Οι Ορθόδοξοι της Αντιοχείας επί Ευζωΐου
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το 360 επίσημος Επίσκοπος Αντιοχείας, στη θέση του εξορισθέντος Αγίου Μελετίου,
τοποθετήθηκε ο Ευζώιος. Ο Ευζώιος ήταν αρειανόφρονας γι' αυτό και οι Ορθόδοξοι "διαχωρισθέντες
ἀπὸ τοὺς κακοδόξους, συνηθροίζοντο εἰς τὴν Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν κειμένην ἐν τῇ
καλουμένη Παλαιᾷ" (Μελετίου Αθηνών, Εκκλησιαστική Ιστορία, τόμος α΄,
Βιέννη, 1783, σελ. 349). Χωρίσθηκαν δηλαδή όχι μόνο από τον Ευζώιο, αλλά και
από τους συν αυτώ και εκκλησιαζόντουσαν στην παλιά πόλη της Αντιόχειας, σε έναν
ναό που είχαν κτίσει οι Απόστολοι. Όπως γράφει ο ιστορικός: "χωρισθέντες
ἀπὸ τὴν Ἀρειανικὴν συμμορίαν, τὰς θείας ἐτέλουν λειτουργίας ἐν τῇ καλουμένῃ Παλαιᾷ"
(στο ίδιο, σελ. 379).
Οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως από το 350 έως το 379
Το 350 επίσημος Επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, στη θέση του εξορισθέντος
Αγίου Παύλου, τοποθετήθηκε ο Μακεδόνιος, ο οποίος ήταν Πνευματομάχος. Μετά τον
Μακεδόνιο εκλέχθηκε ο από Αντιοχείας αρειανόφρονας Ευδόξιος. Με τον θάνατο του
Ευδοξίου εκλέγεται ο επίσης αρειανόφρονας Δημόφιλος. Όμως ο εξόριστος Άγιος
Ευστάθιος Αντιοχείας, ο οποίος κρυβόταν σε κάποιο σπίτι των λιγοστών Ορθοδόξων
της Πόλεως χειροτονεί για αυτούς (πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια!) Ορθόδοξο Επίσκοπο
τον Ευάγριο. Μόλις το μαθαίνει ο αρειανόφρονας αυτοκράτορας Ουάλης, εξορίζει τον
Ευάγριο και δημεύει τους λιγοστούς ναούς των Ορθοδόξων, παραχωρώντας τους στον
Δημόφιλο, τον οποίο και αναγνωρίζει ως επίσημο Επίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως.
Μόλις ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος φθάνει στην Πόλη το 379 (είχε αποσταλεί από
την Ορθόδοξη Σύνοδο της Αντιοχείας του 378 ως Επίσκοπος Σασίμων για να οργανώσει
την Ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως) συναντά ένα θλιβερό θέαμα. Οι
εναπομείναντες Ορθόδοξοι ήταν ελάχιστοι και ασύντακτοι, εκκλησιάζονταν δε σε
βουνά και σπηλιές ή και καθόλου. Ας δούμε
Οι Ορθόδοξοι της Κωνσταντινουπόλεως επί Νεστορίου
Μόλις διαπιστώθηκε πως ο Νεστόριος δεν δεχόταν την υποστατική ένωση των δύο
φύσεων του Χριστού μας (και ως εκ τούτου απέρριπτε τον όρο "Θεοτόκος"
για την Παναγία μας), οι Ορθόδοξοι εξεγέρθηκαν και εγκατέλειψαν τους ναούς που
μνημονευόταν το όνομά του. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας αναφέρει σε επιστολή
του προς τον Άγιο Κελεστίνο, Πάπα Ρώμης, πως το μεγάλο πλήθος των πιστών έχει
εγκαταλείψει τους ναούς της Κωνσταντινουπόλεως, εκτός από λίγους αδιάφορους και
κόλακες! Και όχι μόνο ο λαός, αλλά και οι μοναχοί και οι αρχιμανδρίτες!
Συγκεκριμένα γράφει: "῏Ην ἐν Κωνσταντινουπόλει ἐπίσκοπος ὀνόματι Δωρόθεος,
τὰ αὐτὰ φρονῶν αὐτῷ (τῷ Νεστορίῳ), ἀνὴρ χρειοκόλαξ, καὶ προπετὴς χείλεσι, καθὼς
γέγραπται· ὃς ἐν συνάξει, καθεζομένου ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς ἐκκλησίας τοῦ τῆς
Κωνσταντινουπόλεως εὐλαβεστάτου (σ. ημ. επειδή δεν είχε καθαιρεθεί ακόμη τον
προσφωνεί με τον τίτλο "ευλαβέστατο", όπως λέμε σήμερα
"σεβασμιώτατος", "παναγιώτατος" κ.τ.ο.) Νεστορίου, ἀναστὰς μεγάλῃ τῇ
φωνῇ τετόλμηκεν εἰπεῖν· Εἴ τις Θεοτόκον εἶναι λέγει τὴν Μαρίαν, οὗτος ἀνάθεμα ἔστω.
Καὶ γέγονε μὲν κραυγὴ μεγάλη παρὰ παντός τοῦ λαοῦ καὶ
εκδρομή (ἔξοδος). Οὐ γὰρ ἤθελον ἔτι κοινωνεῖν αὐτοῖς τοιαῦτα φρονοῦσιν, ὥστε καὶ νῦν
ἀποσυνάκτους εἶναι τοὺς λαοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πλὴν ὀλίγων ἐλαφροτέρων
καὶ τῶν κολακευόντων αὐτόν. Τὰ δὲ μοναστήρια σχεδὸν ἅπαντα καὶ οἱ τούτων ἀρχιμανδρῖται
καὶ τῆς συγκλήτου πολλοὶ οὐ συνάγονται, δεδιότες μὴ ἀδικηθῶσιν εἰς πίστιν, αὐτοῦ
καὶ τῶν σὺν αὐτῷ οὓς ἀπὸ τῆς Ἀντιοχείας ἀναβαίνων ἤγαγε, πάντων λαλούντων τὰ διεστραμμένα" (P.G. 77, 81).
Όταν το 1439 επέστρεψαν από την Φλωρεντία οι ορθόδοξοι επίσκοποι, οι οποίοι
είχαν υπογράψει την ψευδοένωση με τους Παπικούς, ο πιστός λαός τους γύρισε την
πλάτη αδειάζοντας τους ναούς τους. Ήταν τόσος ο ζήλος του λαού που και υποψία να
υπήρχε ότι κάποιος κληρικός ήταν λατινόφρονας εγκατέλειπαν τον ναό! Ο Σιλβέστρος
Συρόπουλος αναφέρει ένα χαρακτηριστικό περιστατικό: "Ἱερεύς τις ἠθέλησεν
ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου (σ. ημ. Μητροφάνους του Β΄, λατινόφρονος) πρόβλησις· ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο
οὖν ἵππον (οὐδέ γάρ ἐκέκτητο) καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν,
ἦλθε μεθ’ ἡμῶν μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα,
καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο
δέ καί εἰς τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε·
διό οὐδέ ἐλειτούργησεν· Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ
ναῷ καί ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί σύ τῷ
πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπῆλθον ἁπλῶς
ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν
ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ’ ἀνεμίχθης καί συνοδοιπόρεις μετά
τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία
αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτούς μεθ’ ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται
εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι
πάλιν εἰς τήν ἐκκλησίαν" (V. Laurent, Les mémoires du grand ecclésiarque de l'Église de Constantinople Sylvestre Syropoulos, Paris, 1971, p. 556).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου