Θεόδωρος ο Άγιος Ιερομάρτυς, ο Επίσκοπος Κυρήνης, ήκμασε
κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει 699, καταγόμενος εκ της
Κυρήνης της εν Λιβύη, εκ της οποίας κατήγετο και Σίμων ο Κυρηναίος, ον ηγγάρευσαν
ίνα άρη τον Σταυρόν του Κυρίου. Γενόμενος δε ο Άγιος ούτος Θεόδωρος άριστος
καλλιγράφος και γράψας, δια των ιδίων του χειρών, βιβλία, τα οποία
απεθησαύρισεν εις τας Εκκλησίας του Θεού, διεβλήθη ένεκα τούτου υπό του ιδίου
υιού του, Λέοντος ονόματι, εις τον ηγεμόνα Διγνιανόν, ότι δηλαδή κατέχων βιβλία
τινά πείθει πολλούς ειδωλολάτρας να αποστρέφωνται την λατρείαν των ειδώλων και
να επιστρέφωσιν εις την πίστιν του Χριστού.
Ωδηγήθη λοιπόν ο Άγιος έμπροσθεν του ηγεμόνος, ενώ ηκολούθουν αυτόν πολλοί Χριστιανοί, εν οις ήσαν και η Αγία Λουκία, η Αγία Αρόα και η Αγία Κυπρίλλα. Ο ηγεμών τότε εζήτησε παρά του Αγίου τα βιβλία και εβίαζεν αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν. Επειδή δε ο Άγιος ούτε τα βιβλία παρέδιδεν, ούτε τον Χριστόν ηρνήθη, εδάρη σκληρότατα δια ραβδίων και λωρίων, τα οποία είχον εις την άκραν μολύβδους. Κατόπιν λακτίσας ο Άγιος Μάρτυς δια του ποδός του τον βωμόν των θυσιών, εκρήμνισεν αυτόν και ένεκα τούτου εκρεμάσθη επί ξύλου και εξεσχίσθη καθ’ όλον το σώμα. Έπειτα έτριψαν τας πληγάς αυτού δι’ όξους και άλατος και δια τριχίνων πανίων. Μετά ταύτα έκοψαν την γλώσσαν αυτού δια ξυραφίου, την οποίαν έλαβον αι άνω άγιαι γυναίκες, και τέλος απήγαγον τον αθλητήν εις την φυλακήν. Φερόμενος δε ο Άγιος εις την φυλακήν έλαβε παρά των γυναικών την γλώσσαν του και έθεσε ταύτην επί του στήθους του. Εκεί δε εφάνη περιστερά, ήτις ίπτατο πέριξ του Αγίου· ομοίως εφάνη και εις ταώς, όστις ανήλθεν επί του παραθύρου της φυλακής. Ταύτα ιδών ο ειδωλολάτρης Λούκιος, ο της Κυρήνης βουλευτής, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Ο δε Άγιος, ιαθείς υπό της θείας χάριτος, μετ’ ολίγην ώραν παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, ότε δηλαδή η φαινομένη περιστερά ησπάσατο αυτόν και εξήλθεν εκ της φυλακής. Ταύτα μαθών ο ηγεμών, και ότι ο Λούκιος επίστευσεν εις τον Χριστόν, προσέταξε να θανατωθώσιν αι ανωτέρω τρεις Άγιαι γυναίκες, η Λουκία, η Αρόα και η Κυπρίλλα, και όσοι ειδωλολάτραι επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό του Αγίου Θεοδώρου. Μετά ταύτα, αφού ο Λούκιος εβαπτίσθη, κατέπεισε τον ηγεμόνα Διγνιανόν και επίστευσε και εκείνος εις τον Χριστόν. Όθεν επιβιβασθέντες αμφότεροι εις πλοίον απέπλευσαν εκ της Κρήτης εις Κύπρον, και εκεί εύρον άλλον ηγεμόνα, όστις ετιμώρει πάντας τους επικαλουμένους το όνομα του Χριστού. Τότε ο Λούκιος, εν αγνοία του Διγνιανού, παραδούς εαυτόν εις τους βασανιστάς απεκεφαλίσθη, επειδή εκρήμνισε τον βωμόν των ειδώλων, λαβών ούτω τον στέφανον του μαρτυρίου. Ο δε Διγνιανός έλαβε το άγιον εκείνου λείψανον και ενεταφίασεν αυτό. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Θεοδώρου του εν τω Ρηγίω.
Ωδηγήθη λοιπόν ο Άγιος έμπροσθεν του ηγεμόνος, ενώ ηκολούθουν αυτόν πολλοί Χριστιανοί, εν οις ήσαν και η Αγία Λουκία, η Αγία Αρόα και η Αγία Κυπρίλλα. Ο ηγεμών τότε εζήτησε παρά του Αγίου τα βιβλία και εβίαζεν αυτόν να αρνηθή τον Χριστόν. Επειδή δε ο Άγιος ούτε τα βιβλία παρέδιδεν, ούτε τον Χριστόν ηρνήθη, εδάρη σκληρότατα δια ραβδίων και λωρίων, τα οποία είχον εις την άκραν μολύβδους. Κατόπιν λακτίσας ο Άγιος Μάρτυς δια του ποδός του τον βωμόν των θυσιών, εκρήμνισεν αυτόν και ένεκα τούτου εκρεμάσθη επί ξύλου και εξεσχίσθη καθ’ όλον το σώμα. Έπειτα έτριψαν τας πληγάς αυτού δι’ όξους και άλατος και δια τριχίνων πανίων. Μετά ταύτα έκοψαν την γλώσσαν αυτού δια ξυραφίου, την οποίαν έλαβον αι άνω άγιαι γυναίκες, και τέλος απήγαγον τον αθλητήν εις την φυλακήν. Φερόμενος δε ο Άγιος εις την φυλακήν έλαβε παρά των γυναικών την γλώσσαν του και έθεσε ταύτην επί του στήθους του. Εκεί δε εφάνη περιστερά, ήτις ίπτατο πέριξ του Αγίου· ομοίως εφάνη και εις ταώς, όστις ανήλθεν επί του παραθύρου της φυλακής. Ταύτα ιδών ο ειδωλολάτρης Λούκιος, ο της Κυρήνης βουλευτής, επίστευσεν εις τον Χριστόν. Ο δε Άγιος, ιαθείς υπό της θείας χάριτος, μετ’ ολίγην ώραν παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, ότε δηλαδή η φαινομένη περιστερά ησπάσατο αυτόν και εξήλθεν εκ της φυλακής. Ταύτα μαθών ο ηγεμών, και ότι ο Λούκιος επίστευσεν εις τον Χριστόν, προσέταξε να θανατωθώσιν αι ανωτέρω τρεις Άγιαι γυναίκες, η Λουκία, η Αρόα και η Κυπρίλλα, και όσοι ειδωλολάτραι επίστευσαν εις τον Χριστόν και εβαπτίσθησαν υπό του Αγίου Θεοδώρου. Μετά ταύτα, αφού ο Λούκιος εβαπτίσθη, κατέπεισε τον ηγεμόνα Διγνιανόν και επίστευσε και εκείνος εις τον Χριστόν. Όθεν επιβιβασθέντες αμφότεροι εις πλοίον απέπλευσαν εκ της Κρήτης εις Κύπρον, και εκεί εύρον άλλον ηγεμόνα, όστις ετιμώρει πάντας τους επικαλουμένους το όνομα του Χριστού. Τότε ο Λούκιος, εν αγνοία του Διγνιανού, παραδούς εαυτόν εις τους βασανιστάς απεκεφαλίσθη, επειδή εκρήμνισε τον βωμόν των ειδώλων, λαβών ούτω τον στέφανον του μαρτυρίου. Ο δε Διγνιανός έλαβε το άγιον εκείνου λείψανον και ενεταφίασεν αυτό. Τελείται δε η αυτών σύναξις και εορτή εις τον Ναόν του Αγίου Μάρτυρος Θεοδώρου του εν τω Ρηγίω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου