Ο αββάς Κυριακός ( 5ος- 6ος αι. ) ήταν πρεσβύτερος στη λαύρα του Καλαμώνος, κοντά στον ποταμό Ιορδάνη. Κάποτε διηγήθηκε τα εξής:
« Μια νύχτα είδα στον ύπνο
μου να στέκουν έξω από το κελί μου μια πορφυροντυμένη γυναίκα με σεμνή εμφάνιση
και δυο άνδρες ιεροπρεπείς και σεβάσμιοι. Κατάλαβα πως η γυναίκα ήταν η ίδια η
Υπεραγία Θεοτόκος, ενώ από τους άνδρες ο ένας ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος
και ο άλλος ο Τίμιος Πρόδρομος.
Βγήκα από το κελλί και
τους παρακάλεσα να περάσουν μέσα για να το ευλογήσουν. Η Θεοτόκος όμως
αρνήθηκε. Εγώ επέμενα για πολλή ώρα να την παρακαλώ, οπότε Eκείνη αποκρίθηκε αυστηρά:
- Έχεις τον εχθρό μου στο
κελλί σου και πως θέλεις να μπω;
Αυτό είπε κι έφυγε.
Όταν ξύπνησα, άρχισα να σκέπτομαι στενοχωρημένος μήπως αμάρτησα με τον λογισμό απέναντί Tης. Στο κελλί μου δεν υπήρχε κανένας άλλος παρά μόνο εγώ. Για πολλή ώρα εξέταζα τον εαυτό μου, αλλά δεν βρήκα να έσφαλα σε τίποτε απέναντί Tης.
Σηκώθηκα τότε πολύ λυπημένος και πήρα να διαβάσω ένα βιβλίο, για να διώξω τη λύπη με την ανάγνωση. Το βιβλίο ήταν του αγίου Ησυχίου, πρεσβυτέρου των Ιεροσολύμων.
Καθώς το ξεφύλλισα, βρήκα προς το τέλος δύο λόγους του δυσσεβούς Νεστορίου. Κατάλαβα αμέσως ότι αυτός είναι ο εχθρός της Θεοτόκου. Σηκώθηκα τότε και το επέστρεψα σε αυτόν που μου το είχε δώσει λέγοντας:
- Πάρε το βιβλίο σου, αδελφέ, γιατί περισσότερο ζημιώθηκα παρά ωφελήθηκα.
Κι όταν του εξήγησα τα συμβάντα, έκοψε με ζήλο τους δύο λόγους του Νεστορίου και τους πέταξε στη φωτιά λέγοντας:
- Δεν θα παραμείνει στο κελλί μου ο εχθρός της Υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου