Ὁ λόγος ὁ ὁποῖος μᾶς ἀνάγκασε νά προβοῦμε
εἰς αὐτήν τήν μικράν ἐργασία καί μελέτη εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἀμφισβήτησις ἐκ
μέρους κάποιων ἀδελφῶν, κυρίως Ἀντιοικουμενιστῶν, τῆς ἐπιτακτικῆς ἀπολύτου καί ὑποχρεωτικῆς
ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, περί ἀμέσου ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους και ποιμένας,
ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ κατηγορία καί μομφή τήν ὁποία μᾶς ἀπηύθυναν, ὅτι δῆθεν
παρερμηνεύουμε τίς Γραφές καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐξάγουμε τά συμπεράσματα τά ὁποῖα
μᾶς ἐξυπηρετοῦν, προκειμένου νά στηρίξωμε τό ὑποχρεωτικό τοῦ ΙΕ΄ Ἱεροῦ Κανόνος
τῆς Πρωτοδευτέρας Ἱερᾶς Συνόδου.
Παρουσιάζοντας
λοιπόν αὐτήν τήν μικράν ἐργασία στούς ἀδελφούς, προσεπιδηλοῦμε ὅτι, ἡ ἐντολή
αὐτή τῆς ἀποτειχίσεως, εἶναι ἡ πλέον σαφής καί ἀδιαμφισβήτητη μέσα στήν Ἁγία
Γραφή καί, κατά τήν γνώμη μας, αὐτή ἡ ἐντολή εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία μέ διαφόρους
τρόπους ἔχει καταγραφεῖ περισσότερες φορές ἀπό τίς ἄλλες ἐντολές, σέ σημεῖο,
θά λέγαμε, νά τήν συναντᾶς, μελετώντας τήν Ἁγία Γραφή, συνεχῶς μπροστά σου.
Παρ’ ὅλα αὐτά
αὐτήν τήν ἐντολή, ἡ ὁποία εἶναι ἴσως ἡ μόνη ἡ ὁποία, ὄχι μόνο προστατεύει τούς Ὀρθοδόξους
ἀπό τήν πλάνη, ἀλλά προστατεύει καί τήν ἀλήθεια, καί τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅλη
τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι ἀπό τή νοθεία καί τήν ἐκκοσμίκευσι, αὐτήν τήν ἐντολή
σήμερα τήν ἀμφισβητοῦν κάποιοι, τήν περιορίζουν ὡς θεσπισθεῖσαν ἀπὸ μόνο ἕναν Ἱερό
Κανόνα μιᾶς τοπικῆς Συνόδου, τόν ὁποῖο γιά εὐνοήτους λόγους τόν ἐβάπτισαν
δυνητικό, τήν ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ τήν ὑπέταξαν στίς ἀρχές τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί
τῆς Ν. Ἐποχῆς μέ τό νά θεωρήσουν ὅτι ἡ ἐφαρμογή της προκαλεῖ σχίσμα, ἔξοδο ἀπό
τήν Ἐκκλησία (κατ’ οὐσία τήν οἰκουμενιστική και συνεπῶς αἱρετική) κ.λπ.
Τήν ἐντολή
αὐτή τήν ἔφεραν στά μέτρα των, τήν ἀπομόνωσαν ἀπό τήν ὑπόλοιπη Ἁγία Γραφή καί
φυσικά ἀπό τό πνεῦμα της· διδάσκουν ὅτι χρειαζόμαστε Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι πρέπει
πρῶτοι νά τήν ἐφαρμόσουν καί μετέπειτα, αὐτοί θά τούς ἀκολουθήσουν· διδάσκουν ὅτι
χρειάζονται Συνοδικές ἀποφάσεις περί καταδίκης τῆς αἱρέσεως γιά νά τήν ἐφαρμόσουν·
διδάσκουν ὅτι οἱ σύγχρονοι γέροντες δέν τήν ἐφάρμοσαν καί ἄρα καλύπτονται πίσω ἀπό
αὐτό τό λάθος των, καί τελικῶς, μέ ὅλες αὐτές τίς διδασκαλίες των, τά τεχνάσματα
καί τίς ἐφευρέσεις των, κατήργησαν αὐτήν τήν σωτήρια ἐντολή, ἡ ὁποία ὡς
μόνιμη ἐπωδός εὑρίσκεται διάχυτη σέ ὅλη τήν Ἁγία Γραφή πρός προστασία μας, θά
λέγαμε καί ὡς φύλαξ ἄγγελος τῆς Ἐκκλησίας.
Διά τῆς
καινοτόμου αὐτῆς διδασκαλίας λοιπόν, ἤδη δρέπομε τούς καρπούς τῆς δειλίας μας καί
τῆς ὀλιγωρίας μας, βλέπομε πλέον τήν ραγδαία καί μέ γεωμετρική πρόοδο αὔξησι τῆς
αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι παραμένουν ἁπλοί παρατηρητές τῶν
γεγονότων καί ἐξελίξεων.
Οἱ αἱρετικοί
Οἰκουμενιστές Ἀρχιεπίσκοποι, Πατριάρχες καί Ἐπίσκοποι ρυθμίζουν καί κατευθύνουν
πλέον τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἀκολουθοῦν, ἄλλοι μετά
χαρᾶς και ἀδιαφορίας (οἱ χλιαροί καί ἀδιάφοροι), ἄλλοι μετά διαμαρτυριῶν,
διακηρύξεων καί χαρτοπολέμου (οἱ συνειδητοί καί προβληματισμένοι)· πάντως ὅλοι
εἶναι στόν χορό τῆς αἱρέσεως καί ὁ καθένας κινεῖται σ’ αὐτόν τόν χορό ἀναλόγως
τῆς γνώσεως καί τῆς προαιρέσεως του.
Ἕνας ἐπί
πλέον λόγος, διά τόν ὁποῖο ἔγινε αὐτή ἡ μικρή ἐργασία καί μελέτη, εἶναι καί τό ὅτι
πάλι καί πολλάκις ἐζητήσαμε ἀπό τούς Ἀντιοικουμενιστές νά κατοχυρώσουν ἁγιογραφικῶς
τίς θεωρίες των καί τήν στάσι των ἀπέναντι στήν αἵρεσι καί αὐτοί, γνωρίζοντας
προφανῶς ὅτι εἶναι ἀκατοχύρωτη καί κατά τό δή λεγόμενο στόν ἀέρα, ἀπέφυγαν νά ἀπαντήσουν,
ἤ, ὅταν ἀπαντοῦσαν, ἔλεγαν ἄλλα ἀντί ἄλλων.
Ἡ παρουσίασις
τῶν ἁγιογραφικῶν ἐντολῶν, οἱ ὁποῖες ἐντέλλονται τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς
ποιμένες καί Ἐπισκόπους, ἀποδεικνύει τήν πλήρη ἁρμονία καί ταύτισι τῆς Ἁγίας
Γραφῆς, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀποδεικνύει δέ ἐπί πλέον
ὅτι ὅλοι οἱ Ἱεροί Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν γιά τούς αἱρετικούς καί γιά τήν
σχέσι τῶν Ὀρθοδόξων μέ αὐτούς, ἀναφέρονται στούς ἔχοντας αἱρετικά φρονήματα
γενικῶς (εἴτε δηλαδή καταδικασμένοι ὑπό Συνόδου, εἴτε ὄχι) καί ὄχι, ὅπως
μέ πονηρία καί ἀπάτη διδάσκουν οἱ Ἀντοικουμενιστές, ὅτι οἱ Ἱεροί Κανόνες ἀναφέρονται
στούς καταδικασμένους ὑπό Συνόδου αἱρετικούς καί ἄρα ὅτι, οἱ μή καταδικασμένοι,
δέν ὑπάγονται στίς διατάξεις καί στά ἐπιτίμια τῶν Κανόνων. Αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν
εἶναι σκόπιμη, ὕπουλη καί ἐφησυχαστική καί, φυσικά, ἔρχεται σέ ἀντίθεσι μέ ὅλη
τήν Ἁγία Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Τά ἁγιογραφικά
χωρία τά ὁποῖα παραθέτομε κατωτέρω δέν εἶναι τά μοναδικά, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά
τήν ἄμεσο ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά ἐκρίναμε ὅτι εἶναι
τά σημαντικώτερα, διότι ὅπως ἐπαναλάβαμε, παντοῦ ἡ Ἁγία Γραφή ὁμιλεῖ γιά τήν ἀποτείχισι,
διότι τελικῶς αὐτή ἀποτελεῖ τήν προστασία της καί τήν προστασία τῶν πιστῶν καί
γιά τόν πρόσθετο λόγο ὅτι εἶναι ἡ φύσις τῆς ἀληθείας τέτοια, ὥστε νά μήν
δέχεται οἱαδήποτε ἐπιμιξία καί ἀλληλοπεριχώρησι μέ τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι.
Ὅπως εἴχαμε προαναγγείλει, προκειμένου να
κατοχυρωθοῦν οἱ ἔχοντες ἀγαθή προαίρεσι διά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῶν Ὀρθοδόξων,
δημοσιεύομε τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα διακελεύουν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἄμεσο
ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες, προσθέτοντας καί ὁρισμένα σχόλια, τά ὁποῖα
βοηθοῦν εἰς τήν κατανόησι τῶν ἁγιογραφικῶν κειμένων, τά ὁποῖα προέρχονται ἀπό τούς
Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἑρμήνευσαν καί κατενόησαν
τήν Ἁγία Γραφή. Θά ἀκολουθήση δέ καί ἡ παράθεσις ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος τῶν Ἱερῶν
Κανόνων καθώς καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἁγίων γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων.
Ἴσως ὑπάρχουν
καί ἄλλα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού ὁμιλοῦν δι’ αὐτήν τήν ὑπόθεσι, τά ὁποῖα
διέφυγον τῆς προσοχῆς μας, ἀλλά καί αὐτά πού παρουσιάζομε νομίζομε ὅτι εἶναι ἀρκετά
πρός κατοχύρωσι ἑκάστου.
Ἡ παρουσίασις
αὐτή τῶν κειμένων χρειάζεται ἴσως σήμερα πού κατά κοινῇ ὁμολογίᾳ διερχόμεθα τούς
ἐσχάτους καιρούς, σέ παλαιότερες, ὅμως, ἐποχές οἱ Ὀρθόδοξοι εἶχαν κατά κανόνα
τό χάρισμα καί τήν ἐμπειρία τῆς πίστεως καί ἐγνώριζαν ἀπό ποιούς ποιμένες ἔπρεπε
νά ἀπομακρυνθοῦν καί ποιούς νά ἐμπιστεύωνται. Ἡ σύγχυσις δέ αὐτή ἐπί τοῦ
θέματος τούτου, τό ὁποῖο ὑπάρχει σήμερα εἶναι ἴσως καί ἡ καλυτέρα ἀπόδειξις τοῦ
ἐσχατολογικοῦ χαρακτῆρος τῆς ἐποχῆς μας. Τά ἁγιογραφικά αὐτά κείμενα πού συλλέξαμε εἶναι
τά ἑξῆς:
Α. ΠΑΛΑΙΑ
ΔΙΑΘΗΚΗ
1. Ψαλμός
25, 4-5: «οὐκ ἐκάθισα
μετὰ συνεδρίου ματαιότητος καὶ μετὰ παρανομούντων οὐ μὴ εἰσέλθω· ἐμίσησα ἐκκλησίαν
πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος
ἀναφέρει τά ἑξῆς χρησιμοποιῶντας καί ἑρμηνεύοντας αὐτόν τόν ψαλμό τῆς Π.
Διαθήκης: «Ἐκδιώξατε τόν πονηρόν καί σκολιόν ἐξ ὑμῶν, ἤ φύγετε ἀπ’ αὐτοῦ· ἐπειδή
πᾶσα κακία μολύνει τόν ἄνθρωπον. Διά τοῦτο καί ὁ Δαβίδ, φεύγων τούς πονηρούς, ἔλεγεν·
“Οὐκ ἐκάθισα μετά συνεδρίου ματαιότητος, καί μετά παρανομούντων οὐ μή εἰσέλθω. Ἐμίσησα
ἐκκλησίαν πονηρευομένων”. Διά τί δέ ταῦτα ἐποίει; Ἐπειδή πάλιν λέγει ἀλλαχοῦ·
“Μετά ὁσίου ὅσιος ἔσῃ, καί μετά ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτός ἔσῃ, καί μετά στρεβλοῦ διαστρέψῃς”.
Καί γάρ οἷός ἐστιν ὁ συνοικῶν μετά σοῦ, τοιοῦτον ἀπεργάσεται εἶναί σε» (Μ. Ἀθανασίου,
Ρήσεις καί ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Ἐξ Ἐπιστολῶν Παύλου).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος ἀναφέρει ὅτι ἐξομοιώνεσαι μέ αὐτόν τόν ὁποῖο συνοικεῖς, δι’ αὐτό
ἀπαιτεῖ τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς πονηρούς καί σκολιούς. Αὐτό φυσικά ἰσχύει πολύ
περισσότερο διά τήν ἐκκλησιαστική ἐνσωμάτωσι.
Ὁ ὅσιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης χρησιμοποιεῖ τόν ψαλμό αὐτόν μαζί μέ τήν διδασκαλία τοῦ Μ.
Βασιλείου γιά νά διδάξη ὅτι, ὄχι μόνο νά μήν ἔχωμε καμμία ἐκκλησιαστική
κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, καί μέ αὐτούς πού ἔχουν ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ
αὐτούς, ἀλλά οὔτε στούς ναούς πού κατέχονται ἀπό αὐτούς νά εἰσερχώμεθα χάριν
προσευχῆς καί ψαλμωδίας. Εἰς ἀπάντησιν
κάποιων ἐρωτήσεων τοῦ μοναχοῦ Μεθοδίου ἀναφέρει τά ἑξῆς:
«Ἐρώτησις Γ΄: Περί τῶν
κοινωθέντων ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν ἱερέων τῶν κοινωνησάντων τῇ αἱρέσει, καί
κατεχομένων ὑπ’ αὐτῶν· εἰ χρή ἐν αὐταῖς εἰσιέναι χάριν εὐχῆς καί ψαλμῳδίας.
Ἀπόκρισις: Οὐ χρή τό
καθόλου εἰς τάς τοιαύτας ἐκκλησίας εἰσιέναι, κατά τούς εἰρημένους τρόπους· ἐπειδή
γέγραπται· Ἰδού ἀφίεται ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. Ἅμα γάρ τῷ εἰσαχθῆναι τήν αἵρεσιν,
ἀπέπτη ὁ ἔφορος τῶν ἐκεῖσε ἄγγελος, κατά τήν φωνήν τοῦ μεγάλου Βασιλείου· καί
κοινός οἶκος ὁ τοιόσδε χρηματίζει ναός. Καί οὐ μή εἰσέλθω, φησίν, εἰς Ἐκκλησίαν πονηρευομένων. Καί ὁ Ἀπόστολος·
Τίς συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων;» (Φατ. 549,832,29).
Ἐδῶ ἀντιθέτως πρός τήν Ἁγία Γραφή οἱ ἀντιοικουμενιστές κάθονται στήν ἴδια
τράπεζα (μάλιστα πνευματική) μέ τούς Οἰκουμενιστές αἱρετικούς, τούς μνημονεύουν,
τούς ἀναγνωρίζουν κ.λπ.
2. Ὁ ψαλμός 138, 21-22: «Οὐχὶ τοὺς
μισοῦντάς σε, Κύριε, ἐμίσησα καὶ ἐπὶ τοὺς ἐχθρούς σου ἐξετηκόμην; τέλειον μῖσος
ἐμίσουν αὐτούς, εἰς ἐχθροὺς ἐγένοντό μοι».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος
ἑρμηνεύοντας τόν ψαλμό αὐτό μᾶς διδάσκει τά ἑξῆς: «”Οὐχί τούς μισοῦντας σε
Κύριε, ἐμίσησα;” Ὅτι τούς μέν σούς ἠγάπων καί ἀπεδεχόμην φίλους∙ τούς δέ ἐχθρούς
σου τελείως ἐμίσουν. Ἐχθροί
δέ τοῦ Θεοῦ πρώτως μέν καί κυρίως οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες∙ δεύτεροι δέ μετ’ ἐκείνους
οἵ τε τήν εἰδωλολατρείαν πρεσβεύοντες καί
οἱ τῶν αἱρέσεων ἀρχηγοί» (Ε.Π.Ε. 7, 264,15).
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος στούς ἐχθρούς τοῦ Θεοῦ συγκαταλέγει καί τούς ἀρχηγούς τῶν αἱρέσεων·
ἐμεῖς ὀφείλομε νά τούς μισοῦμε σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί, φυσικά, νά μήν ἔχωμε
μαζί των καμμία ἐκκλησιαστική κοινωνία. Μέ τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία δηλώνομε ἐμπράκτως
ὅτι ὄχι μόνο δέν τούς μισοῦμε, ἀλλά ἀπεναντίας εἴμεθα ἐνσωματωμένοι μαζί των,
τούς ἀναγνωρίζομε ὡς ποιμένες, τούς ἀκολουθοῦμε κ.λπ.
3. Γένεσις 12, 1-4: «Καὶ εἶπε Κύριος τῷ Ἅβραμ· ἔξελθε ἐκ τῆς
γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγγενείας σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς
τὴν γῆν, ἣν ἄν σοι δείξω· καὶ ποιήσω σε
εἰς ἔθνος μέγα καὶ εὐλογήσω σε καὶ μεγαλυνῶ τὸ ὄνομά σου, καὶ ἔσῃ εὐλογημένος·
καὶ εὐλογήσω τοὺς εὐλογοῦντάς σε καὶ τοὺς καταρωμένους σε καταράσομαι· καὶ ἐνευλογηθήσονται
ἐν σοὶ πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς. καὶ ἐπορεύθη Ἅβραμ, καθάπερ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος,
καὶ ᾤχετο μετ᾿ αὐτοῦ Λώτ. Ἅβραμ δὲ ἦν ἐτῶν ἑβδομηκονταπέντε, ὅτε ἐξῆλθε ἐκ Χαρράν.».
Διατί ἄρραγε ἐχρειάσθηκε
νά φύγη ὁ Ἀβραάμ ἀπό τήν πατρίδα του καί τούς στενούς του συγγενεῖς καί μάλιστα
σ’ αὐτήν τήν ἡλικία; Τήν ἀπάντησι τήν ἔχομε ἀπό τά ἑρμηνευτικά σχόλια τοῦ π. Ἰωήλ
Γιαννακόπουλου, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός διατάσσει τόν Ἅβραμ νά
φύγη ἀπό τήν πατρίδα του Οὔρ, διότι ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ ξένου τόπου τῆς Χαναάν
δέν ἦτο τόσον ἐπικίνδυνος εἰς αὐτόν, ὅσον ἡ εἰδωλολατρεία τοῦ περιβάλλοντος τῆς
πατρίδος, τοῦ πατρικοῦ του οἴκου καί τῶν συγγενῶν του» (Ἡ Παλαιά
Διαθήκη κατά τούς Ο΄, τομ. 1 , σελ. 110).
Ἡ φυγή
λοιπόν τοῦ Ἀβραάμ ἀπό τούς οἰκείους καί συγγενεῖς του ἦτο ἡ ἀσφαλής ὁδός διά νά
μήν ἐπηρεασθῆ καί ἀλλοιωθῆ τό φρόνημά του ἀπό τήν εἰδωλολατρεία. Τό ἴδιο ἀκριβῶς
συμβαίνει καί στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει καί διαδίδεται εἰς αὐτόν
ἡ αἵρεσις. Διά νά μήν ἀλλοιωθῆ
τό φρόνημά μας καί σταδιακῶς θεωρήσωμε τήν αἵρεσι ὡς Ὀρθοδοξία, ἤ ζώντας μέσα
στήν αἵρεσι νομίζομε ὅτι συγχρόνως ἀνήκομε καί στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε
ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τόν χῶρο, καί τά ἄτομα, τά ὁποῖα εἶναι φορεῖς τῆς αἱρέσεως.
Ἐδῶ
πρέπει νά τονίσωμε ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι ἔτι περισσότερον ἐπικίνδυνος ἀπό τήν εἰδωλολατρεία,
διότι αὐτή ἐμφανίζεται καί διαδίδεται εἰς τόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί διότι ἐμπεριέχει
στοιχεῖα καί διδασκαλίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλοιωμένα καί διεστραμμένα
βεβαίως, τά ὁποῖα ὅμως εἶναι ἱκανά νά ἀλλοιώσουν τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων. Κατ’
αὐτόν τόν τρόπο, συμπορευόμενοι σήμερα μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχει ἀλλοιωθῆ
τό φρόνημα τῶν Ὀρθοδόξων σέ σημεῖο μάλιστα, ὥστε νά μή θεωροῦμε ἀλλοίωσι τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως καί Παραδόσεως π.χ. τίς συμπροσευχές καί συνιερουργίες, τήν ἀναγνώρισι
τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, τήν ἄρσι τῶν ἀναθεμάτων, τήν ἔνταξι τῶν Ὀρθοδόξων
στό Π.Σ.Ε. κ.λπ. Μάλιστα αὐτά θεωροῦνται ἀπό τούς πολλούς καί πρόοδος τῆς Ἐκκλησίας,
ἀπεγκλωβισμός καί ἀπομάκρυνσις ἀπό τό περιθώριο κ.λπ.
Διά ταῦτα
πάντα καί ἄλλα, πού κατά καιρούς ἀναφέρομε, ἡ ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ πρός τόν Ἀβραάμ
«ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καί τῆς συγγενείας σου», ἰσχύει ἀπολύτως καί διά
τήν αἵρεσι τῆς κάθε ἐποχῆς καί τῆς ἐποχῆς μας καί, βεβαίως, τήν ἐφάρμοσαν ἐπακριβῶς
ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἅγιοι, ἐξαιρουμένων τῶν συγχρόνων γερόντων, τούς ὁποίους ἤδη
οἱ Οἰκουμενιστές ἄρχισαν νά ἁγιοποιοῦν ἐν σπουδῇ γιὰ εὐνοήτους λόγους.
Κατ’ αὐτόν
τόν τρόπο μόνον διαφυλάσσομε ἀλώβητον τήν Ὀρθόδοξον πίστιν εἰς τόν ἑαυτόν μας
καί φυσικά ἀνήκομε ὄντως στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον βασικό στοιχεῖο καί γνώρισμα τῆς
ἀληθινῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ καθαρή καί Ὀρθόδοξος πίστις.
4. Ἡσαΐας 48,22: «Οὐκ ἔστι χαίρειν, λέγει Κύριος, τοῖς ἀσεβέσιν».
Τό χωρίον αὐτό τοῦ προφήτου Ἡσαΐα τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ
Στουδίτης γιά νά μᾶς διδάξη ὅτι, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς, γίνεται
πρωτίστως γιά νά προστατευθοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀπό τήν ἀλλοίωσι τοῦ φρονήματός των
καί, βεβαίως, γιά νά συναισθανθοῦν καί συνειδητοποιήσουν ποῦ εὑρίσκονται καί ποία
ὁδό ἀκολουθοῦν.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Αὐξέντιο ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Πρός δέ ὅτι
τοῖς Ἰουδαίοις λογομαχία πρόκειται, ἔα τούς χριστομάχους, ὦ πατέρων ἄριστε,
λυττᾶν εἰς ἑαυτούς∙ οἱ γάρ αὐτοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ ἡμῶν τάς διδαχάς ἀπορραπίσαντες,
τάς τε τῶν ἀποστόλων ὑποθήκας παρωσάμενοι καί συλλήβδην πάντων τῶν θεοφόρων τάς
ὑψηγορίας βδελυξάμενοι σχολῇ γ’ ἄν ὑφ’ ἡμῶν αὐτούς, ὁ Κύριος εἶπεν, τυφλοί εἰσιν. καί ὁ προφήτης
φησίν∙ οὐκ ἔστι λέγειν
χαίρειν τοῖς ἀσεβέσι λέγει Κύριος. πρός γάρ τῷ μηδέν
ὠφελεῖσθαι ἐν τῇ συμβολῇ τοῦ λόγου καί ἑαυτούς παραβλάψοιμεν, τοῖς ἰοβόλοις αὐτῶν
ῥήμασι δίκην ὄφεως φαρμακευόμενοι. ὁ θεός συντρίψει τούς ὀδόντας αὐτῶν ἐν τῷ στόματι
αὐτῶν∙ τάς μύλας τῶν λεόντων συνέθλασεν ὁ Κύριος» (Φατ. 518,
772,14).
Ἐπίσης ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἄλλη ἐγκύκλιο ἐπιστολή του, ἡ ὁποία ἀπευθύνεται
πρός ὅλους τούς δεδιωγμένους διά τήν Ὀρθόδοξο πίστι, χρησιμοποιώντας πρός κατοχύρωσι
τόν Μ. Βασίλειο, ἐπικαλεῖται πάλι τό ἴδιο χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα καί ἀπαγορεύει
τήν οἱαδήποτε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἀκόμη καί τόν ἁπλό
χαιρετισμό, ὅταν αὐτός γίνεται γιά νά δείξωμε ἀγάπη καί φιλία πρός τούς αἱρετικούς:
«...εἰ δεῖ εἰς εὐκτήριον αὐτῶν εἰσέρχεσθαι εὐχῆς χάριν καί εἰ δεῖ τήν ἁγίαν ἀναφοράν
ἐν αὐτῷ ἐπιτελεῖν μετά ἰδίας τραπέζης; οὐδαμῶς ἑκάτερον.εἰ δεῖ χαίρειν αὐτοῖς
λέγειν καί ἀσπάζεσθαι; οὐδαμῶς, ὥς φησιν ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Κύριος ἐκώλυσεν τόν
κοινόν ἀσπασμόν∙ ὥστε τοῦτο κατά
σύμβασιν, ὡς δέ ἐξ ἀγάπης καί φιλίας φευκτέον, ἵνα πληρωθῇ ἐν τούτῳ∙ οὐκ ἔστι
λέγειν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν» (Φατ. 393, 547,77).
Οἱ Ὀρθόδοξοι λοιπόν πρέπει νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τούς αἱρετικούς διότι,
σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, τά λόγια των εἶναι δηλητήριο μέ τό ὁποῖο σάν φίδια
δηλητηριάζουν τούς Ὀρθοδόξους καί δή τούς ἁπλουστέρους. Ὅταν λοιπόν δέν ἀπομακρύνονται
ἀπό αὐτούς, ἀλλά ἀπεναντίας ἔχουν πλήρη ἐκκλησιαστική κοινωνία, παραβαίνουν βασικές
ἐντολές τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί φυσικά τά ἐπακόλουθα εἶναι πρόδηλα καί καθημερινῶς
τά ψηλαφοῦμε.
5. Ἡσαΐας 52, 10-12: «Καὶ ἀποκαλύψει
Κύριος τὸν βραχίονα τὸν ἅγιον αὐτοῦ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐθνῶν, καὶ ὄψονται πάντα
ἄκρα τῆς γῆς τὴν σωτηρίαν τὴν παρὰ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. ἀπόστητε, ἀπόστητε,
ἐξέλθετε ἐκεῖθεν καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῆς, ἀφορίσθητε,
οἱ φέροντες τὰ σκεύη Κυρίου· ὅτι οὐ μετὰ
ταραχῆς ἐξελεύσεσθε, οὐδὲ φυγῇ πορεύσεσθε, προπορεύσεται
γὰρ πρότερος ὑμῶν Κύριος καὶ ὁ ἐπισυνάγων ὑμᾶς Θεὸς ᾿Ισραήλ».
Ἐδῶ ὁ Θεός διά τοῦ προφήτου Ἡσαΐου δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι ὁ λαός του
πρέπει νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί νά μήν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία
μέχρι τοῦ νά ἀγγίξη κάτι ἀκάθαρτο. Αὐτή ἡ ἐντολή ἀπευθύνεται πρωτίστως στούς Λευΐτας, δηλαδή τό
ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων, ἀλλά καί πρός ὅλον τόν λαό. Τό χωρίο αὐτό τό χρησιμοποιεῖ πρῶτα ὁ ἴδιος ὁ
ἀπ. Παῦλος (Β΄ Κορινθ. 6,17) διά νά διδάξη
τούς Κορινθίους καί κατ’ ἐπέκτασιν ὅλους μας, νά μήν συνοδοιποροῦν σέ ἐκκλησιαστικό
ἐπίπεδο μέ τούς ἀπίστους, τούς εἰδωλολάτρες κ.λπ.
Ἐδῶ φαίνεται καί ἡ συμφωνία καί ὁμοφωνία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἐπί τοῦ θέματος
τούτου, διότι ὁ ἴδιος ὁ ἀπ. Παῦλος γενικεύει τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πρός τούς Ἑβραίους,
νά ἀπομακρυνθοῦν δηλαδή ἀπό τήν Βαβυλώνα, καί διακελεύει τήν ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό ὅλους αὐτούς
πού ἔχουν ἀλλότρια πρός τούς Ὀρθοδόξους φρονήματα. Τό χωρίον αὐτό τό χρησιμοποιεῖ ὁ ὅσιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Βασίλειο γιά νά διδάξη τήν
ἀπομάκρυνσι τῶν Ὀρθοδόξων ἀπό τούς αἱρετικούς καί, εἰδικά, τήν ἀποφυγή τῶν ἀξιωμάτων,
τά ὁποῖα οἱ αἱρετικοί δίδουν γιά νά δελεάσουν τούς Ὀρθοδόξους κληρικούς καί νά
τούς ἔχουν ὑποχειρίους∙ «....ὁ λόγος δέ ἐπί πάντων τῶν οὕτως πεπραχότων
καί γελοῖόν ἐστιν ἄρτι τό ἐπιτιμᾶν, μᾶλλον δέ φρενοβλάβεια τῶν ἐπιτιμώντων καί
σκινδαλμός τῶν εὐσεβούντων, σύγχυσίς τε καί ἀβλεψία ἐπί τῇ Χριστοῦ ὁμολογία. δεῖν
τοῦ ἀποστόλου ἀκοῦσαι, λέγοντος στέλλεσθαι ὑμᾶς ἀπό παντός ἀδελφοῦ, ἀτάκτως
περιπατοῦντος καί μή κατά τήν παράδοσιν, ἥν παρέλαβον παρ’ ἡμῶν, μᾶλλον δέ αὐτοῦ
τοῦ θεοῦ, διά τοῦ προφήτου βοῶντος∙ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καί ἀφορίσθητε καί ἀκαθάρτου
μή ἅπτεσθε∙ κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, τούς οὕτως διαστελλομένους δηλονότι καί μή συγχέοντας τήν
Χριστοῦ ὁμολογία» (Φατ. 495,730,20).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ἐπί πλέον διδάσκει ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς
ἐπιφέρει σύγχυσι τῆς Ὀρθοδόξου ὁμολογίας, διότι ἄλλα λέμε μέ τά λόγια καί ἄλλα
πράττομε μέ τά ἔργα.
6. Ἡσαΐας 66,3: «Ὁ δὲ ἄνομος
ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα, ὁ δὲ ἀναφέρων σεμίδαλιν ὡς αἷμα ὕειον, ὁ
διδοὺς λίβανον εἰς μνημόσυνον ὡς βλάσφημος· καὶ αὐτοὶ ἐξελέξαντο
τὰς ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τὰ βδελύγματα αὐτῶν, ἃ ἡ ψυχὴ αὐτῶν ἠθέλησε».
Ὁ Προφήτης στό σημεῖο αὐτό τονίζει ὅτι οἱ θυσίες, οἱ προσφορές καί τά
τελούμενα γενικῶς ὑπό τῶν ἀσεβῶν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτα στόν Θεό. Οἱ αἱρετικοί δέ, εἶναι οἱ πλέον ἀσεβεῖς, διότι διαστρέφουν τήν Ἁγία
Γραφή καί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τοιουτοτρόπως ἀσεβοῦν ἀμέσως καί
εὐθέως πρός αὐτόν τόν Θεό. Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, χρησιμοποιώντας τήν
διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου καί στηριζόμενος εἰς αὐτό τό χωρίο τοῦ προφήτου Ἡσαΐα,
μᾶς διδάσκει ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ ναός βεβηλώθηκε διά τῆς αἱρέσεως, ἀνεχώρησε ἀπό αὐτόν
ὁ ἄγγελος, ὁ ναός δέ ἔχασε τήν ἱερότητά του καί μετετράπη εἰς κοινό οἶκο. Δι’ αὐτό
καί ὅ,τι τελεῖται εἰς αὐτόν δέν εἶναι εὐπρόσδεκτο εἰς τόν Θεό. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά
ὁ ὅσιος σέ ἐπιστολή του στόν λογοθέτη Ἰωάννη:
«...διότι οὐ ναός θεοῦ ἅγιος ὁ ὑφ' αἱρετικῶν βεβηλούμενος, ἀλλ' οἶκος κοινός,
ὡς φησίν ὁ Μέγας Βασίλειος, τοῦ ἐφεστῶτος ἀγγέλου ἐν αὐτῷ ὡς ἐφ᾿ ἑκάστης ἐκκλησίας
ὑπεκστάντος διά τήν ἀσέβειαν. Διόπερ οὐδ᾿ ἡ τελουμένη ἐν αὐτῷ θυσία θεῷ εὐπρόσδεκτος· καί ἄκουσον αὐτοῦ
λέγοντος· ὁ ἀσεβής ὁ θύων μοι μόσχον ὡς ὁ ἀποκτένων κύνα» (Φατ.
424,593,8).
Ἐδῶ ἐμμέσως πλήν σαφῶς διδάσκει ὁ προφήτης καί οἱ Πατέρες τήν ἀπομάκρυνσι
καί ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς τούς ναούς στούς ὁποίους εἰσῆλθε ἡ αἵρεσις, ἐφ’ ὅσον ὅ,τι
τελεῖται δέν εἶναι εὐπρόσδεκτον εἰς τόν Θεό.
7. Θρῆνος Ἱερεμίου 4,15: «Ἀπόστητε
ἐκαθάρτων —καλέσατε αὐτούς—ἀπόστητε, ἀπόστητε, μὴ ἅπτεσθε, ὅτι ἀνήφθησαν
καί γε ἐσαλεύθησαν· εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν· οὐ μὴ προσθῶσι τοῦ παροικεῖν».
Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἱερεμίας μετ’ ἐπικλήσεως διδάσκει νά ἀπομακρυνθῆ ὁ λαός ἀπό
τούς ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μολυσμένοι ἀπό διάφορες ἁμαρτίες. Ὁ Θεοδώρητος
Κύρου ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «”Ἀπόστητε ἀπό
ἀκαθάρτων”. Ἀκαθάρτους ἐκάλουν
ἡμᾶς. Εἶτα δείξας τίνας ὀνομάζει ἀκαθάρτους, ἀνέλαβε τό ρητόν, καί φησίν· “Ἀπόστητε ἀπό ἀκαθάρτων· ἀπόστητε μή ἐγγίσητε αὐτοῖς, ὅτι
παρώξυναν”, τουτέστιν τόν Θεόν. “Καί ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν”. Ἐγυμνώθησαν φησί,
διά τήν παρανομίαν τῆς θείας ἐπικουρίας. “Εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν, οὐ μή προσθῶσι
τοῦ παροικεῖν πρό προσώπου Κυρίου”. Παντελῶς φησίν ἡμᾶς ἀπηγόρευσεν» (P.G. 81,801C).
Ἐπίσης ὁ Ὀλυμπιόδωρος, διάκονος Ἀλεξανδρείας (στ’ αἰών) ἑρμηνεύοντας τό χωρίο
αὐτό τοῦ προφήτου Ἱερεμία, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἤψαντο ἐνδυμάτων» (προηγούμενος
στίχος). Ὅσοι,
φησίν, εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε∙ φησίν οὖν, ὅτι καί περί αὐτήν
τήν πίστιν ἐκινδύνευσαν. “Ἀπόστητε”. Παραινέσατε ἀλλήλοις ἀποστῆναι ἀπό τῶν ἀκαθάρτων.
Τό γάρ, Καλέσατε αὐτούς, ἀντί τοῦ, ἕκαστος τόν πλησίον νουθετήσατε. “Ὅτι ἀνήφθησαν”.
Ὅτι ὑποχείριοι τῇ ὀργῇ γεγόνασιν. “Εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν”. Εἴπατε, φησίν, αὐτοῖς∙ Μή προστεθῆτε
τοῦ παροικεῖν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἀντί τοῦ, Μή συναμίγνυσθε τοῖς ἀλλοτρίοις» (P.G. 93, 756A).
Σύμφωνα
λοιπόν μέ τούς ἑρμηνευτές τοῦ χωρίου αὐτοῦ, ὁ προφήτης Ἱερεμίας διακελεύεται
τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς ἀκαθάρτους καί μολυσμένους ἱερεῖς τοῦ Ἰσραήλ. Μάλιστα ἀπαγορεύει
ὁποιαδήποτε προσέγγισι καί ἄγγιγμα «ἀπόστητε, μή ἅπτεσθε». Αὐτό, ὅπως εἶναι
φυσικό, ἰσχύει καί γιά τόν πνευματικό μολυσμό τῆς πίστεως, δηλαδή τήν αἵρεσι.
Μάλιστα ὁ μολυσμός αὐτός εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερος καί ὑπερβαλλόντως ἐπικινδυνότερος.
Σύμφωνα λοιπόν μέ τό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς, πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι νά ἀπομακρυνθοῦν
τελείως ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι εἶναι
μολυσμένοι καί ἀκάθαρτοι ἀπό τήν αἵρεσι.
Σαφῶς τό τονίζει αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος λέγοντας ὅτι μεγαλυτέρα εἶναι ἡ βλάβη
πού προέρχεται, ὄχι τόσο ἀπό κάποιες ἁμαρτίες ἠθικῆς ὑφῆς, ὅσο ἀπό τήν ἁμαρτία
τῆς αἱρέσεως, τῆς κατά πρόσωπον δηλαδή ἐναντιώσεως πρός τόν Θεόν τῶν κακοδοξούντων:
«Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν
περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν
ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ.
Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ, T.L.G., V. 31, p. 1096, l. 47).
8. Σοφία Σειράχ 9,13: «Μακρὰν ἄπεχε ἀπὸ ἀνθρώπου, ὃς ἔχει ἐξουσίαν τοῦ φονεύειν, καὶ οὐ μὴ ὑποπτεύσῃς φόβον θανάτου· κἂνπροσέλθῃς, μὴ πλημμελήσῃς, ἵνα μὴ ἀφέληται τὴν ζωήν σου·ἐπίγνωθι ὅτι ἐν μέσῳ παγίδων διαβαίνεις καὶ ἐπὶ ἐπάλξεων πόλεωνπεριπατεῖς».
Τό χωρίο αὐτό ἔχει ἀπόλυτον θά λέγαμε ἐφαρμογή στούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους,
οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐξουσία πνευματική, καί διά τῆς αἱρέσεως φονεύουν ὅσους τούς
πλησιάζουν ἐκκλησιαστικῶς καί τούς ἐμπιστεύονται τίς ψυχές των. Ἡ ἀπομάκρυνσις
λοιπόν ἀπό αὐτούς μᾶς διασφαλίζει τήν πνευματική ζωή, τό δέ πλησίασμα πρός αὐτούς
σημαίνει ὅτι βαδίζομε «ἐν μέσῳ παγίδων», ὅτι περιπατοῦμε «ἐπί ἐπάλξεων
πόλεων», δηλαδή, μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς
Ἐπισκόπους σημαίνει κατά τήν πατερική ὁρολογία, ὅτι εἴμεθα στό στόμα τοῦ λύκου.
Τήν ἴδια θέσι ἐκφράζει ἐμφαντικά καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος: «Μηδέποτε
συμφιλιάσῃς μετὰ αἱρετικῶν. Μὴ συμφάγῃς, μὴ συμπίῃς, μὴ συνοδοιπορήσῃς. Μὴ εἰσέλθῃς εἰς
οἶκον αὐτῶν, μηδὲ εἰς ἐκκλησίαν· πάντα γὰρ ὅσα εἰσίν, ἀκάθαρτα εἰσίν, καθὼς λέγει
ὁ Παῦλος, ὅτι τοῖς μεμιασμένοις καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν, ἀλλὰ
μεμίανται αὐτῶν ὁ νοῦς καὶ ἡ συνείδησις. Ἀσφαλίζου οὖν τὴν ψυχήν σου, ἀγαπητέ. Μὴ συμφιλιάζῃς
αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ὅτι γάρ, καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος,
οὐκ ἔχουσιν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, οὐδὲ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, οὐδὲ ἐν τῷ μέλλοντι· δηλονότι οὐδὲ
οἱ συμμιαινόμενοι αὐτοῖς· ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραίμ τοῦ
Σύρου, Περὶ μετανοίας καί κατανύξεως, T.L.G., l. 29-36).
Β. ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Θά συνεχίσουμε ἀναφέροντας τά χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν
διά τήν ἀποτείχισι, καί ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους.
Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι πλέον ξεκάθαρα, διότι ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων
ὑπῆρχαν αὐτοί πού διέστρεφαν τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί εἰσήγαγον τίς αἱρέσεις. Ὡς ἐκ
τούτου οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ σαφήνεια διδάσκουν τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι
καί κάθε αἱρετικό μέχρι σημείου συνεστιάσεως καί ἁπλοῦ χαιρετισμοῦ καί μάλιστα ἀναθεματίζουν
ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι διαστρέφουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι μέ αἱρετικές διδασκαλίες.
Τά κυριώτερα χωρία τῆς Καινῆς Διαθήκης πού ὁμιλοῦν ἤ ὑπαινίσσονται τήν ἀποτείχισι
ἀπό τούς αἱρετικούς εἶναι τά ἑξῆς:
9) Ματθ. 6, 24: «Οὐδείς
δύναται δυσίν κυρίους δουλεύειν· ἤ γάρ τόν ἕνα
μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει.
οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Κυρίου, ὅτι δηλαδή δέν δύναται κάποιος νά δουλεύη καί
νά ὑπηρετῆ δύο κυρίους, δέν ἔχει τήν ἐφαρμογή της μόνο στό ὅτι δέν δύνασαι συγχρόνως
νά ὑπηρετῆς τόν Θεό καί τόν μαμωνᾶ, ἀλλά καί σέ οἱαδήποτε ἄλλη περίπτωσι θελήση
ὁ ἄνθρωπος νά ὑπηρετήσει μαζί μέ τόν Θεό καί κάποιον ἄλλον ὡς κύριο· π.χ. νά ὑπηρετῆ
τόν Θεό καί τά πάθη του τά σαρκικά, τόν ἐγωϊσμό κ.λπ., τόν Θεό καί τόν κόσμο μέ
τήν ἔννοια τῆς κοσμικότητος, τῆς ἐκκοσμικεύσεως, τῆς ὑποδουλώσεως εἰς ὅσα ζητεῖ
ὁ κόσμος κ.λπ. Πολύ δέ περισσότερο ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καί διά τά θέματα τῆς
πίστεως. Δηλαδή δέν δύναται κάποιος νά ὑπηρετῆ συγχρόνως καί νά ἀκολουθῆ τήν Ὀρθοδοξία
καί τήν αἵρεσι, νά ὁμολογῆ καί νά διακηρύσση τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί συγχρόνως
νά συντάσσεται καί νά ἐνσωματώνεται ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς Οἰκουμενιστές, νά
κατηγορῆ καί νά ἀναθεματίζη τό Π.Σ.Ε καί συγχρόνως νά ἀνήκη εἰς αὐτό κ.λπ.
Ἡ διδασκαλία αὐτή τοῦ Κυρίου ἔχει ἐφαρμογή ὄχι στούς Οἰκουμενιστές, διότι αὐτοί
συντάσσονται ὡς αἱρετικοί μέ τόν διάβολο, ἀλλά στούς ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι
διακηρύσσουν μέ τά λόγια τήν ἀλήθεια καί συντάσσονται μέ τήν Ὀρθοδοξία, καί μέ
τά ἔργα δηλώνουν ἀπερίφραστα
ὅτι ἀνήκουν καί ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι. Ὡς ἐκ τούτου δουλεύουν καί ὑπηρετοῦν δύο
κυρίους.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἐν προκειμένῳ, χρησιμοποιεῖ τό χωρίο αὐτό τῆς
Καινῆς Διαθήκης διά τά θέματα τῆς πίστεως καί, μάλιστα, κατηγορεῖ αὐτούς πού
θεωρητικά, ἤ καί μυστικά, συνετάσσοντο μέ τούς Ὀρθοδόξους, πρακτικά δέ καί ἐξωτερικά
ἀκολουθοῦσαν τούς αἱρετικούς, εἴτε ἀπό φόβο, εἴτε γιά νά μήν χάσουν τά μοναστήρια
κ.λπ.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἡγούμενο Βασίλειο, ὁ ὁποῖος, ὅπως φαίνεται ἤθελε
νά ὑπηρετῆ δύο κυρίους καί κατά τό δή λεγόμενο νά παίζη σέ διπλό ταμπλώ, τόν ἐλέγχει,
ἀφ’ ἑνός μέν δι’ αὐτήν τήν στάσι του, ἀφ’ ἑτέρου δέ τοῦ δηλώνει ὅτι, ἐξ’ αἰτίας
αὐτῆς του τῆς
τοποθετήσεως, δέν δύνανται οἱ Ὀρθόδοξοι καί ἀποτειχισμένοι νά ἔχουν μαζί του
καμμία σχέσι ἐκκλησιαστική ἀλλά καί οἱαδήποτε
δοσοληψία:
«Ταῦτα πάντα λελύπηκεν ἡμᾶς, ὧ τιμιώτατε, καί εἴργει ἡμᾶς, σύγγνωθι, ἡ πρός
ὑμᾶς ἀπάρτι καί συνανάκρασις
καί συναναστροφή, λῆψίς τε καί δόσις καί εἴ τι ἄλλο
τῶν φιλικῶν καί ἐξ ἔθους· ἱνατί γάρ, φησίν, ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπό ἄλλης συνειδήσεως;
καί ἐπειδή ἱκανῶς ᾠκονομήσαμεν ἐν τοῖς προλαβοῦσιν καί, ὡς Θεός μόνος οἶδεν,
σύν πολλῇ διαθέσει καί ἐλεημοσύνῃ, δεῖν ἄρτι καί οἰκοδομῆσαι καί μή ἀμφοτέρωθεν
ζημιοῦσθαι μήτε τό ἀλλότριον προσλαμβανομένους καί τό οἰκεῖον ἀλόγως προέσθαι.
εἰδόσιν ὁ λόγος· οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις
δουλεύειν ἡ ἀλήθεια ἀπεφήνατο. Κύριοί ἐστε
καί δεσπόται καί καθηγούμενοι τῶν ἰδίων μονῶν καί βουλευμάτων, ἡμεῖς δέ
ταπεινοί καί ἀλίτιμοι, ὧδέ που παραρρεριμμένοι διά τόν διωγμόν. Χαρίσασθε ἡμῖν
τήν ἐλευθερίαν ταύτην καί τό τοῖς οἰκείοις ἐπιστυγνάζειν ἁμαρτήμασιν. Καί οἶδα
μέν ὅτι λυπηρόν τό γράμμα τῇ τιμιότητί σου ὥσπερ καί ἡμῖν, ἀλλά τῆς τοῦ θεοῦ ἀγάπης
οὐδέν προτιμότερον, δι’ ἥν καί ἡμεῖς σύν τοῖς ἁγίοις πατράσιν ἡμῶν ἐπί τῇ ὕβρει
Χριστοῦ ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα» (Φατ. 494,
728,13).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος μέ θαυμάσια μεγαλοπρέπεια καί σαφήνεια ξεχωρίζει τούς Ὀρθοδόξους,
ἀπό αὐτούς πού ἤθελαν νά ὑπηρετοῦν δύο κυρίους· καί ἐνῶ αὐτοί ἦσαν «κύριοι καί
δεσπότες καί καθηγούμενοι τῶν ἰδίων μονῶν» (μέ συμβιβασμό
βέβαια στήν πίστι), οἱ Ὀρθόδοξοι ἦσαν «ταπεινοί καί ἀλίτιμοι (περιπλανόμενοι) ὧδέ που παραρρεριμένοι
διά τόν διωγμόν». Εἶχαν ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι τήν κατά Χριστόν ἐλευθερία, ἡ ὁποία
τούς ὡδηγοῦσε εἰς τό νά ἀρνηθοῦν αὐτά πού ἔπρεπε διά τόν Χριστόν καί νά ἐπιλέξουν
αὐτά πού ἔπρεπε διά τόν Χριστό, καί νά τά διακρατήσουν· «ἠρνησάμεθα ἅ ἠρνησάμεθα
καί προαιρούμεθα ἅ προϊσχόμεθα», δηλαδή ἀρνήθηκαν
τά μοναστήρια, τίς ἐξουσίες κ.τλ. καί ἐπροτίμησαν τόν διωγμό.
10) Ματθ. 7,6: «Μή δῶτε
τό ἅγιον τοῖς κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε
καταπατήσωσιν αὐτούς ἐν τοῖς ποσίν αὐτῶν καί στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς».
Τό χωρίον αὐτό
τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιά νά τό κατανοήσωμε, θά χρησιμοποιήσωμε τίς ἑρμηνεῖες τῶν
Ἁγίων Πατέρων, διότι τό περιεχόμενό του εἶναι ἀλληγορικό.
Ὁ Μέγας
Φώτιος, ἑρμηνεύοντάς το, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἅγια καί μαργαρῖται,
ὅ τε τοῦ θείου κηρύγματος λόγος, καί τό Δεσποτικόν καί ἄχραντον χρηματίζει σῶμα·
μαργαρῖται μέν ὅτι τίμια καί ὅτι λαμπράν τῆς σωτηρίας τήν αἴγλην τοῖς εἰλικρινῶς
προσιοῦσιν ἐκπέμπουσιν, ἅγια δέ, ὅτι τά σεπτά καί ὅτι τῆς πλάνης ἀφορίζοντες τῇ
ἀληθείᾳ ἀνατιθέασι. Κύνες δέ, καί τῶν αἱρετικῶν καί τῶν
ἀπίστων, ὅσοι πολλάκις τόν τῆς εὐσεβείας
κατηχηθέντες λόγον, οὐ μόνον οὐδέν ἄμεινον διετέθησαν, ἀλλά καί τήν λύσσαν αὐτῶν
κατά τῆς ἱερᾶς ἡμῶν θρησκείας ἐμμανέστερον κυνῶν ὑλακτούντων ἐπεδείξαντο»(P.G. 101, 940C. –Ε.Π.Ε. 3, 232,
30). Τά ἅγια λοιπόν καί οἱ μαργαρῖτες, κατά
τόν Μέγα Φώτιο, εἶναι τό Ὀρθόδοξο κήρυγμα καί τό σῶμα καί αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τά
σκυλιά δέ οἱ αἱρετικοί καί οἱ ἄπιστοι.
Τό ἴδιο ἀναφέρει
καί ὁ ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης ἀπαντώντας σέ κάποια ἐρώτησι: «Μή δῶτε τοίνυν “τό ἅγιον τοῖς
κυσίν” τοῖς πολλάκις τόν θεῖον λόγον δεξαμένοις Ἰουδαίους καί πάλιν ἐπί τόν ἴδιον
ἔμετον ἐπιστρέφουσιν, ἤ τοῖς ἐξ αἱρέσεων ἐπί τόν ἀληθῆ λόγον βαδίζουσιν καί
παλινοστοῦσι πρός τήν προτέρον κακόνοιαν»(Ε.Π.Ε. 1, 166, 3).
Ἡ ἔννοια λοιπόν τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὄχι μόνο δέν πρέπει νά ἔχωμε
καμμία σχέσι ἐκκλησιαστικῶς μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά οὔτε καί τό Ὀρθόδοξο
κήρυγμα νά τούς προσφέρωμε, διότι θά τό διαστρεβλώσουν καί θά τό βεβηλώσουν μέ
σκοπό νά μᾶς κάνουν κακό.
Ὁ Μέγας Φώτιος
τελειώνοντας τήν ἑρμηνεία αὐτή, καί ἀφοῦ ἀναφέρει καί ἄλλες περιπτώσεις στίς ὁποῖες
ἀλληγορικά δύναται νά ἐφαρμοστῆ αὐτό τό χωρίο, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἰ δέ καί ἀπό τῶν μαχομένων ἐννοιῶν
καί ἐνθυμήσεων, ἐπ’ αὐτάς προσέλθοις τάς ἀντικειμένας πράξεις, καί τούς κατά
τάς πράξεις αὐτάς διακειμένους, οὐδέν ἧττον εὑρήσεις τήν θεωρίαν προβαίνουσαν. Ὁ
γάρ σπουδαῖος βίος καί ὀρθόδοξος, μαργαριτῶν καί Ἁγίων δίκην ἀποστίλβων, οὐκ ὀφείλει
ταῖς αἱρετικαῖς καί δυσώδεσι καί ρυπώσαις πολιτείαις συνδιαιτᾶσθαι καί συναναφύρεσθαι. «“Ἐξέλθετε γάρ, φησίν, ἐκ μέσου αὐτῶν
καί ἀφορίσθητε”, λέγει Κύριος, “κἀγώ εἰσδέξομαι ὑμᾶς”. Καί, “τίς κοινωνία φωτί
πρός σκότος”; καί, “ἐξάρατε τόν πονηρόν ἐκ μέσου ὑμῶν”· καί, “τῷ τοιούτῳ μηδέ
συνεσθίειν”, καί ἄλλο πλῆθος ἄπειρον. Ἀλλά ταῦτα μέν σήν πεφιλοτιμήσθω χάριν» (P.G. 101, 944C. –Ε.Π.Ε. 3,
238, 16).
Ὁ κάθε Ὀρθόδοξος λοιπόν, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο,
εἶναι τά ἅγια καί τά μαργαριτάρια τοῦ ἁγιογραφικοῦ χωρίου, καί δέν πρέπει νά
συνδιαιτᾶται καί νά ἀναμιγνύεται μέ τούς αἱρετικούς.
Οἱ ἐκφράσεις
τοῦ ἁγίου «συνδιαιτᾶσθαι ἤ συναναφύρεσθαι» εἶναι, θά λέγαμε, πολύ ἐπίκαιρες
καί ἀνταποκρίνονται πλήρως στήν σημερινή αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Διότι μέ
τούς Οἰκουμενιστές συνδιαιτῶνται (καί μάλιστα στήν πλήρη καί ἀπόλυτο μορφή τῆς
πνευματικῆς τραπέζης) καί συναναφύρονται (ἀναμιγνύονται, κυλίονται ὁμοῦ κατά τό
Μ. Λεξικό τῆς Ἐλληνικῆς γλώσσης) οἱ ἀντιοικουμενιστές καί ἔτσι προσφέρουν τά ἅγια
τοῖς κυσίν.
Χαρακτηριστικό τέλος εἶναι ὅτι γιά νά δείξη ὁ ἅγιος ὅτι ἀναφέρεται
συγκεκριμένα στήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι καί ἀποτείχισι ἀπό τούς αἱρετικούς,
ἀναφέρει ὅλα τά ἁγιογραφικά χωρία, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν καθαρά δι’ αὐτήν τήν ἀποτείχισι.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά ἁγιογραφικά αὐτά χωρία καί ὅπως συγκεκριμένα ἀναφέρει «καί
ἄλλο πλῆθος ἄπειρον» ἁγιογραφικῶν χωρίων ἀναφέρονται
πρωτίστως στήν ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.
11) Ματθ. 10, 34-36: «Μή νομίσατε
ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν.
ἦλθον γάρ διχάσαι ἄνθρωπον κατά τοῦ πατρός αὐτοῦ καί θυγατέρα κατά τῆς μητρός αὐτῆς
καί νύμφην κατά τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καί ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου
οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ».
Ὅπως σέ πολλά σημεῖα
τῆς Ἁγίας Γραφῆς διδάσκεται ἡ ἑνότης μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, καί
μάλιστα ἑνότης καί σχέσις καί σύνδεσμος τήν ὁποία ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματος, ἔτσι
πάλι, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, διδάσκεται καί ἡ διάστασις καί ἀπομάκρυνσις, ὅταν
προέρχεται (ἀπό τήν ἕνωσιν) ψυχική βλάβη καί κίνδυνος ἀπωλείας τῆς ψυχῆς. Τότε ἡ
ἑνότης αὐτή εἶναι κακή καί ἡ διάστασις καί ὁ χωρισμός θεάρεστος. Στό χωρίο, αὐτό
τῆς Καινῆς Διαθήκης διδάσκεται ἡ διάστασις, ἐφ’ ὅσον ἡ ἑνότης μᾶς ἐμποδίζει ἀπό
τήν κατά Θεόν ζωή καί τήν σωτηρία μας.
Ὁ
Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Οὐ πανταχοῦ
καλόν ἡ ὁμόνοια· ἀλλ’ ἔστιν ὅτε καί ἡ διάστασις. Μάχαιρα γοῦν ὁ τῆς πίστεως λόγος,
ὅς ἀποτέμνει ἡμᾶς ἀπό τῆς σχέσεως τῶν οἰκείων καί συγγενῶν ἐμποδιζόντων ἡμῖν εἰς
θεοσέβειαν. Οὐ γάρ ἁπλῶς διχάζεσθαι ἤτοι
χωρίζεσθαι ἀπό τούτων λέγει, ἀλλ’ ὅταν μή συνέρχοντο, μᾶλλον δέ καί ἐμποδίζοιεν
τήν πίστιν» (P.G. 123, 244C). Ὅταν λοιπόν ἡ ὁμόνοια
γίνεται ἐμπόδιο εἰς τήν πίστι, τότε ἡ διάστασις, ὁ χωρισμός καί ἡ ἀπομάκρυνσις εἶναι
θεάρεστος καί σωτήριος.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος εἰς τήν ἑρμηνεία τοῦ ἰδίου χωρίου ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὅτι τοῦτο
μάλιστα εἰρήνη, ὅταν τό νενοσηκός ἀποτέμνηται, ὅταν τό στασιάζον χωρίζηται. Οὕτω
γάρ δυνατόν τόν οὐρανόν τῇ γῇ συναφθῆναι. Ἐπεί καί ἰατρός οὕτω τό λοιπόν διασώζει σῶμα, ὅταν τό ἀνιάτως
ἔχον ἐκτέμῃ· καί στρατηγός, ὅταν κακῶς ὁμονοοῦντας εἰς διάστασιν ἀγάγῃ. Οὕτω
καί ἐπί τοῦ πύργου γέγονεν ἐκείνου· τήν γάρ κακήν εἰρήνην ἡ καλή διαφωνία ἔλυσε,
καί ἐποίησεν εἰρήνην. Οὕτω καί Παῦλος τούς κατ’ αὐτοῦ συμφωνοῦντας διέσχισεν. Ἐπί
δέ τοῦ Ναβουθέ πολέμου παντός τότε ἡ διαφωνία ἐκείνη χαλεπωτέρα γέγονεν. Οὐ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν·ἐπεί καί
λησταί συμφωνοῦσιν. Οὐκ ἄρα οὖν τῆς αὐτοῦ προθέσεως τό ἔργον, ἀλλά τῆς ἐκείνων
γνώμης ὁ πόλεμος. Αὐτός μέν γάρ ἐβούλετο πάντας ὁμονοεῖν εἰς τόν τῆς εὐσεβείας
λόγον· ἐπειδή δέ ἐκεῖνοι διεστασίαζον, πόλεμος γίνεται. Ἀλλ’ οὐκ εἶπεν οὕτως· ἀλλά
τί φησιν; “Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην”, ἐκείνους παραμυθούμενος. Μή γάρ νομίσητε,
φησίν, ὅτι ὑμεῖς αἴτιοι τούτων· ἐγώ εἰμι ὁ ταῦτα κατασκευάζων, ἐπειδή οὕτω
διάκεινται. Μή τοίνυν θορυβεῖσθε, ὡς παρά προσδοκίαν τῶν πραγμάτων γινομένων.
Διά τοῦτο ἦλθον, ὥστε πόλεμον ἐμβαλεῖν· τοῦτο γάρ ἐμόν ἐστι τό θέλημα. Μή τοίνυν
θορυβεῖσθε πολεμουμένης, ὡς ἐπιβουλευομένης τῆς γῆς. Ὅταν γάρ ἀποσχισθῇ
τό χεῖρον τότε λοιπόν τῷ κρείττονι συνάπτεται ὁ οὐρανός(Ε.Π.Ε. 10,
492-494).
»”Ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοί αὐτοῦ”. Καί γάρ καί ἐπί τῶν Ἰουδαίων τοιοῦτόν
τι συνέβη. Ἦσαν γάρ προφῆται καί ψευδοπροφῆται, καί ὁ δῆμος ἐσχίζετο καί αἱ οἰκίαι διῃροῦντο·
καί οἱ μέν τούτοις ἐπίστευον, οἱ δέ ἐκείνοις. Διά τοῦτο παραινεῖ ὁ προφήτης
λέγων. “Μή πιστεύετε ἐν φίλοις, μηδέ ἐλπίζετε ἐπί ἡγουμένοις· ἀλλά καί ἀπό τῆς
συγκοίτου σου φύλαξαι τοῦ ἀναθέσθαι τι αὐτῇ” καί∙ “Ἐχθροί τοῦ ἀνδρός οἱ ἄνδρες
οἱ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ”» (Ε.Π.Ε. 10,
498).
Κατά τόν
Χρυσορρήμονα λοιπόν Ἰωάννη εἰρήνη καί ὁμόνοια δέν ὑφίσταται σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο,
ὅταν εἴμεθα ἑνωμένοι μέ τούς ἔχοντας ἀνίατη καί κολλητική ἀσθένεια, ἀλλά ὅταν ἀποκοπτόμεθα
ἀπό αὐτούς. Τότε, ἀναφέρει ὁ ἅγιος, μέ τό ὑγιαῖνον μέρος συνάπτεται ὁ οὐρανός: «ὅταν γάρ ἀποσχιστῇ
τό χεῖρον, τότε λοιπόν τῷ κρείττονι συνάπτεται ὁ οὐρανός». Δηλαδή ἑνωνόμεθα μέ τόν Θεό καί τούς Ἁγίους, ὅταν
ἀπομακρυνθοῦμε καί ἀποσχιστοῦμε ἀπό τούς ἀνιάτως ἔχοντας περί τήν πίστιν, οἱ ὁποῖοι
μάλιστα εἶναι ἐχθροί κατά τήν διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης διότι μᾶς ἐμποδίζουν
εἰς τήν εὐσέβεια καί τήν εὐσεβῆ πίστι.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Δαμασκηνός, ἐπίσης, διδάσκει σαφέστατα τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τόν οἱονδήποτε μᾶς
ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό: «Ὅταν δέ ἡ τῶν γονέων σχέσις καί φιλία πρός αὐτόν
φέρῃ τόν κίνδυνον τήν ψυχήν καί τοῦ δημιουργοῦ πόρρῳ ποιῇ, ἐκκόπτειν ταύτην
παντάπασι προστετάγμεθα, καί μηδόλως εἴκειν τοῖς χωρίζουσι ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ, ἀλλά
μισεῖν τούτους καί ἀποστρέφεσθαι, κἄν πατήρ ὁ τά ἀπευκταῖα ἐπιτάττων εἴη, κἄν
μήτηρ, κἄν βασιλεύς, κἄν τῆς ζωῆς αὐτῆς κύριος» (Δαμασκηνοῦ Ἰω., Βαρλαάμ και Ἰωάσαφ, κεφ. ΧΧV, T.L.G., p. 376, l. 12).
Ὁ Ἁγιος
Κύριλλος Ἀλεξανδρείας κάνει τήν ἴδια διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος τούτου: «”Καί
ἐχθροί τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκειακοί αὐτοῦ”.Ἐχθροί μέν οὖν καθό καί ἑτερόφρονες· φίλοι
δέ καί οὐν εἰς μακράν, ὡς ἐν ὁμοψυχίᾳ πίστεως καί ὡς ἐν ἑνότητι Πνεύματος καί ἀγάπης
τῆς ἐν Χριστῷ» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις εἰς τόν Προφήτην
Ἀγγαῖον, T.L.G., v. 2, p.e 280, l. 1).
Ὁ Ἰωσήφ ὁ Βρυέννιος, ὁμιλῶν δι’ αὐτήν τήν θεομίσητον ὁμόνοια, ἡ ὁποία γίνεται εἰς
βάρος τῆς πίστεως, καί διά τήν θεάρεστον διάστασιν, ἡ ὁποία διατηρεῖ ἀλώβητον
τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί γίνεται χάριν αὐτῆς, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καλόν τό εἰρηνεύειν πρός πάντας, ἀλλ᾿ ὁμονοοῦντας πρός τήν εὐσέβειαν· ἡ
γάρ εἰρήνη μετά τοῦ δικαίου καί πρέποντος, κάλλιστόν ἐστι κτῆμα καί λυσιτελέστατον,
μετά δέ κακίας ἤ δουλείας ἐπονειδίστου, πάντων αἴσχιστον τε καί βλαβερώτατον· ὅτι ἔστι κακή ὁμόνοια καί καλή διαφωνία·
ἔστι σχισθῆναι καλῶς καί ὁμονοῆσαι κακῶς· οἷς
γάρ ἡ φιλία πρόξενος ἀπωλείας, τούτοις τό μῖσος ἀρετῆς ὑπόθεσις γίνεται· καί κρείσσων ἐμπαθοῦς ὁμονοίας ἡ ὑπέρ ἀπαθείας
διάστασις» (Ἰωσήφ
Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα, τομ. Α΄, σελ. 410, ἐκδόσεις Ρηγόπουλου).
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, τέλος, ἐπί τοῦ θέματος τῆς κακῆς ὁμονοίας καί τῆς
καλῆς καί θεαρέστου διαστάσεως ἀναφέρει τά ἑξῆς:«Οὐδὲν γὰρ οὕτως ἰσχυρὸν εἰς
ὁμόνοιαν τοῖς γνησίοις τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ὡς ἡ περὶ Θεοῦ συμφωνία· καὶ οὐδὲν οὕτως ἕτοιμον εἰς διάστασιν,
ὡς ἡ περὶ τοῦτο διαφωνία. Καὶ γὰρ ὁ τὰ ἄλλα ἐπιεικέστατος περὶ τοῦτο θερμότατος,
καὶ ὁ πραῢς ὄντως γίνεται μαχητής, ὅταν
ἴδῃ μακροθυμίᾳ Θεὸν ζημιούμενος, μᾶλλον δὲ Θεὸν ζημιῶν τῷ ἑαυτοῦ πτώματι, τὸν ἡμᾶς πλουτοῦντά
τε καὶ πλουτίζοντα» (Ε.Π.Ε. 1, 248, 15).
Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει, σύμφωνα μέ τόν θεολόγο, διαφωνία στά
θέματα τῆς πίστεως, τότε ὑπάρχει ἡ διάστασις, τότε ὁ ἐπιεικής γίνεται θερμός
καί ὁ πρᾶος μαχητής, προκειμένου νά μήν ζημιωθῆ ὁ ἴδιος καί νά μήν ζημιώση τόν ἴδιο
τόν Θεόν μέ τήν πραότητα καί μακροθυμία του.
Ὡς ἐκ τούτου οἱ Πατέρες, στό χωρίο αὐτό τῆς
Καινῆς Διαθήκης, δέν εἶδον ὡς ἐχθρούς τῶν Ὀρθοδόξων μόνο τούς κατά σάρκα οἰκιακούς
των, ἀλλά καί τούς κατά πνεῦμα· δηλαδή εἶδαν τό θέμα ἐκκλησιαστικῶς καί μᾶς ἐδίδαξαν
ὅτι γίνονται ἐχθροί μας καί πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς, ὅσοι διαστρέφουν
τήν πίστι καί μᾶς ὁδηγοῦν στήν αἵρεσι. Ἄν δέν ὑπάρχη αὐτή ἡ ἀπομάκρυνσις καί
διάστασις, τότε δέν εἰρηνεύουμε μέ τόν οὐρανό καί ζημιούμεθα αὐτόν τόν ἴδιο τόν
Θεό, δηλαδή ἔχοντας ἑνότητα ἐκκλησιαστική μέ τούς αἱρετικούς ἔχομε διάστασι
συγχρόνως μέ τόν Θεό. Ἀντιθέτως δε, ἔχοντας ἐκκλησιαστική διάστασι μέ τούς αἱρετικούς,
ἔχουμε ἑνότητα, ὁμόνοια καί εἰρήνη μέ τόν Θεό.
Β΄ Μέρος
12) Ματθ.
12,33: «Ἤ ποιήσατε τό
δένδρον καλόν, καί τόν καρπόν αὐτοῦ καλόν, ἤ ποιήσατε τό δένδρον σαπρόν, καί
τόν καρπόν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ γάρ τοῦ καρποῦ τό δένδρον γινώσκεται».
Τό χωρίον αὐτό
εἶναι ὄντως καταλυτικόν γιά τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι μᾶς διδάσκει νά
ἐρευνοῦμε καί νά ἐξετάζουμε ἄν εἶναι ὑγιές καί σωστό τό δένδρο ἀπό τούς καρπούς
πού παράγει. Εἶναι δέ συναφές τό χωρίο τοῦτο τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ τό Ματθ. 7, 17-20,
καθώς καί μέ τό Λουκ. 6, 43-44.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό χωρίον αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Καί γάρ ἡ τοῦ δένδρου
διάκρισις ἀπό τοῦ καρποῦ φαίνεται, οὐχ ὁ καρπός ἀπό τοῦ δένδρου·ὑμεῖς δέ
τουναντίον ποιεῖται. Εἰ γάρ καί τό δένδρον τοῦ καρποῦ αἴτιον ἀλλ’ ὁ καρπός τοῦ
δένδρου γνωριστικός. Καί ἀκόλουθον ἦν ἤ καί τά ἔργα
διαβάλλειν ἡμᾶς αἰτιωμένους ἤ τοῦτα ἐπαινοῦντας καί ἡμᾶς τούς ἐργαζομένους τῶν ἐγκλημάτων
ἀπαλλάττειν τούτων. Νῦν δέ τουναντίον ποιεῖτε· τοῖς γάρ ἔργοις οὐδέν ἐγκαλεῖν ἔχοντες,
ὅπερ ἐστίν ὁ καρπός, τήν ἐναντίων περί τοῦ δένδρου φέρετε ψῆφον, ἐμέ δαιμονῶντα
καλοῦντες, ὅπερ ἐσχάτης ἐστί παροινίας. Καί γάρ ὅπερ ἔμπροσθεν εἶπε τοῦτο καί νῦν
κατασκευάζει, ὅτι οὐ δύναται δένδρον ἀγαθόν καρπούς πονηρούς ποιεῖν, οὐδ’ αὖ
τουναντίον πάλιν. Ὥστε παρά πᾶσαν ἀκολουθίαν καί φύσιν αὐτῶν τά ἐγκλήματα (Ε.Π.Ε. 11,
108, 2).
Ὁ Χρυσορρήμων
λοιπόν πατήρ ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο μᾶς διδάσκει ὅτι: «ἡ τοῦ δένδρου
διάκρισις ἀπό τοῦ καρποῦ φαίνεται, οὐχ ὁ καρπός ἀπό τοῦ δένδρου». Δηλαδή, ἄν ὁ
καρπός εἶναι καλός, σημαίνει ὅτι καί τό δένδρον εἶναι ὑγιές καί καλό ἤ τό ἀντίθετο.
Διότι, ὅπως θαυμάσια ἐξηγεῖ, «ὁ καρπός τοῦ δένδρου γνωριστικός».
Οἱ καρποί ὡς ἐκ τούτου τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι σάπιοι καί
δαιμονικοί καί τούς ἔχομε ἀναφέρει πάλιν καί πολλάκις (π.χ. ἔνταξις στό Π.Σ.Ε, ἄρσις
τῶν ἀναθεμάτων, ἀναγνώρισις τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν κ.λπ.). Αὐτοί ὅμως οἱ
καρποί δέν εἶναι προσωπικοί, δηλαδή κάποιοι Οἰκουμενιστές ἐξέπεσον εἰς αὐτές
τίς αἱρέσεις, ὅπως συνέβαινε καί παλαιότερα μέ διαφόρους αἱρετικούς, ἀλλά εἶναι
ἐκκλησιαστικοί, δηλαδή εἶναι ἡ γραμμή καί πορεία τῆς νεοεποχίτικης «Ὀρθοδόξου» Ἐκκλησίας
τῶν Οἰκουμενιστῶν. Αὐτό ἄλλωστε τό διακηρύττουν εὐκαίρως ἀκαίρως οἱ ἴδιοι, διά νά ἀπαλλαγοῦν προφανῶς τῆς προσωπικῆς εὐθύνης,
καί ἀναφέρουν ὅτι ὅ,τι κάνουν καί ἀποφασίζουν, τό κάνουν συνοδικῶς ἤ
πανορθοδόξως. Θά ἦταν ἀσυγκρίτως καλύτερο νά ἔπραττον αὐτές τίς προδοσίες σέ
προσωπικό ἐπίπεδο, διότι τότε θά ἐξέπιπτον ὡς ἄτομα, ἐνῶ τώρα συμπαρασύρουν καί
ὅλους ὅσους τούς ἀκολουθοῦν καί τούς ἀναγνωρίζουν ὡς ποιμένες καί Ἐπισκόπους. Ἐφ’
ὅσον λοιπόν ἀπό τόν καρπό γινώσκεται τό δένδρο ἀποδεικνύουν ὅτι τό δένδρο αὐτό ἡ
Ἐκκλησία τους καί ἡ Σύνοδος τους εἶναι σαπρά (σάπια) καί δι’ αὐτό παράγει τέτοιους
καρπούς.
Ἐδῶ πάλι δέν δύνανται οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι νά ἐπικαλεσθοῦν τήν ἀποστολική
διαδοχή διά νά ἀποδείξουν ὅτι ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, διότι ἔτσι
βαδίζουν ἀντιθέτως στήν Γραφή καί στόν Χρυσορρήμονα ἅγιο, προσπαθώντας νά ἀποδείξουν
ἀπό τό δένδρο τόν καρπό. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο καί οἱ Ἑβραῖοι διαλεγόμενοι μέ τόν Κύριο ἔλεγον ὅτι εἶναι τέκνα καί ἀπόγονοι
τοῦ Ἀβραάμ, ἐνῶ ὁ Χριστός τούς ἀπεκάλεσε «γεννήματα ἐχιδνῶν», προφανῶς ἐπειδή
οἱ καρποί των καί τά ἔργα των δέν συμφωνοῦσαν μέ τόν Ἀβραάμ.
Δι’ αὐτό ὁ Χρυσόστομος πατήρ, ἑρμηνεύοντας ὅλα αὐτά τά χωρία πού ὁμιλοῦν
δι’ αὐτό τό θέμα ἀναφέρει: «Καί γάρ ὅπερ ἔμπροσθεν εἶπε, τοῦτο καί νῦν
κατασκευάζει, ὅτι οὐ δύναται
δένδρον ἀγαθόν καρπούς πονηρούς ποιεῖν, οὐδ’ αὖ τοὐναντίον πάλιν». Τό «οὐδ’ αὖ
τουναντίον πάλιν» σημαίνει ὅτι οὔτε το πονηρό δένδρο δύναται να κάνη καλούς
καρπούς. Δι’ αὐτόν
τόν λόγο δέν δύνανται οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι νά καταδικάσουν π.χ. τήν αἵρεσι
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τούς αἱρετικούς ὀνομαστικῶς (Παπικούς, Προτεστάντες,
Μονοφυσίτες κλπ), τίς συμπροσευχές καί συνιερουργίες, διότι ὡς πονηρά δένδρα
δέν δύνανται νά παράγουν ἀγαθούς καρπούς.
Δυστυχῶς οἱ Ἀντιοικουμενιστές ἀντίθετα πρός τήν Ἁγία Γραφή καί τίς ἑρμηνεῖες
τῶν Ἁγίων περιμένουν ἀπό τό σαπρό δένδρο ἀγαθούς καρπούς (π.χ. νά καταδικάσουν
τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές ἤ νά λάβουν Συνοδικῶς ὀρθόδοξες
ἀποφάσεις). Προφανῶς ὅμως ἀναγκάζονται νά τηροῦν αὐτή τήν στάσι, διότι δέν
θέλουν ν’ ἀποδεχθοῦν ὅτι εἶναι καί αὐτοί ἐνσωματωμένοι καί κλάδοι αὐτοῦ τοῦ σαπροῦ δένδρου.
Ἄρα λοιπόν γιά νά παράγουν αὐτούς τούς καρπούς οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, καί
μάλιστα ὄχι σέ προσωπικό ἀλλά σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, σημαίνει ὅτι δέν εἶναι
κλάδοι τοῦ ἀποστολικοῦ δένδρου, ἀλλά ἐξεκόπησαν διά τῆς αἱρέσεως ἤ ἀποτελοῦν
πλέον ἄλλο δένδρο σαπρόν πού παράγει ἀνάλογους καρπούς. «Ἐκ γάρ τοῦ καρποῦ τό δένδρο
γινώσκεται». Ὅλοι δέ αὐτοί πού τούς ἀκολουθοῦν καί τούς ἀναγνωρίζουν
ὡς ποιμένες καί Ἐπισκόπους, ἀνήκουν καί αὐτοί σ’ αὐτό τό δένδρο τό σαπρόν
τό ὁποῖο παράγει αὐτούς τούς αἱρετικούς καρπούς.
Πρέπει ἐπίσης
νά καταστήσουμε σαφές ὅτι καί οἱ σύγχρονοι γέροντες, τούς ὁποίους ἔχουν οἱ Οἰκουμενιστές
καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές ὡς βιτρίνα, δέν εἶναι καρποί αὐτοῦ τοῦ σαπροῦ Οἰκουμενιστικοῦ
δένδρου, ἄν καί τυπικά ἀνῆκαν σ’ αὐτό. Διότι ἐδῶ ὀνομάζομε καρπούς τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ
σαπροῦ δένδρου τήν αἱρετική γραμμή καί τίς αἱρετικές διδασκαλίες καί τά ἀποτελέσματά
των, βασικώτερα τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ἄμβλυνσις τοῦ κριτηρίου τῆς πίστεως καί ὁ ἐθισμός
τῶν Ὀρθοδόξων στήν αἵρεσι. Οἱ σύγχρονοι γέροντες ὅμως ὄχι μόνον δέν εἶχαν αὐτές
τίς ἀντιλήψεις, ἀλλά καί τό λάθος των στό θέμα τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπό τούς αἱρετικούς
δέν τό ἔκαναν πρός ἐφησυχασμό καί βόλεμα, ἀλλά κινούμενοι ἀπό ἀγαθή προαίρεσι,
πρᾶγμα τό ὁποῖο ἀποδεικνύει ἡ ὅλη βιοτή των, παρέμειναν δέ τυπικά στόν Οἰκουμενισμό,
φοβούμενοι προφανῶς μήν μεταπέσουν στά σχίσματα τῶν Παλαιημερολογιτῶν. Ὁ
γνήσιος καρπός αὐτοῦ τοῦ σαπροῦ Οἰκουμενιστικοῦ δένδρου στό θέμα τῶν συγχρόνων ἁγιοποιήσεων
εἶναι ὁ Χρυσόστομος Σμύρνης, διότι ἐταυτίζετο πλήρως μέ ὅλες τίς Οἰκουμενιστικές
αἱρέσεις καί μάλιστα εἶχε πολύ περισσότερες ἀπό αὐτές πού πρεσβεύει σήμερα ὁ Οἰκουμενισμός
καί ὁπωσδήποτε τίς εἶχε στόν ὑπερθετικό βαθμό.
13) Ματθ.
15,14: «Ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοί τυφλῶν· τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι
εἰς βόθυνον πεσοῦνται».
Τό χωρίον αὐτό τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁμιλεῖ διά τήν πνευματική τυφλότητα καί
τήν πνευματική καθοδήγησι, ἐφ’ ὅσον ὁ Κύριος ἀναφέροντάς το, ἀπευθύνετο εἰς τούς
Φαρισαίους. Ἄλλωστε, ὁ σωματικά τυφλός, εἶναι φυσικῶς καί ἀνθρωπίνως ἀδύνατον
νά ὁδηγῆ κάποιον ἄλλο τυφλό. Ἡ πνευματική δέ τυφλότης ἤ ἡ πνευματική καθοδήγησι
ἔχει δύο διαστάσεις.
Ἡ μία εἶναι ἡ ἠθική καί πνευματική, κατά τήν ὁποία κάποιος εἶναι ἀνήθικος,
φιλάργυρος, ἐγωϊστής κ.λπ. καί καθοδηγεῖ ἄλλους, ἐπειδή π.χ. ἔχει ἕνα ἐκκλησιαστικό
ἀξίωμα τοῦ Ἐπισκόπου, τοῦ Πνευματικοῦ κ.λπ.
Ἡ δεύτερη, ἡ
σημαντικώτερη, εἶναι ἡ δογματική, κατά τήν ὁποία, κάποιος ἔχει τήν πνευματική
καθοδήγησι ἤ διαποίμανσι ἐξ’ αἰτίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του ἀξιώματος καί
συγχρόνως εἶναι αἱρετικός, εἴτε διότι ἔπεσε σέ κάποια αἵρεσι ἐκ τῶν ὑστέρων, εἴτε
διότι ἐχειροτονήθηκε ἀπό ὁμοίους του αἱρετικούς, ἀκριβῶς διότι συμφωνοῦσε μέ αὐτούς
εἰς τήν αἵρεσι, ὅπως ἐγίνετο παλαιά μέ τούς Ἀρειανούς, τούς Εἰκονομάχους κ.λπ.
καί ὅπως γίνεται σήμερα μέ τούς Οἰκουμενιστές.
Ἡ ἀντιμετώπισις
αὐτῶν τῶν δύο περιπτώσεων ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ πρός τούς ποιμένες πρέπει νά εἶναι
διαφορετική. Αὐτό τό ἐξηγεῖ θαυμάσια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας
τό χωρίον τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε
κ.λπ.» Στήν ἀρχή τῆς ὁμιλίας του ἀναφέρεται στό πόσο κακό εἶναι ἡ ἀναρχία,
καί μάλιστα μέσα στήν Ἐκκλησία, καί μέ διάφορες παρομοιώσεις ἀπό τήν κοσμική
ζωή ἀποδεικνύει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὑπακοῆς πρός αὐτούς πού ἔχουν τήν ἐξουσία: «Κακόν μέν ἡ ἀναρχία
πανταχοῦ, καὶ πολλῶν ὑπόθεσις συμφορῶν, καὶ ἀρχὴ ἀταξίας καὶ συγχύσεως·
μάλιστα δὲ ἐν Ἐκκλησίᾳ τοσοῦτον ἐπισφαλεστέρα ἐστίν, ὅσον καὶ τὸ τῆς ἀρχῆς μεῖζον
καὶ ὑψηλότερον. Ὥσπερ γάρ, ἂν χοροῦ τὸν κορυφαῖον ἀνέλῃς, οὐχὶ κατὰ μέλος καὶ κατὰ
τάξιν ὁ χορὸς ἔσται, καὶ φάλαγγος στρατοπέδου τὸν στρατηγὸν ἂν ἀποστήσῃς, οὐκ ἔτι
ῥυθμῷ καὶ τάξει τὰ τῆς παρατάξεως ἔσται, καὶ πλοίου τὸν κυβερνήτην ἐὰν περιέλῃς,
καταδύσεις τὸ σκάφος· οὕτω καί, ποιμνίου τὸν ποιμένα ἐὰν ἀποστήσῃς, πάντα ἀνέτρεψας
καί ἠφάνισας» (Ε.Π.Ε. 25,
370).
Ἐν συνεχείᾳ
ἀναφέρεται στήν ἀπείθεια καί ἀνυπακοή τοῦ λαοῦ πρός τούς ἐκκλησιαστικούς ἄρχοντας,
καί διδάσκει ὅτι ἡ ἀνυπακοή τοῦ λαοῦ στούς ἐκκλησιαστικούς ἄρχοντας συνεπάγεται
τιμωρία καί κόλασι. «Κακόν μέν οὖν ἡ ἀναρχία καί ἀνατροπῆς ὑπόθεσις, κακὸν
δὲ οὐχ ἧττον καὶ ἡ ἀπείθεια τῶν ἀρχομένων· τὸ αὐτὸ γὰρ γίνεται πάλιν. Λαὸς γὰρ ἄρχοντι
μὴ πειθόμενος, ὅμοιός ἐστι τῷ μὴ ἔχοντι, τάχα δὲ καὶ χείρων· ἐκεῖ μὲν γὰρ καὶ
συγγνώμην ἔχουσιν ὑπὲρ τῆς ἀταξίας, ἐνταῦθα δὲ οὐκέτι, ἀλλά καί κολάζονται».
Κατόπιν ὁ ἅγιος
ἀναφέρεται στό τρίτο κακό τό ὁποῖο ἐπιτελεῖται στήν περίπτωσι πού ὁ ἐκκλησιαστικός
ἄρχοντας εἶναι κακός. Ἐδῶ ὁ ἅγιος δηλώνει ἀπερίφραστα ὅτι αὐτό εἶναι τό
χειρότερο κακό, διότι αὐτοί πού θά ἀκολουθήσουν τόν κακό ἄρχοντα ὁπωσδήποτε θά ὑποστοῦν
ναυάγια καί καταστροφή. «Ἄλλ’ ἴσως ἐρεῖ τις ἡμῖν, ὅτι ἔστι καὶ τρίτον
κακόν, ὅταν ὁ ἄρχων ᾖ κακός. Οἶδα κἀγώ, καὶ οὐ μικρὸν τοῦτο κακόν, ἀλλὰ
καὶ τῆς ἀναρχίας πολλῷ κάκιον· κρεῖττον
γὰρ ὑπὸ μηδενὸς ἄγεσθαι ἢ ὑπὸ κακοῦ ἄγεσθαι. Ὁ μὲν γὰρ πολλάκις μὲν ἐσώθη, πολλάκις
δὲ ἐκινδύνευσεν· οὗτος δὲ πάντως
κινδυνεύσει, εἰς βάραθρα ἀγόμενος».
Μετά ἀπό ὅλη αὐτή τήν διδασκαλία περί ἀρχόντων καί ἀρχομένων ἑρμηνεύει τό χωρίο
τοῦ ἀποστόλου Παύλου «Πείθεσθε
τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε» καί διδάσκει τό ποῦ αὐτό ἀναφέρεται.
Διδάσκει ὁ ἅγιος ὅτι, ὅταν ὁ ἐκκλησιαστικός ἄρχοντας σφάλλει στά θέματα τῆς
πίστεως, πρέπει νά φεύγωμε μακρυά ἀπό αὐτόν, ἐνῶ ὅταν σφάλλει σέ ὅλα τά ἄλλα
θέματα δέν πρέπει ὄχι μόνο νά φεύγωμε, ἀλλά οὔτε καί νά τά ἐξετάζωμε. «Πῶς οὖν ὁ Παῦλος φησί· ”πείθεσθε
τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε”; Ἀνωτέρω
εἰπών,”ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν”,τότε εἶπε, ”πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε”. Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ
μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ
μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε
αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα,ἀλλ’ ἀπό τῆς θείας
Γραφῆς» (Ὡς ἀνωτ. σελ. 372).
Ἐν συνεχείᾳ,
ἀφοῦ ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς τά ὁποῖα συνηγοροῦν σ’ αὐτήν
τήν διδασκαλία, ἀναφέρει ὅτι τό χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς «μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε» ἀναφέρεται σέ ὅλα τά ἄλλα θέματα, πλήν
τῶν θεμάτων τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως «ἐπεί
καί τό “μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε” περί βίου ἐστίν, οὐ περί πίστεως». Δηλαδή, ὅταν οἱ ἐκκλησιαστικοί ἄρχοντες
σφάλλουν στά θέματα τῆς πίστεως, ὄχι μόνο θά τούς κρίνομε, ἀλλά καί εἴμεθα ὑποχρεωμένοι
νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτούς.
Ἐπανερχόμενοι μετά τίς ἑρμηνευτικές διευκρινίσεις καί διδασκαλίες τοῦ
Χρυσορρήμονος, στό χωρίο τοῦ Ματθαίου (15,14)«τυφλός δέ τυφλόν ἐάν ὁδηγῆ, ἀμφότεροι,
εἰς βόθυνον πεσοῦνται»ἀναφέρομε, ὅτι αὐτό τό χωρίον καί ἡ διδασκαλία τοῦ ἰδίου
τοῦ Χριστοῦ, ἀναφέρεται κατ’ ἐξοχήν καί πρωτίστως εἰς τά θέματα τῆς πίστεως. Διότι,
ἐάν ἀκολουθοῦμε τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται
καί εἶναι τυφλοί ἐξ’ αἰτίας τῆς αἱρέσεως, εἶναι φυσικό νά πέσωμε μαζί των στόν
γκρεμό καί στό βάραθρο τῆς αἱρέσεως, ἐφ’ ὅσον αὐτοί, ὡς ἐκπρόσωποί μας, ἀποφασίζουν
καί ἐπιτελοῦν τίς προδοσίες τῆς πίστεως. Τό σημαντικό δέ, εἰς αὐτήν τήν
περίπτωσι, εἶναι ὅτι οἱ ἔγκριτοι ἑρμηνευτές τῆς Ἁγίας Γραφῆς διδάσκουν εἰς τό
συγκεκριμένο χωρίο ὅτι ὁ Κύριος ἀπεκάλεσε ἔτσι τούς Φαρισαίους διά νά ἀπομακρύνη
τόν λαό ἀπό αὐτούς.
Εἶναι φανερό καί σαφέστατο ὅτι ὁ Κύριος, στό χωρίο αὐτό, δέν ἀφήνει περιθώρια
σωτηρίας σέ ὁποιονδήποτε ἔχει καί ἀκολουθεῖ τυφλόν ὁδηγό. Δέν θά σωθῆ, δηλαδή
κάποιος, ἔστω καί ἄν ἀπό ἄγνοια ἤ κακή διάγνωσι ἤ ἔλλειψι διακρίσεως, ἀκολουθήσει
τυφλόν ὁδηγό. Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ πλήρης διαφωνία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν μέ τήν Ἁγία
Γραφή, διότι αὐτοί διδάσκουν ὅτι τυφλός καθίσταται κάποιος μετά τήν ἀπόφασι τῆς
Συνόδου, ἐνῶ πρίν ἀπό αὐτήν εἶναι κανονικός Ἐπίσκοπος εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Ἐπίσης διδάσκουν (τό κυριώτερο) ὅτι δέν βλάπτονται οὔτε μολύνονται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική
ἐπικοινωνία μέ αὐτόν τόν τυφλό ὁδηγό Ἐπίσκοπο, ἐφ’ ὅσον ἔχουν Ὀρθόδοξο φρόνημα.
Ὁ Μ. Βασίλειος ἀντιθέτως πρός τούς Ἀντιοικουμενιστές διδάσκει τά ἑξῆς: «Προτρέπεται
ἡμᾶς ὁ λόγος, μή ἄγεσθαι ὑπό τῆς πιθανότητος τῶν ἑτεροδόξων· μανία γάρ
σαφής, ἐξεστηκόσιν ἀκολουθεῖν. Γνώρισον αὐτούς ὅτι ἐξέστησαν. Ἔξω εἰσί τῆς ὁδοῦ,
τῆς προς Θεόν ἀγούσης· μή χρήσῃ αὐτοῖς ὁδηγοῖς, μή ποτε ἀχθῇς ὑπ’ αὐτῶν εἰς
κρημνόν καί βάραθρον. Τυφλός γάρ ἐάν τυφλόν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται» (Μ.
Βασιλείου, Εἰς τόν Προφήτην Ἡσαΐαν, κεφ. ιστ΄, T.L.G., c. 16, s. 305, l. 21).
Εἶναι θαυμάσια καί καταλυτική ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἡ
διδασκαλία αὐτή τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύοντας τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου
ἀναφέρει σαφῶς καί ἀπεριφράστως ὅτι εἶναι μανία (τρέλα) καθαρή (σαφής) τό νά ἀκολουθῆς
τούς διεστραμμένους καί αἱρετικούς. Αὐτήν, λοιπόν ἀκριβῶς, τήν μανία (τρέλα) τήν ἐβάπτισαν οἱ
Ἀντιοικουμενιστές διάκρισι, καί τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτούς (τούς αἱρετικούς καί
διεστραμμένους) τήν ἐβάπτισαν σχίσμα καί ἔξοδο ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τραγική ὄντως ἀντίθεσις μέ τήν Ἁγία Γραφή
καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων.
Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἀναφέρει τά ἑξῆς ἑρμηνεύοντας τό ἐν λόγῳ χωρίο: «Ἀπεγνωσμένων δέ
ὄντων τῶν Φαρισαίων καί ἀνιάτων εἶπε τό «Ἄφετε αὐτούς». Ἐντεῦθεν
οὖν μανθάνομεν ὅτι τό σκανδαλίζεσθαι τούς ἑκοντί σκανδαλιζομένους καί ἀνιάτους,
οὐκ ἔστιν ἡμῖν βλαβερόν· διδασκάλους δέ
αὐτούς λέγει τυφλούς τυφλῶν τοῦτο δέ φησίν
ὡς ἄν ἀποστήση ἀπ’ αὐτῶν τούς ὄχλους» (P.G. 123, 308Β).Δηλαδή ὁ λαός ἔπρεπε
νά ἀπομακρυνθῆ ἀπό τούς Φαρισαίους, οἱ ὁποῖοι τόν ὡδηγοῦσαν διεστραμμένα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὁ ἄριστος τῶν ἑρμηνευτῶν ἀναφέρει εἰς τήν ἑρμηνεία
αὐτοῦ τοῦ χωρίου τά ἑξῆς: «...εἶτα καί τό πλῆθος ἀποσχίζων αὐτῶν ὡς μέλλον
εἰς βάραθρον ἐμπίπτειν δι’ αὐτούς, φησίν “Τυφλός,
τυφλόν ἐάν ὁδηγεῖ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον ἐμπεσοῦνται”. Μέγα μέν κακόν καί τυφλόν εἶναι· τό
δέ καί τοιοῦτον ὄντα μήτε ἔχει τόν χειραγωγόν, καί ὁδηγοῦ τάξιν ἐπέχειν, διπλοῦν
καί τριπλοῦν ἔγκλημα. Εἰ γάρ τό μή ἔχειν ὁδηγόν τόν τυφλόν ἐπισφαλές, πολλῶ μᾶλλον
τό καί ἑτέρῳ τοῦτο βούλεσθαι εἶναι»(Ε.Π.Ε. 11, 384, 9).
Νομίζω ὅτι
μέ αὐτές τίς ἑρμηνεῖες τῶν Πατέρων, ἄν κάποιος δέν ἔχει κακή προαίρεσι, θά
πρέπει νά εἶναι ὄντως τυφλός, ἄν ἰσχυρίζεται ὅτι πρέπει νά μήν ἀπομακρυνθοῦμε
καί ἀποτειχιστοῦμε ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους, γιά νά μήν ἐξέλθουμε
τῆς Ἐκκλησίας, γιά νά μήν κάνουμε σχίσμα κ.λπ. Διότι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι, ὄχι
μόνο εἶναι τυφλοί στά θέματα τῆς πίστεως, ὄχι μόνο ἀπαιτοῦν νά ὁδηγοῦν στήν προδοσία
καί στόν γκρεμό τούς πιστούς, ἀλλά ἔγιναν ἐπίσκοποι γιά νά ἐπιτελέσουν αὐτόν
τόν συγκεκριμένο σκοπό, καί ἐπελέγησαν ὡς κατάλληλοι ἀπό ἄλλους ὁμοίους των, μετά
ἀπό ἐξετάσεις πού ἔδωσαν, ὅτι θά εἶναι πιστοί σ’ αὐτό πού ἐπελέγησαν νά ἐπιτελέσουν.
14) Ματθ.
16, 17-18: «Καί ἀποκριθείς
ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σάρξ καί αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ
σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. κἀγώ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν, καί πύλαι ᾅδου
οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
Αὐτά τά
λόγια τοῦ Κυρίου πρός τήν ὁμολογία τοῦ Πέτρου φαίνονται ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι δέν
ἔχουν κάποια σχέσι μέ τήν παροῦσα ὑπόθεσι τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς
Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους· ἐπειδή ὅμως γίνεται εὐρεία καί ἀπροκάλυπτος διαστροφή
των, ἀπό Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές, θά ἀναφέρωμε τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων
ἐπί τοῦ θέματος τούτου, γιά νά δείξωμε τήν ἀληθινή ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου.
Διότι διαστρέφοντάς τα, καί κατά τό δή λεγόμενο«πλανῶντες καί πλανώμενοι», οἱ μέν Οἰκουμενιστές θεωροῦν Ἐκκλησία
τούς ἑαυτούς των, δηλαδή τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί, στηριζόμενοι ἀποκλειστικά
καί μόνο στήν ἀποστολική διαδοχή, διακηρύττουν ὅτι στήν Ἐκκλησία (σύμφωνα μέ τά
λόγια τοῦ Κυρίου) δέν θά κατισχύσουν οἱ πύλες τοῦ ᾅδου καί, ἄρα, αὐτοί ὡς ἐκπρόσωποί
της δύνανται νά τήν ὁδηγοῦν ὁπουδήποτε, ὁ δέ λαός εἶναι ὑποχρεωμένος νά τούς ἀκολουθῆ
καί νά τούς ἀναγνωρίζη· οἱ Ἀντιοικουμενιστές δέ πάλι, σιγοντάροντας τούς Οἰκουμενιστές
καί τρόπον τινά στηρίζοντας τους στήν αἵρεσι, θεωροῦν καί αὐτοί ὡς Ἐκκλησία τήν
αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί διδάσκουν τήν θεωρία τοῦ ἐφησυχασμοῦ καί τοῦ
βολέματος, ὅτι δηλαδή, ἐφ’ ὅσον τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου, δέν
θά κατισχύσουν «οἱ πύλες τοῦ ᾅδου», δέν πρέπει οἱ πιστοί νά ἐξέλθουν
ἀπό αὐτήν τήν αἱρετική ἐκκλησία, ἔστω δηλαδή καί ἐάν σφάλλη καί πλανηθῆ στά θέματα
τῆς πίστεως, ἀλλά ὀφείλουν ἁπλῶς καί μόνο νά διαμαρτύρωνται καί νά κάνουν ὁμολογίες
τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κατά τά ἄλλα δέ νά ἀναμένουν ἐντός τῆς αἱρέσεως τήν
διόρθωσι τῶν πραγμάτων.
Ἐδῶ γίνεται διαστροφή, σέ σημεῖο αἱρέσεως, δύο πραγμάτων. Ἀφ’ ἑνός μέν τῆς Ἐκκλησίας,
ἡ ὁποία γιά νά ὑπάρχη πρέπει νά εὑρίσκεται ἀποκλειστικῶς μόνο στόν χῶρο τῆς ἀληθείας,
ἀφ’ ἑτέρου δέ, διαστρέφεται ἡ ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου περί τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου,
οἱ ὁποῖες δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τούς ἴδιους τούς αἱρετικούς. Στήν προκειμένη
δέ περίπτωσι, ἐπειδή μᾶς ἐνδιαφέρει, σύμφωνα μέ τό ἐν λόγῳ χωρίο ἡ ἔννοια καί ἡ
Ὀρθόδοξος θέσις «τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου» προσθέτουμε ὅτι
τίς «πύλες τοῦ ᾅδου», καί οἱ Οἰκουμενιστές
καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές, τίς θεωροῦν ἀορίστως σάν μία ἔκφρασι τοῦ Κυρίου χωρίς
συγκεκριμένο νόημα ἤ ἀντικείμενο, τήν ὁποία ἀνέφερε ὁ Κύριος πρός τόν Πέτρο ἁπλῶς
καί μόνο γιά νά δηλώση τήν ἕως ἐσχάτων ὕπαρξι τῆς Ἐκκλησίας καί τήν διαιώνισί
της μέ μόνη τήν ἀποστολική διαδοχή.
Θά ἀναφέρωμε
λοιπόν, ὡς ἐκ τούτου, τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων ἐπί τοῦ θέματος τούτου, γιά νά
δείξωμε τήν ἀληθινή ἔννοια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου και, ἀκόμη, ὅτι μέ τήν ἔννοια αὐτή
καί διάστασι πού δίδουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει ἀμέσως νά ἀποτειχιστοῦμε
ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους, εἰδ’ ἄλλως τοποθετοῦμε τήν Ἐκκλησίαν
ἐντός τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου.
Ὁ
Θεοφύλακτος Βουλγαρίας κατ’ ἀρχάς, ὡς ἔγκριτος ἑρμηνευτής τῶν Εὐαγγελίων ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «...Εἰπών δέ τήν Ἐκκλησίαν μου, δείκνυσιν ἑαυτόν
δεσπότην τοῦ παντός. Θεοῦ γάρ δοῦλα τά σύμπαντα. Πύλαι δέ ᾅδου,
οἱ κατά καιρούς διῶκται, οἵ εἰς ᾅδην παρέπεμπον τούς χριστιανούς. Καί οἱ αἱρετικοί δέ, πύλαι εἰς ᾅδην
φέρουσαι· πολλῶν οὖν διωκτῶν καί πολλῶν αἱρετικῶν ὑπερίσχυσεν ἡ Ἐκκλησία...» (P.G. 123,
308Β). Σύμφωνα λοιπόν μέ τόν Θεοφύλακτον Βουλγαρίας οἱ πύλες τοῦ
ᾅδου εἶναι οἱ «κατά καιρούς διῶκται καί οἱ αἱρετικοί». Συνήθως δέ οἱ
αἱρετικοί διαχρονικά ἦσαν καί διῶκτες τῶν Ὀρθοδόξων.
Ὁ μέγας
Φώτιος ἀπαντώντας σέ σχετική ἐρώτησι ἀναφέρει τά ἑξῆς: «...Υἱόν γάρ ἀνθρώπου
ἑαυτόν ἀνειπών καί παρά τοῦ κορυφαίου Πέτρου, Υἱός τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἀναρρηθείς·
τό μέν οἷς αὐτός εἶπε, τό δέ οἷς ἀπεδέξατο ἐβεβαίωσε· διό καί μισθόν τῷ Πέτρῳ τῆς
ὀρθῆς ὁμολογίας, τάς τε κλεῖς τῆς βασιλείας ἐνεχείρισε, καί ἐπί τῇ αὐτοῦ ὁμολογίᾳ
ἐστηρίχθαι τήν ἐκκλησίαν καί κατά πυλῶν
ᾅδου καί πάσης αἱρετικῆς ἀθυροστομίας, λαμπρά φέρειν τά νικητήρια ἐκραιταίωσεν»(Ε.Π.Ε. 3,
224, 18). Καί ὁ μέγας Φώτιος λοιπόν τίς πύλες τοῦ ᾅδου τίς ἀποδίδει
ἀποκλειστικῶς καί μόνο στούς αἱρετικούς.
Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος
ὁ Πηλουσιώτης ἐπίσης σέ ἐπιστολή του ἑρμηνεύει τήν συγκεκριμένη ἔκφρασι τοῦ Κυρίου «πύλας ᾅδου» ὡς ἑξῆς: «πύλας ᾅδου» ὁ Θεῖος λόγος ἐκάλεσε
τάς τῶν ἀθέων τιμωρίας, τάς τῶν αἱρετικῶν βλασφημίας, αἷστισι πάσαις ἀνθεστῶσα ἡ
τοῦ θεοῦ ἐκκλησία, τάς μέν καταγωνίζεται, ὑπό δέ τῶν οὐ κατακυριεύεται»(Ε.Π.Ε. 1,
242, 15). Καί ὁ ἅγιος
Ἰσίδωρος λοιπόν ὁ Πηλουσιώτης τίς πύλες τοῦ ᾅδου τίς ταυτίζει μέ τίς τιμωρίες τῶν
ἀθέων καί τίς αἱρέσεις (βλασφημίες) τῶν αἱρετικῶν. Μάλιστα στό
σημεῖο αὐτό διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν καταλαμβάνεται (κατακυριεύεται) ἀπό τίς
πύλες αὐτές τοῦ ᾅδου, δηλαδή τίς αἱρέσεις.
Ὁ ὅσιος
Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τέλος συνομολογῶν τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας,
σέ ἐπιστολή του πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο ἀναφέρει ἐπί τοῦ θέματος τούτου τά ἑξῆς: «...ᾖσα ὁ ταπεινός
χαριστήρια, ὡς οὐ καταλέλοιπεν τέλεον Κύριος τήν ἐκκλησίαν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἔδειξεν ἔτι
ἔχειν τήν ἰσχύν αὐτῆς, κινήσας τούς ἀπό Δύσεως ἀδελφούς ἡμῶν ἔλεγχον τῆς παροινίας
τῶν τῇδε καί φωτισμόν τῶν νυκτομαχούντων τῇ αἱρέσει. Κἄν ἀπεσείσαντο οἱ ἀτεράμονες,
κἄν ὀφθαλμούς καρδίας οὐκ ἤνοιξαν (μαρτυριῶ ἄρτι κατενώπιον θεοῦ καί ἀνθρώπων),
ἑαυτούς ἀπέρρηξαν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τοῦ κορυφιακοῦ θρόνου, ἐν ᾧ Χριστός ἔθετο
τάς κλεῖς τῆς πίστεως, ἧς οὐ κατίσχυσαν
ἀπ' αἰῶνος οὐδ᾿ ἄν κατισχύσωσι μέχρι συντελείας πύλαι ᾃδου, τά
τῶν αἱρετικῶν δηλαδή στόματα, ὡς ἡ τοῦ ἀψευδοῦς
ὑπόσχεσις» (Φατ. 407, 564, 4). Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λοιπόν διδάσκει
καί αὐτός ἀπερίφραστα ὅτι οἱ πύλες τοῦ ᾅδου εἶναι οἱ αἱρετικοί.
Ἐπίσης ὁ Ὅσιος, ἐπί τοῦ ἰδίου θέματος, ἀναφερόμενος μάλιστα στήν μοιχειανική αἵρεσι,
ἀναφέρει τά ἑξῆς σέ ἐπιστολή του πρός τον μάγιστρο Θεόκτιστο: «Πολλοί
τοίνυν καί ἄλλοι, ἐπειδή τό βούλεσθαι καί αὐτοῖς νόμος ἐστίν οὐ θεῖος, ἀλλά ἀνθρώπινος
καί κατηγορούμενος, δεδράκασι καί δράσωσι τυχόν ἕως τοῦ αἰῶνος. ἀλλ᾿ ἡ τοῦ θεοῦ
ἐκκλησία μεμένηκεν ἀπήμαντος, κἄν πολλοῖς ἐβλήθη τοξεύμασι, καί πύλαι ᾅδου κατισχῦσαι αὐτῆς οὐ δεδύνηνται.
Οὐδέ παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράττειν τι καί λέγειν ἀνέχεται, κἄν
πολλοί πολλαχῶς ποιμένες ἠφρονεύσαντο· ἐπεί
καί συνόδους συνεκρότησαν μεγάλας καί παμπληθεῖς καί ἐκκλησίας θεοῦ ἑαυτούς ὠνομάκασιν
καί ὑπέρ κανόνων ἐφρόντισαν τό δοκεῖν, κατά κανόνων τό ἀληθές κινούμενοι» (Φατ. 24, 66, 57). Ὁ Ὅσιος λοιπόν διδάσκει ὅτι οἱ πύλες τοῦ ᾅδου,
δηλαδή οἱ αἱρετικοί, δέν ἠδυνήθησαν νά καταβάλλουν τήν Ἐκκλησία, ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία
δέν ἀνέχεται «παρά τούς κειμένους ὅρους καί νόμους πράτειν τι καί
λέγειν».
Ἡ διδασκαλία,
ὡς ἐκ τούτου, τῶν Ἁγίων Πατέρων καταρρίπτει τήν διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν
καί Ἀντιοικουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονται ὅτι σήμερα ἡ Ἐκκλησία ὁριοθετεῖται
μέσα στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δηλαδή μέσα στίς πύλες τοῦ ᾅδου. Ἐπίσης καταρρίπτει
τήν διδασκαλία ὅτι, ὅσοι εὑρίσκονται ἐκτός τῆς αἱρέσεως, δηλαδή οἱ ἀποτειχισμένοι
ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, κάνουν σχίσμα κ.λπ.
Κατ’ οὐσίαν σήμερα ὁμοθυμαδόν οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές
διδάσκουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο «στῦλος καί ἑδραίωμα
τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμόθ. 3, 15), ἀλλά στῦλος
καί ἑδραίωμα τῆς αἱρέσεως, τῆς πλάνης καί τῆς ἀπάτης, ἐφ’ ὅσον τήν ὁριοθετοῦν ἀβασάνιστα,
ἀντιπατερικῶς καί ἀντιευαγγελικῶς στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐπίσης, ἄν ὑποθέσωμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὁριοθετεῖται μέσα στήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,
ὁμολογοῦμε ἀπερίφραστα ὅτι οἱ πύλες τοῦ ᾅδου ὑπερίσχυσαν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία
ἡττήθηκε καί κατ’ οὐσίαν ἔπαυσε νά ὑπάρχη. Διότι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός,
ὁ ὁποῖος πέραν τῶν ἄλλων εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Αὐτοαλήθεια, ἡ δέ αἵρεσις εἶναι τό
ψεῦδος καί ἡ πλάνη καί δέν δύναται αὐτά τά δύο νά συνυπάρχουν, νά συμπορεύωνται
καί νά ἀλληλοπεριχωροῦνται.
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ διαστροφή τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου περί τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου,
γίνεται ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί τούς Ἀντιοικουμενιστές ἐσκεμμένα, διότι οἱ
μέν Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι δέν ἔχουν τήν αὐτοσυνειδησία καί τήν ἐντιμότητα νά ὁμολογήσουν
ὅτι οἱ πύλες τοῦ ᾅδου εἶναι οἱ ἴδιοι, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές τό θάρρος νά ὁμολογήσουν
ὅτι, γιά νά ἀνήκουν στήν ἀληθινή Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, πρέπει νά φύγουν ἀπό τίς
πύλες τοῦ ᾅδου, δηλαδή νά ἀποτειχιστοῦν πάραυτα ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους.
Γίνεται ὡς ἐκ τούτου φανερό πώς τό χωρίο αὐτό, ὀρθοδόξως ἑρμηνευόμενο, ὁδηγεῖ
ἀβίαστα στήν ἀποτείχισι, διεστραμμένα δέ καί αἱρετικά ἑρμηνευόμενο, ὁδηγεῖ στήν
δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, στόν ἐφησυχασμό καί στό βόλεμα, στήν τοποθέτησι
καί ὁριοθέτησι δικῶν μας ὅρων καί ὁρίων (κοινό ποτήριο, ἄχρι καιροῦ μνημόνευσι
κ.λπ.). Δι’ αὐτό, ὅπως προαναφέραμε, καί καταλήγοντας ἐπαναλαμβάνομε τόν λόγο
τοῦ Κυρίου περί τῶν πυλῶν τοῦ ᾅδου, καί οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές
τόν ἐκλαμβάνουν ἀόριστα καί ἀπρόσωπα καί χωρίς συγκεκριμένο νόημα καί ἀντικείμενο,
ὥστε νά μήν δυνηθοῦν οἱ ἔχοντες ἀγαθήν προαίρεσι νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό αὐτές.
15) Ματθ. 18, 8-9: «εἰ δέ ἡ χείρ
σου ἤ ὁ ποῦς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτά καί βάλε ἀπό σοῦ· καλόν σοί ἐστιν
εἰσελθεῖν εἰς τήν ζωήν χωλόν ἤ κυλλόν, ἤ δύο χεῖρας ἤ δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι
εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον. καί εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν καί
βάλε ἀπό σοῦ· καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰς τήν ζωήν εἰσελθεῖν, ἤ δύο ὀφθαλμούς
ἔχοντα βληθῆναι εἰς τήν γέενναν τοῦ πυρός».
Στό χωρίο αὐτό τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὁ Κύριος, σύμφωνα μέ τίς ἑρμηνεῖες τῶν Ἁγίων,
ὁμιλεῖ ἀλληγορικῶς καί διδάσκει τήν ἀπομάκρυνσι ἀποκοπή καί ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς
τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι εἶναι μέν κοντά μας, ὅπως τά μέλη τοῦ σώματός μας,
καί χρήσιμοι, ὅπως τά μέλη μας, πλήν ὅμως ἡ συναναστροφή μας μέ αὐτούς, καί ἡ καθ’
οἱονδήποτε τρόπο ἐπικοινωνία μας, γίνονται ἀφορμή νά παρασυρώμεθα στήν ἁμαρτία
καί νά βλαπτώμεθα ψυχικά. Αὐτή τήν ἀλληγορική ἑρμηνεία δίδουν στό συγκεκριμένο ἁγιογραφικό
χωρίο ἅπαντες οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ δέ ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τόν ἀκρωτηριασμό
τοῦ σώματός μας.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό ἀναφέρει τά ἑξῆς: «....οὐ περί
μελῶν ταῦτα λέγων ἄπαγε· ἀλλά περί
φίλων, περί τῶν προσηκόντων, οὕς ἐν τάξει μελῶν ἔχομεν ἀναγκαίων. Τοῦτο καί ἀνωτέρῳ
εἴρηκε, καί νῦν λέγει. Οὐδέν γάρ οὕτω
βλαβερόν, ὡς συνουσία πονηρά. Ὅσα γάρ ἀνάγκη μή δύναται, δύναται φιλία πολλάκις
καί εἰς βλάβην καί εἰς ὠφέλειαν. Διό μετά πολλῆς τῆς σφοδρότητος
τούς βλάπτοντας ἐκκόπτειν κελεύει,τούτους αἰνιττόμενος τούς τά σκάνδαλα
φέροντας» (Ε.Π.Ε 11Α 94, 25).Ὀλίγον δέ κατωτέρω ὁ ἅγιος ἀναφέρει καί τά ἑξῆς: «Τούς πονηρούς φησί, κἄν
σφόδρα σοι φίλοι ὦσιν, ἀπότεμνε τῆς φιλίας. Καί
λέγει λογισμόν ἀναντίρρητον. Ἄν μέν γάρ μένωσι φίλοι, οὔτε αὐτούς κερδανεῖς, καί σαυτόν προσαπολεῖς· ἄν δέ ἀποτέμνῃς,
τήν γοῦν σαυτοῦ σωτηρίαν καρπώσῃ. Ὥστε
εἴ τινός σέ φιλία βλάπτει, ἔκκοπτε ἀπό σοῦ. Εἰ γάρ τῶν ἡμετέρων μελῶν πολλά πολλάκις
ἀποτέμνομεν, ὅταν αὐτά τε ἀνιάτως ἔχῃ, καί τοῖς λοιποῖς λυμαίνεται, πολλῷ μᾶλλον
ἐπί φίλων τοῦτο ποιεῖν χρή».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος
ἐπίσης στηριζόμενος στό ἴδιο χωρίο διδάσκει τήν ἀναγκαία ἀπομάκρυνσι ἀπό οἱονδήποτε
μᾶς βλάπτει ψυχικά: «Ἐὰν οὖν, φησίν, ἔχῃς φίλον καὶ συγγενῆ ἀναγκαῖόν σοι ὄντα,
ὡς δεξιόν ὀφθαλμόν ἤ χεῖρα… και ἴδοις ἑαυτόν βλαπτόμενον τήν ψυχήν ὑπ’ αὐτοῦ, ἔκκοψον
αὐτόν ἀπό σοῦ· οὐδεμία γάρ κοινωνία φωτί πρός σκότος, μάλιστα ἐάν ὑποκρίσεώς τινος
καί δόλου μετέχωσι» (Μ. Ἀθανασίου, Ρήσεις καί ἑρμηνεῖαι Παραβολῶν
τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, Ἐρώτ. λε΄, T.L.G., v. 28, p. 721, l. 31).
Σαφῶς λοιπόν οἱ Ἅγιοι διδάσκουν, ὅτι ὁ Κύριος στό συγκεκριμένο χωρίο διδάσκει,
νά ἀποκοπτώμεθα ἀπό φίλους καί γνωστούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς βλάπτουν ψυχικά. Ἄν ἀποκοποῦμε
ἀπό αὐτούς σωζόμεθα, ἐπειδή ἀποφεύγομε τήν βλάβη πού προέρχεται ἀπό αὐτήν τήν
φιλία καί σχέσι, ἐνῶ ἄν δέν ἀποκοποῦμε καταστρεφόμεθα μαζί μέ ἐκείνους.
Ἐδῶ ὅμως
γεννᾶται τό ἐρώτημα καί δημιουργεῖται ἡ εὔλογος ἀπορία. Πῶς εἶναι δυνατόν γιά
τήν ψυχική βλάβη πού προέρχεται ἀπό φίλους καί γνωστούς ὁ Κύριος νά ἐπιτάσση τήν
ἄμεση ἀποκοπή μας ἀπό αὐτούς, προκειμένου νά σωθοῦμε, καί γιά τήν βλάβη τήν ἀσυγκρίτως
μεγαλυτέρα, ἡ ὁποία ὑπάρχει καί ὑφίσταται, ὅταν ὁ ποιμένας ἤ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός,
νά ὀφείλωμε ὑπακοή καί ἀναγνώρισι εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ μέχρις ἀποφάσεως
τῆς Συνόδου, ἤ μέχρι τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, ἤ ἄχρι καιροῦ, ἤ τέλος πάντων μέχρι
τότε πού ὁ καθένας θέσει ὅριο σ’ αὐτήν την κατά τόν Χρυσόστομο «πονηρά
συνουσία»; Πῶς δηλαδή εἶναι δυνατόν, γιά τήν μικρότερη ψυχική βλάβη νά ὑπάρχη
αὐστηρότερη καί ἄμεση ἐντολή ἀποκοπῆς, καί γιά τήν μεγαλύτερη ψυχική βλάβη νά ὑπάρχη
ἀνοχή καί ἐπιείκεια, συγχρωτισμός καί συνοδοιπορία, συναγελασμός καί ἀλληλοπαραχώρησι
και, κοντολογίς, νά ὑπάρχη ἀδιαφορία γιά τήν ψυχική μας σωτηρία, δηλαδή νά μήν ὑπάρχη
κἄν ἐντολή, ἡ ὁποία νά καθοδηγῆ τούς πιστούς εἰς τό δέον γενέσθαι, εἰς τρόπον ὥστε
ὁ καθένας νά καθορίζη τά ὅρια, τά ὁποῖα τόν ἐξυπηρετοῦν διά νά ἀποτειχισθῆ.
Στό σημεῖο αὐτό οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές παρουσιάζουν τήν Ἁγία
Γραφή νά ἀντιμάχεται πρός τόν ἑαυτόν της, νά χρησιμοποιῆ δύο μέτρα καί δύο
σταθμά, καί νά εἶναι αὐστηρή στά μικρά καί ἐπιεικής (μᾶλλον τελείως ἀδιάφορη)
στά σοβαρά καί μεγάλα. Δηλαδή μᾶς λέγουν, καί οἱ μέν καί οἱ δέ, νά ἀποκόπτωμε αὐτούς
πού μᾶς βλάπτουν καί νά εἴμεθα ἑνωμένοι καί ἐνσωματωμένοι μέ αὐτούς πού μᾶς ὁδηγοῦν
στόν αἱρετικό γκρεμό, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ ἴδιοι τυφλοί καί οἱ προσωποποιημένες «πῦλες
τοῦ ᾅδου».
Οἱ Ἅγιοι, ἐπί πλέον, μᾶς διδάσκουν νά ἑρμηνεύομε
κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τά διάφορα χωρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὥστε νά τά φέρωμε σέ ἀπόλυτο
συμφωνία, νά λύωμε κάθε ἐναντιοφάνεια καί κυρίως νά μήν τά ἑρμηνεύωμε ὅπως μᾶς ἐξηπηρετεῖ
ἤ ὅπως βολεύει τά πάθη μας. Κατ’ αὐτόν λοιπόν τόν τρόπο ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου,
γιά τήν ἀποκοπή μας ἀπό ὅσους μᾶς βλάπτουν, σημαίνει καί τήν ἴδια ἀποκοπή μας ἀπό
τούς αἱρετικούς ποιμένες ἤ ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι μᾶς βλάπτουν ἀσυγκρίτως
περισσότερο.
Γ΄ Μέρος
16) Ἰωάν.
10, 4-5: «Καί ὅταν τά ἴδια πρόβατα
ἐκβάλη, ἔμπροσθεν αὐτῶν πορεύεται, καί τά πρόβατα αὐτῷ ἀκολουθεῖ, ὅτι οἴδασι τήν
φωνήν αὐτοῦ. ἀλλοτρίῳ
δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσιν, ἀλλά φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων
τήν φωνήν».
Τό χωρίον αὐτό τοῦ κατά
Ἰωάννη εὐαγγελίου εἶναι ἕνα τμῆμα ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου περί καλῶν καί
μισθωτῶν ποιμένων. Ὁ Κύριος λοιπόν διδάσκει ὅτι «ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν
αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων» (Ἰωάν.
10,11). Δηλαδή ὁ καλός ποιμένας εἶναι
αὐτός πού σταυρώνεται καί θυσιάζεται γιά νά σωθοῦν τά πρόβατα καί ὄχι αὐτός πού
ὄχι μόνο ἀδιαφορεῖ, ἀλλά καί θυσιάζει τά λογικά πρόβατα. Ἐπίσης διδάσκει ὁ
Κύριος, εἰς αὐτό τό σημεῖο, ὅτι ὁ καλός ποιμένας εἰσέρχεται «διά τῆς θύρας»
εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, ἐνῶ ὁ «ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν», δηλαδή ὁ εἰσερχόμενος
δι’ ἄλλου τρόπου καί δι’ ἄλλης ὁδοῦ, αὐτός εἶναι κλέπτης καί ληστής.
Ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τό σημεῖο αὐτό τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου ἀναφέρει
ὅτι ἡ θύρα γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Κύριος, εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή. Μάλιστα ὁ ἅγιος Χρυσόστομος
μέ μία ἀπαράμιλλη ἤ προφητική, θά λέγαμε, γιά τίς ἡμέρες μας διδασκαλία ἀναφέρει
καί τά ἑξῆς: «Ὅρα τά δείγματα τοῦ ληστοῦ, πρῶτον ὅτι οὐ παρρησία εἰσέρχεται,
δεύτερον ὅτι οὐ κατά τάς Γραφάς· τοῦτο γάρ ἐστί τό “μή διά τῆς θύρας”». Καί ὀλίγο
κατωτέρω: «Εἰκότως θύραν τάς Γραφάς ἐκάλεσεν· αὗται γάρ ἡμᾶς προσάγουσι τῷ Θεῷ
καί τήν θεογνωσίαν ἀνοίγουσιν, αὗται πρόβατα ποιοῦσιν, αὗται φυλάττουσιν, καί
τούς λύκους οὐκ ἀφιᾶσιν ἐπεισελθεῖν· καθάπερ γάρ τις θύρα ἀσφαλής, οὕτως ἀποκλείει
τοῖς αἱρετικοῖς τήν εἴσοδον, ἐν ἀσφαλείᾳ καθεστῶσα ἡμᾶς, περί ὧν ἄν βουλώμεθα
πάντων, καί οὐκ ἐῶσα πλανᾶσθαι. Κἄν μή παραλύσωμεν ταύτην οὐκ ἐσόμεθα εὐχείρωτοι τοῖς
ἐχθροῖς. Διά ταύτης καί τούς ποιμένας καί τούς οὐ ποιμένας εἰσόμεθα ἅπαντες» (Ε.Π.Ε. 14,
96, 28).
Εἶναι
ἀλήθεια ὅτι, ἄν ἐπροσέχαμε καί ἀκολουθούσαμε τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων,
τουλάχιστον θά ἐγνωρίζαμε νά κάνωμε τήν διάκρισι μεταξύ καλῶν καί κακῶν ποιμένων,
μεταξύ καλῶν ποιμένων καί λύκων, καί κλεφτῶν, καί μισθωτῶν. Διότι ἡ διδασκαλία
τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων ἀνατρέπει τήν σημερινή διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν
καί Ἀντιοικουμενιστῶν ὅτι, δηλαδή, εἶναι ἀρκετή ἡ κανονική χειροτονία καί ἡ Ἀποστολική
διαδοχή διά νά εἶναι κάποιος ποιμένας καί Ἐπίσκοπος εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Ἐπειδή
λοιπόν σήμερα ἀποδεχθήκαμε ἅπαντες ἄλλη διδασκαλία ἀπό αὐτήν τῶν Γραφῶν καί τῶν
Ἁγίων, γεμίσαμε τήν Ἐκκλησία μέ αἱρετικούς ποιμένες καί Ἐπισκόπους, δηλαδή μέ
λύκους, τούς ὁποίους θυμιατίζουμε καί λιβανίζουμε καί ἀποδεχόμεθα εἰς τύπον καί
τόπον Χριστοῦ καί οἱ ὁποῖοι, ἀπροκάλυπτα πλέον καί ἀνεξέλεγκτα, ὁδηγοῦν κατ’ εὐθείαν
πρός δυσμάς τό πλοῖον τῆς Ἐκκλησίας, εὐθυγράμμισαν τήν πορεία του μέ τήν γραμμή
τῆς Νέας Ἐποχῆς καί προετοιμάζουν ἐπιμελῶς τά λογικά πρόβατα γιά τήν ἀποδοχή τοῦ
Ἀντιχρίστου.
Ὁ
Χρυσόστομος λοιπόν ἅγιος, εἰς τό σημεῖον αὐτό διδάσκει ὅτι οἱ Γραφές μᾶς
προφυλάσσουν «καί τούς λύκους οὐκ ἀφιᾶσιν ἐπεισελθεῖν». Οἱ Γραφές εἶναι ἡ
ἀσφαλής θύρα, ἡ ὁποῖα «ἀποκλείει τοῖς αἱρετικοῖς τήν εἴσοδον». Στίς
Γραφές ἐάν στηριχθῶμεν καί δέν ἀλλάξωμε τήν διδασκαλία των, ὅπως μᾶς βολεύει, «οὐκ
ἐσόμεθα εὐχείρωτοι τοῖς ἐχθροῖς». Οἱ Γραφές εἶναι ἐκεῖνες, οἱ ὁποῖες μᾶς
προφυλάσσουν «καθάπερ τις θύρα ἀσφαλής, οὐκ ἐῶσα πλανᾶσθαι». Οἱ Γραφές,
τέλος, εἶναι ἐκεῖνες διά τῶν ὁποίων «τούς ποιμένας καί τούς οὐ ποιμένας εἰσόμεθα
ἅπαντες». Αὐτά τά λόγια τοῦ Χρυσορρήμονος ἀνατρέπουν ὅλη τήν θεωρία περί ἐπισκοποκεντρικῆς
Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς
ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, ἔχουμε διδαχθῆ καί ἔχουμε πιστέψει καί ἀποδεχθῆ τήν αἱρετική διδασκαλία
ὅτι δηλαδή, ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος ἐχειροτονήθηκε κανονικά, εἶναι εἰς τύπον καί τόπον
Χριστοῦ καί πρέπει νά ὑποτασσώμεθα εἰς αὐτόν, ἀκόμη καί ἄν εἶναι αἱρετικός·
στήν περίπτωση αὐτή θά περιμένουμε νά τόν κρίνη ἡ Σύνοδος· ἐμεῖς ὅμως δέν πρέπει
νά ἀποτειχιστοῦμε ἀπό αὐτόν πρίν τόν καταδικάσει ἡ Σύνοδος διά νά μήν κάνωμε
σχίσμα, νά μήν ἐξέλθωμε τῆς Ἐκκλησίας κ.λπ.
Αὐτός
νομίζω εἶναι καί ὁ λόγος πού ὑπερτονίσαμε καί ὑπερφοβηθήκαμε τό σχίσμα ὡς πρός τήν αἵρεσι, διά νά εἴμαστε δηλαδή ἐν ἀσφαλείᾳ στό μαντρί καί
στό στόμα τοῦ λύκου καί γιά νά ὁδηγηθοῦμε ἐν ἀσφαλείᾳ πάντοτε καί χωρίς ἀταξίες
καί παλικαρισμούς εἰς τήν ὁδό τῆς Νέας Ἐποχῆς καί τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ὅλα
αὐτά τά ἀναφέραμε σάν εἰσαγωγή καί σάν πλαίσιο, ὥστε στηριζόμενοι στίς Γραφές
καί στήν ἑρμηνευτική των ἀπόδοσι ἀπό τούς Ἁγίους νά ἀναφερθοῦμε στό
συγκεκριμένο χωρίο (Ἰωαν. 10, 5) τό ὁποῖο ἀναφέρεται στούς
κακούς ποιμένες καί μάλιστα στούς αἱρετικούς καί ἀναφέρει τά ἑξῆς: «ἀλλοτρίῳ δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσι,
ἀλλά φεύξονται ἀπ’ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν». Ἐδῶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς ἐπεξηγεῖ ἑρμηνευτικά καί ἀναφέρει
τά ἑξῆς: «"Ἀλλοτρίῳ
δέ οὐ μή ἀκολουθήσωσι, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τήν φωνήν". Ἤτοι τούς περί
Θευδᾶν λέγει ἐνταῦθα καί Ἰούδαν καί γάρ “ἅπαντες, ὅσοι ἐπίστευσαν αὐτοῖς, διεσκορπίσθησαν”
φησίν, ἤ
τούς μετά ταῦτα μέλλοντας ἀπατᾶν ψευδοχρίστους» (Ε.Π.Ε. 14, 102, 8).
Ἐδῶ
κατ’ ἀρχάς βλέπουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι ἑρμηνεύοντας τίς Γραφές ἐπεκτείνουν διαχρονικά
τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, διά νά προστατευθοῦν στό μέλλον τά λογικά πρόβατα ἀπό
παρομοίους κακούς ποιμένες.
Κατ’
αὐτόν τόν τρόπο ὁ ἅγιος στούς ἀλλοτρίους ποιμένες συγκαταλέγει καί «τούς
μετά ταῦτα μέλλοντας ἀπατᾶν ψευδοχρίστους». Οἱ ψευδόχριστοι εἶναι οἱ κατά
τήν Γραφή ἀλλότριοι καί μισθωτοί, οἱ λύκοι καί οἱ μή εἰσερχόμενοι διά τῆς θύρας
εἰς τήν αὐλήν τῶν προβάτων, οἱ ἀναβαίνοντες ἀλλαχόθεν, οἱ ψευδεπίσκοποι καί
ψευδοδιδάσκαλοι κατά τόν 15ο Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί ἁγίου Φωτίου,
οἱ ἀνά τούς αἰῶνας αἱρετικοί Ἐπίσκοποι και, φυσικά, οἱ νῦν Οἰκουμενιστές αἱρετικοί
Ἐπίσκοποι. Ἀπό ὅλους αὐτούς ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διδάσκει ὅτι τά λογικά πρόβατα
πρέπει νά ἀπομακρυνθοῦν, διότι εἶναι ἀλλότριοι, δηλαδή ξένοι πρός τόν Χριστόν
καί διότι ἐτέθησαν ὡς Ἐπίσκοποι ἀπό τόν διάβολο, ἀκριβῶς γιά νά πλανήσουν καί
διασκορπίσουν ἀπό τήν Ὀρθόδοξο πίστι τά πρόβατα.
Εἰς
τό σημεῖον αὐτό πρέπει, ἀφ’ ἑνός μέν νά τονίσωμε τήν ἀπόλυτον ἁρμονία καί ταύτισι
τῶν Γραφῶν, τῶν ἱερῶν Κανόνων καί τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων, καί ἀφ’ ἑτέρου τήν
διαστροφή καί αἱρετική διδασκαλία τῆς λεγομένης δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ Κανόνος
τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἡ ὁποία διδασκαλία ὁδηγεῖ στόν ἐφησυχασμό καί στό
βόλεμα, στόν συμβιβασμό καί στήν συνθηκολόγησι μέ τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως και,
στήν καλύτερη περίπτωσι, στήν ἀντιμετώπισι τῆς αἱρέσεως διά τοῦ χαρτοπολέμου
καί στήν ἀγωνιστικότητα τῶν Ὀρθοδόξων τήν ὁποία καθορίζουν οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές
Ἐπίσκοποι, ὅπως ἀκριβῶς μᾶς καθορίζουν τά ὅρια τῶν κινήσεών μας, στό ἐπίπεδο τῆς
πατρίδος οἱ ἴδιοι οἱ ἐχθροί μας, οἱ ὁποῖοι πλέον μᾶς κυβερνοῦν ἐσωτερικῶς καί ἐξωτερικῶς
Ἡ Ἁγία
Γραφή λοιπόν, ἐπιτάσσει νά φεύγωμε ἀπό τούς ἀλλοτρίους καί αἱρετικούς ποιμένες,
χωρίς νά ἀναμένωμε ἀποφάσεις Συνόδων καί καταδίκες τῆς αἱρέσεως, χωρίς νά ὑπολογίζωμε
τίς συνέπειες καί τούς διωγμούς, τίς ἀπειλές καί τίς καθαιρέσεις, τίς στερήσεις
τῶν μισθῶν καί τό νά τεθοῦμε στό περιθώριο τοῦ κοινωνικοῦ κατεστημένου καί,
βεβαίως, χωρίς νά ἔχωμε τό σύνδρομο τοῦ φόβου ὅτι κάνουμε σχίσμα στήν Ἐκκλησία,
τήν ὁποία σήμερα, κατά τελείως αἱρετικό τρόπο καί δαιμονική ἐπινόησι, ἐταυτίσαμε
μέ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους καί ἐτοποθετήσαμε κατά πρωτοφανῆ τρόπο στό χῶρο τῆς
αἱρέσεως.
Εἶναι
ἀναγκαῖο νά τονιστῆ εἰς τό σημεῖο αὐτό ὅτι ἡ ἑνότητα τήν ὁποία σήμερα διδάσκουν
καί συνιστοῦν οἱ Οἰκουμενιστές καί Ἀντιοικουμενιστές εἶναι ἀνθρωποκεντρική,
διότι ἀντικαθιστᾶ τόν Χριστό μέ τόν Ἐπίσκοπο, εἶναι Παπικῆς προελεύσεως καί ἡ ἴδια
ἡ καρδιά τοῦ Παπισμοῦ καί, φυσικά, εἶναι αἱρετική θεωρία, διότι διαστρέφει καί ἀντικαθιστᾶ
τήν ἁγιογραφική καί πατερική ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, τήν ὁποία καί
λειτουργικῶς ὁμολογοῦμε, μέ τήν ἀνθρωποκεντρική ἑνότητα κατά τήν ὁποία περιθωριοποιεῖται
καί ὑποβιβάζεται ἡ Ὀρθόδοξος πίστις.
Δι’
αὐτόν τόν λόγον, συνεχίζοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας
τοῦ Κυρίου, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διό παρακαλῶ μένωμεν ὑπό τῷ ποιμένι νεμόμενοι· μενοῦμεν δέ ἐάν τῆς φωνῆς
αὐτοῦ ἀκούομεν, ἐάν αὐτῷ πειθώμεθα, ἐάν μή ἀλλοτρίῳ ἑπώμεθα» (Ε.Π.Ε. 14,
106, 25). Δηλαδή, γιά νά παραμείνωμε στόν ἀληθινό ποιμένα Χριστό, πρέπει νά ἀκοῦμε
τήν φωνή Του, νά πειθώμεθα εἰς Αὐτόν καί νά μήν ἀκολουθοῦμε ἀλλοτρίους καί αἱρετικούς
ποιμένες. Ἐμεῖς ἀντιθέτως σήμερα, ἔχουμε ἀποδεχθῆ τήν διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν,
ὅτι μποροῦμε νά ἀκολουθοῦμε καί νά ἀνήκουμε στόν Χριστό, ἔστω καί ἄν ἀκολουθοῦμε
καί συντασσώμεθα μέ τούς ἀλλοτρίους καί αἱρετικούς ποιμένες. Αὐτή βεβαίως
δυστυχῶς εἶναι καί ἡ διδασκαλία τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν.
17) Πράξ. 20, 28-30: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς
καί παντί τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν
τήν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος. ἐγώ γάρ οἶδα
τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μή φειδόμενοι
τοῦ ποιμνίου· καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν
τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν».
Ἐδῶ
ὁ Παῦλος ὁμιλεῖ προφητικά καί διαχρονικά πρός τούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας καί
τούς ἐπισημαίνει ὅτι ἀνάμεσα ἀπό
αὐτούς θά βγοῦν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι δέν θά διδάσκουν σύμφωνα μέ τίς Γραφές, ἀλλά θά διδάσκουν διεστραμμένα, μέ σκοπό νά πλανήσουν τούς Ὀρθοδόξους καί νά τούς κάνουν νά τούς ἀκολουθήσουν.
αὐτούς θά βγοῦν αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι δέν θά διδάσκουν σύμφωνα μέ τίς Γραφές, ἀλλά θά διδάσκουν διεστραμμένα, μέ σκοπό νά πλανήσουν τούς Ὀρθοδόξους καί νά τούς κάνουν νά τούς ἀκολουθήσουν.
Ἐπίσης
ὁ ἀπ. Παῦλος δηλώνει τόν σκοπό τῆς αἱρέσεως, τήν ὁποία ὁ διάβολος ἐνσπείρει μέ
τά ὄργανά του, τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους εἰς τήν προκειμένη περίπτωσι. Ὁ
σκοπός δέ εἶναι «τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν». Αὐτό θαυμάσια καί λακωνικώτατα τό δηλώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστομος, ἑρμηνεύοντας αὐτό τό χωρίο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, ὡς ἑξῆς: «”Τοῦ
ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν”. Ὥστε δι’ οὐδέν ἕτερον αἱ αἱρέσεις, ἤ διά τοῦτο»(Ε.Π.Ε. 16Α
610, 12), δηλαδή γιά νά παρασύρουν τούς μαθητές, ὥστε γιά τίποτε ἄλλο δέν δημιουργοῦνταν
οἱ αἱρέσεις, παρά γι’ αὐτό.
Ἐδῶ
κατανοοῦμε καί τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο εἶναι τελείως διαφορετική ἡ ἀντιμετώπισις
τῶν αἱρετικῶν ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἁμαρτωλούς. Ὁ λόγος αὐτός εἶναι ὅτι ὁ αἱρετικός
διαδίδει μέ λόγια καί ἔργα τίς δοξασίες του καί ἀγρεύει, ὅσους τόν ἀκολουθοῦν, ἀποσπώντας
τους ἀπό τόν Χριστό, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἁμαρτωλοί προσπαθοῦν νά κρύψουν τήν ἁμαρτία
των εἴτε ἀπό ἐντροπή, εἴτε ἀπό φόβο, εἴτε ἀπό ἐγωϊσμό κ.λπ. Αὐτό εἰδικώτερα ἰσχύει
γιά τούς Ἐπισκόπους.
Ἄν
ὅμως συμβῆ καί τήν ἁμαρτία του ὁ Ἐπισκόπος τήν διαδίδει δημοσίως, προσπαθεῖ νά
τήν κατοχυρώση ἁγιογραφικῶς καί Συνοδικῶς, καί νά τήν κάνη γραμμή τῆς Ἐκκλησίας,
τότε πάλι ἔχομε αἵρεσι, ὁπότε ἡ ἀντιμετώπισις τῶν Ἐπισκόπων αὐτῶν ἐκ μέρους τῶν
Ὀρθοδόξων θά πρέπει νά εἶναι ἡ ἴδια μέ αὐτή πρός τούς αἱρετικούς, δηλαδή ἀπομάκρυνσις
καί ἐκκλησιαστική ἀποτείχισις.
Τέτοιες
αἱρέσεις εἴχαμε παλαιότερα ὅπως τῶν Νικολαϊτῶν, τῶν Εὐσταθιανῶν,
τήν μοιχειανική καί εἰκονομαχική κλπ. Ἀλλά καί σήμερα ὑπάρχουν στήν Ἐκκλησία ἀνάλογες
συνοδικῶς κατοχυρωμένες αἱρέσεις, ὅπως π.χ. ἡ μέ πρόφασι τήν ἀγάπη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, ἡ μέ πρόφασι τήν ἀγάπη
ἐκκοσμίκευσι τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐπίσημη πλέον κατάργησις ἱερῶν Κανόνων καί ἱερῶν
Παραδόσεων, ἡ ὁποία φθάνει μέχρι τοῦ σημείου νά μεταδίδωμε
τά μυστήρια στούς αἱρετικούς, ἡ ἐπίσημη διάλυσι τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας
διά τῶν διαζυγίων κ.λ.π. Εἶναι δηλαδή τελείως διαφορετικό τό νά ἁμαρτάνη ὁ Ἐπίσκοπος
ἰδιωτικῶς καί κρυφίως ἀπό τό νά προσπαθῆ τήν ἁμαρτία του αὐτή νά τήν διαδώση,
νά τήν κατοχυρώση ἁγιογραφικῶς καί νά τήν καταστήση γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Διότι
τότε αὐτομάτως μεταφέρεται στόν χῶρο τῶν αἱρετικῶν, τῶν ὁποίων ὁ σκοπός εἶναι «τοῦ
ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν». Τό ἴδιο ἰσχύει φυσικά καί γιά τήν Σύνοδο.
Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἐν
προκειμένῳ ἑρμηνεύοντας τό χωρίο αὐτό τῶν Πράξεων ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Διπλοῦν
τό κακόν ὅτι τε αὐτός (ὁ Παῦλος δηλαδή) οὐ πάρεστι, καί ὅτι ἕτεροι
ἐπιθήσονται, καί τό χαλεπώτερον, ἐξ ὑμῶν
αὐτῶν. Τό βαρύ, ὅταν ἐμφύλιος ὁ
πόλεμος ᾖ. Ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν. Ὁ γάρ τῶν αἱρετικῶν σκοπός σπουδάζει, οὐ
τῷ Κυρίῳ, ἀλλ’ ἑαυτοῖς περιποιῆσαι λαόν, ἵνα ἑαυτοῖς καυχῶνται ἐμφερομένου αὐτοῖς
τοῦ ὀνόματος τῶν αἱρετικῶν» (P.G. 125, 780Β). Ὅταν λοιπόν ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι
αἱρετικός ἔχουμε ἐμφύλιο πόλεμο. Δι’ αὐτό καί ὁ ἀπ. Παῦλος εἰς τό σημεῖο αὐτό,
αὐτούς τούς Ἐπισκόπους τούς ὀνομάζει λύκους βαρεῖς: «εἰσελεύσονται μετά τήν
ἄφιξί μου λύκοι βαρεῖς μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου».
Οὕτως
ἐχόντων τῶν πραγμάτων εἶναι ἄξιον ἀπορίας, πῶς κατώρθωσε ὁ διάβολος νά
μεταστρέψη τίς διάνοιες καί τά φρονήματα, ὄχι τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἀλλά τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν,
σέ σημεῖο τέτοιο, ὥστε αὐτούς τούς βαρεῖς λύκους, τούς κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο
«μή φειδομένους τῷ ποιμνίῳ», νά τούς ἔχωμε καί νά τούς ἀναγνωρίζωμε ὡς
κανονικούς Ἐπισκόπους, εἰς τύπον καί
τόπον Χριστοῦ, νά τούς μνημονεύωμε καί νά τούς λιβανίζουμε καί νά τούς δίδωμε
κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἄδεια καί, κατά τό δή λεγόμενο, «τό πράσινο φῶς», ὥστε
νά ἀποσποῦν μέ κάθε εὐχέρεια «τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν». Καί ὅλα αὐτά,
σύμφωνα μέ τήν δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος, μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία
ἀπόφασι φυσικά περιμένουμε νά προέλθη ἀπό τούς ἰδίους τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές
Ἐπισκόπους.
Κατ’
αὐτόν τόν τρόπο δέν ἔχουμε ἐμφύλιο πόλεμο μέ τούς αἱρετικούς, ἀλλά συνοδοιπορία
καί συνύπαρξι καί ἀλληλοπεριχώρησι, ἔστω καί ἄν διαφωνοῦμε καί ἄν κάνουμε ὁμολογίες
πίστεως, κι ἄν καταγγέλουμε τήν αἵρεσι ἤ ἄν προσδιορίζουμε τήν ἐξέλιξί της
κ.λ.π. Διότι ἐμφύλιος πόλεμος νομίζω ὅτι σημαίνει τήν δημιουργία δύο
στρατοπέδων, ὅπως παλιά συνέβη μετά τήν κατοχή στήν πατρίδα μας, καί αὐτό
γίνεται μόνο μέ τήν ἀποτείχισι, διότι αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἐν καιρῶ αἱρέσεως
Ὀρθόδοξο καί Πατερική ὁδό. Δι’ αὐτόν τόν λόγο δέν θά πρέπει νά ἀποροῦμε, γιατί ἡ
Ἐκκλησία τῶν Οἰκουμενιστῶν πέφτει ἀπό τόν ἕνα γκρεμό στόν ἄλλο, ἐφ’ ὅσον οἱ
λύκοι, οἱ ὁποῖοι ἡγοῦνται σ’ αὐτήν, ἔχουν τεθῆ ἐπικεφαλῆς δι’ αὐτόν τόν σκοπό.
18) Α΄ Κορινθ. 5, 9-13: «Ἔγραψα ὑμῖν ἐν τῇ ἐπιστολῇ
μή συναναμίγνυσθαι πόρνοις, καί οὐ πάντως τοῖς πόρνοις τοῦ κόσμου τούτου ἤ τοῖς
πλεονέκταις ἤ ἅρπαξιν ἤ εἰδωλολάτραις· ἐπεί ὀφείλετε ἄρα ἐκ τοῦ κόσμου ἐξελθεῖν· νῦν δέ ἔγραψα
ὑμῖν μή συναναμίγνυσθαι ἐάν τις ἀδελφός ὀνομαζόμενος
ᾖ πόρνος ἤ πλεονέκτης ἤ εἰδωλολάτρης ἤ λοίδορος ἤ μέθυσος ἤ ἅρπαξ, τῷ τοιούτῳ μηδέ
συνεσθίειν. τί γάρ μοι καί τούς ἔξω
κρίνειν; οὐχί τούς ἔσω ὑμεῖς κρίνετε; τούς δέ ἔξω ὁ Θεός κρίνει. καί ἐξαρεῖτε
τόν πονηρόν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν».
Ἐδῶ
ὁ ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει τούς Κορινθίους νά ἀπομακρύνωνται ἀπό τήν συναναστροφή
μέ αὐτούς πού φανερά ἁμαρτάνουν μέ διάφορες βαριές καί θανάσιμες ἁμαρτίες, διά
νά μήν βλαφθοῦν καί ἐθιστοῦν καί αὐτοί στίς ἁμαρτίες των καί διά νά τούς βοηθήσουν,
μέ τήν ἀπομάκρυνσι αὐτή, εἰς τό νά μετανοήσουν.
Ἀντί
ἄλλων βοηθῶν καί διδασκάλων γιά τήν κατανόησι αὐτοῦ τοῦ χωρίου θά ἀναφέρωμε τήν
διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος διά νά καταδείξη τήν
βλάβη ἀπό αὐτή τήν συναναστροφή καί ἐπικοινωνία μέ τούς φανερῶς καί ἀπροκαλύπτως
ἁμαρτάνοντας σέ βαριά καί θανάσιμα ἁμαρτήματα, χρησιμοποιεῖ τήν διδασκαλία πολλῶν
μεγάλων ἁγίων Πατέρων καί ἔτσι ἀποδεικνύει τήν συμφωνία τῶν Ἁγίων εἰς τό ἐν λόγῳ
χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἀναφέρει
λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος εἰς τήν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ χωρίου μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς:
«Προστάζει δέ ὁ ἀπόστολος τούς χριστιανούς νά μή συναναστρέφωνται καί νά συντρώγουν μέ τούς φανερά
πορνεύοντας καί πλεονεκτοῦντας καί τάς ἄλλας ἁμαρτίας ποιοῦντας, ὄχι ὡς μισοῦντας
αὐτούς, ἀλλά διά νά γνωρίσουν οἱ τοιοῦτοι φανεροί κακοί, πώς διά τάς φανεράς ἁμαρτίας
των οἱ ἀδελφοί των χριστιανοί δέν τούς συναναστρέφονται, καί ἔτσι νά κάμουν ἀποχή
τοῦ κακοῦ καί νά διορθωθοῦν» (Ἑρμηνεία εἰς τάς ΙΔ΄ Ἐπιστολάς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου,
τόμος Α΄ σελ. 439).
Εἰς
τήν ἑρμηνεία ἐπίσης τοῦ χωρίου «καί ἐξαιρεῖται τόν πονηρόν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν» ἀναφέρει ὁ ἅγιος τά ἑξῆς: «Ἐδῶ
ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος ἕνα ρητόν τῆς παλαιᾶς Γραφῆς, περί τοῦ ὁποίου εἴπομεν πρότερον,
(στιχ. 2), διά νά δείξῃ ὅτι καί ὁ νομοθέτης Μωϋσῆς ἄνωθεν
καί ἐξ ἀρχῆς προστάζει νά ἀποκόπτωνται ἀπό
τούς ἄλλους Ἰουδαίους οἱ φανερῶς ἁμαρτάνοντες. Τό δέ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν εἶπε, διά νά φανερώσῃ ὅτι ἡ
ἀποκοπή καί ὁ χωρισμός τῶν κακῶν ἀνθρώπων εἶναι πρός περισσοτέραν ὠφέλειαν ἐκείνων
ἀπό τούς ὁποίους χωρίζονται,καθότι οἱ κακοί χωριζόμενοι δέν μεταδίδουν εἰς αὐτούς
τήν κακίαν των» (Ἑρμηνεία εἰς τοῖς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ ἀποστόλου Παύλου,
τόμος Α΄, σελ. 441).
Ἡ ὁδός λοιπόν διά νά
μήν μεταδίδεται ἡ κακία τῶν πονηρῶν εἶναι ὁ χωρισμός καί ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό αὐτούς.
Σημαντική
εἶναι ὅπως ἀναφέραμε καί ἡ ἀναφορά τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στούς ἄλλους Ἁγίους γιά
νά δείξη τήν συμφωνία Γραφῶν καί Ἁγίων ἐπί τοῦ θέματος τούτου. Ἀναφέρει ὁ ἅγιος
στήν ὑποσημείωσι τά ἑξῆς: «Διά τοῦτο εἶπε ὁ θεῖος Χρυσόστομος “δεῖ τῶν πονηρῶν
ἀπέχεσθαι καί ὡς σεσηπότα μέλη ἀφ’ ἑαυτῶν ἐκβάλλειν”(ἐν τῇ σειρᾷ τοῦ κατά
Ματθ.). Καί ὁ Θεοφύλακτος· “ἔστω ἀπόβλητος, ἵνα μή τῆς ἰδίας κακίας μεταδῷ καί
τοῖς ἄλλοις”. Λέγει δέ τοῦτο ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, εἶπε περί τῶν
τοιούτων πονηρῶν, ὁποῦ ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Παῦλος. “Εἰ δέ ἡ χείρ σου ἤ ὁ ποῦς σου
σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτά καί βάλε ἀπό σοῦ... καί εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει
σε, ἔξελε αὐτόν καί βάλε ἀπό σοῦ” (Ματθ. 18, 8-9). Καί ὁ μέγας δέ Βασίλειος
λέγει, ὅτι οἱ κακοί ἄνθρωποι παρομοιάζουν μέ τούς πανουκλιασμένους, διατί μεταδίδουν ἕνας
εἰς τόν ἄλλον τήν κακίαν τους ὡσάν πανοῦκλαν. Ὅθεν καθώς φεύγομεν μακράν ἀπό
τούς πανουκλιασμένους, ἔτσι πρέπει νά φεύγωμεν μακράν καί ἀπό τούς κακούς ἐργάτας
τῆς ἀνομίας. “Φασί τόν λοιμόν οἱ περί
ταῦτα δεινοί, ἐπειδάν ἑνός ἀνθρώπου ἤ κτήνους ἅψηται, κατά διάδοσιν ἐπί πάντας
τούς ἐγγίζοντας διανέμεσθαι. Τοιοῦτοι δέ τινες εἰσί καί οἱ ἐργάται τῆς ἀνομίας.
Ἄλλος γάρ ἄλλῳ τούς νόσους μεταδιδόντες, συνοσοῦσιν ἀλλήλοις καί συναπόλλωνται”
(Ἑρμην. εἰς τόν α΄ Ψαλμ.). Διά τοῦτο καί ὁ Δαβίδ μακαρίζει ἐκείνους ὁποῦ δέν ἐκάθισαν
εἰς τήν καθέδραν τῶν λοιμῶν· “μακάριος ἀνήρ, ὅς ἐπί καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισε”(Ψαλμ.
1,1), ἤτοι δέν συναναστρέφεται καί δέν συγκάθεται μέ τούς ψυχοβλαβεῖς ἀνθρώπους. Ὅθεν
εἶπεν ὁ Παροιμιαστής· “ἔκβαλε ἐκ συνεδρίου λοιμόν, καί συνεξελεύσεται αὐτῷ νεῖκος·
ὅταν γάρ καθίσῃ ἐν συνεδρίῳ πάντας ἀτιμάζει” (Παρ. 22, 10).
»Ὅτι δέ καί αὐτή μόνη ἡ
θεωρία τῶν κακῶν βλάπτει ἐδήλωσεν ὁ θεῖος Χρυσόστομος εἰπών
τό παράδειγμα τοῦτο· “ὀφθαλμούς πάσχοντας ἰδόντες τινές, μετέλαβον τοῦ νοσήματος
ἀπό τῆς θέας μόνης” (Λόγ. ζ΄ περί μετανοίας). Τό αὐτό λέγει καί ὁ Νύσσης
Γρηγόριος· “ἀρ’ οὐχί καθάπερ οἱ τῶν ὀφθαλμῶν τήν νόσον ἐκ τῆς πολλῆς ὁμιλίας τῶν
προνενοσηκότων, ἐφ’ ἑαυτούς ἕλκοντες, οὕτω καί αὐτός μετεσχηκέναι δόξω τοῦ περί
τήν ματαίαν σπουδήν ἀρρωστήματος”; (κατ’ Εὐνομίου, Λόγ. α΄).
»Καί ὁ Θεολόγος δέ
Γρηγόριος λέγει, ὅτι δέν βάφεται τόσον εὔκολα τό ὕφασμα ἀπό τήν βαφήν, οὔτε
παίρνει τινάς τήν βρώμαν ὅταν πλησιάσῃ εἰς αὐτήν, οὔτε ἡ διεφθαρμένη καί νοσώδης
ἀναθυμίασις χύνεται τόσον εὔκολα εἰς τόν ἀέρα καί μεταδίδεται εἰς τά ζῶα ὁποία
εἶναι ἡ λοιμική καί ἡ πανοῦκλα, ὅσον ὀγλίγωρα μεταδίδεται εἰς τούς ὑπηκόους
ἡ κακία τῶν προεστώτων (εἰς τόν Ἀπολογητικόν). Ὅθεν καί ὁ Πηλουσιώτης Ἰσίδωρος
ἔγραφε. “Πῶς οὖν ὁ Παῦλος τόν πεπορνευκότα ἀπεῖρξε; Μεῖζον
ἤ ἐγώ βούλομαι λέγεις· οὐ γάρ ἐτύπτησεν ἤ ὕβρισεν, ἀλλ’ ἐχώρισε τῆς ἀγέλης,
ἵνα μή καί εἰς τά λοιπά πρόβατα τό λοιμῶδες διαδοθῇ νόσημα” (Ἐπιστ. 290).
»Προσθέτει δέ ὁ
Θεοδώριτος καί τοῦτο· “Εἰ δέ κοινῆς τροφῆς τοῖς τοιούτοις οὐ δεῖ κοινωνεῖν, ἤπου
γε μυστικῆς τε καί θείας”. Ἤγουν ἀνίσως μέ τούς φανερά ἁμαρτάνοντας δέν πρέπει νά
συντρώγουν οἱ χριστιανοί, πολλῷ μᾶλλον δέν πρέπει νά
μεταλαμβάνουν μαζί μέ αὐτούς τά θεῖα μυστήρια. Ἀνάξιοι γάρ εἶναι οἱ τοιοῦτοι
νά μεταλαμβάνουν, ἐάν δέν διορθωθοῦν. Λέγουν δέ καί κοινῶς ὅλοι οἱ θεῖοι ἀπόστολοι
εἰς τάς Διαταγάς. “Ἁμαρτία ἀνεξέλεγκτος, ἑαυτῆς
χείρων γίνεται καί εἰς ἄλλους τήν διανομήν λαμβάνει. Ἐπεί καί μικρά ζύμη πλήρωμα
φυράματος ζυμοῖ, καί εἷς κλέπτης εἰς ὅλον τό ἔθνος τό μῖσος ἐπήγαγε, καί μυῖαι
θανοῦσαι σαπριοῦσι σκευασίαν ἡδύσματος ἐλαίου...οὕτω καί πρόβατον ψωραλέον
μεταδίδωσιν ἑτέροις τῆς νόσου, μή χωρισθέντων τῶν ὑγιαινόντων προβάτων. Καί ἄνθρωπος λοιμός, πολλοῖς
φυλακτέος. Καί κύων λύσσῃ συνεχόμενος ἐπικίνδυνος παντί, ᾧ ἄν προσάψῃ. Ἐάν οὖν καί ἄνθρωπον
παράνομον μή τῆς Ἐκκλησίας χωρίσωμεν, ποιοῦμεν τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ σπήλαιον ληστῶν”»(Ἑρμηνεία εἰς
τοῖς ΙΔ΄ ἐπιστολάς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τόμος Α΄, σελ. 439-441).
Εἶναι
ὄντως τόσο πλούσια καί περιεκτική ἡ ἀναφορά τοῦ ἁγίου Νικοδήμου στήν διδασκαλία
τῶν ἄλλων Ἁγίων, ὥστε, ἄν κάποιος δέν τό κατανοῆ, νά σημαίνη ἤ ὅτι στερεῖται ὑγιοῦς
καί λογικοῦ νοῦ ἤ ὅτι στερεῖται ἀγαθῆς προαιρέσεως.
Ἐδῶ
ἐπιπροσθέτως φαίνεται καί ἡ συμφωνία Γραφῶν καί Ἁγίων καί κυρίως ἀποδεικνύεται ὅτι
τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει εἰς αὐτήν τήν συμφωνία καί ὁμοφωνία. Ὡς ἐκ τούτου σέ
ὅ,τι διδάσκουμε χωρίς αὐτήν τήν συμφωνία καί ὁμοφωνία εἶναι σίγουρο καί βέβαιο ὅτι
ἀπουσιάζει ἀπό αὐτό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Σημαντική
εἶναι ἡ ἀναφορά τῶν Ἁγίων περί τῆς βλάβης τήν ὁποίαν ὑφίστανται οἱ Ὀρθόδοξοι, ἄν
δέν ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τούς φανερά καί ἀπροκάλυπτα ἁμαρτάνοντας. Παρουσιάζουν
τήν φανερή ἁμαρτία σάν λοιμική νόσο καί σάν ψώρα, οἱ ὁποῖες μεταδίδονται αὐτομάτως
σέ ὅσους ἐπικοινωνοῦν καί συναναστρέφονται μέ αὐτούς. Ἀναφέρουν ὅτι καί μόνη ἡ
θέα τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν βλάπτει τούς ὑπολοίπους. Ἀναφέρουν ὅτι αὐτοί ἀποτελοῦν
τά σάπια μέλη τοῦ σώματος πού μεταδίδουν καί στό ὑπόλοιπο σῶμα τήν νέκρωσι. Ἀναφέρουν
ὅτι πολύ περισσότερο ἰσχύουν οἱ λόγοι τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί ὅταν συντρώγουμε
μέ αὐτούς στήν μυστική καί Θεία Τράπεζα, δηλαδή στήν Θ. Λειτουργία. Ἀναφέρουν
τέλος ὅτι ἄν δέν χωριστοῦν αὐτοί ἀπό τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ αὐτός μετατρέπεται σέ
σπήλαιο ληστῶν.
Ἄν
ὅμως, πρέπει νά χωριζώμεθα ἀπό αὐτούς πού ἁμαρτάνουν φανερά καί ἀπροκάλυπτα μέ
θανάσιμες ἁμαρτίες, τί γίνεται μέ αὐτούς πού ἁμαρτάνουν φανερά καί ἀπροκάλυπτα
καί Συνοδικά στά θέματα τῆς πίστεως, δηλαδή τούς αἱρετικούς καί στήν προκειμένη
περίπτωσι τούς Οἰκουμενιστές; Διότι εἶναι κοινή ἡ διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν
Ἁγίων ὅτι ἡ αἵρεσις εἶναι ἡ μεγαλυτέρα καί χειροτέρα, πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν, εἰς τρόπον
ὥστε νά σέ χωρίζη ἀμέσως ἀπό τόν Θεό. Ἡ συμμετοχή δέ εἰς αὐτήν τήν ἁμαρτία τῆς αἱρέσεως
γίνεται, ὄχι μόνο διά τῆς ἀποδοχῆς της θεωρητικῶς, ἀλλά καί διά τῆς συμπορεύσεως
καί συνυπάρξεως πρακτικῶς, καί διά τῆς λειτουργικῆς ἐνσωματώσεως και, ἀκόμη,
διά τῆς σιωπῆς καί ἀνοχῆς καί ἀδιαφορίας. Διότι ἡ αἵρεσις σημαίνει τήν κήρυξι ἄλλης
πίστεως, ἄλλου Εὐαγγελίου, ἄλλης Παραδόσεως, σημαίνει προδοσία καί ἀποστασία, σημαίνει
κατ’ οὐσίαν τήν κήρυξι ἄλλου Χριστοῦ καί βεβαίως ἄλλης Ἐκκλησίας καί ἄλλης ὁδοῦ
σωτηρίας.
Ἐδῶ
δυστυχῶς οἱ Οἰκουμενιστές καί οἱ Ἀντιοικουμενιστές συμπορεύονται καί συνταυτίζονται,
διδάσκοντας ὅτι δέν πρέπει νά χωριζώμεθα καί νά ἀπομακρυνώμεθα ἐκκλησιαστικῶς ἀπό
τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους, ἀλλά πρέπει νά ἀναμένωμε ἡσύχως ἤ ἔστω
διαμαρτυρόμενοι (χαρτοπολεμώντας), μέχρις ὅτου συνέλθη ἡ Σύνοδος καί, ἀφοῦ
συνέλθη ἀπό τήν νάρκη καί τήν ἀφασία, ἤ μᾶλλον τήν σκοπιμότητα καί ὑστεροβουλία,
συνεδριάση καί καταδικάση τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς ὀνομαστικῶς. Μέχρι
τότε διδάσκουν, καί οἱ μέν καί οἱ δέ, δέν βλαπτόμεθα, οὔτε μολυνόμεθα, οὔτε ἐθιζόμεθα
ἀπό τήν ἐκκλησιαστική αὐτή συνύπαρξι καί συμπόρευσι καί ἀλληλοπεριχώρησι.
Δηλαδή οἱ Γραφές καί οἱ
Ἅγιοι ὁμοθυμαδόν διδάσκουν τήν βλάβη καί τόν μολυσμό ἀπό αὐτή τήν ἐπικοινωνία
καί μάλιστα γιά τίς μικρότερες ἁμαρτίες, ὅταν αὐτές γίνονται φανερά καί ἀπροκάλυπτα,
καί οἱ μεταπατερικοί πατέρες διδάσκουν τά ἐντελῶς ἀντίθετα, καί μάλιστα γιά τήν
μεγαλυτέρα πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν, δηλαδή τήν αἵρεσι. Ἐνῶ ὅμως ἡ διδασκαλία Οἰκουμενιστῶν
καί Ἀντιοικουμενιστῶν, εἰς αὐτό τό σημεῖο, ταιριάζει καί ἐναρμονίζεται,
διαφέρει προφανῶς ὁ σκοπός. Διότι οἱ μέν Οἰκουμενιστές διδάσκουν αὐτά διά νά
προαγάγουν ἡσύχως καί ἄνευ ἀντιστάσεως τήν αἵρεσι, οἱ δέ Ἀντιοικουμενιστές γιά νά
μήν σηκώσουν τόν σταυρό τῆς ὁμολογίας καί τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά νά περιοριστοῦν
στό βάρος τῶν θεωρητικῶν ὁμολογιῶν καί τοῦ χαρτοπολέμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου