Μιχαήλ ο
Όσιος Πατήρ ημών ο Ομολογητής, ο Επίσκοπος Συννάδων, ήκμασε κατά τους χρόνους
του βασιλέως Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου του βασιλεύσαντος κατά τα έτη ωιγ΄ - ωκ΄
(813 – 820). Η ζωή του Οσίου τούτου υπήρξε τόσον λαμπρά και διαυγής, ώστε
ολίγοι έχουσι να επιδείξωσι τοιαύτην. Διότι πράγματι πολλοί εξ εκείνων όσοι
έζησαν εν τω παρόντι βίω την κατά Θεόν ζωήν και πάση δυνάμει εσπούδασαν την
αρετήν, ίνα ευαρεστήσωσι τω Θεώ, δια παντός τρόπου απέδειξαν εις τους πολλούς
ταύτην και επίζηλοι εγένοντο.
Και άλλοι μεν εκ τούτων, καθαρίσαντες εαυτούς δια της ασκήσεως και της εγκρατείας, απέβησαν σκεύη εκλεκτά και ιερά κατασκηνώματα του Παναγίου Πνεύματος, άλλοι δε, πιστώς ακολουθούντες τους λόγους του Κυρίου και την ελεημοσύνην ως πράξιν ευάρεστον εις τον Θεόν ασκούντες, απήλαυσαν την αμοιβήν της αρετής αυτών παρά του Δεσπότου Χριστού του υποσχομένου τα ίσα εις άπαντας. Έτεροι πάλιν, εκ των θερμοτέρων του Θεού φίλων, μιμούμενοι τα πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ωμολόγησαν το όνομα Αυτού ενώπιον βασιλέων και τυράννων, ανεχόμενοι εν άκρα υπομονή φυλακάς, εξορίας, ταλαιπωρίας, κακώσεις, απειλάς και πληγάς παρά των σκληρών εκείνων και θεοστυγών βασιλέων και αρχόντων, τέλος δε και το αίμα αυτών προσέφερον υπέρ του ονόματος του Σωτήρος, εις ουδέν έτερον αποβλέποντες, ει μη όπως γίνωσι κληρονόμοι της Βασιλείας των ουρανών. Πάντα δε τα του κόσμου τούτου πράγματα, ήτοι αρχάς, αξιώματα και ό,τι ωθεί τον άνθρωπον προς το αποβλέπειν και ελπίζειν εις τον πλάνον τούτον κόσμον, ουδόλως εσκέφθησαν οι θεοφιλείς και θεόσοφοι ούτοι άνθρωποι, αλλ’ απέρριψαν ταύτα, ως τελείως άχρηστα και άξια περιφρονήσεως. Εις εκ των γενναίων τούτων προμάχων της του Χριστού Εκκλησίας υπήρξε και ο εν Αγίοις ούτος Πατήρ ημών και Ομολογητής του Χριστού Άγιος Μιχαήλ, ο των Αγγέλων ομώνυμος, όστις ουδενός εκ των αποκτωμένων μετά κόπου και μόχθου, αρεστών δε και εντίμων ενώπιον Θεού, ήτο αμέτοχος. Αλλά πάντα ταύτα απέκτησε και διετήρησε, τα πάντα έπαθε, τα πάντα υπέμεινε. Φέρων δε τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματι αυτού, εθεώρει ταύτα ως καύχημα, μετά του ουρανοβάμονος Παύλου. Των δε βδελυκτών και παρά Θεού αποστρεφομένων ουδενός μετείχεν, αλλ’ εβδελύσσετο πάντα και απέφευγε, διατηρήσας ούτω, εξ απαλών ονύχων, το κατ’ εικόνα Θεού καθαρόν και αλώβητον. Όθεν και του Αγίου Πνεύματος σκεύος ιερόν και κατοικητήριον εγένετο. Τούτου του Αγίου τον Βίον διηγούμαι σήμερον προς τους αγαπητούς ακροατάς, τους αγώνας και τους άθλους αυτού, τους κατά Θεόν ιδρώτας και πόνους, ους υπέμεινεν, υπέρ μάλιστα των αγίων Εικόνων. Πατρίς του Οσίου τούτου Πατρός ημών Μιχαήλ, εις την οποίαν εγεννήθη και ανετράφη και της οποίας κατόπιν διδάσκαλος και Ποιμήν εγένετο, ήτο η εν Φρυγία της Μικράς Ασίας λαμπρά και ένδοξος πόλις των Συννάδων. Οι γονείς αυτού ήσαν πλούσιοι εκ των τα πρώτα φερλοντων, όμως εθλίβοντο επειδή δεν είχον τέκνα. Όθεν εδέοντο θερμώς του Θεού να δώση εις αυτούς τέκνον, υποσχόμενοι να αφιερώσουν τούτο, ως ήθελε γεννηθή, εις τον εν τη πόλει των ευρισκόμενον Ναόν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Επειδή δε ο Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, εδώρησεν εις αυτούς τέκνον, ωνόμασαν αυτό δια του ονόματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ευθύς λοιπόν εξετέλεσαν την υπόσχεσίν των. Ως δε ανήρχετο κατά την ηλικίαν ο Μιχαήλ, σφόδρα εμίσει και απεστρέφετο τας των παίδων ασχολίας, ως εννοών, ότι ουδέν το ωφέλιμον ήθελεν αποκομίσει εξ αυτών. Αντιθέτως, ως εισήλθεν εις το διδασκαλείον, εκάθητο σεμνοπρεπώς μετά σωφροσύνης, προσέχων εις μόνα τα υπό του διδασκάλου λεγόμενα. Εκείθεν δε επανήρχετο εις την οικίαν του, έχων συνοδοιπόρους την φρόνησιν και την ευσχημοσύνην. Ούτω πορευόμενος ο παις Μιχαήλ, εντός ολίγου εξέμαθεν άπαντα τα εις τα σχολεία διδασκόμενα μαθήματα και προήχθη εις την εκμάθησιν της γραμματικής, της ποιήσεως και άλλων ανωτέρων μαθημάτων, τυχών, επί τούτοις, φύσεως δεξιάς. Όθεν πάντες εθαύμαζον την σοφίαν αυτού και επεθύμουν να ακροώνται των συνετών αυτού λόγων. Οι άρχοντες των Συννάδων προσεκάλουν αυτόν και προέτεινον προς λύσιν απορίας άξια και δυσνόητα, ούτος δε έλυε ταύτα, άνευ της ελαχίστης δυσκολίας. Τούτων ούτως εχόντων, ο Άγιος ουδέν περισσότερον επεθύμησεν, ει μη την μοναδικήν πολιτείαν, ήτις ουδέν άλλο είναι ή η αποφυγή της δόξης του κόσμου τούτου και η μετά του Θεού ένωσις. Όθεν, εγκαταλείψας την πατρίδα αυτού, έφυγεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου εύρε τον αγιώτατον Θεοφύλακτον τον μετέπειτα Επίσκοπον Νικομηδείας, όστις, καταφρονήσας πάσαν δόξαν και φαντασίαν, ειργάζετο την αρετήν, την δωρίζουσαν τον εκ Θεού στέφανον. Ήτο δε πρότερον ο Θεοφύλακτος βοηθός του Αγίου Ταρασίου προ της ανόδου του εις τον Πατριαρχικόν θρόνον, ότε εισέτι ετύγχανε του μεγίστου αξιώματος του γραμματέως του βασιλέως επί των απορρήτων ήτοι μυστικών υποθέσεων του Κράτους, απολαμβάνων ως εκ τούτου πάσης τιμής και δόξης. Αλλ’ ως ουδέν λογιζόμενος τούτο ο μακάριος Ταράσιος εκάρη Μοναχός και προέκοψεν εν πάση αρετή, ίνα δε μη μείνη ο λύχνος κεκρυμμένος εις τόπον σκοτεινόν και αφεγγή, αλλ’ ίνα τεθή «επί τη λυχνίαν», ως ο Κύριος λέγει (Ματθ. ε:15) προς φωτισμόν των εν τω οίκω του Θεού, αυτή αύτη η αρετή αυτού ανεβίβασεν αυτόν εις τον Πατριαρχικόν θρόνον, ως θεμέλιον του Ορθοδόξου πληρώματος και καύχημα των εργαζομένων την αρετήν και την ευσέβειαν. Συνώκησαν λοιπόν ο Μιχαήλ και ο Θεοφύλακτος ηνωμένοι εν θεία αγάπη, τόσον ώστε να δύνανται να λεχθούν δι’ αυτούς οι του Προφήτου λόγοι· «Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό»; (Ψαλμ. ρλβ΄ 1). Οι δύο ούτοι ουρανόπαμπτοι στύλοι, οι δύο φαεινοί φωστήρες, οι δύο έτεροι του Χριστού Απόστολοι, καταλαμπρύνουσιν άπαν το της Εκκλησίας πλήρωμα, δια της ορθότητος των δογμάτων αυτών. Ολίγον δε καιρόν αφ’ ότου εγκατέλειψε τον Πατριαρχικόν θρόνον Παύλος ο Κύπριος (780 – 784), η βασίλισσα Ειρήνη και ο Ορθόδοξος Κλήρος μετά των ευσεβών αρχόντων και του λαού, μετεκάλεσαν εκ της Μονής αυτού εις τον Πατριαρχικόν θρόνον τον Ταράσιον (784 – 806). Τότε ο Μιχαήλ και ο Θεοφύλακτος προσκληθέντες υπό του Αγίου Ταρασίου και ερωτηθέντες περί του σκοπού των και του βίου, τον οποίον επιθυμούσι να διάγωσιν εν τω κόσμω τούτω, απεκρίθησαν, ότι παντός άλλου προτιμώσι το Μοναχικόν πολίτευμα, ως προσφέρον μεγάλην ωφέλειαν εις την ψυχήν. Ο Πατριάρχης τότε επέτρεψεν εις αυτούς την κατά Θεόν πολιτείαν, έπεμψε δε αυτούς εις το Μοναστήριον, το οποίον ούτος ο θείος Ταράσιος ωκοδόμησεν, εις το στενόν το προς τον Εύξεινον Πόντον. Μεταβάντες όθεν εκεί οι δύο ούτοι μακάριοι άνδρες και αμιλλώμενοι προς αλλήλους εις πάντα πνευματικόν αγώνα, προώδευον εις τας αρετάς, φυλάττοντες τας του Κυρίου εντολάς ημέραν και νύκτα. Τόσον δε σκληρόν βίον διήγον, ώστε άπαξ μόνον της ημέρας, μετά την δύσιν του ηλίου, έτρωγον ολίγον άρτον ξηρόν, έπινον ύδωρ και εγύμναζον εαυτούς δια παντοίων άθλων και αγώνων, ήτοι της πείνης, της δίψης, της παννυχίου στάσεως, της σπουδής και της μελέτης των θείων Γραφών. Τεθωρακισμένοι δε δια των όπλων της νηστείας, ηγωνίζοντο να καταβάλουν τον της σαρκός πόλεμον. Συν δε τούτοις έφερον μεθ’ εαυτών ως ιδιαίτερον κόσμημα και την της ταπεινοφροσύνης και της ιλαρότητος αρετήν, ώστε τα ανδραγαθήματα τούτων εκηρύττοντο εις όλον τον κόσμον. Από ταύτα θα αναφέρωμεν εν, ίνα εκ του όνυχος γνωρίσωμεν τον λέοντα. Ενώ κάποτε εθέριζον και ένεκα της ώρας ο πόνος αυτών και ο καύσων ήτο υπερβολικός, εδίψασαν. Ελθόντες τότε πλησίον αγγείου τινός, εντός του οποίου ήτο ύδωρ δροσερώτατον, ήνοιξαν την εκ χαλκού στρόφιγγα. Όμως δεν έπιον, αλλ’ επροτίμησαν να χυθή το ύδωρ εις την γην ή να γευθούν τούτου, διότι είχον υποσχεθή να εγκρατευθούν μάλλον ή να ηττηθούν υπό της δίψης και να υποχωρήσουν εις το θέλημα της σαρκός. Μαθών όθεν ο μέγας Πατριάρχης Ταράσιος την κατά Θεόν προκοπήν και την άσκησιν αυτών και καλέσας τούτους εις την μεγάλην Εκκλησίαν, ανέδειξεν αμφοτέρους σκευοφύλακας. Αλλά και ενταύθα οι μακάριοι λαμπροτέραν κατέστησαν την αρετήν των και όσον προσεπάθουν να κρυβούν, τόσον φανεροί εις πάντας εγένοντο. Επειδοί και εκ μόνης της θεωρίας εγνωρίζετο η καθαρότης της ψυχής των και η Χάρις του εν αυτοίς κατοικούντος Παναγίου Πνεύματος.Τούτους λοιπόν τους Αγίους βλέπων ο θείος Ταράσιος προοδεύοντας εις την οδόν της αρετής, εβίαζε να προαγάγη εις το της ιερωσύνης αξίωμα. Αλλ’ ούτοι τελείως ηρνούντο να δεχθούν τούτο. Τέλος, καταπείσας αυτούς, εχειροτόνησεν Ιερείς και λειτουργούς του Υψίστου και μετά μικρόν προεβίβασεν αυτούς εις το της Αρχιερωσύνης μέγα αξίωμα, ουχί δια παρακλήσεως αυτών ή άλλου τινός ή δι’ αμοιβής χρημάτων, άπαγε! Ως τώρα η συνήθεια έχει, ώστε η μεν σιμωνία να επισκιάζη την αρετήν, η δε κακία να καταλαμβάνη την ευσέβειαν και να αποκαθιστά τους πολλούς ουχί Ποιμένας και Αρχιερείς του Αγίου Πνεύματος, αλλά λύκους αγρίους, δέρματα προβάτων ενδεδυμένους και μάλλον λυμαινομένους το του Χριστού ποίμνιον ή οδηγούντας αυτό εις νομάς σωτηρίους! Αλλά προήχθησαν εις το υψηλόν της Αρχιερωσύνης αξίωμα δια της ψήφου και της δοκιμασίας της Παναγίας Τριάδος, της οποίας το θείον φως υπήρχεν ένοικον εις αυτούς, όντας αξίους του μεγάλου τούτου υπουργήματος. Ο μεν λοιπόν θείος Θεοφύλακτος ανήλθεν επί του Αρχιερατικού θρόνου της Νικομηδείας, ο δε ιερός Μιχαήλ επί του της ενδόξου Μητροπόλεως Συννάδων, όπου εγεννήθη και ανετράφη. Τότε ηδύνατό τις να ίδη Αρχιερέα του Θεού αληθή, ενδεδυμένον δικαιοσύνην και κεκοσμημένον δι’ οσιότητος, ακολουθούντα τα ίχνη του Διδασκάλου αυτού δι’ έργου και δια λόγου, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας και φυλάττοντα την Πίστιν ασάλευτον, όσιον δε και άκακον, πράον, μακρόθυμον, φιλάνθρωπον, αόργητον, το δε σπουδαιότερον, σεβάσμιον, ελεήμονα, συμπαθή και φιλόπτωχον, ως είναι δυνατόν να συμπεράνη τις εκ των έργων αυτού, επειδή πολλούς Ιερούς Ναούς και Μοναστήρια και άλλα ιδρύματα ανήγειρε προς σωτηρίαν και περίθαλψιν των ξένων και ορφανών, εγένετο προστάτης χηρών και ξένων, επίσκεψις πτωχών, πλουτισμός πενήτων και των ενδεών πρόθυμος χορηγός. Αλλ’ ο εχθρός της αληθείας και πολέμιος του γένους των ανθρώπων δεν υπέμεινε βλέπων, ότι τα καθ’ εκάστην τελούμενα ευσεβή και θεοφιλή έργα προοδεύουσι. Δια τούτο πάντοτε προσεπάθει να ανακόπτη και να εμποδίζη τα έργα του Αγίου. Αλλ’ ο Άγιος, δι’ ευχών, αγρυπνιών και δεήσεων, εξεδίωκε κατησχυμμένον τον εχθρόν. Κατά το έτος ωστ΄ (806) ο Πατριάρχης Άγιος Ταράσιος, ως άνθρωπος, ανεπαύθη εν Κυρίω, διεδέχθη δε αυτόν εις τον Πατριαρχικόν θρόνον ο Άγιος Νικηφόρος (806 – 815), όστις, ως ένθερμος ζηλωτής της Πίστεως του Χριστού, καλώς και θεοφιλώς εκυβέρνα την του Θεού Αγίαν Εκκλησίαν και εποίμαινε τον λαόν του Θεού ευσεβώς και ορθοδόξως, του από γενικού Νικηφόρου Α΄ (802 – 811) κατέχοντος τότε τα σκήπτρα της βασιλείας, διαδεχθέντος την Ειρήνην (797 – 802), του δε Νικηφόρου νικηθέντος και φονευθέντος εις τον κατά των Βουλγάρων πόλεμον, διεδέχθη κατά το ένατον έτος της βασιλείας αυτού ο υιός του Σταυράκιος (811). Αλλά και τούτον αποθανόντα, μετά πεντάμηνον βασιλείαν, διεδέχθη ο γαληνότατος και φιλόχριστος Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβές (811 – 813). Τούτου δε αγωνιζομένου εις Βουλγαρίαν μετά του στρατού αυτού κατά των Βουλγάρων, ο κάκιστος Λέων ο Αρμένιος, επαναστατήσας κατ’ αυτού, ανεκηρύχθη δι’ απάτης και δόλου βασιλεύς, υπό το όνομα Λέων Ε΄ (813 – 820), τον δε Μιχαήλ μετά των τέκνων αυτού κατέταξεν εις το πολίτευμα των Μοναχών. Ο Λέων επ’ ολίγον μεν χρόνον εφαίνετο ότι είναι ευσεβής και Ορθόδοξος, κατόπιν όμως εξεδήλωσε την μιαράν αυτού γνώμην, εγείρας ακήρυκτον διωγμόν κατά των αγίων Εικόνων, των οποίων η προσκύνησις αυστηρώς απηγορεύθη δια βασιλικού διατάγματος. Και όχι μόνον τούτο, αλλ’ εάν ευρίσκετο Εικών εις τοίχον εζωγραφημένη ή εις σανίδας, εσχίζετο και κατεκαίετο. Ως δε επήλθεν αύτη η συμφορά και διέδραμεν άπαντα τον κόσμον η άθεος αυτή προσταγή, οι Χριστιανοί, σφόδρα θλιβόμενοι και πικρώς δακρυρροούντες, έλεγον· «Καλλίτερον να αποθάνωμεν πάντες εν μια ημέρα παρά να βλέπωμεν την αγίαν Εικόνα Χριστού του Θεού ημών, καθώς και τας της Υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων καταφρονουμένας και καταπατουμένας προ των οφθαλμών ημών, μη δυνάμενοι δε να αντιταχθώμεν». Επειδή δε η κακία του ασεβούς βασιλέως ακόμη περισσότερον ηύξανεν, ο θείος Νικηφόρος, ζήλω θείω κινούμενος, συνήθροισε πέριξ αυτού τους πρωτίστους των Αρχιερέων, Ευθύμιον τον Σάρδεων, Αιμιλιανόν τον Κυζίκου, Ιωσήφ τον Θεσσαλονίκης, Ευδόξιον τον Αμορίου, Θεοφύλακτον τον Νικομηδείας, Μιχαήλ τον Συννάδων και άλλους. Διερευνών δε ο μακάριος Νικηφόρος την ευστάθειαν αυτών έλεγεν· «Αν ο βασιλεύς θελήση κακοβούλως να καθαιρέση τας αγίας Εικόνας και, ημών εναντιουμένων, πληρωθή θυμού και οργής, δύνασθε, αδελφοί, να υπομείνετε τον θυμόν αυτού υπέρ της ευσεβείας της Ορθοδόξου Πίστεως και υπέρ των αγίων Εικόνων, ανθιστάμενοι πάντες συγχρόνως εν μια γνώμη, ώστε να μη ατιμασθώσιν ουδέ να καταφρονηθώσιν αι άγιαι Εικόνες»; Τότε πάντες ομοφώνως απεκρίθησαν· «Έτοιμοι είμεθα και το αίμα ημών να χύσωμεν υπέρ του ονόματος του Σωτήρος και των αγίων Εικόνων». Τότε πάντες οι ειρημένοι Αρχιερείς μετά του θείου Νικηφόρου και τινες των Οσίων Πατέρων έσπευσαν μετά θάρρους προς τον βασιλέα και παρεκάλεσαν και συνεβούλευσαν αυτόν δια προτροπών και γραφικών αποδείξεων να απομακρυνθή της ψυχοφθόρου εκείνης αιρέσεως και να μη απογυμνώση την Εκκλησίαν του Χριστού από των σεπτών Εικόνων. Επειδή δε ο βασιλεύς έμεινεν εν τη πωρώσει και ουδεμίαν προσοχήν έδιδεν εις τας διδασκαλίας αυτών, σφόδρα ελυπήθησαν και έκλαυσαν οι θείοι Πατέρες. Τότε ο θείος Νικηφόρος έπεμψεν εις την Ρώμην, προς τον Πάπαν Αδριανόν, τον Συννάδων Μιχαήλ, ως έμπειρον των τοιούτων ζητημάτων, όπως αναγγείλη εις αυτόν τα εις την Ανατολικήν Εκκλησίαν συμβαίνοντα. Ως δε έφθασεν ο Μιχαήλ εις Ρώμην, ο Πάπας Αδριανός, τη προτροπή αυτού, συνεκρότησε Σύνοδον καθ’ ην παρεδόθη εις το ανάθεμα ο βασιλεύς Λέων. Ως δε ο θείος Μιχαήλ επανήλθε μετά γραμμάτων και επιστολών εις Κωνσταντινούπολιν, ο Πατριάρχης Νικηφόρος μετά των Αρχιερέων μετέβησαν πάλιν εις τον βασιλέα Λέοντα, επαναλαμβάνοντες την αυτήν, ως και πρότερον, υπέρ των Εικόνων παράκλησιν. Αλλά και πάλιν ο άφρων βασιλεύς αδιάσειστος έμενεν εις την μιαράν αυτού κακοβουλίαν. Τότε ο θείος Μιχαήλ είπε μετά θάρρους προς τον τύραννον· «Έπρεπεν, ω βασιλεύ, να πεισθής εις τας διδαχάς και δεήσεις τοσούτων αγίων ανδρών και να μη επιμείνης εις την ολεθρίαν γνώμην σου, ήτις σε οδηγεί εις την απώλειαν και την αιώνιον κόλασιν. Επειδή, κατά τας θείας γραφάς και τον Μέγαν Βασίλειον, η τιμή της Εικόνος εις το πρωτότυπον διαβαίνει. Συ αν τολμήση τις να καθυβρίση την εικόνα σου, δεν θα παραδώσης αυτόν εις τας χειροτέρας τιμωρίας; Και εάν συ, γήϊνος ων και πρόσκαιρος βασιλεύς, μένεα πνέεις κατά του υβριστού σου, πόσον μεγαλυτέρας τιμωρίας άξιος θα είναι ο τολμήσας να καταπτύση και να καθυβρίση την Εικόνα του ουρανίου Βασιλέως και ποιητού του σύμπαντος κόσμου; Πρόσεξον, ω βασιλεύς, μήπως, επειδή άνευ φόβου καταφρονείς την άπειρον του Θεού μακροθυμίαν, συμβή εις σε κακόν τι ανέλπιστον. Και τότε δεν θα έχης τον βοηθήσοντα. Εγώ δε σέβομαι και προσκυνώ την άχραντον Εικόνα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, της Αγίας Αυτού Μητρός και πάντων των Αγίων, το δε ιδικόν σου άθεον δόγμα καταπτύω και εις ουδέν λογίζομαι, οι δε προς σε ομόφρονες ας είναι υπόδικοι εις το ανάθεμα». Και ο μεν θείος Μιχαήλ ταύτα είπεν ανδρικώς και γενναίως εις ουδέν υπολογίσας την βασιλικήν εξουσίαν του τυράννου ή τας τιμωρίας και απειλάς αυτού. Ο δε βασιλεύς, ακούσας ταύτα, τοσούτον επληρώθη θυμού και αισχύνης, ώστε, σκοτισθείς, ουδέ τους παρόντας ηδύνατο να ίδη. Ότε δε συνήλθε, πάραυτα εξεδίωξε τους Αγίους, εξορίσας αυτούς εις τόπους μακράν απέχοντας αλλήλων, ίνα μη γνωρίζη ο εις του ετέρου την διαμονήν. Επενόησε δε τούτο, ίνα μη, συναντώμενοι οι Άγιοι, γράφωσι και ελέγχωσι την κακομήχανον αυτού πλάνην. Ούτω τον μεν αγιώτατον Πατριάρχην Νικηφόρον, αρπαγέντα εκείθεν, όπου ησύχαζεν, αποφεύγων την ταραχήν και την δυσσέβειαν του τυράννου, εξώρισεν εις την νήσον Θάσον, τον Άγιον Θεοφύλακτον εις τι φρούριον της Ανατολής, Στρόβιλον καλούμενον, τον δε θείον Μιχαήλ εις έτερον της Ανατολής φρούριον, Ευδοκιάδα καλούμενον. Εν αυτώ διέμεινεν ο Άγιος υπέρ τα δέκα έτη, υπομένων μετ’ ευχαριστίας πάσαν ταλαιπωρίαν και κακουχίαν και δεόμενος του Θεού υπέρ του εξορίσαντος αυτόν βασιλέως, κατά το λόγιον του Κυρίου Ιησού Χριστού, του διακελεύοντος· «Προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς» (Ματθ. ε:44, Λουκ. στ:28). Τις λοιπόν λόγος ή ποία ανθρωπίνη γλώσσα δύναται να διηγηθή ή να περιγράψη τους αγώνας και τους πόνους, τους οποίους ανέλαβεν ο Άγιος κατά την εξορίαν εκείνην; Την φροντίδα υπέρ της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, την πρόνοιαν υπέρ των πτωχών, την παννύχιον στάσιν εις τας προσευχάς, την ευσπλαγχνίαν, την διδασκαλίαν και περαμυθίαν των θλιβομένων; Το δε μάλλον αξιομνημόνευτον είναι ότι τους μεν πιστούς εστερέωνεν εις την Πίστιν, τους δε απίστους μετέφερεν εις την του Θεού γνώσιν και μετεφύτευεν εις τας καρδίας αυτών τον της ευσεβείας και επιγνώσεως λόγον. Ετέλει δε, επί τούτοις, άπειρα θαύματα, θεραπεύων δια μόνης της θερμής επικλήσεως του ονόματος του Σωτήρος πάσαν νόσον, όχι μόνον ανθρώπων αλλά και των αλόγων ζώων. Τους δε ανθρώπους της χώρας εκείνης, τους βαρβάρους και απαιδεύτους, την μορφήν μεν ανθρωπίνην έχοντας, γνώμην δε αγριωτέραν και αυτών των θηρίων, μετέφερεν εις θεογνωσίαν δια των μελιρρύτων διδαχών και παραινέσεων αυτού. Και άλλοτε μεν νουθετών, άλλοτε δε θαυματουργών, μετέπεισεν αυτούς, ώστε να θαυμάζωσι και να ευλαβούνται αυτόν και να τον έχωσιν ως παράδειγμα. Κάτοικος τις της χώρας εκείνης μετέβαινε ποτε εις έτερον τόπον, όπως πωλήση μόλυβδον, τον οποίον το κτήνος αυτού έφερεν ως φορτίον. Αλλά καθ’ οδόν, δι’ εχθρικής συνεργείας ή και λόγω απροσεξίας, εσκόνταψε το κτήνος και συνέτριψεν ένα εκ των ποδών αυτού. Ο δε άνθρωπος εκείνος, λυπούμενος και αδημονών, επέστρεψε ζητών έτερον ζώον, ίνα μεταφέρη το φορτίον. Τούτον λοιπόν συναντήσας ο Άγιος είπε προς αυτόν· «Δια τίνα λόγον είσαι τόσον τεταραγμένος, ω άνθρωπε»; Ο δε άνθρωπος εκείνος, στενάξας, είπε· «Μη με ερωτάς, Άγιε του Θεού, δια την παρούσαν μου οικτράν κατάστασιν, επειδή η θλίψις τοσούτον με πιέζει, ώστε προτιμότερον μου φαίνεται να αποθάνω εκουσίως ή να ζω». Και ο Άγιος είπε· «Δεν εμπιστεύεσαι την θλίψιν σου εις εμέ, μήπως δυνηθώ να σε βοηθήσω»; Εκείνος τότε διηγήθη εις τον Άγιον το συμβάν· «Ας μεταβώμεν εκεί», είπεν ο Άγιος. Ελθόντες δε εύρον το κτήνος εξηπλωμένον εις την γην και υπό σφοδροτάτων πόνων ενοχλούμενον. Τότε ο Άγιος, περιδέσας τον τεθλασμένον πόδα του ζώου δια του μανδηλίου, δια του οποίου απέμασσε τον ιδρώτα αυτού και δια της ράβδου πλήξας αυτό, ω του θαύματος! ευθύς ήγειρε το ζώον σώον και υγιές. Ο δε κύριος του ζώου, ιδών το θαυμάσιον τούτο γεγονός, έπεσεν εις τους πόδαςτου Αγίου και μετά δακρύων χαράς ευχαριστών έλεγε· «Ο Θεός αληθώς σε απέστειλεν ενταύθα δι’ ουδένα άλλον, ει μη δι’ εμέ». Κατόπιν δε ο κύριος του ζώου κατ’ επιταγήν του Αγίου Μιχαήλ φορτώσας επ’ αυτού τον μόλυβδον, χωρίς να επιλύση τον επίδεσμον, εξηκολούθησε χαίρων την οδόν αυτού. Το θαύμα τούτο ιδών και ο επιφορτισμένος παρά της αρχής με την φύλαξιν του Αγίου, διεφήμισε τούτο πανταχού, οι δε ακούσαντες τούτο εθαύμασαν. Αλλ’ οι πλείστοι δεν επίστευσαν εις τους λόγους αυτού, ει μη ότε, επανελθόντος του ανθρώπου εκείνου μετά του κτήνους αυτού, είδον περιδεδεμένον τον πόδα του ζώου δια του μανδηλίου του Αγίου και έμαθαν ακριβώς το τελεσθέν θαύμα. Ερχόμενοι τότε πάντες προς τον Άγιον εζήτουν συγγνώμην δι’ όσα του επροξένησαν δεινά, ένεκα της του βασιλέως διαταγής. Ο δε Άγιος, ίνα και κατά τούτο πληρώση την εντολήν του Δεσπότου Χριστού, προθύμως συνεχώρησεν, ηυλόγησε και συνεβούλευσεν αυτούς, ίνα ουδέποτε συμπεριφερθώσι προς άνθρωπον καθ’ ον τρόπον συμπεριφέρθησαν προς αυτόν. Μεταδιδόμενον δε το θαύμα τούτο παρά του ενός εις τον έτερον, ως είναι συνήθεια, έφθασε και μέχρι των ώτων του βασιλέως, όστις, θυμωθείς, απέστειλε πάραυτα ανθρώπους του ίνα απελάσωσιν εκείθεν τον Άγιον. Εξέδωκε δε προς τούτοις διάταγμα δια του οποίου ώριζεν ότι, εκείνος όστις ήθελε τολμήσει να δεχθή τον Άγιον εν τη οικία αυτού, θα υφίστατο μεγίστην ζημίαν. Όθεν απελαθείς ο Άγιος εκείθεν και μεταβαίνων από τόπου εις τόπον, έφθασεν εις χώραν, Αεούς καλουμένην, εις την οποίαν επέπεσε θεία οργή, ήτις και μόνον ακουομένην επροξένει φρίκην εις τον ακούοντα. Πλήθος άπειρον μυών (ποντικών) αναφανέν κατέτρωγε τους καρπούς των αγρών και των αμπελώνων, ώστε οι κάτοικοι της χώρας εκείνης, μη γνωρίζοντες τι να πράξουν, ευρίσκοντο εις μεγίστην αμηχανίαν. Ο δε Άγιος, βλέπων αυτούς εις τοσαύτην λύπην, ηρώτησε την αιτίαν της θλίψεως αυτών. Εκείνοι δε είπον· «Μύες (ποντικοί) αρουραίοι, άπειροι, επέδραμον κατά της χώρας μας και καταλυμαίνονται τους καρπούς των αγρών, ημείς δε κινδυνεύομεν κατά τον χρόνον τούτον να στερηθώμεν όλως διόλου της τροφής και ως εκ τούτου να αποθάνωμεν εκ της πείνης». Ο Άγιος τότε είπε προς αυτούς· «Απεστράφη υμάς ο Θεός δια τας αμαρτίας υμών, αλλ’ ευσπλαγχνιζόμενος έκαμψε την οργήν Αυτού επί των καρπών, όπως σεις, αφού μετανοήσητε, επιστρέψητε προς Αυτόν». Απήντησαν δε εκείνοι, επειδή ήκουσαν τα θαύματα τα οποία ετέλει πανταχού, οπόθεν διήρχετο· «Ευσπλαγχνίσου ημάς, Άγιε του Θεού, και μη εγκαταλείπης ημάς εις την απώλειαν. Μόνον ευχήσου υπέρ ημών προς τον Θεόν και θέλομεν σωθή. Διότι πιστεύομεν ότι παραχωρεί εις σε ό,τι ζητήσης παρ’ Αυτού». Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Νηστεύσατε τρεις ημέρας και καθαρισθήτε από πάντων, κατόπιν δε ό,τι είπω εις σας να πράξετε, μήπως δι’ αυτού του τρόπου αποστρέψη ο Θεός τον θυμόν Αυτού, ως πολυεύσπλαγχνος». Μετά τρεις ημέρας είπεν ο Άγιος· «Εξέλθετε πάντες, πάσης ηλικίας και τάξεως, εις τους αγρούς και τους αμπελώνας, κράζοντες μετ’ ευλαβείας και φόβου Θεού το, Κύριε ελέησον». Ότε δε συνηθροίσθη άπαντο πλήθος και ήρχισαν βοώντες το «Κύριε ελέησον», ο Άγιος, γονυπερήσας και τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν επάρας, μετά δακρύων είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ο ποιητής του σύμπαντος κόσμου, επίβλεψον επί τον λαόν Σου και επί την κληρονομίαν Σου, τους ελπίζοντας επί τω φοβερώ και Αγίω ονόματί Σου και μη εγκαταλίπης το Σον πλάσμα εις απώλειαν, αν και ήμαρτε, Κύριε, και την σην αγαθότητα παρώργισεν, αλλ’ από Σου δεν απεμακρύνθη. Μετάβαλε την οργήν Σου εις οίκτον και ελέησον το πλάσμα Σου, ως αγαθός και φιλάνθρωπος». Ταύτα δε ειπόντος του Αγίου, ευθύς, ω του θαύματος! εσείσθη όλος ο τόπος όπου ίστατο το πλήθος και φόβος μέγας κατέλαβεν άπαντας. Το δε πλήθος των αρουραίων ευθύς εθανατώθη. Λυτρωθέντες λοιπόν οι άνθρωποι από τας δεινάς εκείνας μάστιγας και τω Θεώ δόξαν αναπέμποντες, είπον προς τον Άγιον· «Αν και ήλθες εις τον τόπον μας άνευ της θελήσεώς σου, ο Θεός σε απέστειλεν ίνα μη καταστραφώμεν οι ελεεινοί. Διότι εάν δεν ήρχεσο εδώ εις τον πρέποντα καιρόν, θα κατεστρεφόμεθα τελείως». Απελθών δε και εκείθεν, εξ αιτίας νέου προστάγματος του βασιλέως, μετέβη εις έτερον τόπον, Ευραντίσια καλούμενον, όπου οι άνθρωποι υπεδέχθησαν αυτόν χαίροντες, διότι διέμενον εκεί τινές από της χώρας εις την οποίαν ετελέσθη το θαύμα. Ιδόντες δε τον Άγιον ερχόμενον, έλεγον· «Ούτος είναι ο εις Αρεούς εξαφανίσας το πλήθος των αρουραίων». Προπορευθείσης δε της φήμης αυτού, έδραμον πάντες και προϋπεδέχοντο αυτόν, λέγοντες· «Ως ευ παρέστης, Άγιε του Θεού, δια να σώσης ημάς. Διότι ακρίς άπειρος επιπεσούσα εις την χώραν μας κατέφαγε πάντας τους καρπούς των αγρών μας, χωρίς να αφήση τίποτε. Ήδη δε ήρχισεν αύτη να καταστρέφη τους αμπελώνας και τα δένδρα και ούτω κινδυνεύομεν να στερηθώμεν και της τελευταίας ταύτης ελπίδος των οπωρών. Δια τούτο δεόμεθά σου, Άγιε, προστάτευσον ημάς και ποίησον δέησιν μεθ’ ημών, διότι έχεις παρρησίαν προς τον Θεόν, ως εκ φήμης γνωρίζομεν και δια τούτο, εάν ζητήσης τι, προσφέρει τούτο εις σε ο Θεός». Ο δε Άγιος, μετά την συνειθισμένην διδασκαλίαν, είπε προς αυτούς· «Να είσθε αύριον έτοιμοι, ίνα περιέλθωμεν πάντες τον τόπον τον οποίον λυμαίνεται η ακρίς και ο Θεός, ο δοτήρ των αγαθών, θέλει σας λυτρώσει από του δεινού τούτου». Κατά την νύκτα εν κατανύξει ιστάμενος ο Άγιος και τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν υψώσας, έλεγε μετά δακρύων· «Κύριε ο Θεός, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην δια του δημιουργικού Σου λόγου και δια της χειρός Σου πλάσας τον άνθρωπον, χουν λαβών από της γης και ίσον αυτόν των Αγίων Σου Αγγέλων ποιήσας προς Σην δοξολογίαν, εξουσίαν δε δώσας εις αυτόν επί πάντων των επί γης, ώστε να υποτάσσωνται πάντα τα θηρία και πάντα τα ερπετά εις αυτόν και να τον φοβούνται. Δια την προς Σε όμως, τον αληθινόν Θεόν παρακοήν, εξορίσας αυτόν του Παραδείσου δια της δικαίας Σου κρίσεως και προστάξας αυτόν δια του ιδρώτος του προσώπου του να τρώγη τον άρτον του και την γην κελεύσας να βλαστήση δι’ αυτόν ακάνθας και τριβόλους (Γεν. γ:18-19), νυν, Κύριε, επίβλεψον επί τον λαόν Σου και επί την κληρονομίαν Σου και μη εγκαταλίπης αυτούς έως τέλους. Διότι, Κύριε, αν και ημάρτησαν, δεν απέστησαν από Σου. Μη, Κύριε, δια του θυμού Σου παιδεύσης αυτούς, αλλά ποίησον μετ’ αυτών κατά το έλεός Σου, ότι Συ ει ο ποιών πάντα και μετασκευάζων. Διότι Συ είπας, Κύριε· «Επιστράφητε προς με και επιστραφήσομαι προς υμάς» (Μαλ. γ:7). Δος, Κύριε, την βοήθειάν Σου εις τους ελπίζοντας επί Σε, επίστρεψον την οργήν Σου από του πλάσματός Σου. Αποδίωξον απ’ αυτών τα θηρία και τα ερπετά, τα βλάπτοντα τους καρπούς αυτών και δος εις αυτούς την Σην αντίληψιν, ίνα δοξάζωσιν ευχαρίστως το όνομά Σου το Άγιον, ότι ευλογητός υπάρχεις εν πάσι τοις Αγίοις Σου εις τους αιώνας. Αμήν. Τη επαύριον, ως εξημέρωσεν, εξήλθον άπαντες οι άνθρωποι του τόπου εκείνου μετά του Αγίου, μεγαλοφώνως κράζοντες το, Κύριε ελέησον. Τότε, ω του θαύματος! άπασα η ακρίς ευθύς μετεωρισθείσα εις το ύψος, ως νέφος και αυτάς τας ακτίνας του ηλίου επισκιάσαν, μετά μικρόν εδιχάσθη εις δύο σμήνη και κατ’ άλλους μεν άδηλον που διηυθύνθη, κατ’ άλλους δε, καταπεσούσα εντός παρακειμένης λίμνης, κατεπνίγη. Ιδόντες δε το θαύμα τούτο πάντες, έπεσον εις τους πόδας του Αγίου ευχαριστούντες αυτόν, ως ελευθερώσαντα αυτούς εκ της φοβεράς εκείνης μάστιγος. Ούτω λοιπόν διήρχετο τον βίον αυτού ο θείος Πατήρ, διαρκώς παλαίων και αγωνιζόμενος κατά παντοίων πειρασμών, διωκόμενος υπό των εικονομάχων, φεύγων από τόπου εις τόπον και τελών άπειρα θαύματα, εξ ων ολίγιστα και ταύτα συντόμως σιηγήθημεν, ίνα μη στερήσωμεν του εντρυφήματος τούτου τους επιθυμούντας να ακροασθούν των θαυμάτων του φωστήρος και Ιεράρχου των Συννάδων Μιχαήλ του Ομολογητού, ακόμη δε όπως μη, εν σιωπή παρερχόμενοι πάντα τα θαύματα του Αγίου, φανώμεν ράθυμοι και καταφρονηταί αυτού, του τοσούτων δεινών απαλλάττοντος ημάς. Δια τούτο εν ακόμη εκ των πολλών θα διηγηθώ. Και ακούσατε. Διωκόμενος ο Άγιος δια βασιλικής προσταγής από τόπου εις τόπον, έφθασεν εις χώραν έχουσαν αμπελώνας πολλούς, μη έχοντας δε φύλλα. Επιθυμούντος δε του Αγίου να πληροφορηθή το αίτιον της τοιαύτης ελλείψεως των φύλλων, είπον προς αυτόν οι την χώραν κατοικούντες· «Κάμπη φυομένη εν τω φλοιώ του κλήματος κατατρώγει την ετοίμην να εμφανισθή βλάστησιν, ενώ ευρίσκεται ακόμη εντός του κάλυκος αυτής, ημείς δε ούτω εις μάτην κοπιάζομεν καθ’ όλον τον χρόνον». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και ευσπλαγχνισθείς, ευθύς εξεδίωξε δια προσευχής την οργήν από της χώρας εκείνης. Όμως ένεκα της από τόπου εις τόπον αδιαλείπτου φυγής, του επιπόνου του βίου, της συνεχούς κακουχίας και των γενναίων και ατρύτων πόνων, ιδία δε του σεβασμίου και βαθέος γήρατος, ασθενήσας ο Άγιος, ενώ ήγε το ογδοηκοστόν και πλέον έτος της ηλικίας αυτού και μη δυνάμενος να βαδίζη, παρέμεινε κλινήρης επί τινας ημέρας. Προϊδών δε ημέρας τρεις πρότερον το μακαριστόν αυτού τέλος, εδέετο του Θεού, μετά δακρύων, υπέρ του βασιλέως, υπέρ της ειρήνης της Εκκλησίας, υπέρ της ευδαίμονος καταστάσεως του σύμπαντος κόσμου και ευφορίας των καρπών, ούτω λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ειπών τοις θείοις και ιεροίς Σου μαθηταίς, ότι οι ακολουθούντες Σε θα είναι μεμισημένοι και πάντοτε θα διώκωνται όπου και αν ευρίσκονται και ότι θριξ εκ της κεφαλής αυτών δεν θέλει απολεσθή, ιδού, Κύριε, υπέρ του Σου ονόματος τοσούτους διωγμούς μέχρι του νυν υπέμεινα. Δέχθητι λοιπόν τώρα το πνεύμα μου και ανάπαυσόν με εν τόπω ανέσεως. Δέομαι δε έτι, Κύριε, της Σης ευσπλαγχνίας, εάν τις επικαλείται το όνομά μου, ας δωρηθή εις αυτόν ό,τι ήθελε ζητήσει, εν ξηρά ή εν θαλάσση. Και εάν τις επιτελή την εμήν μνήμην και προσφέρει προσφοράς θυμιαμάτων, ας έχη παρά Σου την των αμαρτιών αυτού άφεσιν και την του σώματος δύναμιν, όπως δοξάζηται το Πανάγιόν Σου όνομα επί της γης δια τα έργα Σου, ότι Συ ει θαυμαστός και δεδοξασμένος μόνος Θεός εν τοις Αγίοις Σου εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα λέγων και δεόμενος, εκοιμήθη. Και η μεν μακαρία αυτού ψυχή ανελθούσα εις τους ουρανούς αγάλλεται μετά των Ιεραρχών, ως Ιεράρχης άξιος, μετά των Μαρτύρων, ως μέγιστος Μάρτυς, επειδή πλείστοι των Μαρτύρων ηγωνίσθησαν επί τρεις ή τέσσαρας ώρας ή και ημέρας και μετά ταύτα ήλθε το τέλος. Αλλ’ ο βίος του θείου Μιχαήλ διήλθεν εν μέσω παντοίων αγώνων, κακουχιών και εξοριών και, εν ολίγοις, άπας ο βίος αυτού ήτο συνεχές μαρτύριον, εκτός της προσφοράς του αίματος αυτού, όπερ χαρακτηρίζει τους θείους Μάρτυρας. Το δε σεπτόν αυτού Λείψανον ετάφη εκεί όπου ετελειώθη, παρέχον πάντων των νοσημάτων την ίασιν, εις πάντας τους μετά πίστεως προσερχομένους προς αυτό. Και όχι μόνον τότε, αλλά μέχρι τούδε άπειρα τελούνται θαύματα υπό των θείων αυτού Λειψάνων, τα οποία ουδέ χειρ, ουδέ στόμα ανθρώπου δύναται να περιγράψη και να απαριθμήση. Αφού λοιπόν διηγηθώ ακόμη εν εκ των πολλών, το οποίον και εγώ δια των ιδίων μου οφθαλμών είδον και πολλοί εκ της εμής πατρίδος μετά θαυμασμού και εκπλήξεως ενθυμούνται, θα καταπαύσω τον λόγον. Εις την νήσον Σκόπελον επήλθε ποτέ θεία και μεγάλη οργή παρομοία των της Αιγύπτου· και δεν ήτο μία, αλλά πολλαί. Η μεν πρώτη, η κάμπη, κατέτρωγε τελείως βλαστούς και φύλλα των αμπελώνων, η δε Δευτέρα, η καλουμένη καλαυρός, κατέκοπτε τους τυχόν απολειφθέντας βλαστούς υπό της κάμπης. Τρίτη δε ήτο είδος κανθάρου, όστις όχι μόνον ουδέν εκ των εις τας οικίας τροφίμων άφηνεν αβλαβές, αλλά και τα ενδύματα κατέκοπτε, προς δε τούτοις εισήρχετο και εντός των αγγείων τού προς πόσιν διατηρουμένου ύδατος και όχι μόνον τούτο, αλλά και εντός του στόματος και των ώτων των κοιμωμένων εισήρχετο κατά την νύκτα και, δάκνων, κατέκοπτε τα ώτα των παίδων και άλλων πολλών κακών πρόξενος εγένετο. Η Τετάρτη, τέλος, ήτο πλήθος μυών (ποντικών) αρουραίων καταστρεφόντων αμπέλους, αγρούς, κήπους και παν άλλο ό,τι εύρισκον. Όθεν τας καταστροφάς εκ των φρικτών τούτων πληγών υπέφερον επί πολύν χρόνον οι άνθρωποι. Διαδοθείσης δε της φήμης των θαυμάτων, τα οποία ετέλει η θαυματουργός Κάρα του Αγίου, η αποκειμένη ήδη ως θησαυρός ανεκτίμητος και τιμαλφέστατος εν τη κατά το αγιώνυμον όρος Άθη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου, ήλθον εις την Λαύραν οι πρόκριτοι της νήσου, τη προτροπή και τη παρακλήσει παντός του λαού και μετά γραμμάτων του Αρχιερέως και των Κληρικών συνοδευόμενοι, δια θερμών δεήσεων εζήτησαν την αγίαν Κάραν. Οι δε προϊστάμενοι της Λαύρας, αναγνώσαντες τα γράμματα και ιδόντες τα δάκρυα και τους στεναγμούς και την πολλήν αυτών δέησιν, έπεμψαν την θαυματουργόν Κάραν του Ομολογητού Ιεράρχου Αγίου Μιχαήλ, συνοδευομένην υπό Πνευματικού Πατρός εναρέτου, Διακόνου ευλαβούς και τιμίου Γέροντος. Ως δε έφθασεν η αγία Κάρα εις την νήσον, εξήλθον μετά της προσηκούσης ευλαβείας προς συνάντησιν αυτής, ο ευλαβής και σεμνοπρεπής Επίσκοπος Μητροφάνης μεθ’ όλων των Ιερέων, άπας ο λαός, άνδρες, γυναίκες, γέροντες, νέοι και αυτοί έτι οι παίδες. Κατόπιν, τελέσαντες αγιασμόν, περιέδραμον εν λιτανεία τους αγρούς και αμπελώνας, ενώ άπας ο λαός εδέετο εν κατανύξει και μεγάλη τη φωνή έκραζε, Κύριε ελέησον! Ήτο δε Απρίλιος και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε, δεδοξασμένος ει εν πάσι τοις Αγίοις Σου! Προτού επανέλθωσιν εκ της λιτανείας εις την πόλιν, πάσαι αι πληγαί εκείναι, αι βλάπτουσαι ομοίως ανθρώπους, αγρούς, αμπελώνας και παν ό,τι φύεται εις την γην, εν τω άμα κατεστράφησαν και από προσώπου της γης εξέλιπον, αι δε άμπελοι πλουσιοπαρόχως εκαρποφόρησαν κατά το έτος εκείνο και ουδέποτε πλέον υπό ασθενείας τινός προσεβλήθησαν. Τότε ο Αρχιερεύς και άπας ο λαός της νήσου, ιδόντες τα μεγάλα θαύματα της αγίας Κάρας, εδόξασαν τον Θεόν, τον δε Άγιον ηυχαρίστησαν, ως απαλλάξαντα αυτούς των δεινών εκείνων. Δια το τεράστιον δε τούτο θαύμα έκτισαν εις την πόλιν Ναόν επ’ ονόματι του Αγίου Μιχαήλ των Συννάδων, όπου τελείται και πανηγυρίζεται η μνήμη αυτού. Τον δε Πνευματικόν και τους λοιπούς, τους συνοδεύσαντας την αγίαν Κάραν, προσηκόντως και επαξίως εφιλοδώρησαν και μέχρι τούδε προσφέρουσι μικράν τινα προσφοράν εις την Μεγίστην Λαύραν, χάριν της αγίας Κάρας του αοιδίμου Μιχαήλ των Συννάδων. Τοιούτος, αδελφοί, είναι ο Βίος και η πολιτεία του Αγίου Μιχαήλ. Τοιαύτα και τα θαύματα αυτού, εκ των οποίων ολίγιστα διηγήθην προς την υμετέραν αγάπην, ως εντρύφημα πνευματικής ευφροσύνης. Τούτον λοιπόν τον της οικουμένης φαεινόν φωστήρα, τον Συννάδων Μιχαήλ, τον αδιαλείπτως μοχθούντα και αγωνιζόμενον υπέρ του ονόματος του Χριστού και των αγίων Εικόνων, τον διαγαγόντα όλον τον Βίον αυτού εν αγνότητι και αμέμπτω πολιτεία, τον υπομείναντα παντοίους πειρασμούς, θλίψεις, εξορίας και διωγμούς, τον ευχόμενον υπέρ των διωκόντων αυτόν, κατά το παράγγελμα του αψευδεστάτου στόματος του Χριστού, βλέπων ο μισθαποδότης Θεός υπομείναντα πάντα εν υπομονή και ευχαριστία, ανταπέδωκε την χάριν και την δύναμιν να τελή θαυμάσια, και τοσούτον εδόξασεν, ώστε ευηχοτέρα σάλπιγγος η φήμη αυτού διατρέχει πάσαν την οικουμένην. Όθεν και ημείς ας υμνήσωμεν, ας τιμήσωμεν και, όσον δυνάμεθα, ας δοξάσωμεν αυτόν, διότι και ο Θεός εδόξασεν αυτόν. Ας εορτάσωμεν και πανηγυρίσωμεν την σεπτήν αυτού μνήμην. Ας προσφέρωμεν εις αυτόν ύμνους και ωδάς και όσα αρμόζουν εις τους Αγίους, όπως έχωμεν αυτόν εν μεν τω παρόντι βίω βοηθόν και πρόθυμον αντιλήπτορα, οσάκις επικαλούμεθα την αντίληψιν αυτού εις τας περιστάσεις ημών, εν δε τω μέλλοντι, μεσίτην και πρεσβευτήν προς τον Δεσπότην Χριστόν, όπως αξιωθώμεν της μακαρίας και ατελευτήτου Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Και άλλοι μεν εκ τούτων, καθαρίσαντες εαυτούς δια της ασκήσεως και της εγκρατείας, απέβησαν σκεύη εκλεκτά και ιερά κατασκηνώματα του Παναγίου Πνεύματος, άλλοι δε, πιστώς ακολουθούντες τους λόγους του Κυρίου και την ελεημοσύνην ως πράξιν ευάρεστον εις τον Θεόν ασκούντες, απήλαυσαν την αμοιβήν της αρετής αυτών παρά του Δεσπότου Χριστού του υποσχομένου τα ίσα εις άπαντας. Έτεροι πάλιν, εκ των θερμοτέρων του Θεού φίλων, μιμούμενοι τα πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ωμολόγησαν το όνομα Αυτού ενώπιον βασιλέων και τυράννων, ανεχόμενοι εν άκρα υπομονή φυλακάς, εξορίας, ταλαιπωρίας, κακώσεις, απειλάς και πληγάς παρά των σκληρών εκείνων και θεοστυγών βασιλέων και αρχόντων, τέλος δε και το αίμα αυτών προσέφερον υπέρ του ονόματος του Σωτήρος, εις ουδέν έτερον αποβλέποντες, ει μη όπως γίνωσι κληρονόμοι της Βασιλείας των ουρανών. Πάντα δε τα του κόσμου τούτου πράγματα, ήτοι αρχάς, αξιώματα και ό,τι ωθεί τον άνθρωπον προς το αποβλέπειν και ελπίζειν εις τον πλάνον τούτον κόσμον, ουδόλως εσκέφθησαν οι θεοφιλείς και θεόσοφοι ούτοι άνθρωποι, αλλ’ απέρριψαν ταύτα, ως τελείως άχρηστα και άξια περιφρονήσεως. Εις εκ των γενναίων τούτων προμάχων της του Χριστού Εκκλησίας υπήρξε και ο εν Αγίοις ούτος Πατήρ ημών και Ομολογητής του Χριστού Άγιος Μιχαήλ, ο των Αγγέλων ομώνυμος, όστις ουδενός εκ των αποκτωμένων μετά κόπου και μόχθου, αρεστών δε και εντίμων ενώπιον Θεού, ήτο αμέτοχος. Αλλά πάντα ταύτα απέκτησε και διετήρησε, τα πάντα έπαθε, τα πάντα υπέμεινε. Φέρων δε τα στίγματα του Κυρίου εν τω σώματι αυτού, εθεώρει ταύτα ως καύχημα, μετά του ουρανοβάμονος Παύλου. Των δε βδελυκτών και παρά Θεού αποστρεφομένων ουδενός μετείχεν, αλλ’ εβδελύσσετο πάντα και απέφευγε, διατηρήσας ούτω, εξ απαλών ονύχων, το κατ’ εικόνα Θεού καθαρόν και αλώβητον. Όθεν και του Αγίου Πνεύματος σκεύος ιερόν και κατοικητήριον εγένετο. Τούτου του Αγίου τον Βίον διηγούμαι σήμερον προς τους αγαπητούς ακροατάς, τους αγώνας και τους άθλους αυτού, τους κατά Θεόν ιδρώτας και πόνους, ους υπέμεινεν, υπέρ μάλιστα των αγίων Εικόνων. Πατρίς του Οσίου τούτου Πατρός ημών Μιχαήλ, εις την οποίαν εγεννήθη και ανετράφη και της οποίας κατόπιν διδάσκαλος και Ποιμήν εγένετο, ήτο η εν Φρυγία της Μικράς Ασίας λαμπρά και ένδοξος πόλις των Συννάδων. Οι γονείς αυτού ήσαν πλούσιοι εκ των τα πρώτα φερλοντων, όμως εθλίβοντο επειδή δεν είχον τέκνα. Όθεν εδέοντο θερμώς του Θεού να δώση εις αυτούς τέκνον, υποσχόμενοι να αφιερώσουν τούτο, ως ήθελε γεννηθή, εις τον εν τη πόλει των ευρισκόμενον Ναόν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Επειδή δε ο Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν, εδώρησεν εις αυτούς τέκνον, ωνόμασαν αυτό δια του ονόματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Ευθύς λοιπόν εξετέλεσαν την υπόσχεσίν των. Ως δε ανήρχετο κατά την ηλικίαν ο Μιχαήλ, σφόδρα εμίσει και απεστρέφετο τας των παίδων ασχολίας, ως εννοών, ότι ουδέν το ωφέλιμον ήθελεν αποκομίσει εξ αυτών. Αντιθέτως, ως εισήλθεν εις το διδασκαλείον, εκάθητο σεμνοπρεπώς μετά σωφροσύνης, προσέχων εις μόνα τα υπό του διδασκάλου λεγόμενα. Εκείθεν δε επανήρχετο εις την οικίαν του, έχων συνοδοιπόρους την φρόνησιν και την ευσχημοσύνην. Ούτω πορευόμενος ο παις Μιχαήλ, εντός ολίγου εξέμαθεν άπαντα τα εις τα σχολεία διδασκόμενα μαθήματα και προήχθη εις την εκμάθησιν της γραμματικής, της ποιήσεως και άλλων ανωτέρων μαθημάτων, τυχών, επί τούτοις, φύσεως δεξιάς. Όθεν πάντες εθαύμαζον την σοφίαν αυτού και επεθύμουν να ακροώνται των συνετών αυτού λόγων. Οι άρχοντες των Συννάδων προσεκάλουν αυτόν και προέτεινον προς λύσιν απορίας άξια και δυσνόητα, ούτος δε έλυε ταύτα, άνευ της ελαχίστης δυσκολίας. Τούτων ούτως εχόντων, ο Άγιος ουδέν περισσότερον επεθύμησεν, ει μη την μοναδικήν πολιτείαν, ήτις ουδέν άλλο είναι ή η αποφυγή της δόξης του κόσμου τούτου και η μετά του Θεού ένωσις. Όθεν, εγκαταλείψας την πατρίδα αυτού, έφυγεν εις Κωνσταντινούπολιν, όπου εύρε τον αγιώτατον Θεοφύλακτον τον μετέπειτα Επίσκοπον Νικομηδείας, όστις, καταφρονήσας πάσαν δόξαν και φαντασίαν, ειργάζετο την αρετήν, την δωρίζουσαν τον εκ Θεού στέφανον. Ήτο δε πρότερον ο Θεοφύλακτος βοηθός του Αγίου Ταρασίου προ της ανόδου του εις τον Πατριαρχικόν θρόνον, ότε εισέτι ετύγχανε του μεγίστου αξιώματος του γραμματέως του βασιλέως επί των απορρήτων ήτοι μυστικών υποθέσεων του Κράτους, απολαμβάνων ως εκ τούτου πάσης τιμής και δόξης. Αλλ’ ως ουδέν λογιζόμενος τούτο ο μακάριος Ταράσιος εκάρη Μοναχός και προέκοψεν εν πάση αρετή, ίνα δε μη μείνη ο λύχνος κεκρυμμένος εις τόπον σκοτεινόν και αφεγγή, αλλ’ ίνα τεθή «επί τη λυχνίαν», ως ο Κύριος λέγει (Ματθ. ε:15) προς φωτισμόν των εν τω οίκω του Θεού, αυτή αύτη η αρετή αυτού ανεβίβασεν αυτόν εις τον Πατριαρχικόν θρόνον, ως θεμέλιον του Ορθοδόξου πληρώματος και καύχημα των εργαζομένων την αρετήν και την ευσέβειαν. Συνώκησαν λοιπόν ο Μιχαήλ και ο Θεοφύλακτος ηνωμένοι εν θεία αγάπη, τόσον ώστε να δύνανται να λεχθούν δι’ αυτούς οι του Προφήτου λόγοι· «Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν, αλλ’ ή το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό»; (Ψαλμ. ρλβ΄ 1). Οι δύο ούτοι ουρανόπαμπτοι στύλοι, οι δύο φαεινοί φωστήρες, οι δύο έτεροι του Χριστού Απόστολοι, καταλαμπρύνουσιν άπαν το της Εκκλησίας πλήρωμα, δια της ορθότητος των δογμάτων αυτών. Ολίγον δε καιρόν αφ’ ότου εγκατέλειψε τον Πατριαρχικόν θρόνον Παύλος ο Κύπριος (780 – 784), η βασίλισσα Ειρήνη και ο Ορθόδοξος Κλήρος μετά των ευσεβών αρχόντων και του λαού, μετεκάλεσαν εκ της Μονής αυτού εις τον Πατριαρχικόν θρόνον τον Ταράσιον (784 – 806). Τότε ο Μιχαήλ και ο Θεοφύλακτος προσκληθέντες υπό του Αγίου Ταρασίου και ερωτηθέντες περί του σκοπού των και του βίου, τον οποίον επιθυμούσι να διάγωσιν εν τω κόσμω τούτω, απεκρίθησαν, ότι παντός άλλου προτιμώσι το Μοναχικόν πολίτευμα, ως προσφέρον μεγάλην ωφέλειαν εις την ψυχήν. Ο Πατριάρχης τότε επέτρεψεν εις αυτούς την κατά Θεόν πολιτείαν, έπεμψε δε αυτούς εις το Μοναστήριον, το οποίον ούτος ο θείος Ταράσιος ωκοδόμησεν, εις το στενόν το προς τον Εύξεινον Πόντον. Μεταβάντες όθεν εκεί οι δύο ούτοι μακάριοι άνδρες και αμιλλώμενοι προς αλλήλους εις πάντα πνευματικόν αγώνα, προώδευον εις τας αρετάς, φυλάττοντες τας του Κυρίου εντολάς ημέραν και νύκτα. Τόσον δε σκληρόν βίον διήγον, ώστε άπαξ μόνον της ημέρας, μετά την δύσιν του ηλίου, έτρωγον ολίγον άρτον ξηρόν, έπινον ύδωρ και εγύμναζον εαυτούς δια παντοίων άθλων και αγώνων, ήτοι της πείνης, της δίψης, της παννυχίου στάσεως, της σπουδής και της μελέτης των θείων Γραφών. Τεθωρακισμένοι δε δια των όπλων της νηστείας, ηγωνίζοντο να καταβάλουν τον της σαρκός πόλεμον. Συν δε τούτοις έφερον μεθ’ εαυτών ως ιδιαίτερον κόσμημα και την της ταπεινοφροσύνης και της ιλαρότητος αρετήν, ώστε τα ανδραγαθήματα τούτων εκηρύττοντο εις όλον τον κόσμον. Από ταύτα θα αναφέρωμεν εν, ίνα εκ του όνυχος γνωρίσωμεν τον λέοντα. Ενώ κάποτε εθέριζον και ένεκα της ώρας ο πόνος αυτών και ο καύσων ήτο υπερβολικός, εδίψασαν. Ελθόντες τότε πλησίον αγγείου τινός, εντός του οποίου ήτο ύδωρ δροσερώτατον, ήνοιξαν την εκ χαλκού στρόφιγγα. Όμως δεν έπιον, αλλ’ επροτίμησαν να χυθή το ύδωρ εις την γην ή να γευθούν τούτου, διότι είχον υποσχεθή να εγκρατευθούν μάλλον ή να ηττηθούν υπό της δίψης και να υποχωρήσουν εις το θέλημα της σαρκός. Μαθών όθεν ο μέγας Πατριάρχης Ταράσιος την κατά Θεόν προκοπήν και την άσκησιν αυτών και καλέσας τούτους εις την μεγάλην Εκκλησίαν, ανέδειξεν αμφοτέρους σκευοφύλακας. Αλλά και ενταύθα οι μακάριοι λαμπροτέραν κατέστησαν την αρετήν των και όσον προσεπάθουν να κρυβούν, τόσον φανεροί εις πάντας εγένοντο. Επειδοί και εκ μόνης της θεωρίας εγνωρίζετο η καθαρότης της ψυχής των και η Χάρις του εν αυτοίς κατοικούντος Παναγίου Πνεύματος.Τούτους λοιπόν τους Αγίους βλέπων ο θείος Ταράσιος προοδεύοντας εις την οδόν της αρετής, εβίαζε να προαγάγη εις το της ιερωσύνης αξίωμα. Αλλ’ ούτοι τελείως ηρνούντο να δεχθούν τούτο. Τέλος, καταπείσας αυτούς, εχειροτόνησεν Ιερείς και λειτουργούς του Υψίστου και μετά μικρόν προεβίβασεν αυτούς εις το της Αρχιερωσύνης μέγα αξίωμα, ουχί δια παρακλήσεως αυτών ή άλλου τινός ή δι’ αμοιβής χρημάτων, άπαγε! Ως τώρα η συνήθεια έχει, ώστε η μεν σιμωνία να επισκιάζη την αρετήν, η δε κακία να καταλαμβάνη την ευσέβειαν και να αποκαθιστά τους πολλούς ουχί Ποιμένας και Αρχιερείς του Αγίου Πνεύματος, αλλά λύκους αγρίους, δέρματα προβάτων ενδεδυμένους και μάλλον λυμαινομένους το του Χριστού ποίμνιον ή οδηγούντας αυτό εις νομάς σωτηρίους! Αλλά προήχθησαν εις το υψηλόν της Αρχιερωσύνης αξίωμα δια της ψήφου και της δοκιμασίας της Παναγίας Τριάδος, της οποίας το θείον φως υπήρχεν ένοικον εις αυτούς, όντας αξίους του μεγάλου τούτου υπουργήματος. Ο μεν λοιπόν θείος Θεοφύλακτος ανήλθεν επί του Αρχιερατικού θρόνου της Νικομηδείας, ο δε ιερός Μιχαήλ επί του της ενδόξου Μητροπόλεως Συννάδων, όπου εγεννήθη και ανετράφη. Τότε ηδύνατό τις να ίδη Αρχιερέα του Θεού αληθή, ενδεδυμένον δικαιοσύνην και κεκοσμημένον δι’ οσιότητος, ακολουθούντα τα ίχνη του Διδασκάλου αυτού δι’ έργου και δια λόγου, ορθοτομούντα τον λόγον της αληθείας και φυλάττοντα την Πίστιν ασάλευτον, όσιον δε και άκακον, πράον, μακρόθυμον, φιλάνθρωπον, αόργητον, το δε σπουδαιότερον, σεβάσμιον, ελεήμονα, συμπαθή και φιλόπτωχον, ως είναι δυνατόν να συμπεράνη τις εκ των έργων αυτού, επειδή πολλούς Ιερούς Ναούς και Μοναστήρια και άλλα ιδρύματα ανήγειρε προς σωτηρίαν και περίθαλψιν των ξένων και ορφανών, εγένετο προστάτης χηρών και ξένων, επίσκεψις πτωχών, πλουτισμός πενήτων και των ενδεών πρόθυμος χορηγός. Αλλ’ ο εχθρός της αληθείας και πολέμιος του γένους των ανθρώπων δεν υπέμεινε βλέπων, ότι τα καθ’ εκάστην τελούμενα ευσεβή και θεοφιλή έργα προοδεύουσι. Δια τούτο πάντοτε προσεπάθει να ανακόπτη και να εμποδίζη τα έργα του Αγίου. Αλλ’ ο Άγιος, δι’ ευχών, αγρυπνιών και δεήσεων, εξεδίωκε κατησχυμμένον τον εχθρόν. Κατά το έτος ωστ΄ (806) ο Πατριάρχης Άγιος Ταράσιος, ως άνθρωπος, ανεπαύθη εν Κυρίω, διεδέχθη δε αυτόν εις τον Πατριαρχικόν θρόνον ο Άγιος Νικηφόρος (806 – 815), όστις, ως ένθερμος ζηλωτής της Πίστεως του Χριστού, καλώς και θεοφιλώς εκυβέρνα την του Θεού Αγίαν Εκκλησίαν και εποίμαινε τον λαόν του Θεού ευσεβώς και ορθοδόξως, του από γενικού Νικηφόρου Α΄ (802 – 811) κατέχοντος τότε τα σκήπτρα της βασιλείας, διαδεχθέντος την Ειρήνην (797 – 802), του δε Νικηφόρου νικηθέντος και φονευθέντος εις τον κατά των Βουλγάρων πόλεμον, διεδέχθη κατά το ένατον έτος της βασιλείας αυτού ο υιός του Σταυράκιος (811). Αλλά και τούτον αποθανόντα, μετά πεντάμηνον βασιλείαν, διεδέχθη ο γαληνότατος και φιλόχριστος Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβές (811 – 813). Τούτου δε αγωνιζομένου εις Βουλγαρίαν μετά του στρατού αυτού κατά των Βουλγάρων, ο κάκιστος Λέων ο Αρμένιος, επαναστατήσας κατ’ αυτού, ανεκηρύχθη δι’ απάτης και δόλου βασιλεύς, υπό το όνομα Λέων Ε΄ (813 – 820), τον δε Μιχαήλ μετά των τέκνων αυτού κατέταξεν εις το πολίτευμα των Μοναχών. Ο Λέων επ’ ολίγον μεν χρόνον εφαίνετο ότι είναι ευσεβής και Ορθόδοξος, κατόπιν όμως εξεδήλωσε την μιαράν αυτού γνώμην, εγείρας ακήρυκτον διωγμόν κατά των αγίων Εικόνων, των οποίων η προσκύνησις αυστηρώς απηγορεύθη δια βασιλικού διατάγματος. Και όχι μόνον τούτο, αλλ’ εάν ευρίσκετο Εικών εις τοίχον εζωγραφημένη ή εις σανίδας, εσχίζετο και κατεκαίετο. Ως δε επήλθεν αύτη η συμφορά και διέδραμεν άπαντα τον κόσμον η άθεος αυτή προσταγή, οι Χριστιανοί, σφόδρα θλιβόμενοι και πικρώς δακρυρροούντες, έλεγον· «Καλλίτερον να αποθάνωμεν πάντες εν μια ημέρα παρά να βλέπωμεν την αγίαν Εικόνα Χριστού του Θεού ημών, καθώς και τας της Υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων καταφρονουμένας και καταπατουμένας προ των οφθαλμών ημών, μη δυνάμενοι δε να αντιταχθώμεν». Επειδή δε η κακία του ασεβούς βασιλέως ακόμη περισσότερον ηύξανεν, ο θείος Νικηφόρος, ζήλω θείω κινούμενος, συνήθροισε πέριξ αυτού τους πρωτίστους των Αρχιερέων, Ευθύμιον τον Σάρδεων, Αιμιλιανόν τον Κυζίκου, Ιωσήφ τον Θεσσαλονίκης, Ευδόξιον τον Αμορίου, Θεοφύλακτον τον Νικομηδείας, Μιχαήλ τον Συννάδων και άλλους. Διερευνών δε ο μακάριος Νικηφόρος την ευστάθειαν αυτών έλεγεν· «Αν ο βασιλεύς θελήση κακοβούλως να καθαιρέση τας αγίας Εικόνας και, ημών εναντιουμένων, πληρωθή θυμού και οργής, δύνασθε, αδελφοί, να υπομείνετε τον θυμόν αυτού υπέρ της ευσεβείας της Ορθοδόξου Πίστεως και υπέρ των αγίων Εικόνων, ανθιστάμενοι πάντες συγχρόνως εν μια γνώμη, ώστε να μη ατιμασθώσιν ουδέ να καταφρονηθώσιν αι άγιαι Εικόνες»; Τότε πάντες ομοφώνως απεκρίθησαν· «Έτοιμοι είμεθα και το αίμα ημών να χύσωμεν υπέρ του ονόματος του Σωτήρος και των αγίων Εικόνων». Τότε πάντες οι ειρημένοι Αρχιερείς μετά του θείου Νικηφόρου και τινες των Οσίων Πατέρων έσπευσαν μετά θάρρους προς τον βασιλέα και παρεκάλεσαν και συνεβούλευσαν αυτόν δια προτροπών και γραφικών αποδείξεων να απομακρυνθή της ψυχοφθόρου εκείνης αιρέσεως και να μη απογυμνώση την Εκκλησίαν του Χριστού από των σεπτών Εικόνων. Επειδή δε ο βασιλεύς έμεινεν εν τη πωρώσει και ουδεμίαν προσοχήν έδιδεν εις τας διδασκαλίας αυτών, σφόδρα ελυπήθησαν και έκλαυσαν οι θείοι Πατέρες. Τότε ο θείος Νικηφόρος έπεμψεν εις την Ρώμην, προς τον Πάπαν Αδριανόν, τον Συννάδων Μιχαήλ, ως έμπειρον των τοιούτων ζητημάτων, όπως αναγγείλη εις αυτόν τα εις την Ανατολικήν Εκκλησίαν συμβαίνοντα. Ως δε έφθασεν ο Μιχαήλ εις Ρώμην, ο Πάπας Αδριανός, τη προτροπή αυτού, συνεκρότησε Σύνοδον καθ’ ην παρεδόθη εις το ανάθεμα ο βασιλεύς Λέων. Ως δε ο θείος Μιχαήλ επανήλθε μετά γραμμάτων και επιστολών εις Κωνσταντινούπολιν, ο Πατριάρχης Νικηφόρος μετά των Αρχιερέων μετέβησαν πάλιν εις τον βασιλέα Λέοντα, επαναλαμβάνοντες την αυτήν, ως και πρότερον, υπέρ των Εικόνων παράκλησιν. Αλλά και πάλιν ο άφρων βασιλεύς αδιάσειστος έμενεν εις την μιαράν αυτού κακοβουλίαν. Τότε ο θείος Μιχαήλ είπε μετά θάρρους προς τον τύραννον· «Έπρεπεν, ω βασιλεύ, να πεισθής εις τας διδαχάς και δεήσεις τοσούτων αγίων ανδρών και να μη επιμείνης εις την ολεθρίαν γνώμην σου, ήτις σε οδηγεί εις την απώλειαν και την αιώνιον κόλασιν. Επειδή, κατά τας θείας γραφάς και τον Μέγαν Βασίλειον, η τιμή της Εικόνος εις το πρωτότυπον διαβαίνει. Συ αν τολμήση τις να καθυβρίση την εικόνα σου, δεν θα παραδώσης αυτόν εις τας χειροτέρας τιμωρίας; Και εάν συ, γήϊνος ων και πρόσκαιρος βασιλεύς, μένεα πνέεις κατά του υβριστού σου, πόσον μεγαλυτέρας τιμωρίας άξιος θα είναι ο τολμήσας να καταπτύση και να καθυβρίση την Εικόνα του ουρανίου Βασιλέως και ποιητού του σύμπαντος κόσμου; Πρόσεξον, ω βασιλεύς, μήπως, επειδή άνευ φόβου καταφρονείς την άπειρον του Θεού μακροθυμίαν, συμβή εις σε κακόν τι ανέλπιστον. Και τότε δεν θα έχης τον βοηθήσοντα. Εγώ δε σέβομαι και προσκυνώ την άχραντον Εικόνα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, της Αγίας Αυτού Μητρός και πάντων των Αγίων, το δε ιδικόν σου άθεον δόγμα καταπτύω και εις ουδέν λογίζομαι, οι δε προς σε ομόφρονες ας είναι υπόδικοι εις το ανάθεμα». Και ο μεν θείος Μιχαήλ ταύτα είπεν ανδρικώς και γενναίως εις ουδέν υπολογίσας την βασιλικήν εξουσίαν του τυράννου ή τας τιμωρίας και απειλάς αυτού. Ο δε βασιλεύς, ακούσας ταύτα, τοσούτον επληρώθη θυμού και αισχύνης, ώστε, σκοτισθείς, ουδέ τους παρόντας ηδύνατο να ίδη. Ότε δε συνήλθε, πάραυτα εξεδίωξε τους Αγίους, εξορίσας αυτούς εις τόπους μακράν απέχοντας αλλήλων, ίνα μη γνωρίζη ο εις του ετέρου την διαμονήν. Επενόησε δε τούτο, ίνα μη, συναντώμενοι οι Άγιοι, γράφωσι και ελέγχωσι την κακομήχανον αυτού πλάνην. Ούτω τον μεν αγιώτατον Πατριάρχην Νικηφόρον, αρπαγέντα εκείθεν, όπου ησύχαζεν, αποφεύγων την ταραχήν και την δυσσέβειαν του τυράννου, εξώρισεν εις την νήσον Θάσον, τον Άγιον Θεοφύλακτον εις τι φρούριον της Ανατολής, Στρόβιλον καλούμενον, τον δε θείον Μιχαήλ εις έτερον της Ανατολής φρούριον, Ευδοκιάδα καλούμενον. Εν αυτώ διέμεινεν ο Άγιος υπέρ τα δέκα έτη, υπομένων μετ’ ευχαριστίας πάσαν ταλαιπωρίαν και κακουχίαν και δεόμενος του Θεού υπέρ του εξορίσαντος αυτόν βασιλέως, κατά το λόγιον του Κυρίου Ιησού Χριστού, του διακελεύοντος· «Προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς» (Ματθ. ε:44, Λουκ. στ:28). Τις λοιπόν λόγος ή ποία ανθρωπίνη γλώσσα δύναται να διηγηθή ή να περιγράψη τους αγώνας και τους πόνους, τους οποίους ανέλαβεν ο Άγιος κατά την εξορίαν εκείνην; Την φροντίδα υπέρ της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας, την πρόνοιαν υπέρ των πτωχών, την παννύχιον στάσιν εις τας προσευχάς, την ευσπλαγχνίαν, την διδασκαλίαν και περαμυθίαν των θλιβομένων; Το δε μάλλον αξιομνημόνευτον είναι ότι τους μεν πιστούς εστερέωνεν εις την Πίστιν, τους δε απίστους μετέφερεν εις την του Θεού γνώσιν και μετεφύτευεν εις τας καρδίας αυτών τον της ευσεβείας και επιγνώσεως λόγον. Ετέλει δε, επί τούτοις, άπειρα θαύματα, θεραπεύων δια μόνης της θερμής επικλήσεως του ονόματος του Σωτήρος πάσαν νόσον, όχι μόνον ανθρώπων αλλά και των αλόγων ζώων. Τους δε ανθρώπους της χώρας εκείνης, τους βαρβάρους και απαιδεύτους, την μορφήν μεν ανθρωπίνην έχοντας, γνώμην δε αγριωτέραν και αυτών των θηρίων, μετέφερεν εις θεογνωσίαν δια των μελιρρύτων διδαχών και παραινέσεων αυτού. Και άλλοτε μεν νουθετών, άλλοτε δε θαυματουργών, μετέπεισεν αυτούς, ώστε να θαυμάζωσι και να ευλαβούνται αυτόν και να τον έχωσιν ως παράδειγμα. Κάτοικος τις της χώρας εκείνης μετέβαινε ποτε εις έτερον τόπον, όπως πωλήση μόλυβδον, τον οποίον το κτήνος αυτού έφερεν ως φορτίον. Αλλά καθ’ οδόν, δι’ εχθρικής συνεργείας ή και λόγω απροσεξίας, εσκόνταψε το κτήνος και συνέτριψεν ένα εκ των ποδών αυτού. Ο δε άνθρωπος εκείνος, λυπούμενος και αδημονών, επέστρεψε ζητών έτερον ζώον, ίνα μεταφέρη το φορτίον. Τούτον λοιπόν συναντήσας ο Άγιος είπε προς αυτόν· «Δια τίνα λόγον είσαι τόσον τεταραγμένος, ω άνθρωπε»; Ο δε άνθρωπος εκείνος, στενάξας, είπε· «Μη με ερωτάς, Άγιε του Θεού, δια την παρούσαν μου οικτράν κατάστασιν, επειδή η θλίψις τοσούτον με πιέζει, ώστε προτιμότερον μου φαίνεται να αποθάνω εκουσίως ή να ζω». Και ο Άγιος είπε· «Δεν εμπιστεύεσαι την θλίψιν σου εις εμέ, μήπως δυνηθώ να σε βοηθήσω»; Εκείνος τότε διηγήθη εις τον Άγιον το συμβάν· «Ας μεταβώμεν εκεί», είπεν ο Άγιος. Ελθόντες δε εύρον το κτήνος εξηπλωμένον εις την γην και υπό σφοδροτάτων πόνων ενοχλούμενον. Τότε ο Άγιος, περιδέσας τον τεθλασμένον πόδα του ζώου δια του μανδηλίου, δια του οποίου απέμασσε τον ιδρώτα αυτού και δια της ράβδου πλήξας αυτό, ω του θαύματος! ευθύς ήγειρε το ζώον σώον και υγιές. Ο δε κύριος του ζώου, ιδών το θαυμάσιον τούτο γεγονός, έπεσεν εις τους πόδαςτου Αγίου και μετά δακρύων χαράς ευχαριστών έλεγε· «Ο Θεός αληθώς σε απέστειλεν ενταύθα δι’ ουδένα άλλον, ει μη δι’ εμέ». Κατόπιν δε ο κύριος του ζώου κατ’ επιταγήν του Αγίου Μιχαήλ φορτώσας επ’ αυτού τον μόλυβδον, χωρίς να επιλύση τον επίδεσμον, εξηκολούθησε χαίρων την οδόν αυτού. Το θαύμα τούτο ιδών και ο επιφορτισμένος παρά της αρχής με την φύλαξιν του Αγίου, διεφήμισε τούτο πανταχού, οι δε ακούσαντες τούτο εθαύμασαν. Αλλ’ οι πλείστοι δεν επίστευσαν εις τους λόγους αυτού, ει μη ότε, επανελθόντος του ανθρώπου εκείνου μετά του κτήνους αυτού, είδον περιδεδεμένον τον πόδα του ζώου δια του μανδηλίου του Αγίου και έμαθαν ακριβώς το τελεσθέν θαύμα. Ερχόμενοι τότε πάντες προς τον Άγιον εζήτουν συγγνώμην δι’ όσα του επροξένησαν δεινά, ένεκα της του βασιλέως διαταγής. Ο δε Άγιος, ίνα και κατά τούτο πληρώση την εντολήν του Δεσπότου Χριστού, προθύμως συνεχώρησεν, ηυλόγησε και συνεβούλευσεν αυτούς, ίνα ουδέποτε συμπεριφερθώσι προς άνθρωπον καθ’ ον τρόπον συμπεριφέρθησαν προς αυτόν. Μεταδιδόμενον δε το θαύμα τούτο παρά του ενός εις τον έτερον, ως είναι συνήθεια, έφθασε και μέχρι των ώτων του βασιλέως, όστις, θυμωθείς, απέστειλε πάραυτα ανθρώπους του ίνα απελάσωσιν εκείθεν τον Άγιον. Εξέδωκε δε προς τούτοις διάταγμα δια του οποίου ώριζεν ότι, εκείνος όστις ήθελε τολμήσει να δεχθή τον Άγιον εν τη οικία αυτού, θα υφίστατο μεγίστην ζημίαν. Όθεν απελαθείς ο Άγιος εκείθεν και μεταβαίνων από τόπου εις τόπον, έφθασεν εις χώραν, Αεούς καλουμένην, εις την οποίαν επέπεσε θεία οργή, ήτις και μόνον ακουομένην επροξένει φρίκην εις τον ακούοντα. Πλήθος άπειρον μυών (ποντικών) αναφανέν κατέτρωγε τους καρπούς των αγρών και των αμπελώνων, ώστε οι κάτοικοι της χώρας εκείνης, μη γνωρίζοντες τι να πράξουν, ευρίσκοντο εις μεγίστην αμηχανίαν. Ο δε Άγιος, βλέπων αυτούς εις τοσαύτην λύπην, ηρώτησε την αιτίαν της θλίψεως αυτών. Εκείνοι δε είπον· «Μύες (ποντικοί) αρουραίοι, άπειροι, επέδραμον κατά της χώρας μας και καταλυμαίνονται τους καρπούς των αγρών, ημείς δε κινδυνεύομεν κατά τον χρόνον τούτον να στερηθώμεν όλως διόλου της τροφής και ως εκ τούτου να αποθάνωμεν εκ της πείνης». Ο Άγιος τότε είπε προς αυτούς· «Απεστράφη υμάς ο Θεός δια τας αμαρτίας υμών, αλλ’ ευσπλαγχνιζόμενος έκαμψε την οργήν Αυτού επί των καρπών, όπως σεις, αφού μετανοήσητε, επιστρέψητε προς Αυτόν». Απήντησαν δε εκείνοι, επειδή ήκουσαν τα θαύματα τα οποία ετέλει πανταχού, οπόθεν διήρχετο· «Ευσπλαγχνίσου ημάς, Άγιε του Θεού, και μη εγκαταλείπης ημάς εις την απώλειαν. Μόνον ευχήσου υπέρ ημών προς τον Θεόν και θέλομεν σωθή. Διότι πιστεύομεν ότι παραχωρεί εις σε ό,τι ζητήσης παρ’ Αυτού». Ο δε Άγιος είπε προς αυτούς· «Νηστεύσατε τρεις ημέρας και καθαρισθήτε από πάντων, κατόπιν δε ό,τι είπω εις σας να πράξετε, μήπως δι’ αυτού του τρόπου αποστρέψη ο Θεός τον θυμόν Αυτού, ως πολυεύσπλαγχνος». Μετά τρεις ημέρας είπεν ο Άγιος· «Εξέλθετε πάντες, πάσης ηλικίας και τάξεως, εις τους αγρούς και τους αμπελώνας, κράζοντες μετ’ ευλαβείας και φόβου Θεού το, Κύριε ελέησον». Ότε δε συνηθροίσθη άπαντο πλήθος και ήρχισαν βοώντες το «Κύριε ελέησον», ο Άγιος, γονυπερήσας και τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν επάρας, μετά δακρύων είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ο ποιητής του σύμπαντος κόσμου, επίβλεψον επί τον λαόν Σου και επί την κληρονομίαν Σου, τους ελπίζοντας επί τω φοβερώ και Αγίω ονόματί Σου και μη εγκαταλίπης το Σον πλάσμα εις απώλειαν, αν και ήμαρτε, Κύριε, και την σην αγαθότητα παρώργισεν, αλλ’ από Σου δεν απεμακρύνθη. Μετάβαλε την οργήν Σου εις οίκτον και ελέησον το πλάσμα Σου, ως αγαθός και φιλάνθρωπος». Ταύτα δε ειπόντος του Αγίου, ευθύς, ω του θαύματος! εσείσθη όλος ο τόπος όπου ίστατο το πλήθος και φόβος μέγας κατέλαβεν άπαντας. Το δε πλήθος των αρουραίων ευθύς εθανατώθη. Λυτρωθέντες λοιπόν οι άνθρωποι από τας δεινάς εκείνας μάστιγας και τω Θεώ δόξαν αναπέμποντες, είπον προς τον Άγιον· «Αν και ήλθες εις τον τόπον μας άνευ της θελήσεώς σου, ο Θεός σε απέστειλεν ίνα μη καταστραφώμεν οι ελεεινοί. Διότι εάν δεν ήρχεσο εδώ εις τον πρέποντα καιρόν, θα κατεστρεφόμεθα τελείως». Απελθών δε και εκείθεν, εξ αιτίας νέου προστάγματος του βασιλέως, μετέβη εις έτερον τόπον, Ευραντίσια καλούμενον, όπου οι άνθρωποι υπεδέχθησαν αυτόν χαίροντες, διότι διέμενον εκεί τινές από της χώρας εις την οποίαν ετελέσθη το θαύμα. Ιδόντες δε τον Άγιον ερχόμενον, έλεγον· «Ούτος είναι ο εις Αρεούς εξαφανίσας το πλήθος των αρουραίων». Προπορευθείσης δε της φήμης αυτού, έδραμον πάντες και προϋπεδέχοντο αυτόν, λέγοντες· «Ως ευ παρέστης, Άγιε του Θεού, δια να σώσης ημάς. Διότι ακρίς άπειρος επιπεσούσα εις την χώραν μας κατέφαγε πάντας τους καρπούς των αγρών μας, χωρίς να αφήση τίποτε. Ήδη δε ήρχισεν αύτη να καταστρέφη τους αμπελώνας και τα δένδρα και ούτω κινδυνεύομεν να στερηθώμεν και της τελευταίας ταύτης ελπίδος των οπωρών. Δια τούτο δεόμεθά σου, Άγιε, προστάτευσον ημάς και ποίησον δέησιν μεθ’ ημών, διότι έχεις παρρησίαν προς τον Θεόν, ως εκ φήμης γνωρίζομεν και δια τούτο, εάν ζητήσης τι, προσφέρει τούτο εις σε ο Θεός». Ο δε Άγιος, μετά την συνειθισμένην διδασκαλίαν, είπε προς αυτούς· «Να είσθε αύριον έτοιμοι, ίνα περιέλθωμεν πάντες τον τόπον τον οποίον λυμαίνεται η ακρίς και ο Θεός, ο δοτήρ των αγαθών, θέλει σας λυτρώσει από του δεινού τούτου». Κατά την νύκτα εν κατανύξει ιστάμενος ο Άγιος και τας χείρας και τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν υψώσας, έλεγε μετά δακρύων· «Κύριε ο Θεός, ο ποιήσας τον ουρανόν και την γην δια του δημιουργικού Σου λόγου και δια της χειρός Σου πλάσας τον άνθρωπον, χουν λαβών από της γης και ίσον αυτόν των Αγίων Σου Αγγέλων ποιήσας προς Σην δοξολογίαν, εξουσίαν δε δώσας εις αυτόν επί πάντων των επί γης, ώστε να υποτάσσωνται πάντα τα θηρία και πάντα τα ερπετά εις αυτόν και να τον φοβούνται. Δια την προς Σε όμως, τον αληθινόν Θεόν παρακοήν, εξορίσας αυτόν του Παραδείσου δια της δικαίας Σου κρίσεως και προστάξας αυτόν δια του ιδρώτος του προσώπου του να τρώγη τον άρτον του και την γην κελεύσας να βλαστήση δι’ αυτόν ακάνθας και τριβόλους (Γεν. γ:18-19), νυν, Κύριε, επίβλεψον επί τον λαόν Σου και επί την κληρονομίαν Σου και μη εγκαταλίπης αυτούς έως τέλους. Διότι, Κύριε, αν και ημάρτησαν, δεν απέστησαν από Σου. Μη, Κύριε, δια του θυμού Σου παιδεύσης αυτούς, αλλά ποίησον μετ’ αυτών κατά το έλεός Σου, ότι Συ ει ο ποιών πάντα και μετασκευάζων. Διότι Συ είπας, Κύριε· «Επιστράφητε προς με και επιστραφήσομαι προς υμάς» (Μαλ. γ:7). Δος, Κύριε, την βοήθειάν Σου εις τους ελπίζοντας επί Σε, επίστρεψον την οργήν Σου από του πλάσματός Σου. Αποδίωξον απ’ αυτών τα θηρία και τα ερπετά, τα βλάπτοντα τους καρπούς αυτών και δος εις αυτούς την Σην αντίληψιν, ίνα δοξάζωσιν ευχαρίστως το όνομά Σου το Άγιον, ότι ευλογητός υπάρχεις εν πάσι τοις Αγίοις Σου εις τους αιώνας. Αμήν. Τη επαύριον, ως εξημέρωσεν, εξήλθον άπαντες οι άνθρωποι του τόπου εκείνου μετά του Αγίου, μεγαλοφώνως κράζοντες το, Κύριε ελέησον. Τότε, ω του θαύματος! άπασα η ακρίς ευθύς μετεωρισθείσα εις το ύψος, ως νέφος και αυτάς τας ακτίνας του ηλίου επισκιάσαν, μετά μικρόν εδιχάσθη εις δύο σμήνη και κατ’ άλλους μεν άδηλον που διηυθύνθη, κατ’ άλλους δε, καταπεσούσα εντός παρακειμένης λίμνης, κατεπνίγη. Ιδόντες δε το θαύμα τούτο πάντες, έπεσον εις τους πόδας του Αγίου ευχαριστούντες αυτόν, ως ελευθερώσαντα αυτούς εκ της φοβεράς εκείνης μάστιγος. Ούτω λοιπόν διήρχετο τον βίον αυτού ο θείος Πατήρ, διαρκώς παλαίων και αγωνιζόμενος κατά παντοίων πειρασμών, διωκόμενος υπό των εικονομάχων, φεύγων από τόπου εις τόπον και τελών άπειρα θαύματα, εξ ων ολίγιστα και ταύτα συντόμως σιηγήθημεν, ίνα μη στερήσωμεν του εντρυφήματος τούτου τους επιθυμούντας να ακροασθούν των θαυμάτων του φωστήρος και Ιεράρχου των Συννάδων Μιχαήλ του Ομολογητού, ακόμη δε όπως μη, εν σιωπή παρερχόμενοι πάντα τα θαύματα του Αγίου, φανώμεν ράθυμοι και καταφρονηταί αυτού, του τοσούτων δεινών απαλλάττοντος ημάς. Δια τούτο εν ακόμη εκ των πολλών θα διηγηθώ. Και ακούσατε. Διωκόμενος ο Άγιος δια βασιλικής προσταγής από τόπου εις τόπον, έφθασεν εις χώραν έχουσαν αμπελώνας πολλούς, μη έχοντας δε φύλλα. Επιθυμούντος δε του Αγίου να πληροφορηθή το αίτιον της τοιαύτης ελλείψεως των φύλλων, είπον προς αυτόν οι την χώραν κατοικούντες· «Κάμπη φυομένη εν τω φλοιώ του κλήματος κατατρώγει την ετοίμην να εμφανισθή βλάστησιν, ενώ ευρίσκεται ακόμη εντός του κάλυκος αυτής, ημείς δε ούτω εις μάτην κοπιάζομεν καθ’ όλον τον χρόνον». Ταύτα ακούσας ο Άγιος και ευσπλαγχνισθείς, ευθύς εξεδίωξε δια προσευχής την οργήν από της χώρας εκείνης. Όμως ένεκα της από τόπου εις τόπον αδιαλείπτου φυγής, του επιπόνου του βίου, της συνεχούς κακουχίας και των γενναίων και ατρύτων πόνων, ιδία δε του σεβασμίου και βαθέος γήρατος, ασθενήσας ο Άγιος, ενώ ήγε το ογδοηκοστόν και πλέον έτος της ηλικίας αυτού και μη δυνάμενος να βαδίζη, παρέμεινε κλινήρης επί τινας ημέρας. Προϊδών δε ημέρας τρεις πρότερον το μακαριστόν αυτού τέλος, εδέετο του Θεού, μετά δακρύων, υπέρ του βασιλέως, υπέρ της ειρήνης της Εκκλησίας, υπέρ της ευδαίμονος καταστάσεως του σύμπαντος κόσμου και ευφορίας των καρπών, ούτω λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ειπών τοις θείοις και ιεροίς Σου μαθηταίς, ότι οι ακολουθούντες Σε θα είναι μεμισημένοι και πάντοτε θα διώκωνται όπου και αν ευρίσκονται και ότι θριξ εκ της κεφαλής αυτών δεν θέλει απολεσθή, ιδού, Κύριε, υπέρ του Σου ονόματος τοσούτους διωγμούς μέχρι του νυν υπέμεινα. Δέχθητι λοιπόν τώρα το πνεύμα μου και ανάπαυσόν με εν τόπω ανέσεως. Δέομαι δε έτι, Κύριε, της Σης ευσπλαγχνίας, εάν τις επικαλείται το όνομά μου, ας δωρηθή εις αυτόν ό,τι ήθελε ζητήσει, εν ξηρά ή εν θαλάσση. Και εάν τις επιτελή την εμήν μνήμην και προσφέρει προσφοράς θυμιαμάτων, ας έχη παρά Σου την των αμαρτιών αυτού άφεσιν και την του σώματος δύναμιν, όπως δοξάζηται το Πανάγιόν Σου όνομα επί της γης δια τα έργα Σου, ότι Συ ει θαυμαστός και δεδοξασμένος μόνος Θεός εν τοις Αγίοις Σου εις τους αιώνας. Αμήν. Ταύτα λέγων και δεόμενος, εκοιμήθη. Και η μεν μακαρία αυτού ψυχή ανελθούσα εις τους ουρανούς αγάλλεται μετά των Ιεραρχών, ως Ιεράρχης άξιος, μετά των Μαρτύρων, ως μέγιστος Μάρτυς, επειδή πλείστοι των Μαρτύρων ηγωνίσθησαν επί τρεις ή τέσσαρας ώρας ή και ημέρας και μετά ταύτα ήλθε το τέλος. Αλλ’ ο βίος του θείου Μιχαήλ διήλθεν εν μέσω παντοίων αγώνων, κακουχιών και εξοριών και, εν ολίγοις, άπας ο βίος αυτού ήτο συνεχές μαρτύριον, εκτός της προσφοράς του αίματος αυτού, όπερ χαρακτηρίζει τους θείους Μάρτυρας. Το δε σεπτόν αυτού Λείψανον ετάφη εκεί όπου ετελειώθη, παρέχον πάντων των νοσημάτων την ίασιν, εις πάντας τους μετά πίστεως προσερχομένους προς αυτό. Και όχι μόνον τότε, αλλά μέχρι τούδε άπειρα τελούνται θαύματα υπό των θείων αυτού Λειψάνων, τα οποία ουδέ χειρ, ουδέ στόμα ανθρώπου δύναται να περιγράψη και να απαριθμήση. Αφού λοιπόν διηγηθώ ακόμη εν εκ των πολλών, το οποίον και εγώ δια των ιδίων μου οφθαλμών είδον και πολλοί εκ της εμής πατρίδος μετά θαυμασμού και εκπλήξεως ενθυμούνται, θα καταπαύσω τον λόγον. Εις την νήσον Σκόπελον επήλθε ποτέ θεία και μεγάλη οργή παρομοία των της Αιγύπτου· και δεν ήτο μία, αλλά πολλαί. Η μεν πρώτη, η κάμπη, κατέτρωγε τελείως βλαστούς και φύλλα των αμπελώνων, η δε Δευτέρα, η καλουμένη καλαυρός, κατέκοπτε τους τυχόν απολειφθέντας βλαστούς υπό της κάμπης. Τρίτη δε ήτο είδος κανθάρου, όστις όχι μόνον ουδέν εκ των εις τας οικίας τροφίμων άφηνεν αβλαβές, αλλά και τα ενδύματα κατέκοπτε, προς δε τούτοις εισήρχετο και εντός των αγγείων τού προς πόσιν διατηρουμένου ύδατος και όχι μόνον τούτο, αλλά και εντός του στόματος και των ώτων των κοιμωμένων εισήρχετο κατά την νύκτα και, δάκνων, κατέκοπτε τα ώτα των παίδων και άλλων πολλών κακών πρόξενος εγένετο. Η Τετάρτη, τέλος, ήτο πλήθος μυών (ποντικών) αρουραίων καταστρεφόντων αμπέλους, αγρούς, κήπους και παν άλλο ό,τι εύρισκον. Όθεν τας καταστροφάς εκ των φρικτών τούτων πληγών υπέφερον επί πολύν χρόνον οι άνθρωποι. Διαδοθείσης δε της φήμης των θαυμάτων, τα οποία ετέλει η θαυματουργός Κάρα του Αγίου, η αποκειμένη ήδη ως θησαυρός ανεκτίμητος και τιμαλφέστατος εν τη κατά το αγιώνυμον όρος Άθη Μεγίστη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου, ήλθον εις την Λαύραν οι πρόκριτοι της νήσου, τη προτροπή και τη παρακλήσει παντός του λαού και μετά γραμμάτων του Αρχιερέως και των Κληρικών συνοδευόμενοι, δια θερμών δεήσεων εζήτησαν την αγίαν Κάραν. Οι δε προϊστάμενοι της Λαύρας, αναγνώσαντες τα γράμματα και ιδόντες τα δάκρυα και τους στεναγμούς και την πολλήν αυτών δέησιν, έπεμψαν την θαυματουργόν Κάραν του Ομολογητού Ιεράρχου Αγίου Μιχαήλ, συνοδευομένην υπό Πνευματικού Πατρός εναρέτου, Διακόνου ευλαβούς και τιμίου Γέροντος. Ως δε έφθασεν η αγία Κάρα εις την νήσον, εξήλθον μετά της προσηκούσης ευλαβείας προς συνάντησιν αυτής, ο ευλαβής και σεμνοπρεπής Επίσκοπος Μητροφάνης μεθ’ όλων των Ιερέων, άπας ο λαός, άνδρες, γυναίκες, γέροντες, νέοι και αυτοί έτι οι παίδες. Κατόπιν, τελέσαντες αγιασμόν, περιέδραμον εν λιτανεία τους αγρούς και αμπελώνας, ενώ άπας ο λαός εδέετο εν κατανύξει και μεγάλη τη φωνή έκραζε, Κύριε ελέησον! Ήτο δε Απρίλιος και Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Μεγάλα και θαυμαστά τα έργα Σου, Κύριε, δεδοξασμένος ει εν πάσι τοις Αγίοις Σου! Προτού επανέλθωσιν εκ της λιτανείας εις την πόλιν, πάσαι αι πληγαί εκείναι, αι βλάπτουσαι ομοίως ανθρώπους, αγρούς, αμπελώνας και παν ό,τι φύεται εις την γην, εν τω άμα κατεστράφησαν και από προσώπου της γης εξέλιπον, αι δε άμπελοι πλουσιοπαρόχως εκαρποφόρησαν κατά το έτος εκείνο και ουδέποτε πλέον υπό ασθενείας τινός προσεβλήθησαν. Τότε ο Αρχιερεύς και άπας ο λαός της νήσου, ιδόντες τα μεγάλα θαύματα της αγίας Κάρας, εδόξασαν τον Θεόν, τον δε Άγιον ηυχαρίστησαν, ως απαλλάξαντα αυτούς των δεινών εκείνων. Δια το τεράστιον δε τούτο θαύμα έκτισαν εις την πόλιν Ναόν επ’ ονόματι του Αγίου Μιχαήλ των Συννάδων, όπου τελείται και πανηγυρίζεται η μνήμη αυτού. Τον δε Πνευματικόν και τους λοιπούς, τους συνοδεύσαντας την αγίαν Κάραν, προσηκόντως και επαξίως εφιλοδώρησαν και μέχρι τούδε προσφέρουσι μικράν τινα προσφοράν εις την Μεγίστην Λαύραν, χάριν της αγίας Κάρας του αοιδίμου Μιχαήλ των Συννάδων. Τοιούτος, αδελφοί, είναι ο Βίος και η πολιτεία του Αγίου Μιχαήλ. Τοιαύτα και τα θαύματα αυτού, εκ των οποίων ολίγιστα διηγήθην προς την υμετέραν αγάπην, ως εντρύφημα πνευματικής ευφροσύνης. Τούτον λοιπόν τον της οικουμένης φαεινόν φωστήρα, τον Συννάδων Μιχαήλ, τον αδιαλείπτως μοχθούντα και αγωνιζόμενον υπέρ του ονόματος του Χριστού και των αγίων Εικόνων, τον διαγαγόντα όλον τον Βίον αυτού εν αγνότητι και αμέμπτω πολιτεία, τον υπομείναντα παντοίους πειρασμούς, θλίψεις, εξορίας και διωγμούς, τον ευχόμενον υπέρ των διωκόντων αυτόν, κατά το παράγγελμα του αψευδεστάτου στόματος του Χριστού, βλέπων ο μισθαποδότης Θεός υπομείναντα πάντα εν υπομονή και ευχαριστία, ανταπέδωκε την χάριν και την δύναμιν να τελή θαυμάσια, και τοσούτον εδόξασεν, ώστε ευηχοτέρα σάλπιγγος η φήμη αυτού διατρέχει πάσαν την οικουμένην. Όθεν και ημείς ας υμνήσωμεν, ας τιμήσωμεν και, όσον δυνάμεθα, ας δοξάσωμεν αυτόν, διότι και ο Θεός εδόξασεν αυτόν. Ας εορτάσωμεν και πανηγυρίσωμεν την σεπτήν αυτού μνήμην. Ας προσφέρωμεν εις αυτόν ύμνους και ωδάς και όσα αρμόζουν εις τους Αγίους, όπως έχωμεν αυτόν εν μεν τω παρόντι βίω βοηθόν και πρόθυμον αντιλήπτορα, οσάκις επικαλούμεθα την αντίληψιν αυτού εις τας περιστάσεις ημών, εν δε τω μέλλοντι, μεσίτην και πρεσβευτήν προς τον Δεσπότην Χριστόν, όπως αξιωθώμεν της μακαρίας και ατελευτήτου Βασιλείας των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου