτο πολλάκις βλέποντες τινα, διάγοντα φιλοσοφικήν τινα ζωήν, και ευεργετούντα δι’ αυτής την πατρίδα των, ετίμων μεγάλως αυτόν και τάφους μεγαλοπρεπείς ωκοδόμουν εις αυτούς και εικόνας και αγάλματα έστηναν δι’ αυτούς. Δια να αφήσω δε τα άλλα όσα έγιναν εις άλλας πόλεις, άκουσον το ψήφισμα το οποίον έκαμεν η πόλις των Αθηναίων εις τιμήν του Ζήνωνος, καθώς το διηγείται Διογένης ο Λαέρτιος· «Επειδή Ζήνων ανήρ αγαθός ων διετέλεσε και τους εις σύστασιν αυτών πορευομένους παρακαλών προς αρετήν και σωφροσύνην παρώρμα προς τα βέλτιστα, παράδειγμα τον ίδιον βίον εκθείς, άπασιν ακόλουθον όντα τοις λόγοις, οις διελέγετο, τύχη αγαθή δεδάχθαι τω δήμω επαινέσαι μεν αυτόν και στεφανώσαι χρυσώ στεφάνω κατά νόμον, αρετής ένεκα και σωφροσύνης, οικοδομήσαι δε αυτώ και τάφον». Βλέπεις εγκώμια, βλέπεις ευχαριστίας τας οποίας απέδιδον ακόμη ως και οι ειδωλολάτραι εις τους ιδικούς των ευεργέτας; Αν δ’ εξετάσης την ευεργεσίαν την οποίαν εποίησεν ο φιλόσοφος Ζήνων εις τας Αθήνας, ή και όπου αλλού εστάθη, είναι μηδέν παραβαλλομένη προς μίαν παραμικράν ευεργεσίαν, την οποίαν ήθελε πράξει εις Άγιος. Και όμως ήκουσες με πόσην σπουδήν, με πόσα έξοδα ετίμων και ηυχαρίστουν τους ευεργέτας των, νομίζοντες ότι με αυτό θα αποφύγωσι το όνειδος της αχαριστίας και θα αυξάνωσι τον ζήλον της αρετής. Τρόπον δε τινά εκείνος ο στέφανος ο χρυσούς του Ζήνωνος, εκείνα τα μάρμαρα του τάφου του υψηλού, είναι τόσοι κήρυκες, οίτινες παρακινούσιν έκαστος εις κατόρθωσιν της αρετής. Και λοιπόν οι ειδωλολάτραι να φανώσιν ότι τομώσι τόσον την αρετήν και ημείς όχι; Εκείνοι να την στεφανώσι με χρυσά στέφανα και ημείς να την αφήνωμεν γυμνήν; Και όμως, καθώς προείπα, όσον απέχει ο ουρανός από της γης, όσον διαφέρει το φως από το σκότος, τόση διαφορά ευρίσκεται μεταξύ των ευεργεσιών, τας οποίας δίδουσιν οι Άγιοι εις τους πιστούς, απ’ εκείνας τας οποίας έδιδον ο Ζήνων και άλλοι φιλόσοφοι εις τους ειδωλολάτρας. Είναι λοιπόν χρέος απαραίτητον εις ημάς να τους τιμώμεν ως ευεργέτας και να τους δοξάζωμεν ως αιτίους της ιδικής μας δόξης και τιμής και να τους προσκυνώμεν όχι ως θεούς, αλλ’ ως φίλους Θεού. Επειδή με τας πρεσβείας αυτών τας καθημερινάς μας φιλιώνουσι με τον Θεόν, μας ζητούσι την συγχώρησιν των αμαρτημάτων, μας φωτίζουσιν εις το αγαθόν. Να τους τιμώμεν, ναι, και να τους προσκυνώμεν, επειδή με τα αίματα αυτών εμαρτύρησαν. Την αληθινήν ημών Πίστιν εφύλαξαν και την Εκκλησίαν των Ορθοδόξων εστερέωσαν. Να τους τιμώμεν, όχι ότι έχουσιν εκείνοι ανάγκην από την ιδικήν μας τιμήν, αλλά διότι λέγει ο των θεολόγων κορυφαίος Γρηγόριος: «Και το μεμνήσθαι του ανδρός αγιασμός και μέγιστον εις παράκλησιν αρετής». Διότι και με την ενθύμησιν αυτών αγιάζεται η ψυχή, παρακινείται και διεγείρεται εις την μίμησιν της αρετής εκείνων. Λοιπόν αναμφίβολον είναι, ότι πρέπει να τους τιμώμεν· ομολογούμενον, ότι έκαστος χρέος έχει να ευχαριστή τον ευεργέτην του· υπολείπεται δε μόνον να μάθωμεν, με τι πρέπει να τους τιμώμεν. Τιμή Αγίων η μίμησις της ζωής αυτών, όπερ θέλει να είπη: κατεφρόνησαν εκείνοι την ζωήν ταύτην, καταφρόνησον και συ την τρυφήν· έρριψαν εκείνοι τα σώματα εις το πυρ, ρίψον και συ τα πάθη σου εις αυτό· έρριψαν εκείνοι τα χρήματα εις την θάλασσαν, ρίψον και συ αυτά εις τας χείρας των πενήτων. Κατεπάτησαν εκείνοι ως ρόδα τους άνθρακας και με το αίμα των τους έσβησαν, σβήσον και συ της επιθυμίας την φλόγα με τα δάκρυα της μετανοίας. Εκήρυξαν εκείνοι ενώπιον βασιλέων και τυράννων τον Θεόν ως τρισυπόστατον, ως αθάνατον, ως αιώνιον, ως άναρχον, ως ποιητήν ουρανού και γης, μαρτύρησον, ομολόγησον, κήρυξον και συ τον εαυτόν σου μετά συντετριμμένης καρδίας και κατανύξεως έμπροσθεν εις τον πνευματικόν σου πατέρα ως αχάριστον, ως απειθή, ως ανυπότακτον εις τους νόμους τοιούτου μαρτυρουμένου Θεού. Ομολόγησον χωρίς συστολήν ή εντροπήν τινά, ότι συ με το ιδικόν σου θέλημα, με την ιδικήν σου κακήν προαίρεσιν αντήλλαξες την αγάπην τοιούτου Θεού, με την αγάπην μιάς πόρνης, μιάς μοιχαλίδος. Ειπέ παρρησία ότι συ ο σκώληξ της γης αντήλλαξες την φιλίαν της παντοδυνάμου θεότητος με την φιλίαν του κόσμου. Δεν ηθέλησες να αρέσης εις εκείνον τον Θεόν, όστις σε εξηγόρασε με το ιδικόν Του Αίμα. Ομολόγησον ότι εκείνος ο Θεός όστις πλησίον εις τους Μάρτυρας, πλησίον εις τους Αγίους είχε τόσην τιμήν, ώστε τον ετίμησαν με τα ιδικά των αίματα, με την ιδικήν των σφαγήν, άλλος με την στέρησιν των χειρών, άλλος με εξορίας, άλλος με την αρπαγήν των υπαρχόντων του, άλλος με πνιγμούς και επί τέλους με την σφαγήν την ιδικήν των. Αυτός ο ίδιος Θεός πλησίον εις σε εφάνη τόσον άτιμος, τόσον ανάξιος αγάπης, όσον δεν ηδυνήθης ποτέ δι’ αγάπην και τιμήν Εκείνου να καταφρονήσης μίαν πονηράν συνήθειαν του κόσμου, να κόψης εν θέλημα της σαρκός, να αρνηθής μίαν επίπλαστον αλλ’ επιζήμιον δόξαν. Αύτη είναι η τιμή των Μαρτύρων, με αυτόν τον τρόπον δοξάζονται οι Άγιοι. Ναι, λέγεις, αλλά δύσκολον φαίνεται εις εμέ τούτο. Πως να αφήσω εκείνην την συνήθειαν, πως να αρνηθώ εκείνην την ηδονήν, εκείνην την απόλαυσιν, την οποίαν η πολυκαιρία μού την ερρίζωσεν εντός της καρδίας; Δεν είναι αυτά τα λόγια σημεία δυσκολίας, αλλά σημεία απιστίας και αναισθησίας. Είναι αναισθησίας, διότι αν είσαι λογικόν ζώον, αν το γνωρίζης ότι της αυτής ψυχής και χάριτος, την οποίαν είχον οι εορταζόμενοι σήμερον Άγιοι, της ιδίας ηξιώθης να έχης και συ, πως το υποφέρεις εκείνοι να αρνηθώσιν όλον τον κόσμον με τα πλούτη του, με τας δόξας του, με τας τρυφάς του και συ να μη δύνασαι να αρνηθής, να αποκόψης μίαν διαβολικήν αγάπην, μίαν λύσσαν της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας, της κενής απάτης; Εκείνοι ηρνήθησαν την αγάπην της γυναικός και των τέκνων, αν και ήτο δεδεμένη και τεθεμελιωμένη εις αυτούς δια του Παναγίου Πνεύματος και συ δεν δύνασαι να κόψης μίαν αγάπην, την οποίαν σου έδεσεν εις την καρδίαν ο διάβολος; Τούτο τι άλλο είναι, ειμή η εσχάτη αναισθησία; Ακόμη δε και σημείον απιστίας είναι, διότι δεν πιστεύεις πόσαι πληρωμαί, πόσοι μισθοί ακολουθούσιν ύστερον από τους πόνους της αρετής. Τα έξοδα της ελεημοσύνης βλέπεις, το κέρδος της δικαιοσύνης και πληρωμής δεν έχεις οφθαλμούς της πίστεως να το ίδης. Την ταλαιπωρίαν και αδυναμίαν, ήτις προέρχεται από την νηστείαν, βλέπεις, την άνεσιν και την τρυφήν, ήτις γεννάται απ’ αυτήν δεν βλέπεις. Την ταλαιπωρίαν της αγρυπνίας και προσευχής βλέπεις, την παρρησίαν και το κέρδος όπερ προέρχεται απ’ αυτήν δεν βλέπεις. Πλέον άπιστος και απ’ αυτούς τους στρατιώτας, οι οποίοι δεν βλέπουσι τας πληγάς εις τον πόλεμον, αλλά τους μισθούς και τους επαίνους των βασιλέων. Δεν βλέπουσι τον πόνον της σφαγής, αλλά την χαράν της νίκης. Εκείνοι πιστεύουσιν εις την υπόσχεσιν των επιγείων βασιλέων και συ δεν πιστεύεις εις τας υποσχέσεις του ουρανίου Πατρός; Εκείνους τους φωνάζει ο στρατηγός και τον ακολουθούσι δια μίαν προσωρινήν απόλαυσιν, σε δε προσκαλεί ο ουράνιος Πατήρ δια μίαν απόλαυσιν αιώνιον και ακόμη στέκεσαι; Μη παρακαλώ, δια την αγάπην, δια την ευλογίαν, δια την προστασίαν αυτών πάντων των εορταζομένων σημερινών Αγίων, μη πράττης ούτως, αλλ’ έκαστος ας αφήση σήμερον το κακόν θέλημα της σαρκός, την αμαρτίαν, την πρόσκαιρον ηδονήν. Ας στήση έκαστος έχθραν αγεφύρωτον εναντίον, εκείνου όστις μας παρακινεί να είμεθα εχθροί του Παναγίου Πνεύματος, όπερ φωνάζει με το στόμα του Αποστόλου Του· «Άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι αλλά συμπολίται των Αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφες. β:19). Δεν είμεθα ξένοι· ναι. Λοιπόν ας κάμωμεν καρδίαν σήμερον οι συμπατριώται των Αγίων, ας ζήσωμεν ως Άγιοι από την σήμερον οι συγγενείς του Θεού, ας καρδιωθώμεν ως θεοί κατά του διαβόλου, ως ουράνιοι, ουράνια έργα ας φροντίσωμεν. Δεν είμεθα πλέον απ’ αυτήν την γην· λοιπόν ας καταφρονήσωμεν την γην. Εγράφημεν εις την τάξιν των ουρανίων, ας αποχωρισθώμεν από τα καταφρονημένα πάθη των επιγείων και εις το τέλος ας τιμήσωμεν τοιουτοτρόπως τους σημερινούς Αγίους και δια μέσου αυτών τον Θεόν, δια να ακούσωμεν και ημείς το: «Ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται» (Ματθ. ι: 40). Εκείνος όστις τιμά εσάς, εμέ τιμά, ον και εγώ θέλω τιμήσει εις την Βασιλείαν μου, ης αξιωθείημεν άπαντες τη Χάριτι και ευσπλαγχνία του ουρανίου Πατρός και τη πρεσβεία των εορταζομένων κατά την σήμερον Αγίων. Αμήν. Ταις της αχράντου σου Μητρός πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, και Πάντων των απ’ αιώνος Αγίων σου, ελέησον και σώσον ημάς, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: