Μιχαήλ ο μέγας Αρχιστράτηγος του Θεού και πάλαι μεν, προ της ενσάρκου οικονομίας, είχεν ευσπλαγχνίαν και κηδεμονίαν προς το ανθρώπινον γένος και πολλάς ευεργεσίας έδειξεν εις αυτό, αλλά και μετά την επί γης ένσαρκον παρουσίαν του Θεού Λόγου πολύ μεγαλυτέραν ευσπλγχνίαν και αγάπην έδειξεν εις ημάς τους Χριστιανούς, τους καυχωμένους εις το όνομα του Χριστού. Όθεν από τότε και περισσοτέρας ευεργεσίας έκαμεν εις ημάς, μία των οποίων είναι και η εν Κολασσαίς της Φρυγίας γενομένη, της οποίας την ανάμνησιν εορτάζομεν σήμερον. Ακούσατε όμως απ’ αρχής την υπόθεσιν προς όφελος μεν ιδικόν σας, προς τιμήν δε και έπαινον του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ.
Και δια τους άλλους Αγίους της Εκκλησίας μας να διηγήται τις, ευλογημένοι Χριστιανοί, και τα έργα των τα θεάριστα να αναφέρη εις ενθύμησιν, όχι μόνον είναι καλόν προς τον Θεόν, αλλά και προς ημάς τους Χριστιανούς είναι πολύ ωφέλιμον, επειδή η ενθύμησις των Αγίων είναι σημείον της αγάπης, την οποίαν έχομεν εις αυτούς, η δε αγάπη αυτή, την οποίαν έχομεν εις τους Αγίους, προς αυτόν τον Χριστόν τον αληθή Θεόν διαβαίνει, τον οποίον αυτοί οι Άγιοι εσπούδασαν να ευχαριστήσουν με τα έργα των, από τον Οποίον και αυτοί πάλιν αντεδοξάσθησαν. Καλόν όθεν είναι, και ωφέλιμον, να διηγήται τις και δια τους άλλους Αγίους· αλλά το να διηγήται περί των Αγίων Αγγέλων, να αναφέρη και τα θαύματά των, είναι πλέον ωφελιμώτερον δι’ έκαστον Χριστιανόν, διότι όσον αυτοί έχουν περισσοτέραν παρρησίαν προς τον Θεόν και εγγύτατα, ως άϋλοι και ασώματοι όπου είναι, τόσον και ημείς περισσοτέραν ωφέλειαν ψυχικήν απολαμβάνομεν από τας διηγήσεις τών θαυμάτων των. Αλλά των μεν άλλων Αρχαγγέλων, του Γαβριήλ δηλαδή και του Ραφαήλ, εις άλλας ημέρας είναι αι διηγήσεις των θαυμάτων των, σήμερον δε βούλομαι να διηγηθώ προς ημάς το θαύμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, το οποίον έκαμεν εις τας Χώνας, και περί του οποίου είναι η πανήγυρίς μας. Αλλά πριν να αρχίσω την υπόθεσιν, σας παρακαλώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, ίνα μετά πάσης προθυμίας ακούσητε τους λόγους μου· διότι εγώ μεν βούλομαι να διηγηθώ απ’ αρχής καταλεπτώς πως έγινε το τοιούτον παράδοξον θαύμα παρά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, δια να μη γίνη ελλιπής ο λόγος μου· υμείς δε ακούσατε προθύμως, ίνα λάβητε και τέλειον τον μισθόν παρά του ρχιστρατήγου Μιχαήλ. Όταν το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εκ των ουρανών και εφώτισε τους Αποστόλους, τους Μαθητάς του Χριστού και κήρυκας του Ευαγγελίου, τους υπηρέτας της ιδικής μας σωτηρίας, τότε έκαστος εξ αυτών διεμοιράσθη εις τας πόλεις και εις τας χώρας του κόσμου, δια να μεταδώση το κήρυγμα του Ευαγγελίου. Τότε και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, τον οποίον μαρτυρεί το Άγιον Ευαγγέλιον, ότι τον ηγάπα ο Χριστός περισσότερον των άλλων Μαθητών, επήγε και αυτός εις μίαν πόλιν της Ασίας λεγομένην Έφεσον, η οποία είναι εις τα σύνορα της Ιωνίας και της Λυδίας. Εκεί εύρεν ανθρώπους πολύ πεπλανημένους, μη γινώσκοντας Θεόν αληθινόν, οι οποίοι ως βεβυθισμένοι εις την μαύρην νύκτα της αθεϊας και απιστίας έκαμνον θυσίας και ετίμων ως θεόν την μιαράν Άρτεμιν, η οποία εις τον παλαιόν καιρόν ήτο γυνή ανδρεία και κυνηγετική, οι δε Έλληνες του καιρού εκείνου οι πεπλανημένοι την ωνόμασαν θεάν και την προσεκύνουν και την ελάτρευον με μεγάλας θυσίας. Τοιούτους ανθρώπους πεπλανημένους ευρών εκεί ο Θεολόγος Ιωάννης τους ωδήγησε προς την ευσέβειαν με το φως της θεογνωσίας και τους επέτρεψε να γνωρίζουν μόνον αληθινόν Θεόν τον Χριστόν, καθώς το διηγείται το Ευαγγέλιόν του. Μετά την Έφεσον μετέβη εις άλλην πόλιν της Ασίας, λεγομένην Ιεράπολιν, η οποία είναι εις τα σύνορα της Φρυγίας και της Λυδίας και έχει πολλά θερμά ύδατα, δια να εύρη τον Απόστολον Φίλιππον, διότι αυτός εκεί εδίδασκε τότε. Οι δε άνθρωποι της Ιεραπόλεως πάλαι τόσον ήσαν τυφλοί και πεπλανημένοι, ότι την έχιδναν (τον όφιν τον θανατηφόρον) είχον δια θεόν και την προσεκύνουν. Βλέποντες οι Απόστολοι του Χριστού, Ιωάννης και Φίλιππος, την τοσαύτην πλάνην των ανθρώπων και θέλοντες να δείξουν ότι μάταιον πράγμα ήλπιζαν οι ταλαίπωροι Ιεραπολίται, εδεήθησαν προς τον αληθή Θεόν, τον Χριστόν, και παρευθύς ενεκρώθη το μέγα θηρίον εκείνο. Τούτο ως είδον οι μιαροί εκείνοι και πεπλανημένοι άνθρωποι, αντί να επιστρέψουν και να γνωρίσουν την αλήθειαν, εδαιμονίσθησαν σφόδρα κατά των Αποστόλων, διότι εθανάτωσαν τον θεόν των και ήθελαν να καταργήσουν τας πατροπαραδότους θρησκείας των και ορμήσαντες μετά μανίας μεγάλης και λύσσης, ήπλωσαν, σύραντες τον Άγιον Φίλιππον, και τον εκάρφωσαν εις τον σταυρόν και ούτω πικρώς και ανηλεώς βασανίζοντες αυτόν εθανάτωσαν. Και εκ της παρούσης μεν ζωής τούτον εξήγαγον, εις δε την αιώνιον Βασιλείαν των ουρανών παρέπεμψαν. Αλλά ο διδάσκαλος Χριστός δεν άφησεν άτιμον και άδοξον τον Μαθητήν του, αλλά επειδή τον είδεν ότι έγινε κοινωνός του πάθους του τον έκαμε και κοινωνόν της δόξης των θαυμάτων του· δια τούτο, αφού ο Απόστολος Φίλιππος παρέδωσε το πνεύμα του εις τον Σταυρόν, παρευθύς εσείσθη άρδην όλη η Ιεράπολις από τα θεμέλια, καθώς και η κτίσις πάσα εσαλεύθη, ότε αυτός ο Σωτήρ ημών Χριστός τον εκούσιον περί ημών κατεδέξατο θάνατον εν τω Σταυρώ. Τούτο ως είδον οι άθεοι Ιεραπολίται εφοβήθησαν φόβον μέγαν και μετενόησαν δια την ασέβειάν των και πεσόντες εις τους πόδας του Αποστόλου Ιωάννου εζήτουν συμπάθειαν. Βαπτίσας ουν ο Θεολόγος Ιωάννης αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και διδάξας αυτούς την αλήθειαν, επορεύθη εις έτερον τόπον, Χαιρέτοπον λεγόμενον, κείμενον πλησίον της Ιεραπόλεως, ομοίως δε και εκεί διδάξας και θαυματουργήσας έφερε τους Έλληνας εις θεογνωσίαν. Εκεί λέγουσιν ότι προεφήτευσεν ο Άγιος, ότι εις τους υστέρους καιρούς θα αναβλύση εις εκείνον τον τόπον μέγα αγίασμα, τιμώμενον εις το όνομα του ρχιστρατήγου Μιχαήλ, όπερ θα κάμνη παράδοξα θαύματα. Και ο μεν Θεολόγος Ιωάννης ταύτα προφητεύσας επορεύθη εις άλλας χώρας να διδάξη τον λόγον του Ευαγγελίου, μετά δε ολίγας ημέρας ύδωρ ανέβλυσεν εκ της γης εκείνης, το οποίον όστις έπινε μετά πίστεως παρευθύς ηλευθερούτο από πάσαν ασθένειαν. Τοσαύτα λοιπόν θαύματα και ιατρεία εγίνοντο καθ’ εκάστην εκεί, ώστε όχι μόνον οι Χριστιανοί, αλλά και αυτοί οι άπιστοι Έλληνες επήγαιναν και έπιναν απ’ εκείνο το ύδωρ και εύρισκον ιατρείαν. Από τα άλλα πολλά θαύματα, όσα εγίνοντο τον καιρόν εκείνον εις τους αθέους Έλληνας, ακούσατε εν παράδοξον πως έγινεν. Άνθρωπός τις πλούσιος (Έλλην) εις την πόλιν της Λαοδικείας, η οποία και αυτή είναι εις τα σύνορα της Λυδίας, είχε θυγατέρα μονογενή, άλαλον δε και βωβήν από την κοιλίαν της μητρός της· όθεν είχε μεγάλην λύπην περί ταύτης, βλέπων αυτήν άλαλον και έδιδε σχεδόν ειπείν και αυτήν την ψυχήν του, μόνον να την ίδη να ομιλήση. Μίαν ημέραν λοιπόν είδεν οπτασίαν καλήν, ότι άνθρωπός τις του έλεγε καθ΄ ύπνον, να υπάγη εις το Αγίασμα του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ και δεν θα γυρίση απ’ εκεί πικραμένος, αλλά και της θυγατρός του την ιατρείαν θα απολαύση και την σωτηρίαν της ψυχής του θα κερδήση. Τούτο δε το όραμα είδεν όχι διότι ήτο άξιος να βλέπη τοιαύτας οπτασίας, αφού ήτο εσκοτισμένος όλως διόλου εις την ασέβειαν της ειδωλολατρίας, αλλά ο Θεός, ο θέλων πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν, θέλων με την θαυματουργίαν, η οποία έγινε μετά ταύτα εις την θυγατέρα του, να επιστρέψη και εκείνον και να στερεωθούν και άλλοι εις την ευσέβειαν, ωκονόμησε και είδε την τοιαύτην οπτασίαν. Ότε εξύπνησεν ο άνθρωπος εκείνος, μετά φόβου και τρόμου παραλαβών την θυγατέρα του, επήγεν εις το Αγίασμα του Αρχαγγέλου και εύρεν εκεί ανθρώπους πολλούς συνηθροισμένους, οι οποίοι έχοντες διαφόρους ασθενείας, μόνον ότι έπινον απ’ εκείνο το ύδωρ ή το έχυναν επάνω εις το σώμα των, παρευθύς ηλευθερώνοντο από ό,τι πάθος αρρωστίας είχον. Βλέπων ταύτα ο πατήρ της παιδός ηρώτησε τους ανθρώπους εκείνους τίνος όνομα αναφέρουσιν, όταν χύνωσιν επ’ αυτών ή πίνωσι το ύδωρ και ευρίσκουσι την ιατρείαν· οι δε είπον εις αυτόν· «Το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος, και του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ του δούλου αυτής αναφέρομεν». Ταύτα ως ήκουσε, μηδέν οκνήσας, αλλά πιστεύσας εξ όλης καρδίας και δεηθείς του Θεού, του εν Τριάδι υμνουμένου, και του Αρχαγγέλου αυτού Μιχαήλ, έλαβεν απ’ εκείνο το Αγίασμα μετά πίστεως και έδωκεν εις την θυγατέρα του και έπιε, παρευθύς δε, ω του θαύματος! όχι μόνον η παις ηλευθερώθη από τον δεσμόν της αφωνίας, αλλά και αυτός και αυτή εσώθησαν από τα δεσμά της απιστίας και ήρχισαν με φωνάς ευχαριστηρίους να δοξάζουν τον Θεόν και να μεγαλύνουν τον αυτού θεράποντα Μιχαήλ. Τι το μετά ταύτα; Εβαπτίσθη ο άρχων εκείνος και η θυγάτηρ αυτού και πάντες οι μετ’ αυτού και εγένοντο Χριστιανοί. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και Ναόν πολυτελή και πολυέξοδον έκτισεν εις το Αγίασμα εκείνο και το εσκέπασε με κτίσμα θολωτόν ωραιότατον, τόσον ώστε έλεγε μετά του Προφήτου Δαβίδ· «Κύριε ηγάπησα ευπρέπειαν οίκου Σου». Και αυτός μεν ούτω πιστεύσας και τοιαύτας ανταμοιβάς αποδώσας εις τον Αρχάγγελον δια την ευεργεσίαν του, επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού, δοξάζων τον Θεόν όχι μόνον δια την θαυματουργίαν, την οποίαν είδεν εις την θυγατέρα του, αλλά πολύ περισσότερον δια την ιδικήν του επιστροφήν. Μετά δε πάροδον ενενήκοντα ετών, παιδίον τι, Άρχιππος ονόματι, εκ της πόλεως των Ιεραπολιτών ορμώμενον, από γονείς Ορθοδόξους και από ρίζαν αγαθήν αγαθόν βλάστημα, κατά το δέκατον έτος της ηλικίας αυτού, επήγεν εις τον Ναόν του Αρχαγγέλου, ως να ωδηγείτο υπό της άνωθεν προνοίας και έγινε νεωκόρος της Εκκλησίας του Αγίου. Τόσην δε εγκράτειαν είχε και άλλας αρετάς, ώστε και χαρισμάτων θεϊκών ηξιώθη· διότι όχι μόνον του σώματος τας επιθυμίας εκράτει, τας βλαπτούσας την ψυχήν, αλλά ουδέ άρτον έτρωγεν ούτε εις λουτρόν ελούσθη ποτέ ούτε εις ανάπαυσιν της σαρκός εκοιμήθη, και ταύτα έπραττε το παιδίον ότε ακόμη ήτο ανήλικον. Και φαγητόν μεν έβραζε τας αγρίας βοτάνας δίχως άλας και έτρωγε μίαν φοράν την εβδομάδα, ποτόν δε είχε το εκ του αγιάσματος ύδωρ, δια ενδύματα δε είχε δύο σακκία τρίχινα, το μεν εν δια να το φορή, το δε άλλο να σκεπάζεται την νύκτα. Και κατ’ έτος ήλλασσε τα σακκία και εφόρει μεν εκείνο με το οποίον εσκεπάζετο, εσκεπάζετο δε με εκείνο όπερ εφόρει και ούτως ήσαν τα σακκία εκείνα πάντοτε και σκέπασμα και φόρεμα του Αρχίππου. Κάτωθι δε της στρωμνής του είχε πέτρας λαξευτάς εστρωμένας και εις το προσκεφάλαιόν του ήτο άλλο σακκί, γεμάτον ακάνθας και ούτως ελάμβανεν ολίγον ύπνον προς σύστασιν της ανθρωπίνης φύσεως. Αλλ’ η μεν δίαιτα του παιδίου εκείνου, έως ου ανεπτύχθη εις άνδρα και έως ότου εκοιμήθη εν Κυρίω, τοιαύτη ήτο, ας μη απιστή δε κανείς ακούων, ότι είχε τοιαύτην σκληροτάτην και υπερφυά δύναμιν, αλλά ας ενθυμηθή ότι εις οποίαν ψυχήν έμβη ο φόβος του Θεού και η αγάπη των μελλόντων αγαθών, όχι μόνον τόσα παρακινεί τον άνθρωπον να κάμνη, αλλά και περισσοτέρους πειρασμούς του σώματος καταπείθει αυτόν να υπομένη και να τους νομίζη δια τρυφήν και ανάπαυσιν. Και έχομεν παράδειγμα εις τούτο τους Μάρτυρας και Οσίους, οι οποίοι πάντα πειρασμόν και πάσαν ιδέαν βασάνων και θλίψεις και στενοχωρίας του σώματος υπέμειναν, μόνον δια να κερδήσουν την Βασιλείαν των ουρανών. Αλλά ας έλθωμεν εις τα επίλοιπα της ιστορίας. Ο εκκλησιάρχης εκείνος Άρχιππος, όστις είχε την τοιαύτην διαγωγήν, την οποίαν ηκούσατε, δεν έπαυε από του να έχη καθ’ εκάστην εις τους οφθαλμούς του το σωτήριον, όπερ είναι δεύτερον βάπτισμα, μετά συντετριμμένης δε καρδίας εμελέτα αείποτε εν τη καθαρά αυτού καρδία τον Θεόν τοιαύτα· «Να μη ίδωσιν οι οφθαλμοί μου τα αγαθά του κόσμου τούτου, μηδέ να συγχυσθή ο νους μου από πρόσκαιρον ματαιότητα, μόνον συ, Κύριε πολυέλαιε, πλήρωσον τους οφθαλμούς μου δακρύων πνευματικών, ταπείνωσον την καρδίαν μου και κατεύθυνον τα διαβήματά μου εις τον νόμον σου· διότι τι κέρδος έχω από το πήλινον σώμα τούτο, όπερ σήμερον μεν είναι, αύριον δε φθείρεται, το οποίον ώσπερ χλόη εξανθεί, κατά δε την εσπέραν απομαραίνεται; Εν μόνον είναι αιώνιον αγαθόν, η σωτηρία της ψυχής, όπερ χάρισαί μοι, Κύριε Παντοδύναμε». Ταύτα και τα τοιαύτα καθ’ εκάστην ημέραν μελετών και λέγων ο Άρχιππος είχε και τον Θεόν ευήκοον εις τας δεήσεις του· τα δε πλήθη των απίστων, τα οποία ήσαν πέριξ εις το Αγίασμα, βλέποντες τας καθ’ εκάστην ημέραν γινομένας θαυματουργίας, συγχρόνως δε φθονούντες και την ενάρετον πολιτείαν του Οσίου Αρχίππου και μη θέλοντες να βλέπωσιν αυτόν αθλητικώς αγωνιζόμενον, ελάλησαν πονηρά. Και μίαν ημέραν συναχθέντες ομοθυμαδόν έδραμον μετά μανίας πολλής κατά του Οσίου Αρχίππου, βουλόμενοι και αυτόν να θανατώσουν και το Αγίασμα παντελώς να εξαφανίσωσι. Σύραντες δε αυτόν από των τριχών της κεφαλής και του πώγωνος, οι μεν έτυπτον μετά ράβδων και ξύλων, οι δε προσεπάθουν να κατασκάψουν και να καταχώσουν το Αγίασμα. Αλλά, ω των ανεκδιηγήτων σου, Χριστέ, κριμάτων! Φλοξ εκείθεν εξελθούσα εφόβησε πάντας και προς φυγήν έτρεψεν· όθεν ως είδον το τοιούτον ανεχώρησαν άπρακτοι. Μετά ταύτα ηθέλησαν να κάμουν άλλην μηχανήν χειροτέραν, βουλόμενοι και τον Ναόν να αφανίσωσιν από θεμελίων και τον Όσιον κακώς να θανατώσωσι. Ποία δε ήτο η μηχανή; Πλησίον εις τον Ναόν του Αρχιστρατήγου, εις τον οποίον ήτο και το Αγίασμα, έτρεχε ποταμός από το αριστερόν μέρος, Χρύσος ονομαζόμενος· εκείνον τον ποταμόν ηβουλήθησαν οι άπιστοι Έλληνες να φέρωσι κατεπάνω του Αγιάσματος και της Εκκλησίας, δια να μιχθή το Αγίασμα με το ύδωρ του ποταμού και να μη γνωρίζηται πλέον παντελώς μηδέ οι Χριστιανοί πίνοντες να ιατρεύωνται. Ταύτα μεν εκείνοι εμελέτησαν και έκοψαν τον ποταμόν από την πρώτην αυτού ροήν, δια να έλθη κατά του Αγιάσματος. Αλλά τις λαλήσει τας δυναστείας του Κυρίου, και ακουστάς ποιήσει πάσας τας αινέσεις αυτού; Ο ποταμός, ώσπερ να ήτο έμψυχος, εφοβήθη την χάριν του Αρχαγγέλου και παρευθύς εγύρισε προς τα δεξιά μέρη της Εκκλησίας, άλλο τόσον μακράν, όσον ήτο και πρωτύτερα από το αριστερόν μέρος· και είναι και έως την σήμερον ημέραν ούτω ρέων ο ποταμός εκείνος, εις πίστωσιν του θαύματος. Ως είδον οι ασεβέστατοι, ότι εις το εναντίον έγινε το επιχείρημά των και η αδικία, ως λέγει και ο Προφήτης Δαβίδ, εψεύσατο εαυτή, μετεχειρίσθησαν δευτέραν μηχανήν πλέον μεγαλυτέραν και φοβερωτέραν της προτέρας, την οποίαν και αυτήν άνωθεν και απ’ αρχής θα σας διηγηθώμεν. Δύο ποταμοί μεγάλοι αναβλύζοντες από ανατολών, ο μεν Λυκόκαστρος, ο δε Κούφος ονομαζόμενοι, έτρεχον κατά τον τόπον εκείνον· τρέχοντες δε προ της Εκκλησίας κεχωρισμένοι και περικυκλούντες τον Ναόν από μακρόθεν ως νήσον, μετά ταύτα ενούνται εις πολύ διάστημα και ως εις ποταμός διασχίζοντες την Λυκίαν εκχύνονται εις την θάλασσαν κατέναντι της νήσου Ρόδου. Αυτούς τους δύο ποταμούς ο φθονών εις τα αγαθά διάβολος, ο σπορεύς των ζιζανίων, τους συνεβούλευσε να στρέψουν κατεπάνω της Εκκλησίας και του Αγιάσματος του Αγίου, ώστε μηδέ ίχνος να φαίνηται πλέον ή σημείον, όπου ήτο το Αγίασμα· διότι ήτο και ο τόπος εύκολος, είχε δε και μεγάλην κατωφέρειαν, τόσον ώστε κατερχόμενον το ύδωρ με ορμήν να μη αφήση λίθον επί λίθου εις το μέρος εκείνο. Ήτο δε και πέτρα από μακρόθεν της Εκκλησίας, υψηλή κατά πολλά και μεγάλη, την οποίαν οι ασεβέστατοι επελέκησαν και έσκαψαν εις εν μέρος, δια να έρχεται το ρεύμα του ποταμού με θυμόν· έπειτα έκαμαν τάφρους μεγάλας και χανδάκια και περιέφραξαν τον τόπον εκείνον, ώστε να συναχθή το ύδωρ εις το μέρος της πέτρας και τότε να χαλάσουν την δέσιν, δια να έλθη το ρεύμα μετά μεγάλου θυμού να εξαλείψη και τον Ναόν και το Αγίασμα και τον Άρχιππον. Αλλά οι μεν μιαροί εκείνοι ούτως ηγωνίζοντο νύκτα και ημέραν, άνδρες, γυναίκες και παιδία, θέλοντες να εκπληρώσουν τον θυμόν των· ο δε του Θεού δούλος Άρχιππος, βλέπων την τοσαύτην μανίαν των ασεβών και ενθυμούμενος εις πόσον κίνδυνον έμελλε να καταντήση το πράγμα, κείμενος επί γυμνού του εδάφους εδέετο του Θεού και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ίνα μείνη η βουλή των ασεβών ματαία και ανενέργητος και ισχύση η δύναμις του Θεού περισσότερον, παρά τας βουλάς των πεπλανημένων ανδρών εκείνων. Και εκείνος μεν εδέετο του Θεού νύκτα και ημέραν. Αφού δε επέρασαν δέκα ημέραι και συνεκεντρώθη ύδωρ περισσόν, διέλυσαν οι άθεοι τον φραγμόν περί το μεσονύκτιον, δια να χυθή ο ποταμός έξαφνα και παρ’ ελπίδα του Αρχίππου, να γίνη δε και του τόπου και του Οσίου εν τω άμα ο όλεθρος· αυτοί δε εστάθησαν εις το αριστερόν του Ναού, περιμένοντες το αποβησόμενον. Ο Άρχιππος, ως ήκουσε την σύγχυσιν των ανθρώπων και την ταραχήν των υδάτων, πλέον προθυμότερον προσηύχετο, λέγων τα του Προφήτου Δαβίδ λόγια· «Επήραν οι ποταμοί, Κύριε, επήραν οι ποταμοί φωνάς αυτών» και τα λοιπά του ψαλμού. Ταύτα προσευχομένου του Οσίου, θεία όρασις εφάνη, ώσπερ καταβάσα εκ των ουρανών, και εκάλει εξ ονόματος τον Άρχιππον. Αυτός δε μη δυνάμενος να ατενίζη προς το ορώμενον, έπεσεν επί πρόσωπον εις την γην. Τότε του είπεν ο λαλών· «Ανάστα εις τους πόδας σου και έλα εδώ έξω να ίδης την ακαταμάχητον δύναμιν του Θεού». Ανεθάρρησε τότε ο Άρχιππος εκ της φωνής και εξήλθε και είδε στύλον πυρός, φθάνοντα από της γης έως τον ουρανόν και φωνήν ήκουσεν απ΄ εκείθεν, ήτις του έλεγε να σταθή εις το αριστερόν μέρος και να μη φοβήται. Τότε ο φαινόμενος εσήκωσε την δεξιάν του και έκαμε τον τύπον του Σταυρού εις την πέτραν, την επάνωθεν της Εκκλησίας, λέγων· «Έως αυτού να είναι η κίνησίς σου». Και με το ακόντιον, το οποίον εφαίνετο βαστάζων εις την χείραν του, εκτύπησεν ισχυρώς τον τόπον και εσχίσθη η πέτρα από άνωθεν έως κάτω. Αλλ’ ω της δυνάμεώς σου, Χριστέ Βασιλεύ! «Είδοσαν αυτόν ύδατα», ως λέγει ο θείος Δαβίδ, «και εφοβήθησαν» και ως τείχος εστάθησαν. Πάλιν δε ποιήσαντος του Αρχαγγέλου το σημείον του Σταυρού και ειπόντος· «Χωνευθήτωσαν ενταύθα τα ύδατα», σεισμός μέγας και φοβερός εγένετο και το ύδωρ των ποταμών ευθέως κατεχώσθη εις την φάραγγα εκείνην την βαθυτάτην και είναι και έως την σήμερον ούτω φαινόμενοι οι ποταμοί εκείνοι και χωνευόμενοι εις την πέτραν, προς το άνωθεν μέρος της Εκκλησίας, ως προς το Βήμα· δια τούτο και ο τόπος εκείνος, πρώην ονομαζόμενος Κολασσαί, έκτοτε μετωνομάσθη Χώναι, δια την χώνευσιν των ποταμών εκείνων. Δια τοιαύτης βοηθείας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ ελευθερωθείς ο Άρχιππος εκ του πικρού θανάτου, λαμπρά τη φωνή ύμνει και εδόξαζε τον Θεόν και τον αυτού λειτουργόν Αρχιστράτηγον Μιχαήλ μεγαλοφώνως εμεγάλυνε. Ζήσας δε εκεί ενιαυτούς εβδομήκοντα και καλώς και θεαρέστως πολιτευσάμενος και επαυξήσας τον κόπον της αρετής του, προς ον ηγάπα Χριστόν χαίρων ανέδραμεν, ώσπερ καλός γεωργός σπείρας εν δάκρυσι, ν’ απολαύση τους καρπούς των ιδρώτων αυτού ευφραινόμενος. Και άλλα δε θαύματα άπειρα εγίνοντο καθ’ εκάστην ημέραν εις το Αγίασμα εκείνο, τα οποία εάν θελήση να διηγηθή τις λεπτομερώς, θα ομοιάση εκείνον όστις βούλεται να μετρήση τα άστρα του ουρανού ή την άμμον της θαλάσσης. Αλλά η μεν διήγησις του θαύματος του γενομένου παρά του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ εις τας Χώνας, περί του οποίου είναι και η πανήγυρίς μας σήμερον, ούτως έγινεν, ευλογημένοι Χριστιανοί. Πρέπον δε είναι εις ημάς, οι οποίοι ακούομεν των Αγίων τας ιστορίας και τα θαύματα, να μη επιθυμώμεν όλως δι’ όλου τα γήϊνα, αλλά να αναβιβάζωμεν τον νουν μας προς μόνα τα ουράνια· γνωρίζω και εγώ βέβαια πως από γης επλάσθη το σώμα μας και αγαπώμεν τα γήϊνα. Αλλά όστις θέλει να φανή δόκιμος κατά την ημέραν εκείνην την φοβεράν της κρίσεως, δεν είναι πρέπον να συλλογίζηται τας αναπαύσεις του σώματος, επειδή είναι φθαρταί και πρόσκαιροι, αλλά της αθανάτου και αφθάρτου ψυχής την ανάπαυσιν πρέπει να αναζητή και να επιδιώκη πάντοτε. Πως δε γίνεται αύτη η ανάπαυσις της ψυχής, ας ακούσωμεν του Αποστόλου Παύλου λέγοντος εν τη προς Κορινθίους Δευτέρα επιστολή· «Εάν η επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή, οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον αιώνιον εν τοις ουρανοίς». Ποία δε είναι η επίγειος κατοικία του σκήνους μας; Το σώμα το φθαρτόν και πρόσκαιρον, όπερ είναι μεν ως οίκος της ψυχής, όταν δε θελήση ο τεχνίτης Θεός να το χαλάση, ουδείς δύναται να εναντιωθή εις Αυτόν. Ποίος δε είναι ο οίκος ο αχειροποίητος, ο αιώνιος εις τους ουρανούς; Η αιώνιος Βασιλεία, η παλαιά μας Πατρίς, το πολίτευμα των αγαθών Χριστιανών, περί του οποίου και αλλού λέγει: «Το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς υπάρχει». Δι’ αυτόν τον οίκον πρέπει όλως δι’ όλου να φροντίζωμεν, ευλογημένοι Χριστιανοί, και να αγωνιζώμεθα, διότι εάν είχε κανείς δύο οίκους, ένα παλαιόν και σεσαθρωμένον, εκτισμένον από πλίνθους και ακάθαρτον κατά πολλά, και έτερον νέον και εύμορφον από λίθους πολυτίμους κατεσκευασμένον, ειπέτε μοι εις ποίον ηγάπα καλλίτερα να κατοική ο άνθρωπος εκείνος; Φανερόν είναι, ότι εις τον δεύτερον· ούτω και ημείς, επειδή συγκείμεθα από δύο πράγματα, και λεγόμεθα σύνθετοι από σώμα και ψυχήν, και το μεν σώμα είναι πρόσκαιρον οίκημα της ψυχής, η δε ψυχή λέγεται αιώνιος κατοικία του Θεού, δια τούτο πρέπει την αιώνιον κατοικίαν του Θεού να αγωνιζώμεθα πώς να καλλωπίσωμεν και όχι πώς να την χαλάσωμεν. Διότι όστις φθείρει τον ναόν του Θεού, ήτοι την ψυχήν του, φθερεί τούτον ο Θεός, ως ορίζει πάλιν ο αυτός Απόστολος Παύλος, εν τη προς Κορινθίους πρώτη επιστολή λέγων· «Ή ουκ οίδατε, ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστιν, ου έχετε από Θεού, και ουκ εστί εξ εαυτών»; Πότε δε μολύνεται το σώμα, ευλογημένοι Χριστιανοί, και γίνεται ανάξιον οίκημα του Αγίου Πνεύματος; Όταν ποιώμεν τα έργα της σαρκός. Ας ακούσωμεν του αυτού Αποστόλου λέγοντος εν τη προς Γαλάτας επιστολή: «Φανερά δε εστι τα έργα της σαρκός, άτινα εστι μοιχεία, ακαθαρσία, ασέλγεια, ειδωλολατρία, φαρμακεία, έχθρα, έρις, ζήλοι, θυμοί, ερίθειαι, διχοστασίαι, αιρέσεις, φθόνος, φόνος, μέθαι, κώμοι και τα όμοια τούτοις»· αυτά είναι τα έργα της σαρκός, αυτά μολύνουσι το σώμα, αυτά μιαίνουσι την ψυχήν. Τι το όφελος, αδελφοί μου, εάν δια την πρόσκαιρον θεραπείαν του σώματος χάσωμεν την αιώνιον ανάπαυσιν της ψυχής; Τι το κέρδος μας, εάν δια ολιγοχρόνιον ανάπαυσιν του σώματος κολάσωμεν την ψυχήν μας αιωνίως; Τι ωφέλησαν τον πλούσιον εκείνον της ευαγγελικής παραβολής αι πολλαί χαραί και τα συμπόσια τα περισσά; Εις ουδέν. Ολίγας ημέρας εχάρη, αλλά απέθανε και επήγεν εις την φλόγα την ακατάπαυστον της κολάσεως· εδώ εχαίρετο και ηυφραίνετο, αλλά εκεί εθλίβετο· εδώ έτρωγε και έπινεν, αλλά εκεί παρεκάλει τον Αβραάμ να στείλη τον Λάζαρον, τον ποτέ καταπεφρονημένον πτωχόν, δια να βάψη τον δάκτυλόν του εις το ύδωρ του Παραδείσου, να στάξη καν μίαν σταγόνα εις την γλώσσαν του την καιομένην. Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, τι απολαμβάνουσιν εκείνοι, οίτινες ζητούν την ανάπαυσιν του σώματος; Ενώ οι φροντίζοντες να ταλαιπωρούν το σώμα και να κόπτουν τα κακά των θελήματα, ουχί ούτως απολαμβάνουσιν, αλλά μάλλον ζωήν αιώνιον και χαράν παντοτινήν και Βασιλείαν ουρανών κληρονομούσι· μάρτυρα έχομεν τον θείον Απόστολον Παύλον, λέγοντα εν τη προς Κορινθίους πρώτη επιστολή: «Υπωπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ». Διατί, Παύλε; «Ίνα μη άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι», τουτέστι, δια τούτο ταλαιπωρώ το σώμα μου και ως δούλον το σύρω εις το θέλημα του Θεού, ίνα μη κηρύττων εις άλλους την οδόν της Βασιλείας των ουρανών, αυτός εγώ μένω αδόκιμος δηλαδή αποδοκιμασθώ ως ευρεθείς ανάξιος δι’ αυτήν, αυτό σημαίνει αδόκιμος. Ώστε θέλει να είπη ο θείος Απόστολος, ότι δια τούτο στενοχωρώ το σώμα μου, ίνα μη άλλοι σωθώσι και εγώ μη κριθείς άξιος, ως μη τηρήσας το θέλημα του Θεού, ευρεθώ έξω της Βασιλείας των ουρανών. Μέγα εμπόδιον είναι προς αρετήν, αδελφοί μου ηγαπημένοι, η θεραπεία του σώματος· διο λέγει πάλιν ο αυτός Απόστολος Παύλος εν τη προς Γαλάτας επιστολή· «Η σαρξ επιθυμεί κατά του πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός»· ήτοι το σώμα και η ψυχή είναι εναντία πράγματα· διότι το μεν σώμα είναι γήϊνον, η δε ψυχή ουρανία· το μεν είναι φθαρτόν, η δε άφθαρτος· επιθυμεί πάντοτε το σώμα τα εναντία της ψυχής. Ποία; Την πολυφαγίαν, την πολυποσίαν, την αμαρτίαν, τα οποία είναι θάνατος νοητός της ψυχής· η δε ψυχή πάλιν αγαπά εγκράτειαν, νηστείαν, αρετάς, άτινα υπερβαρύνουσι την σάρκα. Επειδή επιθυμεί το εν τα εναντία του άλλου, ας αφήσωμεν λοιπόν το φρόνημα της σαρκός, η οποία είναι εχθρά εις τον Θεόν, ως διορίζει ο αυτός Απόστολος εν τη προς Ρωμαίους επιστολή, και ας αποκτήσωμεν τα συμφέροντα της ψυχής. Ταύτα τα πράγματα ας φροντίσωμεν να κατορθώσωμεν, τα οποία ουδέ μετά τον θάνατόν μας χάνονται. Ας ίδωμεν τους εμπόρους τι κάμνουσι· κινδυνεύουσι νύκτα και ημέραν, θάλασσαν πλέουσι πολλάκις και τρικυμίας φοβεράς υπομένουσι, δεν φοβούνται πως θα πνιγώσι, δεν συλλογίζονται πως θα αιχμαλωτισθώσιν. Άλλοι δε πάλιν εις την στερεάν πεινώσι, κακοπαθούσι, ψύχη και παγετούς υπομένουσι, την καύσιν του ηλίου δέχονται, τους κλέπτας και τους ληστάς αψηφούν και ταύτα πάντα υπομένουσι, μόνον δια να αποκτήσουν κέρδος πρόσκαιρον και φθαρτόν. Ημείς δε, οίτινες ελπίζομεν να κερδήσωμεν Βασιλείαν ουρανών αιώνιον, οίτινες θαρρούμεν να απολαύσωμεν τα αγαθά, «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν»· δια ταύτα, είπατέ μοι, δεν πρέπει να υπομένωμεν πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν; Ναι, λέγομεν· και τον θάνατον, το βαρύτατον πράγμα, πρέπει να τον νομίζωμεν ως χαράν και αγαλλίασιν, μόνον να μη στερηθώμεν των αιωνίων αγαθών. Διότι και οι Άγιοι οι παλαιοί ούτως επολιτεύθησαν· οι Μάρτυρες, αυτόν τον σκοπόν έχοντες, υπέμειναν τας βασάνους· οι Όσιοι, αυτά συλλογιζόμενοι, ενήστευσαν και εταλαιπώρησαν την σάρκα. Αυτά και ημείς, ευλογημένοι Χριστιανοί, συλλογιζόμενοι νύκτα και ημέραν, ας σπουδάσωμεν να εκκόψωμεν τα θελήματα του σώματος και να αυξήσωμεν της ψυχής τα συμφέροντα, ίνα και της Βασιλείας των ουρανών επιτύχωμεν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου