ΤΩ ΣΑΒΒΑΤΩ ΠΡΟ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

Τη αυτή ημέρα, Σαββάτω προ των Βαΐων, εορτάζομεν την έγερσιν του Αγίου και Δικαίου φίλου του Χριστού Λαζάρου του τετραημέρου.    

Λάζαρος ο Άγιος και δίκαιος φίλος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του οποίου την εκ νεκρών παρά του Κυρίου ανάστασιν εορτάζομεν σήμερον, ήτο Εβραίος το γένος και Φαρισαίος την αίρεσιν, γεννηθείς εις πόλιν τινά της Ιουδαίας ονόματι Βηθανίαν, κειμένην παρά τους ανατολικούς πρόποδας του όρους των Ελαιών και απέχουσαν από των Ιεροσολύμων περί τα δύο και ήμισυ χιλιόμετρα. Πατήρ του, καθώς λέγεται, ήτο ο Φαρισαίος Σίμων, είχε δε αδελφάς την Μάρθαν και την Μαρίαν, περί των οποίων πολλάκις εν τω Ευαγγελίω ακούομεν. Τον καιρόν εκείνον εδίδασκεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός και περιήρχετο την Ιουδαίαν δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, επεσκέπτετο δε συχνά και τον Σίμωνα εις την οικίαν αυτού, μετά του οποίου συνωμίλει πολλάκις, διότι ούτος επίστευε την εκ νεκρών ανάστασιν των ανθρώπων.

Όθεν ερχόμενος συχνότερον ο Κύριος εις την οικίαν τού Σίμωνος συνεδέθη δια φιλίας και με τους ευρισκομένους εν τη οικία, ήτοι τον Λάζαρον και τας δύο αδελφάς του, την Μάρθαν  και την Μαρίαν, αίτινες και εφιλοξένουν και διηκόνουν αυτώ πολλάκις (Λουκ. ι: 38 – 40, Ιωάν. ιβ: 2 – 3). Ότε δε επλησίαζε το σωτήριον πάθος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και επειδή το της θείας Αναστάσεως μυστήριον έπρεπε να διακηρυχθή και να διαπιστωθή ακριβέστερον, τότε ενήργησεν ο Κύριος και το μέγα τούτο θαύμα. Και είχε μεν πρότερον αναστήσει την παίδα του Ιαείρου και τον υιόν της χήρας, όμως το θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου υπερέβαινε τα προηγούμενα, διότι ο Λάζαρος, ότε ανεστήθη, είχεν ήδη προ τεσσάρων ημερών αποθάνει και είχεν ενταφιασθή. Εγένετο δε το θαύμα της εκ νεκρών παρά του Κυρίου εγέρσεως αυτού ως εξής. Κατά τας ημέρας κατά τας οποίας ησθένει ο Λάζαρος, διέτριβεν ο Κύριος μετά των μαθητών του εις την πέραν του Ιορδάνου χώραν. Ότε δε εκοιμήθη ο Λάζαρος, γνωρίσας τούτο ο Κύριος δια της θείας αυτού παντογνωσίας, λέγει προς τους μαθητάς του· «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται» (Ιωάν. ια: 11), επειδή δε εκείνοι ενόμισαν ότι περί του ύπνου ομιλεί, λέγει και πάλιν εις αυτούς· «Λάζαρος απέθανεν…». Μετά δύο ημέρας παραλαβών ο Κύριος τους μαθητάς Του ανεχώρησεν από την πέραν του Ιορδάνου και επέστρεψεν εις την Ιουδαίαν. Ερχόμενον δε εις Βηθανίαν, τον προϋπήντησαν αι αδελφαί του Λαζάρου και Του λέγουν· «Κύριε, εάν ήσο εδώ, δεν θα απέθνησκεν ο αδελφός μας, αλλά και τώρα γνωρίζομεν, ότι εάν θελήσης δύνασαι να αναστήσης αυτόν». Ηρώτησε δε ο Κύριος λέγων· «Που τεθήκατε αυτόν»; Τότε όλοι ομού επορεύθησαν εις τον τάφον του Λαζάρου και εκεί προσέταξεν ο Κύριος να άρουν τον λίθον. Η δε Μάρθα προσεπάθει να εμποδίση τον Κύριον λέγουσα· «Κύριε, ήδη όζει, τεταρταίος γαρ εστι» (Ιωάν. ια: 39)· ο Κύριος όμως επετίμησεν αυτήν και αρθέντος του λίθου προσηύξατο και εδάκρυσεν επί του μνημείου· είτα δε δια μεγάλης φωνής εβόησε λέγων· «Λάζαρε, δεύρο έξω». Αμέσως τότε εγερθείς ο νεκρός εξήλθε του μνημείου, όπως ήτο περιβεβλημένος και δεδεμένος με τα εντάφια σπάργανα. Λυθείς δε κατά προσταγήν του Κυρίου ανεχώρησε δια τον οίκον αυτού, ενώ πάντες εθαύμαζον. Το εξαίσιον και τεράστιον τούτο θαύμα του Κυρίου διήγειρε τον φθόνον των Αρχιερέων και των Φαρισαίων, οίτινες εξεμάνησαν κατ’ αυτού και εζήτουν να τον θανατώσουν. Όχι δε μόνον τον Κύριον ήθελαν να αποκτείνουν, αλλά και τον Λάζαρον. Όθεν ο μεν Κύριος ανεχώρησεν εις πόλιν καλουμένην Εφραΐμ, ο δε Λάζαρος διέφυγεν εις την νήσον Κύπρον, εις την οποίαν και εχειροτονήθη μετά ταύτα υπό των Αγίων Αποστόλων Αρχιερεύς της πόλεως των Κιτιαίων. Λέγεται δε ότι εκεί ευρισκομένου του θείου Λαζάρου και όταν ακόμη η Υπεραγία Θεοτόκος έζη σωματικώς εις την γην, επήγε προς αυτόν ένα ωμόφορον, το οποίον έρραψε και εκέντησε δια των ιδίων Της χειρών. Καλώς δε και θεοφιλώς πολιτευσάμενος ο θείος Λάζαρος, μετά τριάκοντα χρόνους από της αναβιώσεώς του εκοιμήθη και πάλιν και απήλθε προν Ον ηγάπησε Κύριον κατά το ξγ΄ (63ον) έτος, ενταφιασθείς πλησίον της πόλεως του Κιτίου, θαύματα επιτελέσας πάμπολλα. Ο δεύτερος ούτος τάφος του Δικαίου Λαζάρου σώζεται μέχρι σήμερον, φέρει δε επιγραφήν λέγουσαν· «Λάζαρος ο τετραήμερος, φίλος του Χριστού». Περί του Δικαίου Λαζάρου λέγεται ακόμη, ότι όσους χρόνους έζησε μετά την εκ νεκρών έγερσίν του, ποτέ δεν ηδύνατο να φάγη τι χωρίς να το συγκεράση με γλυκύ τι και ότι ποτέ δεν εγέλασεν, ειμή μόνον όταν είδε τινά κλέπτοντα αγγείον πήλινον. Τότε εμειδίασε λέγων· «Το εν χώμα κλέπτει το άλλο», ταύτα δε έπραττε, διότι ενεθυμείτο πάντοτε τον πικρόν θάνατον και την φοβερωτάτην κόλασιν, δεν διηγήθη όμως εις ουδένα τίποτε από τα του Άδου, δια δύο ίσως αιτίας· ή διότι δεν επέτρεψεν εις αυτόν ο Κύριος να διηγηθή τίποτε εξ αυτών, επειδή είναι φοβερά, ή διότι, Θεού οικονομία, δεν είδε τίποτε. Τούτου το τίμιον και άγιον Λείψανον, θεόθεν κινούμενος, μετεκόμισεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο σοφώτατος αυτοκράτωρ Λέων, απέθεσε δε αυτό εις το δεξιόν μέρος και έμπροσθεν του αγίου Βήματος του Ναού του Αγίου Λαζάρου, τον οποίον αυτός ωκοδόμησε, εκεί δε ευρίσκετο χρόνους πολλούς, ευωδίαν εκπέμπον άρρητον. Διετάχθη δε υπό των θεοφόρων Πατέρων ημών, μάλλον δε υπό των Αγίων Αποστόλων, να εορτάζηται παρ’ ημών, κατά την παρούσαν ημέραν, καθ’ ην ετελείωσεν η τεσσαρακονθήμερος νηστεία, η εκ νεκρών έγερσις του Δικαίου Λαζάρου δια την εκ των παθών ημών δια της νηστείας κάθαρσιν, ήτις απαραίτητος τυγχάνει δια να δυνηθώμεν αξίως να επιτελέσωμεν και τα Άγια Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τα οποία από της παρούσης ημέρας ακολουθούν. Επειδή το θαύμα τούτο περισσότερον από όλα τα άλλα εύρον ως αφορμήν της κατά  του Κυρίου Ιησού Χριστού μανίας των οι Ιουδαίοι, δια τούτο λοιπόν έταξαν κατά την παρούσαν ημέραν να εορτάζωμεν το υπερφυσικόν τούτο και τεράστιον θαύμα, το οποίον μόνος ο Ευαγγελιστής Ιωάννης συνέγραψε και το οποίον οι άλλοι Ευαγγελισταί απεσιώπησαν. Δεν έγραψαν περί αυτού τίποτε εις τα Ευαγγέλιά των οι άλλοι Ευαγγελισταί, διότι ο Λάζαρος έζη και τον έβλεπαν· όθεν εθεώρησαν περιττόν να το γράψουν. Ο δε Ευαγγελιστής Ιωάννης, όταν συνέγραψε το Ευαγγέλιόν του, είχεν αποθάνει ο Λάζαρος· όθεν το έγραψε δια να μη λησμονηθή ένα τοιούτον μέγιστον θαύμα. Λέγεται  δε, ότι και δια τούτο και μόνον το θαύμα και το λοιπόν συνέγραψεν Ευαγγέλιον και διότι περί της ανάρχου Γεννήσεως του Χριστού, τουτ’ έστι περί Θεολογίας, ουδέν είπον οι άλλοι τρεις Ευαγγελισταί. Έγραψε δε ταύτα δια να αποδείξη την αλήθειαν, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι Υιός του Θεού και Θεός και ότι ανέστη και ότι υπάρχει ανάστασις των νεκρών, όπερ αποδεικνύεται περισσότερον από την έγερσιν του Λαζάρου. Από του θείου τούτου Λαζάρου και πάντα αποθνήσκοντα άνθρωπον ονομάζομεν Λάζαρον, το δε εντάφιον ένδυμα λέγομεν λαζάρωμα, όπερ και σάβανον λέγομεν· τούτο δε ίσως ίνα εις εκάστην περίπτωσιν αποθνήσκοντος ανθρώπου ενθυμούμεθα ότι όλοι θέλομεν αναστηθή εις τον καιρόν της του Χριστού Δευτέρας Παρουσίας, όπως ποτέ ανεστήθη ο Λάζαρος. Διότι καθώς εκείνος δια μόνου του λόγου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού ανέστη και ανεβίωσε πάλιν, ούτω και ο προκείμενος νεκρός, αν και απέθανεν, όμως εν τη εσχάτη σάλπιγγι θέλει αναστηθή και θέλει ζήσει αιωνίως.

Δεν υπάρχουν σχόλια: