ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΕΤΡΑΗΜΕΡΟΝ ΕΓΕΡΣΙΝ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Τρία μέρη έχει η ψυχή του ανθρώπου, από τα οποία και τριμερής ονομάζεται· είναι δε ταύτα τα εξής: α΄) το λογικόν, β΄) το θυμικόν και γ΄) το επιθυμητικόν. Τα τρία ταύτα ουδείς άνθρωπος υπάρχει, ο οποίος να μη τα έχη, διότι είναι φυσικά και ενδιάθετα της ψυχής του, δι’ αυτών δε διαφέρει ο άνθρωπος από τα άλλα ζώα. Και από μεν το θυμικόν και επιθυμητικόν διαφέρει από τα άψυχα· από δε το λογικόν διαφέρει από τα άλογα ζώα. Λογικόν μέρος της ψυχής λέγεται ο λόγος, τον οποίον αναγκαίως έχει πας άνθρωπος. Είναι δε ο λόγος διπλούς· λόγος προφορικός, και λόγος ενδιάθετος. Προφορικός είναι αυτός, τον οποίον ομιλούμεν και ακούει ο εις τους λόγους και τα νοήματα του ετέρου· ενδιάθετος δε είναι αυτός, τον οποίον ομιλεί ο άνθρωπος μέσα εις τον νουν του, τον οποίον δεν δύναται άλλος να καταλάβη, ούτε να ακούση και ο οποίος εργάζεται και όταν κοιμώμεθα. Ο λόγος αυτός, ο ενδιάθετος, είναι τιμιώτερος από τον προφορικόν, ως λέγουσιν οι φιλόσοφοι των Ελλήνων· αλλά και όλοι οι άνθρωποι το ομολογούν, διότι λέγουν με συλλογισμόν τα εξής:

Ο ενδιάθετος λόγος είναι σπουδαιότερος από τον προφορικόν, διότι περισσότερον ενεργεί αυτός παρά ο προφορικός· διότι πολλάκις, ενώ με το στόμα δεν λέγομεν τίποτε, ενδομύχως όμως ομιλούμεν. Είναι δε ο ενδιάθετος λόγος και δυνατώτερος και διαρκέστερος από τον προφορικόν· παν δε πολυχρονιώτερον είναι και τιμιώτερον· ώστε ο ενδιάθετος λόγος είναι τιμιώτερος από τον προφορικόν. Μάθετε τούτο και με παράδειγμα εύκολον. Έχομεν δύο σανίδας· η μία είναι σαπισμένη και η άλλη γερή· ποία εκ των δύο νομίζεις, ότι θα αντέχη περισσότερον; Φυσικά η γερή. Ούτως είναι και οι δύο λόγοι του ανθρώπου· τον μεν προφορικόν λόγον πολλάκις τον χάνει ο άνθρωπος και γίνεται βωβός· τον δε ενδιάθετον δεν είναι δυνατόν να τον χάση, έως ου ζη. Επειδή λοιπόν χρησιμώτερος είναι ο ενδιάθετος από τον προφορικόν, δια τούτο είναι και τιμιώτερος απ’ αυτόν. Από τον ενδιάθετον τούτον λόγον λέγεται ο άνθρωπος λογικός και όχι από τον προφορικόν· διότι, αν ελέγετο από τον προφορικόν, δεν θα ελέγοντο λογικοί όσοι άνθρωποι είναι βωβοί, αλλά ούτε και άνθρωποι θα είσαν, διότι τον άνθρωπον αυτό το λογικόν τον διαχωρίζει από τα άλογα ζώα, καθώς προείπον. Εμάθετε λοιπόν ποίον είναι το λογικόν. Θυμικόν δε μέρος της ψυχής ονομάζεται ο θυμός, τον οποίον επιβάλλεται να έχη πας άνθρωπος. Τι δε είναι ο θυμός, άκουσον των φιλοσόφων, οίτινες λέγουν· θυμός είναι ζέσις του περικαρδίου αίματος δι’ επιθυμίαν αντιλυπήσεως· ήτοι πέριξ της καρδίας του ανθρώπου είναι συγκεντρωμένον αίμα, το οποίον όταν σκανδαλισθή εις τίποτε ο άνθρωπος, το αίμα εκείνο της καρδίας ανάπτει και βράζει και εξωθεί τον άνθρωπον, να αντιλυπήση εκείνον, όστις τον ελύπησεν. Έχει δε ο άνθρωπος τον θυμόν, δια να θυμώνεται κατά του όφεως, δηλονότι του διαβόλου, ως το ορίζει και ο Θεολόγος Γρηγόριος. Εις αυτόν λοιπόν τον εχθρόν της σωτηρίας μας να στρέφωμεν τον θυμόν μας, αυτόν να υβρίζωμεν, εις αυτόν να κάμνωμεν κακόν, διότι αυτός μας έκαμε παροίκους, αυτός μας έβγαλεν από τον Παράδεισον, αυτός μας κατήντησεν εις ταύτην την γην την κατηραμένην. Δι’ αυτόν λοιπόν έχει ο άνθρωπος τον θυμόν, όχι δια τον άνθρωπον, όστις είναι πλάσμα Θεού και μάλιστα όχι δια τον Χριστιανόν, όστις έχει την αυτήν Πίστιν με αυτόν. Όχι δια να οργίζεται τινα χωρίς αφορμήν ή έστω και με αφορμήν. Ηκούσατε λοιπόν και τον θυμόν τις είναι και πόθεν γίνεται. Επιθυμητικόν δε μέρος της ψυχής λέγεται η επιθυμία, την οποίαν ανάγκη είναι να έχη πας άνθρωπος και να επιθυμή τι ή καλόν ή κακόν ή ορατόν ή αόρατον ή επίγειον ή ουράνιον· δια τούτο λέγουν και οι φιλόσοφοι, ότι επιθυμία είναι όρεξις προς απόλαυσιν τινος αγαθού. Όθεν δεν πρέπει ο άνθρωπος να επιθυμή κάλλος μάταιον και φθαρτόν, ούτε τα γήϊνα ταύτα και πρόσκαιρα, αλλά τα αιώνια, τα παντοτινά, το κάλλος του Θεού, την λαμπρότητα του προσώπου Του, την δόξαν την μέλλουσαν, την ουράνιον τιμήν, την Βασιλείαν των Ουρανών και όσα είναι θεϊκά πράγματα. Από ταύτα λοιπόν τα τρία μέρη της ψυχής γίνονται και αι αμαρτίαι, όχι διότι ώρισεν ο Θεός να γίνωνται αμαρτίαι, αλλά διότι αφήκεν ελευθέραν την προαίρεσιν του ανθρώπου να εκλέξη το καλόν ή το κακόν. Και από μεν το λογικόν γίνονται αμαρτίαι, όπως αι βλασφημίαι, αι ύβρεις, η άρνησις του Χριστού, ήτοι η ασέβεια και άλλα σφάλματα και πταίσματα, τα οποία κάμνει ο άνθρωπος με τον λόγον· από το θυμικόν δε γίνονται αμαρτίαι, όπως ο φόνος, η οργή, η έχθρα, το μίσος και άλλα κακά, τα οποία κάμνει ο άνθρωπος με τον θυμόν του· από δε το επιθυμητικόν γίνονται αμαρτίαι, όπως η πορνεία, ο φθόνος, η κλοπή, η μοιχεία και άλλαι αμαρτίαι, τας οποίας κάμνει ο άνθρωπος με την επιθυμίαν του. Τα τρία ταύτα μέρη της ψυχής είχε και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρ του γένους ημών, ο οποίος καθό τέλειος άνθρωπος έπρεπεν εξ ανάγκης να έχη και Αυτός ταύτα· πλην τα είχεν όλως διόλου υποτεταγμένα εις το αγαθόν. Θέλεις να πληροφορηθής την περί τούτου αλήθειαν; Άκουσον τους Ευαγγελιστάς. Πρώτος ο Ευαγγελιστής Ιωάννης λέγει δια το θυμικόν του Κυρίου· «Μετά τούτο κατέβη εις Καπερναούμ Αυτός και η Μήτηρ Αυτού και οι αδελφοί αυτού και οι μαθηταί αυτού και εκεί έμειναν ου πολλάς ημέρας. Και εγγύς ην το Πάσχα των Ιουδαίων· και ανέβη εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς. Και εύρεν εν τω Ιερώ τους πωλούντας βόας και πρόβατα και περιστεράς και τους κερματιστάς καθημένους. Και ποιήσας φραγγέλιον εκ σχοινίων πάντας εξέβαλεν εκ του Ιερού, τα τε πρόβατα και τους βόας, και των κολλυβιστών εξέχεε το κέρμα και τας τραπέζας ανέστρεψε. Και τοις τας περιστεράς πωλούσιν είπεν·΄Αρατε ταύτα εντεύθεν, μη ποιείτε τον οίκον του Πατρός μου οίκον εμπορίου. Εμνήσθησαν δε οι μαθηταί αυτού, ότι γεγραμμένον εστίν· ο ζήλος του οίκου σου καταφάγεταί με». (Ιωάν. β: 12 – 17), (Ψαλμ. ξη: 10). Είναι δε η σημασία τούτων η εξής: Όταν ο Κύριος έκαμε το θαύμα εις την Κανά της Γαλιλαίας, κατέβη και επήγεν εις την Καρπεναούμ με την Μητέρα Του την Παναγίαν και μετά των αδελφών Του· αδελφοί δε του Χριστού ωνομάζοντο ο Ιούδας και ο Ιωσής, οι δύο υιοί του Μνήστορος Ιωσήφ· όχι δε μόνον ούτοι, αλλά και ο Ιάκωβος και ο Συμεών οι αδελφοί των δύο τούτων, αδελφοί του Χριστού ωνομάζοντο. Μετ’ αυτών και μετά των μαθητών Του κατέβη και έμεινεν εκεί ολίγας ημέρας. Κατά τας ημέρας εκείνας επλησίαζε και η εορτή των Εβραίων, ήτοι το Πάσχα. Ανέβη τότε ο Κύριος εις τα Ιεροσόλυμα· επήγε δε εις τον Ναόν και εύρεν εντός αυτού βόας και πρόβατα και περιστεράς, τα οποία επώλουν· εκάθηντο δε εκεί και οι άνθρωποι, οι οποίοι εισέπραττον τα χρήματα. Λαβών τότε σχοινίον το έπλεξε και το έκαμεν ως μαστίγιον και δι’ αυτού δέρων τα πρόβατα και τους βόας εξέβαλεν όλα από τον Ναόν, τα δε χρήματα εκείνων, οι οποίοι τα επώλουν, τα διεσκόρπισεν εις την γην. Προς εκείνους δε οι οποίοι επώλουν τας περιστεράς είπεν· «Εκβάλετε αυτάς απ’ εδώ. Διατί κάμνετε τον οίκον του Πατρός μου οίκον εμπορίου»; Τότε ενεθυμήθησαν οι μαθηταί του, ότι γράφει ο Δαβίδ: «Η αγάπη του οίκου σου με κατέφαγε». Τι λοιπόν θέλω να είπω; Ότι ο Κύριος, κατά το ανθρώπινον, εθυμώθη κατά των Ιουδαίων, πλην ο θυμός του ήτον δια το καλόν. Δια το επιθυμητικόν του Κυρίου ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέγει, ότι, όταν επήγαν οι Απόστολοι και ητοίμασαν το Πάσχα, εκάθισε και ο Χριστός μετ’ αυτών· «Και ότε εγένετο η ώρα, ανέπεσε, και οι δώδεκα Απόστολοι συν αυτώ· και είπε προς αυτούς. Επιθυμία επεθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’ υμών προ του με παθείν» (Λουκ. κβ: 14 – 15). Ακούεις; Είχε και ο Χριστός επιθυμίαν του καλού. Δια δε το του Κυρίου λογιστικόν όλοι οι Ευαγγελισταί μαρτυρούν. Και προφορικός μεν λόγος Αυτού είναι εκείνος, δια τον οποίον λέγουν επί παραδείγματι, ότι καθήμενος εδίδασκε τους Αποστόλους (Ματθ. ε: 1 – 2 και αλλαχού), όπως όταν λέγη: «Λάζαρε, δεύρο έξω» (Ιωάν. ια: 43) όπως το «Πάτερ… δόξασόν σου τον Υιόν» (Ιωάν. ιζ: 1 και όλα όσα είπεν ο Χριστός. Ενδιάθετος δε λόγος είναι όπως εκείνος τον οποίον έλεγεν ο Χριστός προσευχόμενος και κανείς δν τον ήκουεν. Όλα λοιπόν τα ανθρώπινα ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είχε, μόνον αμαρτίαν δεν έπραξε, ούτε ψεύδος ωμίλησε ποτέ· τα δε άλλα πάντα είχεν ως τέλειος άνθρωπος. Και ελυπήθη και εδάκρυσε και επεριπάτησε και επείνασε και εδίψησε και ίδρωσε· ταύτα δε κατά την ανθρωπότητα. Κατά δε την Θεότητα πάλιν έκανε τα θαύματα, νεκρούς ανέστησε, τυφλούς ωμμάτωσε και άλλα θαύματα περισσότερα έκαμε, τα οποία περιττόν είναι να διηγούμεθα σήμερον. Δια να πληροφορηθήτε δε την αλήθειαν, ακούσατε το σημερινόν Ευαγγέλιον, διότι τούτο και περί των ανθρωπίνων του Κυρίου ιδιοτήτων διδάσκει ημάς και περί της Θεότητος αυτού ομιλεί. Και ανθρώπιναι μεν ιδιότητες είναι όπως το δάκτυον, το οποίον εξέχεεν, όπως το ερώτημα, το οποίον απηύθυνε: «Που τεθείκατε αυτόν»; (Ιωάν. ια: 34). Της Θεότητος δε ιδιότητες είναι όπως η διόρασις εκείνη την οποίαν είχεν όταν είπεν· «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται» (Ιωάν. ια: 11), και όπως η δεσποτική προσταγή: «Λάζαρε, δεύρο έξω» (Ιωάν. ια: 43). Ίνα όμως καταλεπτώς μάθετε τα της αγίας εορτής, δια την οποίαν συνήχθητε σήμερον, ας ομιλήσωμεν περί αυτής και πολλήν θέλετε λάβει την ωφέλειαν. Φανερόν είναι, ευλογημένοι Χριστιανοί, δια ποίαν αιτίαν συνήχθητε σήμερον εις την Εκκλησίαν, πλην και εγώ να είπω. Λάζαρος ο φίλος του Χριστού, αυτός μας εκάλεσε σήμερον να εορτάσωμεν, μάλλον δε η έγερσίς του αυτή συνήγαγεν ημάς, δια να ίδωμεν μυστήριον και θαύμα Θεού. Να ίδωμεν ότι τετραήμερος νεκρός ανεστήθη· ότι βρωμισμένος και διαλελυμένος νεκρός, ζων παρευθύς εφάνη· ότι ενικήθη ο θάνατος, ότι δεν ημπόρεσεν ο άδης να κρατήση τον νεκρόν, αλλά παρευθύς με τον λόγον του Χριστού εξήλθεν εκείνος ως ήτο και πρότερον ζων και υγιής, ότι και ο Κύριος σήμερον εφάνη Θεός από τα έργα Του· ότι εγνώρισεν ο άδης, μάλλον δε ο διάβολος, ότι μέλλει να κινδυνεύση εις ολίγας ημέρας. Δια τούτο συνήχθημεν ενταύθα, δια τούτο συνηθροίσθημεν. Όθεν ας προσκαρτερήσωμεν ολίγον, δια να ακούσωμεν και το πως ανεστήθη ο Λάζαρος, ίνα λάβωμεν και τέλειον τον μισθόν μας εκ Θεού. Ακούσατε λοιπόν την διήγησιν και την εξήγησιν της σήμερον αναγνωσθείσης περικοπής του κατά Ιωάννην ιερού Ευαγγελίου. «Ην δε τις ασθενών Λάζαρος από Βηθανίας, εκ της κώμης Μαρίας και Μάρθας της αδελφής αυτής. Ην δε Μαρία η αλείψασα τον Κύριον μύρω και εκμάξασα τους πόδας αυτού ταις θριξίν αυτής, ης ο αδελφός Λάζαρος ησθένει» (Ιωάν. ια: 1- 2). Ήτο, λέγει, άνθρωπος τις, Λάζαρος ονόματι, από την Βηθανίαν, από την οποίαν ήτο η Μαρία και η Μάρθα η αδελφή της. Η Μαρία δε ήτο εκείνη, ήτις ήλειψε τον Χριστόν με μύρον και εσφόγγισε με τας τρίχας της κεφαλής της τους πόδας Του. Αυτής ο αδελφός Λάζαρος ησθένησε. Πότε δε η Μαρία ήλειψε τον Χριστόν με μύρον, το λέγει ο Ευαγγελιστής εις το επόμενον δωδέκατον κεφάλαιον. Διατί δε το λέγει; Δια να δείξη την αγάπην και την πίστιν, την οποίαν είχεν αύτη εις τον Χριστόν· τον ήλειψε δε εκεί εις την Βηθανίαν, ως το λέγει εις το αυτό κεφάλαιον ο αυτός Ευαγγελιστής λέγων· «Η ουν Μαρία λαβούσα λίτραν μύρου» (Ιωάν. ιβ: 3) και τα λοιπά. Φαίνεται δε, ότι μετά την ανάστασιν του Λαζάρου ήλειψεν η Μαρία τον Χριστόν με το μύρον εις τον οίκον της. Τίνος δε ένεκεν δεν λέγει ο Ευαγγελιστής, μόνον η Μαρία, αλλά λέγει η Μαρία, η αλείψασα τον Χριστόν με μύρον; Διασαφηνίζει τούτο δια να μη νομίση τις, ότι δι’ άλλην Μαρίαν ομιλεί, δια την Μαγδαληνήν, φερ’ ειπείν, ή άλλην τινά. Αυτής λοιπόν της Μαρίας ο αδελφός ησθένησε. Και τι είχεν; Ασφαλώς φυσικήν ασθένειαν των ανθρώπων. Διότι απ’ αρχής ο άνθρωπος με ασθενείας και κόπους και θλίψεις επροστάχθη να διέρχεται την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν. Επειδή δε και αυτός ο Λάζαρος από της γης ήτο και πάλιν εις την γην έμελλε να καταντήση, δια τούτο ησθένησε, διότι ανάγκη ήτο να αποθάνη ως άνθρωπος. «Απέστειλαν ουν αι αδελφαί προς αυτόν λέγουσαι· Κύριε, ίδε, ον φιλείς, ασθενεί. Ακούσας δε ο Ιησούς είπεν· Αύτη η ασθένεια ουκ έστι προς θάνατον, αλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο Υιός του Θεού δι’ αυτής. Ηγάπα δε ο Ιησούς την Μάρθαν και την αδελφήν αυτής και τον Λάζαρον». Αφού λοιπόν ησθένησεν ο Λάζαρος, απέστειλαν αι αδελφαί του ανθρώπους προς τον Χριστόν και του είπον· «Κύριε, αυτός, τον οποίον αγαπάς, ήτοι ο Λάζαρος, ασθενεί». Απεκρίθη προς αυτούς ο Κύριος· «Αύτη η ασθένεια δεν είναι δια θάνατον, αλλά δια την δόξαν του Θεού, δια να δοξασθή ο Υιός του Θεού δι’ αυτής». Ο Χριστός δε ηγάπα, λέγει, την Μάρθαν και την Μαρίαν, την αδελφήν της, και τον Λάζαρον. Διατί δε δεν επήγαν μόναι των, αλλά έστειλαν ανθρώπους; Αφ’ ενός μεν διότι δεν έπρεπε να αφήσουν μόνον τον ασθενή· αφ’ ετέρου δε διότι είχον παρρησίαν προς τον Χριστόν και δια τούτο του διεμήνυσαν με θάρρος. Διατί δε είπον οι απεσταλμένοι· «Κύριε, αυτός, τον οποίον αγαπάς, ασθενεί» και δεν είπον, ότι ο Λάζαρος ασθενεί; Ούτως είπον εννοούντες ότι, αυτός, όστις σε αγαπά και δια τούτο τον αγαπάς και συ, αυτός είναι ασθενής. Εφ’ όσον δε έχεις κάμει τόσας θεραπείας εις τους ξένους, πρέπει να κάμης και εις τον φίλον σου το καλόν. Λέγει ο Κύριος· «Αύτη η ασθένεια δεν είναι δια θάνατον». Δεν είναι δια θάνατον; Αλλά τότε πως απέθανε και έμεινε τέσσαρας ημέρας εις τον τάφον; Μήπως ομοιάζει τούτο με το ότι δεν απέθανεν, αλλά κατά φαντασίαν τον έθαψαν ως νεκρόν; Δεν είναι δια θάνατον; Αλλά πως είπε κατόπιν, ότι ο Λάζαρος ο φίλος ημών απέθανεν; Είπες, ότι δεν είναι δια θάνατον! Αλλά όταν αποθάνη, πως θα σε πιστεύσουν, αφού ήκουσαν τον λόγον αυτόν από το στόμα σου; Δεν είναι δια θάνατον; Αλλά πως τον ανέστησες, αφού δεν ήτο αποθαμμένος; Πως εζήτησες τον τάφον του, αφού δεν ήτο ενταφιασμένος; Με τούτο θέλει να είπη ο Χριστός, ότι δεν είναι δια θάνατον παντοτινόν, αλλά μόνον δια τέσσαρας ημέρας θα είναι ο θάνατός του και δια να φανερωθή η δύναμις του Θεού. Μήπως όμως δια να φανερωθή η δύναμις του Θεού απέθανεν ο Λάζαρος; Οχι· αλλ’ απέθανεν από ασθένειαν, η δε δύναμις του Θεού εφανερώθη, διότι ανεστήθη. Διατί δε λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι ηγάπα ο Χριστός τον Λάζαρον; Δια να ακούσης και να μάθης, ότι και οι φίλοι του Θεού ασθενούν σωματικά, καθώς το λέγει και ο σοφός Σολομών· «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει· μαστιγοί δε πάντα υιόν, ον παραδέχεται» (Παρ. γ: 12). Επειδή λοιπόν είναι φίλοι του Θεού, θέλεις δια τούτο να μη ασθενούν; Όχι. Μάλιστα αυτοί πρέπει να ασθενούν περισσότερον, διότι η ασθένεια του σώματος είναι δοκιμασία της ψυχής. Δια τούτο και ο Προφήτης Δαβίδ παρεκάλει και έλεγε· «Δοκίμασόν με, Κύριε, και πείρασόν με» (Ψαλμ. κε: 2). Αλλ’ ας έλθωμεν εις την συνέχειαν του Ευαγγελίου. «Ως ουν ήκουσεν, ότι ασθενεί, τότε μεν έμεινεν εν ω ην τόπω δύο ημέρας» (Ιωάν. ια: 6). Ως ήκουσεν ο Κύριος, ότι ο Λάζαρος ασθενεί, τότε μεν παρέμεινεν εκεί όπου ήτο επί δύο εισέτι ημέρας. Που ήτο ο Χριστός και που απέμεινε πάλιν; Τούτο το λέγει ο Ευαγγελιστής εις το προηγούμενον δέκατον κεφάλαιον, ότι δηλαδή οι Ιουδαίοι εζήτουν αυτόν, ήτοι τον Χριστόν, να τον συλλάβουν «και εξήλθεν εκ της χειρός αυτών και απήλθε πάλιν πέραν του Ιορδάνου εις τον τόπον, όπου ην Ιωάννης το πρώτον βαπτίζων και έμεινεν εκεί» (αυτ. ι: 39 – 40). Ήτοι οι Εβραίοι, ως φθονεροί, όπου ήσαν, εζήτουν τον Χριστόν να τον φονεύσουν, αυτός δε έφυγεν από τας χείρας των και επέρασεν αντίπεραν του Ιορδάνου ποταμού, εκεί δε όπου ήτο εγνώριζε, ότι θέλει αποθάνει ο Λάζαρος. Όθεν εκεί παρέμεινε τας δύο ημέρας εκείνας, δια να ταφή ο Λάζαρος και ούτω να γίνη θαυμαστότερον το θαύμα. Διότι, αν ήθελε τον ιατρεύσει ησθενημένον, ολίγον ήθελε θαυμαστωθή· ότε δε τον ανέστησεν αποθαμμένον, εφάνη και περισσότερον δυνάστης και βασιλεύς του θανάτου. Διατί δε δεν επήγε πριν παρέλθουν τέσσαρες ημέραι; Δια να φανή, ότι αν και εις τα τέσσαρα στοιχεία διαλυθή το σώμα του ανθρώπου, αλλά πάλιν ο Θεός δύναται να το συναρμόση εις εν, όπως και τον Λάζαρον. «Έπειτα μετά τούτο λέγει τοις Μαθηταίς· Άγωμεν εις την Ιουδαίαν πάλιν. Λέγουσιν αυτώ οι Μαθηταί· Ραββί, νυν εζήτουν Σε λιθάσαι οι Ιουδαίοι, και πάλιν υπάγεις εκεί; Απεκρίθη ο Ιησούς. Ουχί δώδεκα εισιν ώραι της ημέρας; Εάν τις περιπατή εν τη ημέρα, ου προσκόπτει, ότι το φως του κόσμου τούτου βλέπει. Εάν δε τις περιπατή εν τη νυκτί, προσκόπτει· ότι το φως ουκ έστιν εν αυτώ». Μετά ταύτα λέγει ο Κύριος προς τους Μαθητάς του· «Ελάτε να υπάγωμεν εις την Ιουδαίαν». Λέγουσι προς αυτόν οι μαθηταί του· «Διδάσκαλε, τώρα Σε εζήτουν οι Ιουδαίοι να Σε λιθοβολήσουν και πάλιν υπάγεις εκεί»; Δια ποίαν αιτίαν εζήτουν οι Ιουδαίοι να λιθοβολήσουν τον Χριστόν; Το λέγει ο αυτός Ευαγγελιστής εις το προηγούμενον δέκατον κεφάλαιον, εις το οποίον γράφει ούτω· «Εγένετο δε τα εγκαίνια εν τοις Ιεροσολύμοις και χειμών ην. Και περιεπάτει ο Ιησούς εν τω Ιερώ εν τη στοά του Σολομώντος. Εκύκλωσαν ουν αυτόν οι Ιουδαίοι και έλεγον αυτώ. Έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις; Ει συ ει ο Χριστός, ειπέ ημίν παρρησία. Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς. Είπον υμίν και ου πιστεύετε· τα έργα α εγώ ποιώ εν τω ονόματι του Πατρός μου, ταύτα μαρτυρεί περί εμού. Αλλ’ υμείς ου πιστεύετε, ου γαρ εστε εκ των προβάτων των εμών, καθώς είπον υμίν… Εβάστασαν ουν πάλιν λίθους οι Ιουδαίοι, ίνα λιθάσωσιν αυτόν» (Ιωάν. ι: 22 – 31). Ακούεις διατί ήθελαν να τον λιθοβολήσουν; Διότι τον ηρώτησαν, λέγοντες· «Ειπέ μας, Συ είσαι ο Χριστός»; Εκείνος δε απεκρίθη προς αυτούς. «Τα έργα, τα οποία κάμνω, αυτά μαρτυρούν, εάν είμαι εγώ ο Χριστός». Ως ήκουσαν τούτο εκείνοι, επήραν πέτρας να τον λιθοβολήσουν. Πότε δε έγινεν αυτό; Μόλις προ τριών ημερών. Δια τούτο λέγουν οι μαθηταί· «Ραββί, το οποίον σημαίνει Διδάσκαλε, τώρα, προ ολίγου, ήθελαν να σε λιθοβολήσουν εις την Ιουδαίαν και πάλιν θέλεις να υπάγης εκεί; Μήπως τον θάνατόν Σου ζητείς; Μήπως αγαπάς να φονευθής και δια τούτο θέλεις να υπάγης πάλιν εκεί»; Λέγει ο Χριστός· «Η ημέρα δεν έχει δώδεκα ώρας»; Και πως λέγεις, Χριστέ, ότι η ημέρα έχει δώδεκα ώρας, αφού άλλαι ημέραι έχουν εννέα ώρας, άλλαι δέκα, άλλαι ένδεκα, άλλαι δεκατρείς και άλλαι δεκατέσσαρας; Πως είπεν ο Χριστός, ότι δώδεκα ώραι είναι της ημέρας; Τούτο δεν το είπεν ο Χριστός δια τας ημέρας όλου του χρόνου, αλλά δια τας ημέρας του μηνός εκείνου, όστις ήτο τότε, δι’ εκείνας το έλεγεν. Τότε δε, εις τας ημέρας εκείνας, ήτο Μάρτιος, όστις έχει δώδεκα ώρας η ημέρα και δώδεκα η νύκτα. Θέλεις να διαπιστώσης και την αλήθειαν, ότι ο Μάρτιος, ήτο τότε; Άκουσον. Οι Εβραίοι τότε είχον το Πάσχα των εις τας εικοσιτέσσαρας του Μαρτίου· ο δε Χριστός είπε τον λόγον αυτόν δέκα ημέρας πρωτύτερα. Ώστε λοιπόν Μάρτιος ήτο τότε· δια τούτο και έλεγε, δεν είναι δώδεκα ώραι της ημέρας; Όστις περιπατεί την ημέραν, δεν σκοντάπτει, ότι βλέπει το φως του ηλίου· όστις δε περιπατεί κατά την νύκτα, εκείνος σκοντάπτει, διότι δεν του φέγγει ο ήλιος. Ήτοι, θέλει να είπη ο Χριστός προς τους Μαθητάς του· «Μαθηταί μου, εάν πιστεύετε, ότι εγώ είμαι το αληθινόν φως, δεν φοβείσθε να σκοντάψετε από πειρασμούς δαιμόνων ή ανθρώπων. Εάν πιστεύετε, ότι εγώ είμαι ο Θεός, δεν φοβείσθε να πάθετε κακόν, έστω και αν εις την Ιουδαίαν υπάγωμεν. Εάν δε έχετε δυσπιστίαν εις εμέ, τότε ως να περιπατήτε κατά την νύκτα, ούτω θέλετε σκοντάπτει, ούτω θέλετε πειράζεσθε από τους εχθρούς σας, ως να μη είχετε κανένα, ούτε εμέ βοηθόν σας». «Ταύτα είπε και μετά τούτο λέγει αυτοίς· Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται· αλλά πορεύομαι, ίνα εξυπνίσω αυτόν. Είπον ουν οι Μαθηταί αυτού· Κύριε, ει κεκοίμηται, σωθήσεται. Ειρήκει δε ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού· εκείνοι δε έδοξαν, ότι περί της κοιμήσεως του ύπνου λέγει» (αυτ. 11 – 13). Αφού είπεν ο Κύριος εις τους Μαθητάς του, ότι δώδεκα ώρας είναι η ημέρα, λέγει είτα προς αυτούς· «Ο Λάζαρος, ο φίλος μας, εκοιμήθη και πηγαίνω να τον εξυπνήσω». Λέγουσιν οι Μαθηταί προς αυτόν· «Κύριε, αν έπεσε να κοιμηθή, πάλιν θέλει σηκωθή». Εδώ ο Ευαγγελιστής εξηγεί ο ίδιος την σημασίαν αυτήν και λέγει, ότι ο Χριστός τους είπε δια τον θάνατον, εκείνοι δε ενόμισαν, ότι δια τον ύπνον τους λέγει. Και διατί δεν τους είπε φανερά, ότι ο Λάζαρος απέθανεν, αλλά εκοιμήθη; Διότι ο Λάζαρος δεν έκαμε πολλάς ημέρας εις τον τάφον, αλλά μόνον τέσσαρας ημέρας, έπειτα τον ανέστησεν ο Χριστός. Θέλω λοιπόν να είπω, ότι επειδή δεν ήτο δια πολύν χρόνον ο θάνατος του Λαζάρου, δια τούτο ωνόμασεν ο Χριστός τον τοιούτον θάνατον κοίμησιν, αλλά και διότι η θεία Γραφή δια τους αμαρτωλούς και ασεβείς λέγει, ότι απέθαναν, επειδή υπάγουσιν εις την αιώνιον κόλασιν, επειδή υπάγουσιν εις βάσανα και εις τιμωρίας. Δια δε τους δικαίους λέγει, ότι εκοιμήθησαν, επειδή υπάγουσιν εις την Βασιλείαν των ουρανών, επειδή υπάγουσιν εις ατελεύτητον ανάπαυσιν. Δια τούτο λοιπόν ο Χριστός κοίμησιν ωνόμασε τον θάνατον του δικαίου Λαζάρου. «Τότε ουν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία· Λάζαρος απέθανε, και χαίρω δι’ υμάς, ίνα πιστεύσητε, ότι ουκ ήμην εκεί· αλλ’ άγωμεν προς αυτόν» (αυτ. 14 – 15). Επειδή οι Μαθηταί δεν ηννόησαν, τι τους έλεγεν ο Χριστός, όταν είπε «κεκοίμηται», τους λέγει και πάλιν· «Ο Λάζαρος απέθανε και χαίρω δια σας· δεν χαίρω δια τον θάνατον του φίλου μας Λαζάρου· δεν χαίρω διότι απέθανε, αλλά χαίρω δια σας, μαθηταί μου, διότι θέλετε ίδει θαύμα, διότι θέλετε ίδει την ανάστασίν του, ίνα πιστεύσητε, ότι εγώ είμαι Θεός· θέλετε ίδει, ότι με μίαν φωνήν θέλει αναστηθή, δια να πιστεύσητε, ότι εγώ θέλω αναστήσει και τον εαυτόν μου· ότι θέλω αναστήσει τους απ’ αιώνος κεκοιμημένους· ότι την ιδικήν μου φωνήν μέλλει να ακούσωσιν οι νεκροί και να εγερθούν από τους τάφους των· Δια σας χαίρω, μαθηταί μου, διότι θέλετε ίδει, ότι δεν θέλει δυνηθή ο τάφος να κρατήση τον Λάζαρον· θέλετε ίδει, ότι δεν δύναται ο θάνατος να εναντιωθή εις το πρόσταγμά μου· χαίρω δια σας, δια να πιστεύσητε, ότι δεν ήμουν εκεί και όμως εγνώρισα, ότι απέθανε». Διατί όμως λέγει ο Χριστός, ότι δεν ήτο εκεί; Ο Θεός είναι απερίγραπτος, δεν υπάρχει τόπος εις τον οποίον να μη είναι παρών. Εις όλον τον κόσμον είναι και εις τον κόσμον δεν είναι, εις πάντα τόπον είναι και εις κανένα δεν είναι· τόπος δεν είναι, όστις να μην τον έχη· όπου τον ζητήσης, εκεί είναι, όπου τον θέλεις, εκεί τον ευρίσκεις. Εις όλον τον ουρανόν, εις όλην την γην, εις όλην την θάλασσαν, εις όλα τα κτίσματά του, εις πόλεις και εις χώρας και όπου και αν τον ζητήσης. Πως λοιπόν λέγει, ότι δεν ήμουν εκεί; Λέγει τούτο, διότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ήτο διπλούς μετά την σάρκωσιν, ήτοι είχε δύο φύσεις· ήτο τέλειος Θεός, ήτο και τέλειος άνθρωπος. Και του μεν Θεού ιδίωμα είναι το να ευρίσκεται εις πάντα τόπον, του δε ανθρώπου εις ένα και μόνον. Ο Χριστός λοιπόν, καθό μεν Θεός, ήτο εις πάντα τόπον, επομένως και εις την Βηθανίαν ήτο και εις το σπίτι του Λαζάρου· καθό δε άνθρωπος δεν ήτο εκεί, αλλά με τους μαθητάς Του εις το πέραν του Ιορδάνου, καθώς προείπον. Δια τούτο λοιπόν έλεγεν, ότι δεν ήμην εκεί· «και χαίρω δι’ ημάς, ίνα πιστεύσητε, ότι ουκ ήμην εκεί». Η ερμηνεία του λόγου τούτου θέλει προσοχήν, διότι εάν σταματήσης εις το «εκεί», σημαίνει, ότι χαίρω δια σας μαθηταί μου, δια να πιστεύσητε, ότι δε ήμουν εκεί. Τούτο όμως είναι απαράδεκτον, διότι εφ’ όσον ήτο μαζί με τους μαθητάς του, βεβαίως εγνώριζον εκείνοι, ότι ο Χριστός δεν ήτο εις Βηθανίαν. Όθεν δεν υπήρχε περί τούτου καμμία αμφιβολία· είπε δε τούτο εννοών, ότι έχαιρε, διότι βλέποντες οι Μαθηταί ότι αφ’ ενός μεν και μακρόθεν εγνώρισε τον θάνατον του Λαζάρου, αφ’ ετέρου δε ότι και δια μόνου του λόγου του θα ήγειρε τούτον εκ νεκρών, θα επίστευον, ότι Κύριος είναι της ζωής και του θανάτου. Τούτο δε αποδεικνύεται και από την συνέχειαν του λόγου, διότι δεν σταματά εις το «εκεί», αλλά προβαίνων ο λόγος λέγει· «Αλλ’ άγωμεν προς αυτόν», δηλαδή ελάτε να υπάγωμεν προς αυτόν, δια να διαπιστώσητε την αλήθειαν. Το δε «προς», το οποίον ευρίσκεται εις τας τελευταίας ταύτας λέξεις, το λέγομεν οι Έλληνες πρόθεσιν· διότι προτάσσεται άλλης λέξεως. Πρόθεσις επίσης είναι και το «εις»· αναλόγως δε της ιδιότητος της επομένης λέξεως τίθεται άλλοτε το προς και άλλοτε το εις. Όταν δηλαδή πρόκειται περί αψύχου τινός, τότε θέτομεν το εις, όπως λόγου χάριν, όταν λέγωμεν πηγαίνω εις την οικίαν, πηγαίνω εις την Εκκλησίαν, πηγαίνω εις την πόλιν· εις αυτά δεν ημπορούμεν να είπωμεν πηγαίνω προς την οικίαν, πηγαίνω προς την Εκκλησίαν, πηγαίνω προς την πόλιν. Όταν δε πρόκειται περί εμψύχου τινός, τότε θέτομεν το «προς», όπως επί παραδείγματι πηγαίνω προς τον Πέτρον, πηγαίνω προς τον άνθρωπον, πηγαίνω προς τον Χριστόν. Ούτω και εδώ ο Χριστός ως προς ζώντα ωμίλησεν, επειδή επρόκειτο να αναζωωθή. Δια τούτο είπεν· «Ελάτε να υπάγωμεν προς αυτόν», δηλαδή τον Λάζαρον. Έκτοτε δεν ετόλμησε πλέον κανείς να του είπη, όπως και πρωτύτερα του έλεγαν· «νυν εζήτουν σε λιθάσαι οι Ιουδαίοι και πάλιν υπάγεις εκεί»; Δεν ετόλμησαν να του είπωσι τίποτε πλέον, διότι ήκουσαν από του στόματός Του, όπου φανερά τους είπε· «Ο Λάζαρος απέθανε». Επανεπαύθησαν λοιπόν εις τους λόγους του και φαίνεται, ότι αφ’ ενός μεν είπον μεταξύ των· «Αφού ούτος έχει τοσαύτην δύναμιν, ώστε και τον θάνατον του Λαζάρου εγνώρισε, δεν φοβούμεθα να πάθωμεν κακόν, όπου και αν υπάγωμεν μετ’ αυτού· εφόσον δε μάλιστα, όπως πιστεύομεν και όπως μας είπε, μέλλει να αναστήση τον νεκρόν, πόσω μάλλον να μη φυλάξη και ημάς από κίνδυνον»; Αφ’ ετέρου δε φαίνεται ότι επόνεσαν και αυτοί, όταν ήκουσαν, ότι απέθανεν ο Λάζαρος και επεθύμουν να υπάγωσι. Δια τούτο και μόνον ο Θωμάς απεκρίθη, καθώς ο θείος Ευαγγελιστής λέγει. «Είπε νουν Θωμάς, ο λεγόμενος Δίδυμος, τοις συμμαθηταίς· Άγωμεν και ημείς, ίνα αποθάνωμεν μετ’ αυτού» (αυτ. 16). Δίδυμος ελέγετο ο Θωμάς ή διότι είχε τα δύο δάκτυλα ηνωμένα ή διότι ήτο δίδυμος με άλλον αδελφόν, ή διότι το όνομα Θωμάς, Ελληνιστί δίδυμος ερμηνεύεται. Φαίνεται δε θαυμαστός ο λόγος του Θωμά, διότι ο Θωμάς εξ αρχής εφαίνετο δειλός· πως λοιπόν τώρα αυτός μόνος από όλους λέγει· «Ελάτε να υπάγωμεν, να αποθάνωμεν και ημείς με αυτόν»; Και αν θέλης, Θωμά, να αποθάνης μετά του Χριστού, διατί έφυγες, ότε τον επρόδωσαν; Που ήσουν τότε να αποθάνης με τον Χριστόν; Διατί δεν τον ηκολούθησες και συ κατά πόδας, όπως ο Πέτρος; Να αποθάνης θέλεις και όταν τον ίδης, ότι παραδίδεται, ετοιμάζεσαι να φύγης: Που ήτο τότε η προθυμία σου, αφού τώρα λέγεις, ελάτε να υπάγωμεν να αποθάνωμεν μετ’ αυτού; Εις ταύτα θέλει μας είπει ο Θωμάς· «Οι λόγοι ούτοι, τους οποίους είπον, είναι της προθυμίας μου, της αγάπης μου και του πνεύματός μου· η δε φυγή, η δειλία και ο φόβος μου είναι του σώματός μου· λέγει τούτο και ο διδάσκαλός μου ο Χριστός, ότι «το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ: 41, Μάρκ.ιδ: 38). Αλλά και όταν ανεστήθη ο Κύριος και εφάνη εις τους άλλους μαθητάς, συ δε έλειπες και σου είπον οι άλλοι μαθηταί, ότι ημείς είδομεν τον Χριστόν, διατί δεν επίστευσες τότε την αλήθειαν, αλλά έλεγες: «Εάν δεν τον ίδω, δεν πιστεύω, ότι ανεστήθη»; (Ιωάν. κ: 25). Και εις ταύτα μας αποκρίνεται· «Τότε ήθελα να υπάγω να κηρύξω, και ήθελα να ίδω με τους ιδίους μου οφθαλμούς, ίνα όταν με ερωτούν τα έθνη, τον είδες όπου ανεστήθη; Να λέγω την αλήθειαν, ότι ναι· και με τους οφθαλμούς μου τον είδα και με τας χείρας μου τον εψηλάφησα· και να μη λέγω, ότι μόνον εξ ακοής το ήκουσα». Αλλά ταύτα μεν είναι άλλης εορτής υπόθεσις· ημείς δε ας έλθωμεν πάλιν εις την ρήσιν του Ευαγγελίου, εκείθεν, όπου την αφήσαμεν. «Ελθών ουν ο Ιησούς εύρεν αυτόν τέσσαρας ημέρας ήδη έχοντα εν τω μνημείω. Ην δε η Βηθανία εγγύς των Ιεροσολύμων, ως από σταδίων δεκαπέντε· και πολλοί εκ των Ιουδαίων εληλύθεισαν προς τας περί Μάρθαν και Μαρίαν, ίνα παραμυθήσωνται αυτάς περί του αδελφού αυτών». Επήγε λοιπόν ο Χριστός εις την Βηθανίαν, εκεί όπου ήτο ο Λάζαρος και τον εύρε τέσσαρας ήδη ημέρας αποθαμμένον και κεκλεισμένον εις τον τάφον. Ήτο δε η Βηθανία πλησίον των Ιεροσολύμων, από των οποίων απείχε περί τα δεκαπέντε περίπου στάδια, πολλοί δε από τους Ιουδαίους είχον υπάγει να παρηγορήσουν την Μάρθαν και την Μαρίαν, δια τον θάνατον του αδελφού των. Πως δε επέρασαν τέσσαρες ημέραι; Άκουε καταλεπτώς. Μία ημέρα όταν έστειλαν ανθρώπους να είπουν εις τον Χριστόν, ότι ο Λάζαρος ασθενεί· κατ’ εκείνην την ημέραν και απέθανε· έκαμε και δύο ημέρας ο Χριστός εις το πέραν του Ιορδάνου ποταμού, γίνονται τρεις· Τετάρτη δε ημέρα είναι αυτή κατά την οποίαν επήγεν ο Χριστός εκεί, εις την Βηθανίαν. Τι δε είναι το στάδιον; Καλόν είναι και αυτό να το μάθετε. Στάδιον ελέγετο μονάς μετρήσεως μήκους του καιρού εκείνου, απετελείτο δε το στάδιον από εκατόν οργυιάς. Επομένως τα δέκα πέντε στάδια ήσαν χίλιαι πεντακόσιαι οργυιαί· εκάστη πάλιν οργυιά απετελείτο από έξ (6) πόδας. Ήτοι η όλη απόστασις από τα Ιεροσόλυμα εις την Βηθανίαν είναι περί τα δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) σημερινά μέτρα, περί την ημίσειαν δηλαδή ώραν. Τόση λοιπόν είναι η απόστασις από την Βηθανίαν έως τα Ιεροσόλυμα. Επειδή λοιπόν τόσον πλησίον ήτο, δια τούτο πολλοί εξ Ιεροσολύμων επήγαν να παρηγορήσουν την Μάρθαν και την Μαρίαν. Έχει και ο λόγος ούτος σημασίαν αρκετήν, διότι λέγει ο αυτός Ευαγγελιστής εις άλλο μέρος του βιβλίου του, ότι οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι έκαμαν συμφωνίαν μεταξύ των, ότι όστις συναναστρέφεται ή συντρώγει με τον Χριστόν, να είναι αποσυνάγωγος. Πως λοιπόν τώρα λέγει, ότι πολλοί επήγαν προς την Μάρθαν και την Μαρίαν, να τας παρηγορήσουν, αφού η Μάρθα και η Μαρία συνανεστρέφοντο και συνέτρωγαν με τον Χριστόν; Πως δεν εφοβήθησαν να μη τους κάμωσιν αποσυναγώγους; Επήγαν δε ουχί ολίγοι, αλλά και πολλοί. Περί τούτου λέγουν τινές, ότι όσους επήγαιναν δια τοιαύτην υπόθεσιν, δεν τους ηνώχλουν· διότι ήσαν και συγγενείς και λοιποί γνωστοί του Λαζάρου. Όθεν και δια τούτο δεν τους ημπόδιζε τις να υπάγουν εις τον ενταφιασμόν του. Διατί όμως δεν λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι οι Ιουδαίοι επήγαν προς την Μάρθαν και την Μαρίαν, αλλά λέγει, προς τας περί Μάρθαν και Μαρίαν; Ήτοι προς τας άλλας γυναίκας, αι οποίαι ήσαν με την Μαρίαν και την Μάρθαν; Λέγομεν και εις τούτο, ότι δια την προαναφερθείσαν αιτίαν· δηλαδή δια να μη τους κάμωσιν αποσυναγώγους, δια τούτο επροφασίζοντο, ότι επήγαιναν δια τας άλλας γυναίκας, αι οποίαι ήσαν με την Μάρθαν και την Μαρίαν· ούτω δε να φανούν καλοί και υπήκοοι εις τον νόμον και να δείξουν, ότι φυλάσσουν την συμβουλήν των Γραμματέων και των Φαρισαίων. «Η ουν Μάρθα ως ήκουσεν, ότι ο Ιησούς έρχεται, υπήντησεν αυτώ· Μαρία δε εν τω οίκω εκαθέζετο. Είπε νουν η Μάρθα προς τον Ιησούν· Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει. Αλλά και νυν οίδα, ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός». Η Μάρθα ως ήκουσεν, ότι ο Χριστός έρχεται, εξήλθεν έξω και τον προϋπάντησεν· η δε Μαρία, η αδελφή της, εκάθητο μέσα εις τον οίκον των. Λέγει λοιπόν η Μάρθα προς τον Χριστόν· «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου· αλλά και τώρα γνωρίζω, ότι όσα ζητήσης από τον Θεόν, σου τα δίδει ο Θεός». Φαίνεται η υπόθεσις, ότι η Μάρθα έτυχε να είναι τότε έξω και δια τούτο προϋπήντησε τον Χριστόν ή ότι εις αυτήν μόνον είπαν, ότι έρχεται ο Κύριος. Διότι αν έλεγαν και εις την Μαρίαν, ήθελεν εξέλθει και αυτή· επειδή όμως δεν το εγνώριζε, δια τούτο εκάθητο μέσα εις τον οίκον της. Είδες όμως, ότι οι λόγοι της Μάρθας είναι εσφαλμένοι; Διότι λέγει· «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου». Ο Θεός όπου τον ζητήσης είναι, όπου τον θελήσης, ευρίσκεται· διατί λοιπόν έλεγεν η Μάρθα, ότι αν ήσουν εδώ, Κύριε; Διότι ακόμη δεν ήτο στερεωμένη η καρδία της προς τον Χριστόν· ακόμη τόσην πίστιν δεν είχεν, όπως η αδελφή της η Μαρία, καθώς λέγει αλλού ο θείος Λουκάς ο Ευαγγελιστής· «Εγένετο δε εν τω πορεύεσθαι αυτούς και αυτός (ο Ιησούς) εισήλθεν εις κώμην τινά. Γυνή δε τις ονόματι Μάρθα υπεδέξατο αυτόν εις τον οίκον αυτής. Και τήδε ην αδελφή καλουμένη Μαρία, η και παρακαθίσασα παρά τους πόδας του Ιησού ήκουε τον λόγον αυτού» (Λουκ. ι: 38 – 39). Ήτοι ο Χριστός είχεν υπάγει ποτέ εις την Βηθανίαν και η Μάρθα αύτη τον εδέχθη εις τον οίκον της. Είχε δε αύτη και αδελφήν τινα ονόματι Μαρίαν, η οποία εκάθητο πλησίον εις τους πόδας του Κυρίου και ήκουε τους λόγους, τους οποίους εδίδασκε. Θέλω λοιπόν να είπω επ’ αυτού, ότι περισσοτέραν πίστιν είχεν η Μαρία, η αδελφή της, παρά η Μάρθα, καθώς το ωμολόγησε και ο Χριστός λέγων· «Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο». Δια τούτο λοιπόν έλεγεν η Μάρθα, ότι αν ήσουν εδώ, Κύριε, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου· ίσως όμως να εννοούσε και ότι πιστεύω, Κύριε, ότι, ως Θεός, είσαι εις πάντα τόπον· αλλά αν ήσουν σωματικώς εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου. Διατί δε πάλιν δεν λέγει, ότι δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μας; Αλλά λέγει, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου; Μήπως αυτής μόνον ήτο αδελφός; Δεν ήτο και της Μαρίας αδελφός; Διατί λοιπόν λέγει ο αδελφός μου; Επειδή η Μαρία, η αδελφή της, δεν ήτο κατά την ώραν εκείνην μαζί της, δια τούτο μόνον δια τον εαυτόν της ομιλεί, λέγουσα· «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου. Αλλά και τώρα γνωρίζω, ότι όσα ζητήσης από τον Θεόν, σου τα δίδει ο Θεός». Βλέπεις, ότι δια να μη γνωρίζη, ότι είναι Θεός ο Χριστός, δια τούτο λέγει· «όσα ζητήσης από τον Θεόν, σου τα δίδει ο Θεός»; Αυτός είναι εκείνος, όστις δίδει εις τους ανθρώπους κατά τα ζητήματα αυτών. Αυτός δέχεται άλλων δεήσεις και συ, Μάρθα, λέγεις, ότι όσα ζητήσης από τον Θεόν; Από αυτό λοιπόν φαίνεται ότι η Μάρθα ήτο ακόμη αστερέωτος. «Λέγει αυτή ο Ιησούς· αναστήσεται ο αδελφός σου. Λέγει αυτώ Μάρθα· οίδα, ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει, εν τη εσχάτη ημέρα». Ταπεινά, ιλαρά και ακενόδοξα απαντά ο Χριστός προς την Μάρθαν. Δεν της λέγει, ότι εγώ θέλω αναστήσει τον αδελφόν σου και μη κλαίης· αλλά τι; Θέλει, λέγει, αναστηθή ο αδελφός σου. Και πως θέλει αναστηθή, εάν δεν τον αναστήσης, Χριστέ; Δεν λέγει όμως ούτως η Μάρθα· αλλά τι λέγει; Γνωρίζω, λέγει, ότι θέλει αναστηθή εν τη αναστάσει κατά την τελευταίαν ημέραν. Γνωρίζω, Κύριε, ότι θέλει αναστηθή εις την μέλλουσαν ανάστασιν. Πόθεν εγνώριζεν, ότι είναι ανάστασις νεκρών; Από τον λόγον του Προφήτου Ησαϊα, όστις λέγει· «Αναστήσονται οι νεκροί και εγερθήσονται οι εν τοις μνημείοις» (Ησ. κστ: 19). Αλλά και από άλλων Προφητών λόγους το εγνώριζε και από του Χριστού δε το στόμα το ήκουσεν, ότι θέλει γίνει ανάστασις των νεκρών κατά την υστέραν ημέραν. Πως δε είναι υστερινή εκείνη η ημέρα; Μήπως από τότε πλέον δεν θα υπάρχουν ημέραι; Ναι· δεν θα είναι πλέον από τότε ημέρα και νύκτα, αλλ’ ένας θα είναι όλος ο καιρός εκείνος· όλος χαρά και αγαλλίασις δια τους δικαίους και όλος κόλασις δια τους αμαρτωλούς. «Είπεν αυτή ο Ιησούς· Εγώ ειμι η ανάστασις και η ζωή· ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ, ου μη αποθάνη εις τον αιώνα. Πιστεύεις τούτο»; Εγώ, λέγει ο Ιησούς, είμαι η ανάστασις και η ζωή· και όστις πιστεύει εις εμέ και αν αποθάνη, ζη· και όστις ζη και πιστεύει εις εμέ, ποτέ δεν αποθνήσκει εις τον αιώνα. Πιστεύεις αυτά, που σου λέγω, Μάρθα; Και αληθώς· Αυτός είναι η ανάστασις και η ζωή· ανάστασις μεν, διότι με το πρόσταγμά του μέλλουν να αναστηθούν οι απ’ αιώνος νεκροί, ζωή δε, διότι ο ορισμός αυτού ζωοποιεί τα πάντα. Όστις πιστεύει εις Αυτόν, θάνατον δεν φοβείται. «Θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει», καθώς ορίζει Παύλος ο Απόστολος (Ρωμ. στ: 9). Επειδή δε ανάγκη είναι να αποθάνη πας άνθρωπος και πάλιν να αναστηθή, δια τούτο λέγει και ο Χριστός: «Όστις πιστεύει εις εμέ και αν αποθάνη τούτον τον σωματικόν θάνατον, όμως από τον ψυχικόν θάνατον δεν φοβείται». Ψυχικός θάνατος λέγεται η αιώνιος κόλασις, επειδή καλύτερον ήτο να είναι αποθαμμένος ο αμαρτωλός αείποτε, παρά να αναστηθή και να κολασθή. «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται». Αληθώς, Μάρθα, απέθανεν ο αδελφός σου· αλλά επειδή επίστευσες εις εμέ, μη φοβείσαι να αποθάνη παντελώς, να απομείνη εις την αιώνιον κόλασιν. Πιστεύεις αυτό, που σου λέγω, Μάρθα; Αείποτε ο Χριστός, όταν ήθελε να κάμη θαύμα εις τινα άνθρωπον, πρώτον εζήτει πίστιν απ’ εκείνον, όπως έλεγε προς τους δύο τυφλούς, όταν ήλθον προς Αυτόν· «Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι»; (Ματθ. θ: 28), και προς τον εκατόνταρχον, όταν ήθελε να θεραπεύση τον υιόν του· «Ως επίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματθ. η: 13) και αλλαχού ότι «η πίστις σου σέσωκέ σε» (Ματθ. θ: 22)· ούτω και εδώ κάμνει ο Χριστός· πρώτον ζητεί πίστιν από την Μάρθαν και κατόπιν να κάμη το θαύμα. Ομοίως και οι Απόστολοι, κατά το παράδειγμα του Κυρίου, ούτω έκαμαν· όπως ο Φίλιππος, όστις έλεγε προς τον ευνούχον· «Ει πιστεύεις, εξ όλης της καρδίας, έξεστιν» (Πράξ. η: 37), και ο Παύλος· «Πίστευσον επί τον πάντα δυνάμενον Θεόν». Αφού λοιπόν ηρώτησεν ο Χριστός την Μάρθαν, εάν πιστεύη εις αυτά, όπου της είπεν, απεκρίθη η Μάρθα. «Λέγει αυτώ. Ναι, Κύριε, εγώ πεπίστευκα, ότι συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού, ο εις τον κόσμον ερχόμενος». Βλέπεις πως ολίγον κατ’ ολίγον επίστευσεν η γυνή και εβεβαιώθη εις τον Χριστόν; Ιδέ γνώσιν γυναικός. Από ποίον θαύμα, από ποίαν προγητείαν, από τι εγνώρισεν, ότι είναι ο Χριστός Υιός του Θεού; και λέγει: «Ναι, Κύριε, πιστεύω ότι συ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού»; Έπρεπε δε να είπη εν συνεχεία, Συ όστις ήλθες εις τον κόσμον. Δεν είπεν όμως ούτως, αλλά λέγει: «Συ, όστις έρχεσαι εις τον κόσμον». Τι εννοεί το έρχεσαι; Εννοεί ότι· «Συ όστις περιπατείς ήδη εις τον κόσμον, αλλ’ ακόμη δεν ολοκλήρωσες την αποστολήν σου, κανείς ακόμη δεν εγνώρισε, ποίος αληθώς είσαι, πιστεύω, ότι συ είσαι ο Χριστός, ήτοι Θεός και άνθρωπος. Τον καιρόν δηλαδή εκείνον χριστός ελέγετο ο με μύρον κεχρισμένος, διότι τότε είχον συνήθειαν να χρίουν με μύρον εκείνον τον οποίον ήθελον να κάμουν βασιλέα ή Αρχιερέα. Κατεσκευάζετο δε το μύρον από έλαιον και μυρωδικά, και προωρίζετο δι’ αυτόν τον σκοπόν. Από αυτό έχυναν εις την κορυφήν του χειροτονουμένου, και εάν μεν κατέβαινε το μύρον κατ’ ευθείαν εις την ρίνα του και εις το στόμα του, τον έκαμναν βασιλέα, εάν όμως το μύρον επήγαινε πλαγίως, δεν τον έκαμναν. Επειδή λοιπόν και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εχρίσθη υπό του Πνεύματος του Αγίου, δια τούτο ωνομάζετο Χριστός, δηλαδή κεχρισμένος. Δια τούτο είπε και η Μάρθα: «Συ ει ο Χριστός ο Υιός του Θεού, ο εις τον κόσμον ερχόμενος. «Και ταύτα ειπούσα απήλθε και εφώνησε Μαρίαν την αδελφήν αυτής λάθρα ειπούσα· ο Διδάσκαλος πάρεστι και φωνεί σε. Εκείνη ως ήκουσεν, εγείρεται ταχύ και έρχεται προς Αυτόν· ούπω δε εληλύθει ο Ιησούς εις την κώμην, αλλ’ ην εν τω τόπω όπου υπήντησεν αυτώ η Μάρθα». Αφού η Μάρθα ωμολόγησε τον Ιησούν Υιόν Θεού, παρευθύς ανεχώρησε και επήγε και είπε κρυφίως εις την αδελφήν της· «Ο Διδάσκαλος είναι εδώ και σε ζητεί». Η δε Μαρία, ως ήκουσε τούτο, ηγέρθη γρήγορα και επήγε προς τον Χριστόν. Ο Χριστός δεν είχεν ακόμη εισέλθει εις την πόλιν, αλλ’ ευρίσκετο εισέτι εις τον τόπον, εις τον οποίον τον υπήντησεν η Μάρθα απ’ αρχής. Λέγουν και εξετάζουν τινές, διατί κρυφίως η Μάρθα ωμίλησε προς την αδελφήν της; Θέλουν δε να είπουν επ’ αυτού, ότι ωμίλησε ούτω κρυφίως δια να μη κάμη σύγχυσιν εις τον οίκον και σπεύσουν όλοι, ως ακούσουν, ότι ήλθεν ο Χριστός, να Τον ίδουν· άλλοι λέγουν, ότι ωμίλησε κρυφίως, επειδή οι Ιουδαίοι, ως προείπον, εζήτουν να φονεύσουν τον Χριστόν δια τούτο ούτως ωμίλησε, ίνα μη ακούσουν και οι Ιουδαίοι, οίτινες ήσαν εκεί και ορμήσουν κατά του Χριστού να τον λιθοβολήσουν. Τι δε είπε κατ’ ιδίαν η Μάρθα εις την αδελφήν της; Καλόν είναι και αυτό να το σκεφθώμεν. Ο Διδάσκαλος, είπεν, ήλθε και σε καλεί· Διδάσκαλον όλος ο κόσμος τον Χριστόν ωνόμαζε. Πότε δε εζήτησεν ο Χριστός την Μαρίαν και λέγει η Μάρθα ότι ο Χριστός σε ζητεί; Τίποτε ο Χριστός δεν είπε· η δε Μάρθα αφ’ εαυτής το είπε δια να ακούση η Μαρία να σπεύση γρήγορα. Λέγει ο Ευαγγελιστής, ότι η Μαρία επήγε προς τον Χριστόν και δια να δείξη ότι επήγε, λέγει εν συνεχεία, ότι ο Χριστός ακόμη δεν είχεν εισέλθει μέσα εις την πόλιν, αλλ’ ίστατο εκεί. Διότι ο Θεός ως καρδιογνώστης, όπου ήτο, εγνώρισεν ότι θέλει έλθει η Μαρία και δια τούτο την ανέμενεν εκεί. Αλλ’ ιδέ και την προθυμίαν της Μαρίας, πως την διηγείται και ο Ευαγγελιστής και λέγει· «Εγείρεται ταχύ», ήτοι ως ήκουσεν, ότι ο Χριστός την καλεί, πάραυτα ηγέρθη από την πολλήν αγάπην, όπου είχεν εις τον Χριστόν και έσπευσε να τον εύρη. «Οι ουν Ιουδαίοι οι όντες μετ’ αυτής εν τη οικία και παραμυθούμενοι αυτήν, ιδόντες την Μαρίαν, ότι ταχέως ανέστη και εξήλθεν, ηκολούθησαν αυτή, λέγοντες· ότι υπάγει εις το μνημείον, ίνα κλαύση εκεί». Οι Ιουδαίοι, περί των οποίων προείπον, ότι επήγαν να παρηγορήσουν τας δύο αδελφάς, ως είδον την Μαρίαν, ότι ούτως αιφνιδίως ηγέρθη και έφευγε γρήγορα, την ηκολούθησαν, διότι ενόμισαν, ότι υπάγει εις τον τάφον του αδελφού της να κλαύση. Τούτο ενόμισαν, διότι η Μάρθα δεν είπε φανερά εις την Μαρίαν την υπόθεσιν, δια τούτο οι Ιουδαίοι υπέθεσαν, ότι εις τον τάφον του Λαζάρου υπάγει. Δεν εγνώριζον, ότι ο Χριστός είναι έξω και την αναμένει, άλλως δεν ήθελαν υπάγει οπίσω της. «Η ουν Μαρία, ως ήλθεν, όπου ην ο Ιησούς, ιδούσα αυτόν, έπεσεν εις τους πόδας αυτού, λέγουσα αυτώ· Κύριε, ει ης ώδε, ουκ αν απέθανέ μου ο αδελφός». Η Μαρία λοιπόν αφού επήγεν εκεί, όπου ήτο ο Χριστός, έπεσεν εις τους πόδας Του και είπε· «Κύριε, αν ήσουν εδώ, ο αδελφός μου δεν ήθελεν αποθάνει». Βλέπεις, ότι ήτο θερμότερη προς τον Χριστόν από την αδελφήν της την Μάρθαν; Διότι η Μάρθα δεν έπεσεν εις τους πόδας του Χριστού· ενώ η Μαρία έπεσεν εις τους πόδας του Κυρίου, διότι είχε περισσότερον πόθον προς αυτόν. Λέγει δε και αυτή, όπως και η αδελφή της η Μάρθα προς τον Χριστόν· «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν ήθελεν αποθάνει ο αδελφός μου. «Ιησούς ουν, ως είδεν αυτήν κλαίουσαν, και τους συνελθόντας αυτή Ιουδαίους κλαίοντας, ενεβριμήσατο τω πνεύματι, και ετάραξεν εαυτόν και είπε· Που τεθείκατε αυτόν»; Ο Ιησούς, ως είδε την Μαρίαν να κλαίη και τους Ιουδαίους επίσης, ελυπήθη εν εαυτώ και είπε· «Που εθάψατε τον Λάζαρον»; Ο Θεός γνωρίζει και την καρδίαν εκάστου, γνωρίζει και τα κρύφια του ανθρώπου· πως λοιπόν ερωτά: «Που τον εθάψατε»; Ηρώτησεν όχι διότι δεν εγνώριζεν, αλλ’ υπέβαλε την ερώτησιν δια να εύρη αφορμήν όπως με το να του δείξουν τον τάφον, υπάγουν πολλοί και ίδουν το θαύμα. Αι τοιαύται ερωτήσεις είναι συνήθεις εις την Γραφήν και μάλιστα εις την Παλαιάν των Εβραίων, όπως επί παραδείγματι εκεί, όπου γράφεται εις την Γένεσιν· «Αδάμ, που ει»; Μήπως δεν ήτο ο Θεός καρδιογνώστης και δεν εγνώριζε που ήτο ο Αδάμ; Όμως παρά ταύτα ηρώτησεν. Όπως επίσης και εκεί όπου λέγει· «Καταβάς ουν όψομαι, ει κατά την κραυγήν αυτών, την ερχομένην προς με συντελούνται» (Γεν. ιη: 21), ήτοι να καταβώ και να ίδω, αν κάμνουσιν, όπως ακούω την φωνήν των. Αυτό λέγει ο Θεός δια τα Σόδομα και τα Γόμορα, όπως επίσης και δια τους πυργοποιούντας (Γεν. ια: 4 – 6). Εγνώριζε μεν ο Θεός τα γενόμενα, αλλά κατά την συνήθειαν εις την Γραφήν να αναφέρωνται τοιαύται ερωτήσεις από μέρους του Θεού, ο Κύριος ερωτά· «Που εθάψατε τον Λάζαρον»; «Λέγουσιν αυτώ· Κύριε, έρχου και ίδε. Εδάκρυσεν ο Ιησούς». Όταν ηρώτησεν ο Κύριος: «Που εθάψατε αυτόν»; Του απεκρίθησαν: «Έλα να ίδης, που τον εθάψαμεν». Ο δε Κύριος εδάκρυσεν, ως ήκουσε τούτο. Εδάκρυσε δε ως άνθρωπος, όπου ήτο, διότι η Θεότης είναι απαθής και δάκρυον δεν έχει. Ελυπήθη ο Χριστός, διότι κατά την ανθρωπότητα ήτο και αυτός, όπως και ημείς και διότι ηγάπα ο Χριστός τον Λάζαρον. «Έλεγον ουν οι Ιουδαίοι· Ίδε πως εφίλει αυτόν. Τινές δε εξ αυτών είπον: Ουκ ηδύνατο ούτος, ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού, ποιήσαι, ίνα και ούτος μη αποθάνη»; Έλεγον δε οι Ιουδαίοι: «Ίδετε πως ηγάπα αυτόν». Τινές δε απ’ αυτούς έλεγον· «Αυτός, όστις ήνοιξε τους οφθαλμούς του τυφλού, δεν ηδύνατο να κάμη τρόπον, ώστε να μη αποθάνη ο Λάζαρος»; Ιδέτε τι φθόνον και τι απιστίαν είχον οι ταλαίπωροι! Και εάν Αυτός, ω πεπλανημένοι Ιουδαίοι, ήνοιξε ξένου ανθρώπου οφθαλμούς, πόσον μάλλον να μην αναστήση τον φίλον του; Δια ποίον δε τυφλόν λέγουσι; Δι’ εκείνον, όστις ήτο από την κοιλίαν της μητρός του τυφλός, ο δε Κύριος έπτυσεν εις την γην και έκαμε πηλόν και ήλειψε τους οφθαλμούς του, έπειτα τον απέστειλε να νιφθή εις του Σιλωάμ την κολυμβήθραν, καθώς το λέγει ο αυτός Ευαγγελιστής, ότι· «Παράγων ο Ιησούς (εκ του ιερού), είδεν άνθρωπον τυφλόν εκ γενετής» (Ιωάν. θ: 1). Διατί δεν ανέφεραν δι’ άλλο θαύμα, αλλά μόνον το του τυφλού; Διότι οι Ιουδαίοι δεν λέγουν το θαύμα τούτο δια καλόν, αλλά δι’ εμπαιγμόν και καταφρόνησιν. «Ιησούς ουν πάλιν εμβριμώμενος εν εαυτώ, έρχεται εις το μνημείον. Ην δε σπήλαιον, και λίθος επέκειτο επ’ αυτώ. Λέγει ο Ιησούς· άρατε τον λίθον».Τότε ο Ιησούς στενάξας και πάλιν επήγεν εις τον τάφον. Ήτο δε ο τάφος εκείνος σπήλαιον, υπήρχε δε και πέτρα επάνω του σπηλαίου. Τότε είπεν ο Χριστός: «Σηκώσατε την πέτραν αυτήν». Διατί όμως είπε τούτο; Ο Χριστός έλεγεν εις τους Αποστόλους: «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε… καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται» (Ματθ. κα: 21), Μάρκ. ια: 23) αυτός δε δεν ηδύνατο να προστάξη την πέτραν, να σηκωθή μόνη της, αλλά έλεγεν εις εκείνους: «Εγείρατε αυτήν»; Ναι, ηδύνατο ο Χριστός να κάμη και αυτό· έλεγεν όμως εις εκείνους να την εγείρουν, δια να ίδουν μόνοι των την αλήθειαν, μόνοι των να μαρτυρούν το θαύμα, όταν τους ερωτούν οι άλλοι άνθρωποι, λέγοντες προς αυτούς: «Είδετε το θαύμα»; Να λέγουν: «Ναι, και με τους οφθαλμούς μας το είδαμεν και με τας χείρας μας επιάσαμεν την πέτρα». Δια τούτο έλεγεν ο Χριστός: «άρατε τον λίθον». «Λέγει αυτώ η αδελφή του τεθνηκότος Μάρθα· Κύριε, ήδη όζει· τεταρταίος γαρ εστι. Λέγει αυτή ο Ιησούς· ουκ είπον σοι, ότι εάν πιστεύσης όψει την δόξαν του Θεού»; Όταν είπεν ο Χριστός, σηκώσετε την πέτραν, είπεν η Μάρθα, η αδελφή του αποθαμμένου Λαζάρου·  «Κύριε, η δυσωδία, η οποία εξέρχεται από το νεκρόν του σώμα, είναι ανυπόφορος, διότι είναι τεσσάρων ημερών». Τι θέλει να είπη τούτο; «Κύριε, ειπέ μόνον λόγον να αναστηθή, ειπέ μόνον λόγον να κυλισθή η πέτρα αφ’ εαυτής· μη πλησιάζης όμως, διότι βρωμεί· μη προστάζης να σηκώσουν την πέτραν, διότι κανείς δεν τολμά να την σηκώση από την υπερβολικήν δυσωδίαν». Τι δε της λέγει ο Χριστός; «Δεν σου είπα, ότι αν πιστεύσης, θέλεις ίδει την δόξαν του Θεού; Δεν σου είπα, ότι εάν πιστεύσης, ότι είμαι Θεός, δύναμαι να αναστήσω τον αδελφόν σου; Όχι δε μόνον τον αδελφόν σου, όστις βρωμεί, αλλά και τους απ’ αιώνος νεκρούς, οίτινες είναι μόνον χώμα, δύναμαι να αναστήσω. Δεν είπες μόνη σου, ότι εγώ είμαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού; Πίστευε λοιπόν μόνον και θέλεις ίδει την δύναμιν του Θεού. «Ήραν ουν τον λίθον, ου ην ο τεθνηκώς κείμενος. Ο δε Ιησούς ήρε τους οφθαλμούς άνω, και είπε· Πάτερ, ευχαριστώ Σοι, ότι ήκουσάς μου. Εγώ δε ήδειν, ότι πάντοτέ μου ακούεις· αλλά δια τον όχλον τον περιεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν, ότι Συ με απέστειλας». Αφού λοιπόν εσήκωσαν την πέτραν, ύψωσεν ο Χριστός τους οφθαλμούς του εις τον ουρανόν, και είπε· «Πάτερ μου, ευχαριστώ Σε, ότι με ήκουσες, γνωρίζω δε εγώ ότι πάντοτε με ακούεις, αλλά δια το πλήθος, το οποίον παρευρίσκεται εδώ, δια τούτο το είπον, δια να πιστεύσουν, ότι Συ με απέστειλας». Προσεύχεται ο Χριστός δια να μας δείξη, ότι πρέπει να προσευχώμεθα, όταν θέλωμεν να λάβωμεν χάριν τινά εκ Θεού. Προσεύχεται, ουχί διότι έχει ανάγκην να ζητή τίποτε, επειδή Αυτός είναι ο Δοτήρ των χαρισμάτων, Αυτός δίδει εις όλους τους άλλους τα ζητούμενα, αλλά δια να δείξη, ότι δεν είναι αντίθεος. Να φανή, ότι ουδέν πράγμα κάμνει αφ’ εαυτού· να δείξη, ότι εκ του Πατρός είναι απεσταλμένος. Ενεργεί όχι ως δούλος, αλλ’ ως Υιός ηγαπημένος· όχι ως ξένος, αλλ’ ως Κύριος γνήσιος και ίδε την απεριόριστον εξουσίαν, την οποίαν έχει ως Θεός. «Και ταύτα ειπών, φωνή μεγάλη εκραύγασε· Λάζαρε, δεύρο έξω». Δεν είπε, Λάζαρε, αναστήσου, Λάζαρε, σε προστάσσω, σήκω, αλλά «Λάζαρε, έλα έξω», ως να μη ήτο αποθαμμένος· κατ’ αυτόν τον τρόπον του ομιλεί ο Χριστός. «Έβγα έξω από τον τάφον, άκουσον το πρόσταγμά Μου, άκουσον τον ορισμόν Μου και έβγα από τον τάφον, άφες τον τάφον και έλα εις τον κόσμον, άφες τον άδην και έλα εις την Βηθανίαν, άφες την κόλασιν και έλα εις τον οίκον σου, άφες την φθοράν και έλα εις την ανάστασιν, άφες τον θάνατον και έλα εις την ζωήν. Λάζαρε, δεύρο έξω, δια να γνωρίση ο άδης ποίος είμαι εγώ, δια να εννοήση, ότι ουδέν δύναται να κάμη έμπροσθέν Μου, δια να ακούση τις είναι, όστις Σε ανασταίνει. Λάζαρε, δεύρο έξω, ίνα μάθωσιν οι άνθρωποι, τι είναι ανάστασις νεκρών· να εννοήσωσιν οι πεπλανημένοι Ιουδαίοι, ότι εάν αναστήσω σε, όστις είσαι φίλος μου, πολλώ μάλλον θέλω αναστήσει τον εαυτόν μου. Σήκω, Λάζαρε, διότι Θεός είμαι και σε προστάζω ως εξουσιαστής και φοβερός Βασιλεύς του θανάτου. «Και εξήλθεν ο τεθνηκώς, δεδεμένος τους πόδας και τας χείρας κειρίαις· και η όψις αυτού σουδαρίω περιεδέδετο. Λέγει αυτοίς ο Ιησούς· λύσατε αυτόν και άφετε υπάγειν». Παρευθύς με τον λόγον του Χριστού ανεστήθη ο νεκρός, δεδεμένος χείρας και πόδας με τα εντάφια σάβανα, και το πρόσωπόν του ήτο σκεπασμένον με λεπτόν ύφασμα. Τότε τους λέγει ο Χριστός· «Λύσατέ τον και αφήσατέ τον να υπάγη». Με τα σάβανα εξήκθεν ο Λάζαρος, δια να μη φανή,  ότι κατά φαντασίαν τον έθαψαν, να μη είπωσιν οι φίλοι του Λαζάρου Ιουδαίοι, οι οποίοι είχον φθόνον προς τον Χριστόν, ότι μόνον κατά φαντασίαν ήτο τεθαμμένος και πάλιν κατά φαντασίαν τον ανέστησεν ο Χριστός. Δια τούτο τους είπε και ο Χριστός: «Μόνοι σας, με τας χείρας σας λύσετέ τον, να μη λέγετε ύστερον, ότι άλλον ανέστησα· λύσατέ τον, διότι είναι σαβανωμένος, όπως τον εθάψατε· λύσατέ τον να υπάγη, όπου θέλετε. Αφήσετέ τον να περιπατήση με τους δεμένους εις τον τάφον πόδας, αφήσετέ τον να αναβλέψη, να ίδη τον Ποιητήν του, να ίδη τον Πκάστην του, όστις τον ανέστησε, να ίδη τας αδελφάς του, αι οποίαι κλαίουσι, να ίδη τον περιεστώτα όχλον, να ίδη την γην την μητέρα του, εις την οποίαν έμελλε να καταντήση ως άνθρωπος. «Πολλοί ουν εκ των Ιουδαίων, οι ελθόντες προς την Μαρίαν και θεασάμενοι α εποίησεν ο Ιησούς, επίστευσαν εις αυτόν. Τινές δε εξ αυτών απήλθον προς τους Φαρισαίους και είπον αυτοίς α εποίησεν ο Ιησούς». Ως είδαν τον Λάζαρον, ότι ανεστήθη, πολλοί από τους Ιουδαίους, οίτινες είχον υπάγει να παρηγορήσουν τας αδελφάς του, επίστευσαν εις τον Κύριον· άλλοι δε από αυτούς επήγαν εις τους Φαρισαίους και τους είπαν, όσα εποίησεν ο Κύριος. Ο λόγος αυτός έχει διπλήν σημασίαν, ή ότι από πολλήν αγάπην προς τον Χριστόν και καταφρόνησιν των Ιουδαίων είπον όσα έκαμεν ο Χριστός ή από φθόνον. Και εάν μεν ήτο από αγάπην, ήθελον είπει τα εξής προς τους Φαρισαίους· «Ιδέτε, πεπλανημένοι Φαρισαίοι, οποίος μέγας άνθρωπος είναι. Ιδέτε τι θαύματα κάμνει. Ας αφήσωμεν τα πολλά, τα οποία εξ ακοής μόνον γνωρίζομεν· αλλά αυτό, το οποίον είδομεν με τους οφθαλμούς μας και με τας χείρας μας επιάσαμεν, δεν είναι φανερόν σημείον, ότι είναι Θεός; Δύνασθε σεις να κάμετε τοιούτον θαύμα; Ηκούσθη Προφήτης θαυματουργός, όπως αυτός; Δεν είναι αυτός φανερά Υιός Θεού; Διατί τον φθονείτε σεις; Διατί ζητείτε να τον φονεύσετε; Διατί θέλετε να τον σταυρώσετε; Αν ήτο αυτός αμαρτωλός άνθρωπος, ήθελε κάμνει τοιαύτα θαύματα; Ήθελεν ενεργεί ως Θεός; Εκείνοι δε πάλιν, οι οποίοι είχον τον φθόνον, φθονερά ήθελεν είναι και τα λόγια των. Αυτοί ήθελον είπει, ότι πλανά τους ανθρώπους, ότι κατά φαντασίαν τον ανέστησεν, ότι είναι αντίθεος, ότι κάμνει σύγχυσιν εις την χώραν, ότι παρέσυρε το πλήθος όλον με το μέρος του και άλλα περισσότερα φθόνου πεπληρωμένα ήθελον λέγει προς τους Φαρισαίους. Αύτη, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι η υπόθεσις της σημερινής Εορτής, όπως την ηκούσατε, όχι εξ εμού, αλλ’ εκ του κατά Ιωάννην ιερού Ευαγγελίου· πλην ολίγους ακόμη λόγους έχω να είπω δια την εορτήν μας και ακούσατε και αυτούς με πάσαν προθυμίαν, δια να λάβετε εκ του Θεού τέλειον τον μισθόν του κόπου σας. Ο θείος ούτος Λάζαρος, τον οποίον ανέστησεν ο Χριστός σήμερον, λέγουν τινές των ιστοριογράφων της Εκκλησίας μας, ότι ήτο υιός Φαρισαίου τινός, Σίμωνος το όνομά του και ότι, ως μαρτυρεί το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον, ήτο ηγαπημένος πολύ από τον Χριστόν, δια την πραότητά του και δια την πίστιν, την οποίαν είχε προς τον Χριστόν. Τούτον οι Ιουδαίοι, ως φθονεροί και επίβουλοι όπου ήσαν, απεφάσισαν μετά την ανάστασίν του να τον φονεύσουν, αυτός δε έφυγε και επήγεν εις την νήσον Κύπρον. Μετά ταύτα οι Απόστολοι τον εχειροτόνησαν Αρχιερέα εις πόλιν τινά, ήτις ωνομάζετο των Κιτιέων. Λέγεται επίσης ότι, όταν ακόμη η Παναγία ήτο σωματικώς εις την γην, επήγεν εις την Κύπρον αυτοπροσώπως και έδωσεν εις τον θείον Λάζαρον ένα ωμόφορον, το οποίον έκαμεν η Παναγία μόνη της με τας χείρας της. Έζησε δε ο θείος Λάζαρος, μετά την ανάστασίν του, τριάκοντα χρόνους σωστούς, κατά το διάστημα των οποίων ουδέποτε εγέλασεν, ενθυμούμενος τον πικρόν θάνατον και την φοβερωτάτην κόλασιν. Δεν διηγήθη δε τίποτε από τα του άδου, δια δύο, όπως φαίνεται λόγους, ή διότι δεν επέτρεψεν εις αυτόν ο Κύριος να διηγήται ταύτα, επειδή είναι φοβερά, ή διότι δεν είδε τίποτε, Θεού οικονομία. Άλλοι πάλιν εξηγηταί του ιερού Ευαγγελίου ερωτούν, διατί οι άλλοι τρεις Ευαγγελισταί, ο Ματθαίος, ο Μάρκος και ο Λουκάς δεν γράφουν τίποτε δια την έγερσιν του Λαζάρου, αλλά μόνον ο Ιωάννης; Λέγομεν δε εις τούτο, ότι όταν έγραψαν τα Ευαγγέλιά των οι άλλοι Ευαγγελισταί, ο Λάζαρος έζη και επειδή έζη τότε ο Λάζαρος, ήτο περιττόν να το γράψουν, διότι ο ίδιος διηγείτο το θαύμα. Ο δε Ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν έγραψε το Ευαγγέλιόν του, είχεν αποθάνει ο Λάζαρος και δια να μη λησμονηθή το τοιούτον θαύμα, δια τούτο το έγραψεν. Ίδετε δε πότε οι θείοι Ευαγγελισταί έγραψαν έκαστος τα Ευαγγέλιά των· ο Ματθαίος έγραψε το Ευαγγέλιόν του οκτώ χρόνους μετά την του Χριστού θείαν Ανάληψιν, ο Μάρκος έγραψε δέκα χρόνους μετά την του Χριστού Ανάληψιν, ο Λουκάς δεκαπέντε χρόνους μετά την του Χριστού Ανάληψιν. Ο δε θείος Ιωάννης έγραψε το θείον αυτού Ευαγγέλιον τελευταίος από όλους, ήτοι δύο έτη μετά τον θάνατον του Λαζάρου, τριάκοντα δύο δηλαδή έτη από της του Χριστού Αναλήψεως. Εμάθατε λοιπόν και την αιτίαν, δια την οποίαν δεν έγραψαν οι άλλοι Ευαγγελισταί το θαύμα αυτό, αλλά μόνον ο Ιωάννης. Ιδού λοιπόν, ευλογημένοι Χριστιανοί, ότι βοηθεία Θεού διεπεράσαμεν το πέλαγος της αγίας Τεσσαρακοστής και μακάριος είναι εκείνος, όστις δεν υπέστη κακόν τι εις το πέλαγος αυτό, αλλ’ εξήλθεν απηλλαγμένος από πάσαν δαιμονικήν τρικυμίαν· ούτος και εις τον καλόν λιμένα έφθασεν, και τους λοιπούς κόπους δεν φοβείται. Η Αγία Τεσσαρακοστή, την οποίαν διήλθομεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, είναι αγιασμός και σωτηρία των ψυχών ημών. Διότι η νηστεία είναι μέγα όφελος· από αυτήν την νηστείαν ο Μωυσής έγινε νομοθέτης του Εβραϊκού γένους, από αυτήν εκαθαρίσθη ο νους του και είδε δόξαν Θεού· απ’ αυτήν και οι Άγιοι Τρεις Παίδες έσβεσαν την φλόγα της καμίνου, από αυτήν και ο Προφήτης Δανιήλ ημέρωσε τους λέοντας, από αυτήν ο Προφήτης Ηλίας εκράτησε τα νέφη και δεν έβρεξε τρεις χρόνους και εξ μήνας· και σχεδόν ειπείν όλοι οι Άγιοι από αυτήν ετιμήθησαν· από αυτήν ηξιώθησαν της Βασιλείας των ουρανών. Είθε δι’ αυτής όπως και ημείς κατά μεν το παρόν αξιωθώμεν να φθάσωμεν την αγίαν ημέραν του Πάσχα, να λαμπροφορήσωμεν ψυχικά και σωματικά και να εορτάσωμεν, ως αγαπά ο Χριστός· εκεί δε εις τον μέλλοντα αιώνα να αξιωθώμεν του αιωνίου Πάσχα, της αιωνίου χαράς και της αϊδίου τρυφής. Ης τύχοιμεν πάντες εν Χριστώ Ιησού τω αληθινώ Θεώ ημών, Ω πρέπει η δόξα και το κράτος και η προσκύνησις, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των ατελευτήτων αιώνων. Αμήν.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια: