Δια
τούτο ας αναλογισθώμεν πόσον οι Άγιοι Πατέρες ηγωνίσθησαν και επειράσθησαν και
εκακοπάθησαν δια να στερεώσουν την ευσέβειαν, ενώ ημείς πολλάκις άνευ
πειρασμού, άνευ ουδεμιάς θλίψεως, άνευ ουδενός θανάτου, αρνούμεθα την ευσέβειάν
μας. Πως δε την αρνούμεθα; Ακούσατε. Όταν επιορκούμεν ή όταν ομνύωμεν ψευδώς, ή
αληθώς εις το άγιον Ευαγγέλιον, και αυτό άρνησις του Χριστού και της Πίστεώς μας
είναι και μεγάλην επιφέρει την οργήν του Θεού. Διότι γράφεται εις το βιβλίον
του Προφήτου Ζαχαρίου, ότι ο θείος αυτός Προφήτης είδε να πετά εις τον ουρανόν
δρέπανον μέγα, του οποίου το μήκος ήτο πήχεις είκοσι και το πλάτος πήχεις δέκα
και του είπεν ο Θεός: «Αυτό το δρέπανον εξέρχεται από το πρόσωπον του Θεού, και
εισέρχεται εις την οικίαν εκείνου, όστις ομνύει εις το όνομα του Θεού» (Ζαχ. ε:
3 – 4). Βλέπετε, ευλογημένοι Χριστιανοί, οποίαν οργήν του Θεού επισύρουν καθ’
εαυτών εκείνοι οίτινες ομνύουν;
Δια τούτο ας φύγωμεν την κακήν συνήθειαν των όρκων. Λέγουσι δε τινές, ότι εάν δεν ορκισθώ ψεύματα, πως θα απαλλαγώ από τας χείρας του εχθρού μου; Τι λέγεις, ω άνθρωπε; Τον εχθρόν σου φοβείσαι και ορκίζεσαι και τον Θεόν δεν φοβείσαι; Κατ’ αλήθειαν, ευλογημένοι Χριστιανοί, φονεύς της ψυχής του είναι εκείνος όστις ομνύει, και όστις βάζει άλλον να ορκισθή. Διότι μήπως δια τούτο έγινεν η Εκκλησία; Δια να ομνύωμεν ημείς; Όχι· αλλά δια να ευχώμεθα τους εχθρούς μας, και δια να παρακαλούμεν και τον Θεόν δια τα πταίσματά μας. Ή μήπως το άγιον Ευαγγέλιον το παρέδωκεν ο Κύριος δι’ αυτόν τον σκοπόν, δια να ομνύωμεν ημείς ψεύματα ή αλήθειαν; Όχι βεβαίως, αλλά το έδωκεν εις ημάς ο Θεός δια να μανθάνωμεν τι πρέπει να κάμνωμεν, εάν θέλωμεν να σωθώμεν. Άνοιξε λοιπόν αυτήν την βίβλον συ όστις την βαστάς και ορκίζεσαι επ’ αυτής, να ίδης τι λέγει περί του όρκου ο Χριστός. Σου λέγει να ορκισθής ποτέ ψεύματα ή αλήθειαν; Όχι, δεν λέγει τοιούτον τι, αλλά μάλιστα λέγει, ότι κόλασιν της ψυχής του έχει εκείνος όστις ορκίζεται καθώς και εκείνος όστις βάλλει άλλον να ορκισθή. Αφού λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν λέγει εις το άγιον Ευαγγέλιον να ορκίζεσαι, αλλά μάλιστα ρητώς απαγορεύει τούτο, πως συ τολμάς να το κρατάς με τας χείρας σου και να ορκίζεσαι και δη επ’ αυτού; Δεν φοβείσαι την οργήν του Θεού; Δεν γνωρίζεις, ότι αν και από τον εχθρόν σου διαφύγης, αλλά από τον Θεόν δεν διαφεύγεις; Δεν σκέπτεσαι ότι και εάν από χρέος πρόσκαιρον διαφύγης, όμως εκεί από την αιώνιον κόλασιν δεν διαφεύγεις; Δια τούτο σας παρακαλώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, ακούσατε τους λόγους μου, και όχι τους ιδικούς μου, αλλά του Χριστού, και ούτε σεις να ορκίζεσθε, ούτε άλλον να βάλλετε να ορκισθή, διότι μέγαν κανόνα και βάρος της ψυχής των έχουσιν οι τοιούτοι. Όχι δε μόνον από τους όρκους δικαίους ή αδίκους να απέχωμεν, αλλά και από πάσαν αμαρτίαν την οποίαν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός. Μόνον δε όσα αρέσουν εις τον Θεόν ταύτα ας πράττωμεν αείποτε, ευλογημένοι Χριστιανοί, ίνα αξιωθώμεν και της Βασιλείας των Ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, δι’ ευχών των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων ημών. Αμήν. Ταις των Αγίων Πατέρων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δια τούτο ας φύγωμεν την κακήν συνήθειαν των όρκων. Λέγουσι δε τινές, ότι εάν δεν ορκισθώ ψεύματα, πως θα απαλλαγώ από τας χείρας του εχθρού μου; Τι λέγεις, ω άνθρωπε; Τον εχθρόν σου φοβείσαι και ορκίζεσαι και τον Θεόν δεν φοβείσαι; Κατ’ αλήθειαν, ευλογημένοι Χριστιανοί, φονεύς της ψυχής του είναι εκείνος όστις ομνύει, και όστις βάζει άλλον να ορκισθή. Διότι μήπως δια τούτο έγινεν η Εκκλησία; Δια να ομνύωμεν ημείς; Όχι· αλλά δια να ευχώμεθα τους εχθρούς μας, και δια να παρακαλούμεν και τον Θεόν δια τα πταίσματά μας. Ή μήπως το άγιον Ευαγγέλιον το παρέδωκεν ο Κύριος δι’ αυτόν τον σκοπόν, δια να ομνύωμεν ημείς ψεύματα ή αλήθειαν; Όχι βεβαίως, αλλά το έδωκεν εις ημάς ο Θεός δια να μανθάνωμεν τι πρέπει να κάμνωμεν, εάν θέλωμεν να σωθώμεν. Άνοιξε λοιπόν αυτήν την βίβλον συ όστις την βαστάς και ορκίζεσαι επ’ αυτής, να ίδης τι λέγει περί του όρκου ο Χριστός. Σου λέγει να ορκισθής ποτέ ψεύματα ή αλήθειαν; Όχι, δεν λέγει τοιούτον τι, αλλά μάλιστα λέγει, ότι κόλασιν της ψυχής του έχει εκείνος όστις ορκίζεται καθώς και εκείνος όστις βάλλει άλλον να ορκισθή. Αφού λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν λέγει εις το άγιον Ευαγγέλιον να ορκίζεσαι, αλλά μάλιστα ρητώς απαγορεύει τούτο, πως συ τολμάς να το κρατάς με τας χείρας σου και να ορκίζεσαι και δη επ’ αυτού; Δεν φοβείσαι την οργήν του Θεού; Δεν γνωρίζεις, ότι αν και από τον εχθρόν σου διαφύγης, αλλά από τον Θεόν δεν διαφεύγεις; Δεν σκέπτεσαι ότι και εάν από χρέος πρόσκαιρον διαφύγης, όμως εκεί από την αιώνιον κόλασιν δεν διαφεύγεις; Δια τούτο σας παρακαλώ, ευλογημένοι Χριστιανοί, ακούσατε τους λόγους μου, και όχι τους ιδικούς μου, αλλά του Χριστού, και ούτε σεις να ορκίζεσθε, ούτε άλλον να βάλλετε να ορκισθή, διότι μέγαν κανόνα και βάρος της ψυχής των έχουσιν οι τοιούτοι. Όχι δε μόνον από τους όρκους δικαίους ή αδίκους να απέχωμεν, αλλά και από πάσαν αμαρτίαν την οποίαν μισεί και αποστρέφεται ο Θεός. Μόνον δε όσα αρέσουν εις τον Θεόν ταύτα ας πράττωμεν αείποτε, ευλογημένοι Χριστιανοί, ίνα αξιωθώμεν και της Βασιλείας των Ουρανών, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, εν Χριστώ τω αληθινώ Θεώ ημών, δι’ ευχών των Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων ημών. Αμήν. Ταις των Αγίων Πατέρων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός ημών, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου