Συμεών ο μέγας και Όσιος πατήρ ημών
εγεννήθη κατά το 392 έτος εις χωρίον τι ονομαζόμενον Σισάν, ευρισκόμενον μεταξύ
των επαρχιών των Σύρων και των Κιλίκων, ήκμασε δε κατά τους χρόνους Λέοντος του
μεγάλου του επονομαζομένου Μακέλλη (457 – 474) και του Πατριάρχου Αντιοχείας
Μαρτυρίου (461 – 465). Επειδή δε μέγας κατά την αρετήν εγένετο και πολύς κατά
την φήμην, πολλοί και τα της πολιτείας αυτού συνέγραψαν, όμως ουδείς εξ αυτών
διηγήθη κατά μέρος τα εκείνου κατορθώματα ουδέ ακριβώς και ανελλιπώς ανέγραψαν
πως ένα έκαστον εξ αυτών έλαβε χώραν, αλλά τα των μεν πρώτων χρόνων της
πολιτείας αυτού παρέδραμον, συντόμως και κεφαλαιωδώς ειπόντες περί αυτών, αφήκαν
δε και τινα των εν μέσω, ουδέ και αυτάς δε τας κατά το τέλος πράξεις και τα
έργα αυτού τελείως και ακριβώς διηγήθησαν. Ημείς όμως αρχόμενοι απ’ αρχής την
διήγησιν θα περιγράψωμεν αυτήν μέχρι τέλους μετά πάσης δυνατής λεπτομερείας.
Επειδή όμως ο θαυμάσιος ούτος Συμεών δεν υπετάγη εις τους νόμους της φύσεως, αλλ’ εν θνητώ σώματι ασωμάτων διαγωγήν επέδειξε και πολιτείαν και υπομονήν έφθαστον και επειδή οι αμαθείς περί τα θεία φυσικώς μόνον μετρούσι τα πράγματα, όταν δε ακούσωσιν υπερφυές τις κατόρθωμα ως ψεύδος λογίζονται και δεν πιστεύουσι τούτο, δια ταύτα φοβούμεθα μήπως ο λόγος ημών φανή ως μύθος· πλην όμως ημείς θα διηγηθώμεν την αλήθειαν και αι φιλευσεβείς ψυχαί ας προσέξωσι δια να ακούσωσι τα φοβερά και εξαίσια του Οσίου κατορθώματα. Ούτος ο μακάριος Συμεών ηκολούθει από μικρός τους γονείς του, οίτινες ήσαν ποιμένες και εδιδάσκετο απ’ αυτούς εις το να ποιμαίνη και να βόσκη τα πρόβατα, επειδή έπρεπε και εις τούτο να συμμετράται και να προσομοιάζη προς τους παλαιούς και μεγάλους εκείνους κατά την αρετήν άνδρας· δηλαδή με τον Πατριάρχην Ιακώβ, με τον Ιωσήφ τον Σώφρονα, με τον νομοθέτην Μωϋσήν, με τον Δαβίδ τον Βασιλέα και Προφήτην, με τον Μιχαίαν, και με τους ομοίους με εκείνους θείους Πατέρας. Επειδή δε εγένετο ποτε μεγάλη βροχή και δεν ηδύναντο να εξέλθουν τα πρόβατα εις βοσκήν, ευρών άδειαν μετέβη με τους γονείς του εις τον θείον Ναόν. Ακούσας δε εκεί την ευαγγελικήν φωνήν την μακαρίζουσαν τους κλαίοντας και λυπουμένους, τους δε γελώντας αθλίους και ταλαιπώρους ονομάζουσαν και τα τοιαύτα, ηρώτησε τινα εκ των παρευρισκομένων εις την ακολουθίαν τι πρέπει να κάμη τις δια να αποκτήση καθ’ ένα από ταύτα; Εκείνος δε, διότι ήτο και ούτος ως φαίνεται εργάτης της αρετής και του καλού αγωνιστής προθυμότατος, του υπέδειξε και εδίδαξε την μοναδικήν ζωήν, την άκραν και τελειοτάτην εκείνην φιλοσοφίαν της ασκήσεως. Δεξάμενος όθεν του θεϊκού λόγου τα σπέρματα, και κατακρύψας και φυλάξας ταύτα καλώς και επιμελώς εις τας βαθείας αύλακας της ψυχής του, έτρεξεν εις τον Ναόν των ιερών Μαρτύρων, όστις ήτο πλησίον· εκεί δε βαλών το μέτωπον και τα γόνατα εις την γην, παρεκάλει τον θέλοντα σωθήναι πάντας Θεόν να τον οδηγήση προς την τελείαν οδόν της ευσεβείας και αρετής. Ούτως ώραν πολλήν διατρίψας εις ταύτην την δέησιν, έρχεται εις ύπνον και βλέπει ότι έσκαπτε θεμέλια, κατόπιν δε σταθείς, ενόμιζεν ότι ήκουε φωνήν, προστάζουσαν αυτόν ναβαθύνη ακόμη τον τόπον εκείνον, τον οποίον έσκαπτε· προσθέτων λοιπόν, καθώς προσετάχθη, βάθος, πάλιν εδοκίμασε να αναπαυθή· λλά πάλιν ο φανείς τον διέτασσε να σκάπτη και να μη παύη από τον κόπον· τρεις δε και τέσσαρας φοράς τούτο προσταχθείς, συνέχιζεν· αλλ’ επειδή τέλος και από το πολύ βάθος δεν ηδύνατο άλλο να σκάπτη, ήκουσεν ότι αρκετόν ήτο πλέον το βάθος εις το οποίον έφθασε και έπρεπε να αρχίση την οικοδομήν, ώστε ομού με το τέλος των κόπων του να έχη αύτη ευκόλως πραγματοποιηθή. Την πρόρρησιν ταύτην και προφητείαν εβεβαίωσαν και τα πράγματα, τούτο δε εφανέρωνε και το όραμα, ότι δηλαδή θα ήσαν υπέρ φύσιν οι αγώνες εις τους οποίους επεδόθη όλη ψυχή τε και διανοία ο Άγιος και ότι κατόπιν της πρώτης επιτυχίας θα ηκολούθουν και άλλαι και τέλος ευκόλως και επιτυχώς θέλει τελειώσει την ασκητικήν διαγωγήν και πολιτείαν. Αναχωρήσας εκείθεν ο Συμεών μετέβη προς συνάντησιν Ασκητών τινων γειτόνων του, μετά των οποίων συνηγωνίσθη επί δύο χρόνους· τελειοτέρας δε επιθυμήσας αρετής μετέβη εις κώμην λεγομένην Τελεδάν, εις την οποίαν ήτο προστάτης και καθηγητής αδελφών τινων ο θαυμαστός Ηλιόδωρος, όστις έζησε χρόνους εξήκοντα πέντε, εξ ωντους εξήκοντα δύο εις οικίσκον μικρόν εγκεκλεισμένος· διότι ευθύς ως εγένετο τριών ετών αφιερώθη υπό των γονέων του εις τον Θεόν. Εις τοιαύτην θαυμαστήν αγέλην και ποίμνην εισήλθεν ο θαυμάσιος ούτος άνθρωπος, άπλαστος και απόνηρος ως ο μέγας εκείνος και θαυμάσιος Ιακώβ· είχε δε τοιαύτην καθαρότητα και εις τοσαύτην πραότητα έφθασεν, ώστε υπερέβη τους ασκητικούς νόμους, υπερβάς εις έκαστον είδος και τρόπον αρετής τους ανθρωπίνους νόμους και πλησιάσας τους ασάρκους Αγγέλους. Εις το Ησυχαστήριον τούτο διέμεινεν ο πένταθλος της ευσεβείας αγωνιστής και τελειότατος Συμεών επί δέκα έτη, αγωνιζόμενος μετ’ ογδοήκοντα άλλων συνασκητών, τους οποίους άπαντας υπερέβη, ενώ δε εκείνοι ανά δύο ημέρας ετρέφοντο, ούτος όλην την εβδομάδα άγευστος διήγεν. Εδυσανασχέτουν όθεν πολλάκις και εστενοχωρούντο άπαντες μη δυνάμενοι να μιμηθώσι τον Συμεών· ωνόμαζον δε την τοιαύτην αυτού εγκράτειαν, σύγχυσιν και αταξίαν της ασκητικής πολιτείας. Εκείνος όμως δεν ανεπαύετο ούτε εχαλίνωνε την προθυμίαν· αλλά και έτερον κρύφιον αγώνισμα προσέφερε τω εξεταστή των κρυφίων Θεώ· διότι το σχοινίον, όπερ είναι πεπλεγμένον εκ φοινίκων, είναι τόσον τραχύ, ώστε και δια των χειρών μόνον κρατούμενον προκαλεί ισχυρότατον πόνον· ο δε μακάριος Συμεών περιέζωσε δι’ αυτού την μέσην του ουχί έξωθεν, αλλά συγκολλήσας αυτό εις το δέρμα και τοιουτοτρόπως περιέσφιγξεν, ώστε κατεπλήγωσε το σώμα του πέριξ του σχοινίου. Επειδή δε παρήλθον δέκα περίπου ημέραι ούτως, εγένετο και η πληγή χειροτέρα και εξήρχετο εκείθεν ύλη αιματώδης, ήτις εφανέρωνε την κεκρυμμένην πληγήν· όθεν ιδών τις ηρώτησε την αιτίαν, ο δε Όσιος έλεγεν ότι ουδέν κακόν έχει, αλλ’ ο ερωτήσας, βλέπων το αίμα να εξέρχεται περισσότερον, δεν επείσθη και ψηλαφήσας ηννόησε την αιτίαν και ανήγγειλε τούτο εια τον προεστώτα, εκείνος δε παρευθύς επιτιμών και παρακαλών και κατηγορών την σκληρότητα του πράγματος, μετά βίας τον έλυσεν από εκείνα τα δεσμά. Ο δε γενναίος αγωνιστής εις μεν το να λύση το σχοινίον υπήκουσεν, αλλ’ εις το να θεραπεύση την πληγήν ήτο ενάντιος κατά πολλά και αμετάπειστος. Όθεν οι συνασκηταί του βλέποντες ταύτα και μη δυνάμενοι ούτε εις τα μικρά να τον φθάσουν, τούτο μη υποφέροντες, τον προσέταξαν να αναχωρήση εκείθεν δια να μη γίνεται και αίτιος βλάβης εις τους ασθενεστέρους κατά το σώμα, οίτινες δοκιμάζοντες να τον μιμηθούν και μη επιτυγχάνοντες τούτο απελπίζονται. Αναχωρήσας όθεν επορεύθη εις τα ερημικώτερα του όρους, ένθα ευρών όρυγμά τι εισήλθεν εις αυτό και έμεινεν εκεί μετερχόμενος την συνήθη του προσευχήν και φιλοσοφίαν και ζωήν. Ότε δε παρήλθον πέντε ημέραι, μεταμεληθέντες οι αίτιοι της αναχωρήσεώς του εξαπέστειλαν δύο εξ αυτών των ιδίων δια να ανεύρωσι και επναφέρωσι τον Συμεών εις το Ησυχαστήριον. Περιερχόμενοι όθεν το όρος, συνήντησαν βοσκούς τινας, τους οποίους ηρώτησαν αν είδον τοιούτον τινά Μοναχόν, εκείνοι δε, επειδή εκεί πλησίον ήτο κεκρυμμένος, τους υπέδειξαν τον τόπον δια του δακτύλου· ελθόντες δε ούτοι ευθύς εις το μέρος εκείνο, εκάλεσαν εξ ονόματος τον Συμεών· και φέροντες σχοινίον, ανεβίβασαν αυτόν με πολύν κόπον, διότι δεν ήτο εύκολος η ανάβασις, όπως ήτο και η κατάβασις και τον επανέφερον εις την αδελφότητα. Ολίγον έκτοτε χρόνον διατρίψας μετ’ αυτών ο Συμεών ανεχώρησεν εκείθεν, μεταβάς εις χώραν κλουμένην Τελάνισον· αύτη δε ευρίσκεται εις τους πρόποδας του όρους. Ευρών δε εκεί μικρόν οίκημα ενεκλείσθη εις αυτό επί τρία έτη, αγωνιζόμενος πάντοτε εις το να αυξάνη τον πλούτον της αρετής. Ήτο δε τότε άνθρωπος τις θεοσεβής καλούμενος Βλάσιος, όστις ηγάπα και επεμελείτο κατά πολλά τους Μοναχούς, ενισχύων αυτούς εις την ασκητικήν ζωήν και πολιτείαν. Ούτος ήλθε ποτε και εις τον Άγιον, ο δε Συμεών βλέπων την αρετήν του ανδρός του εξεμυστηρεύθη τους σκοπούς του και εζήτησε την συμβουλήν του, ο δε Βλάσιος, αναλογιζόμενος το δύσκολον και βίαιον των αγώνων του Οσίου, συνεβούλευσεν αυτόν να μη νομίζη αρετήν τον βίαιον θάνατον, αλλά μάλιστα το εναντίον, κακίαν μεγάλην και χωρισμόν Θεού. Όμως ο θαυμάσιος Συμεών εις την μέχρι τότε ατροφίαν και ετέραν τοιαύτην προσέθεσε, διήρχετο δε τριάκοντα εννέα ημέρας σχεδόν ειπείν άσιτος, την δε τεσσαρακοστήν έδιδε τέλος της μιας ολιγοσιτίας, δια να αναλαμβάνη ολίγον το καταπεπονημένον σώμα του και να δύναται να τον υπηρετή εις την ολονύκτιον στάσιν, από δε της επομένης ήρχιζε την νέαν ιστάμενος ορθός και προσευχόμενος, ότε δε έφθανεν εις το μέσον της οδού των τεσσαράκοντα ημερών, εκαθέζετο από τον κόπον ακουσίως, επειδή ηφανίζετο από την ατροφίαν ολίγον κατ’ ολίγον η σωματική του δύναμις. Συμπληρουμένου δε του κύκλου των τεσσαράκοντα ημερών εξηντλείτο τελείως και η ζωτική του δύναμις και ενέργεια· όθεν έπιπτεν επί του εδάφους. Εκείνος όμως ο ανδρείος ούτε τότε εγκατέλειπε τους ιερούς ύμνους και δοξολογίας, αλλά ως ανάπαυσιν εκ των κόπων και τροφήν και ύπνον ελογίζετο την ιεράν προσευχήν. Ταύτην δε την διαγωγήν και πολιτείαν μετήρχετο ο Όσιος εφ’ όσον ευρίσκετο εισέτι εις το ισόγειον κελλίον του ο των ουρανών άξιος, αλλ’ αφ’ ότου ανήλθεν επί του στύλου, ελησμόνησε τελείως την κοινήν φύσιν και τας συνηθείας των άλλων ανθρώπων, και δεν εκάθητο πλέον ούτε εκοιμάτο. Τοποθετών δε μίαν δοκόν ορθίαν εις τον στύλον και προσδένων τον εαυτόν του εις αυτήν δια να μη δύναται ούτε και αν θελήση να καθήση ή να κοιτασθή, διήρχετο ούτω όρθιος κι άγρυπνος ολόκληρον το τεσσαρακονθήμερον στάδιον της νηστείας του. Μετά παρέλευσιν αρκετού χρόνου πλουσιωτέρας αξιωθείς χάριτος, ουδέ ταύτην εχρειάζετο την βοήθειαν της δοκού· αλλά και τας τεσσαράκοντα ημέρας ασκεπής και ώσπερ τις άσαρκος ίστατο, στήλη ζώσα και έμψυχος. Ας μη προφθάνη όμως ο λόγος την ακολουθίαν και τάξιν των πραγμάτων, αλλ’ ας ακολουθώμεν ταύτα με την εμπρέπουσαν σειράν. Εις το προρρηθέν οίκημα υπέμεινε τρία έτη, κατόπιν δε ανήλθεν εις την περίφημον εκείνην κορυφήν του όρους και περιμανδρώσας μέρος τι έμενεν εντός αυτού άνευ σκέπης, παλαίων με το καύμα του θέρους και το ψύχος του χειμώνος· κατασκευάσας δε άλυσιν σιδηράν προσέδεσε το μεν εν μέρος αυτής εις πέτραν τινά μεγάλην, το δε έτερον δια κρίκου τινός εις τον πόδα του, δια να μη δύναται, έστω και θέλων, να εξέρχεται ή και να μετατοπίζη καν εντός εκείνων των ορίων, ούτω δε ευρίσκετο πάντοτε, εις τον ουρανόν μόνον ενατενίζων και εις τα θεάματα αυτού καταγινόμενος, τοιουτοτρόπως δε με περισσότερον και θερμότερον πόθον ανεφέρετο εις τον Δημιουργόν του. Ο δε τότε Πατριάρχης της Αντιοχείας Μελέτιος, ευσεβέστατος ων, ακούων την μεγάλην φήμην του Οσίου, μετέβη προς επίσκεψιν αυτού και ιδών αυτόν άοικον, ασκεπή και δεδεμένον με σίδηρον από του ποδός, τα μεν άλλα εθαύμαζε και επήνει, τον δε σίδηρον εμέμφετο, λέγων ότι είναι πράξις περιττή, επειδή αρκετή είναι η αγαθή αυτού προαίρεσις, να θέση δε εις το σώμα λογικά δεσμά. Πείθεται όθεν εις αυτά ο θαυμαστός Συμεών, και καλέσαντες ένα χαλκέα έλυσαν τον πόδα αυτού από τον σίδηρον· εκείνος όμως ο αδαμάντινος και λυθείς ουδέ ούτως υπερέβαινε τα όρια της αλύσεως· διότι περισσότερον εδέσμει αυτόν ο πόθος του Χριστού από τα δεσμά του σιδήρου. Διέδραμεν όθεν η φήμη του Συμεών πανταχού και προσέτρεχον προς αυτόν όχι μόνον οι πλησιόχωροι, αλλά και οι μακράν ευρισκόμενοι, πολλοί δε και από μηνών ολοκλήρων οδοιπορίαν, ζητούντες έκαστος την ιατρείαν της ασθενείας του. Δεν επέστρεφον όμως κθώς ήρχοντο στυγνοί και κατηφείς, αλλά φαιδροί και περιχαρείς, απελευθερούμενοι πάσης ασθενείας και βλάβης, δι’ ο και ευχαριστίας με εύφημον φωνήν και πρόθυμον γλώσσαν εις τον Θεόν και τον Όσιον Συμεών ανέπεμπον. Εκάστη όθεν οδός φέρουσα προς τον άμισθον και ασφαλή τούτον ιατρόν ήτο παρομοία με αγοράν πεπληρωμένην ανθρώπων· ο δε τόπος εις τον οποίον συνηθροίζετο το συντρέχον πλήθος εφαίνετο ώσπερ πόλις πολυάνθρωπος. Εκ δε του προσερχομένου πλήθους άλλοι μεν ωδύροντο ελεεινώς δια την ασθένειαν αυτών, άλλοι δε επανηγύριζον δια την ιατρείαν· τούτο δε όχι μόνον μίαν φοράν εγένετο, αλλά πολλάκις. Απηρτίζετο δε το πλήθος τούτο ουχί μόνον εκ Σύρων, Φοινίκων, Κιλίκων και εκ πάσης γωνίας της Αυτοκρατορίας προσερχομένων ασθενών, αλλ’ έτι και εξ Αράβων, Ισμαηλιτών, Περσών, Αρμενίων, Ιβήρων, Ομηριτών και εκ των τούτων ενδοτέρων και πλέον μεμακρυσμένων. Έτι δε προσήρχοντο και ασθενείς εκ των δυτικών, ήτοι Άγγλων, Γάλλων, Ισπανών και εκ διαφόρων άλλων δυτικών εθνών, συγκροτούντων απάντων εν πολύγλωσσον συνάθροισμα, διότι τοις πάσι διέδραμεν η φήμη της αρετής του ανδρός. Είναι δε αδύνατον να διηγηθή τις πόσον και αυτή η παλαιά Ρώμη κατεπλάγη από τον θαυμάσιον τούτον άνδρα, τον οποίον κατά πολλά ετίμα, ηυλαβείτο δε τόσον, ώστε εχάραξαν και εζωγράφησαν την αγίαν του εικόνα εις θύρας, προπύλαια, τοίχους ανακτόρων και αλλαχού, λαμβάνοντες ούτω πλουσίαν την ευλογίαν και αγαθά αναρίθμητα. Εξήρχετο δε από του προσώπου του Οσίου τοιαύτη χάρις, ώστε εάν έβλεπε τις αυτόν έχων έχθραν μετά τινος ευθύς θα ειρήνευε και θα συνεφιλιούτο. Πολλοί δε εκ των προσερχομένων, οίτινες ήσαν πρότερον εκδεδομένοι εις αιματοχυσίας και φόνους, ερχόμενοι ενώπιον του Αγίου και βλέποντες το άγιόν του πρόσωπον ειρήνευον και εγίνοντο πραείς και ησύχιοι, εφιλονίκουν δε μόνον τις να αξιωθή να λάβη πρώτος τας ευχάς και ευλογίας τού Οσίου. Αλλά και το να εγγίσουν μόνον τους αγίους πόδας του με τα χείλη ή με τας χείρας μεγάλως εχαίροντο· αν ήγγιζαν δε και την δοράν με την οποίαν ήτο ενδεδυμένος ο Άγιος, ενόμιζον ότι απολαμβάνουν άπασαν την ευλογίαν και χάριν. Το δε να ασπάζωνται τας χείρας ή το στόμα του Αγίου δεν ετόλμων οι πολλοί, αλλ’ όσοι εκ του πλούτου της αρετής των είχον περισσοτέραν την παρρησίαν. Επειδή όμως οι ερχόμενοι ήσαν αναρίθμητοι, αποφεύγων την πολλήν τιμήν και τας περιποιήσεις τας οποίας του έδιδον, αλλά και το κοπιαστικόν και θορυβώδες του πράγματος βαρυνόμενος, εσκέφθη όπως κατ’ άλλον τρόπον πλησιάση εις τον ουρανόν, όχι μόνον με λογισμούς και θεωρίας, αλλά και με αυτό το σώμα. Όθεν ετεχνεύθη να αναβή εις τον στύλον. Ο δε στυλίτης βίος, άγνωστος μέχρι τότε, προσέδωκεν εις τον Άγιον μεγαλυτέραν αίγλην, εγένετο δε και παράδειγμα δι’ άλλους. Ήτο δε τούτο θείας επισκέψεως αποτέλεσμα, διότι οι Ισμαηλίται, οίτινες ήσαν πολλαί μυριάδες και εις το σκότος της απιστίας συγκεκλεισμένοι, βλέποντες την νεοφανή ταύτην και παράδοξον επί του στύλου ζωήν και τα πολλά εκείνου κατορθώματα, έτι δε ακούοντες και την θείαν αυτού διδασκαλίαν εφωτίζοντο την διάνοιαν και εγίνοντο υιοί φωτός οι πριν εσκοτισμένοι, εγκαταλείποντες ομού με το σκότος της ασεβείας, εις το οποίον ήσαν βεβυθισμένοι, και τα μιαρά έργα της πατρίου θεάς αυτών Αφροδίτης, εις τα οποία ήσαν εκδεδομένοι. Έτι δε και Ίβηρες και Πέρσαι, ως είπον, και Αρμένιοι, καταγελάσαντες την πλάνην των, επίστευσαν και ούτοι εις την Ευαγγελικήν διδασκαλίαν και εγένοντο Χριστιανοί. Ότε δε την νέαν ταύτην επί του στύλου πολιτείαν ο θαυμάσιος Συμεών επενόησε, πανταχού περιτρέξασα οξέως η φήμη, ήτις έχει συνήθειαν εις τοιαύτα καινά και παράδοξα πράγματα να μεταχειρίζηται ταχύτερα και οξυκινητότερα τα πτερά, έφθασε κι εις τους θείους Πατέρας, οίτινες δια των ασκητικών των αγώνων και κόπων κατέστησαν την έρημον ουράνιον πόλιν. Καταπλαγέντες όθεν ούτοι εις το νεοφανές και ξένον τούτο τέχνευμα, εξαπέστειλαν εις τον υψηλόν και μετάρσιον εκείνον άνθρωπον τινάς εξ αυτών, με την εντολήν να τον ελέγξουν και επιτιμήσουν δια την πράξιν του ταύτην και να του επιβάλουν, όπως ακολουθή την παλαιάν και συνήθη οδόν των Αγίων και να μη καταφρονή εκείνων την πολιτείαν, την οποίαν ζωήν και οδόν τοσούτος χορός και πλήθος μακαρίων βαδίσαν ανήλθεν εις ουρανούς και εις τας αϊδίους εκείνας εισήλθε σκηνάς και κατοικίας. Φοβούμενοι όμως μήπως και το νέον τούτο εγώνισμα του Οσίου ήτο θεάρεστον, εκείνοι δε κρίνουν την υπόθεσιν ανθρωπίνως, παρήγγειλαν και τούτο εις τους απεσταλμένους, ότι ανίσως και ήθελον ίδει τον άνδρα, πως αφήνει το θέλημά του και υποτάσσεται θεληματικώς κατερχόμενος από του στύλου, τότε να τον εμποδίσουν ευθύς και να τον προστάξουν να παραμείνη εις την πολιτείαν αυτήν και να μη αμελή, διότι ούτω θα επίστευον, ότι ήτο θεία οικονομία και πλέον δεν θα είχον αμφιβολίαν, ότι θέλει καταλήξει η αρχή αύτη εις τέλος αγαθόν. Εάν δε του βαρυφανή και δεν δεχθή την συμβουλήν των, αλλ’ ήθελεν ακολουθεί ούτως απλώς και ασυλλογίστως εις το θέλημά του, φανερόν θα ήτο ότι ευρίσκεται μακράν από την ταπεινοφροσύνην, και εξ αυτού βεβαίως και ο λογισμός του θα ήτο εκ του πονηρού· όθεν τότε να τον καταβιβάσουν και χωρίς να θέλη από τον στύλον. Ταύτα παρήγγειλαν οι Πατέρες εις τους απεσταλμένους· ότε δε ούτοι έφθασαν προς τον πατέρα της υπακοής και της ταπεινοφροσύνης Συμεών, έτι και από αυτήν την θέαν του προσώπου του και από τον χαιρετισμόν του τον ηυλαβήθησαν μεγάλως και ούτε να τον βλέπου κατά πρόσωπον ηδύναντο· όμως δια την εντολήν εκείνων, οίτινες τους απέστειλαν, και δια το καλόν της διακονίας και υπηρεσίας, του είπον την προσταγήν των Πατέρων. Εκείνος δε, ο κατά αλήθειαν πράος και ταπεινός τη καρδία, πράως και ηρέμως την επιτίμησιν αποδεχόμενος, δεν αντελόγησε ποσώς, δεν εθυμώθη, δεν κατηγόρησε την προσταγήν, ούτε ολίγον ούτε πολύ ωμίλησεν, αλλ’ ευθύς με ιλαρόν όμμα κύπτων την κεφαλήν και αποδούς την ευχαριστίαν εις τον Θεόν, ευχαριστήσας δε και τους Πατέρας δια την φροντίδα την οποίαν έχουν δι’ αυτόν, μη αργοπορήσας ουδόλως ήρχισε να καταβαίνη από του στύλου, εκείνοι δε ευθύς τον ημπόδισαν και του απεκάλυψαν την εντολήν των Πατέρων· είτα ευχηθέντες εις αυτόν στερεάν και βεβαίαν στάσιν έως τέλους εις τον στύλον και πλουσίαν την παρά Κυρίου αντιμισθίαν των πυκνών και πολλών αγώνων και κόπων του, ανεχώρησαν. Αλλά περί μεν του ύψους της ταπεινοφροσύνης αυτού και της υπακοής το μέγεθος εκτός της του στύλου καταβάσεως και εις άλλα έργα του θέλομεν ίδει· ας επανέλθωμεν δε εις την τάξιν της διηγήσεως, την οποίαν προλαβόντως διεκόψαμεν. Κατά φυλάς όθεν και γενεάς οι Ισμαηλίται προσερχόμενοι εις τον οδηγόν της σωτηρίας Συμεών και την πατρώαν ασέβειαν αρνούμενοι, ελάμβανον το Θείον Βάπτισμα. Παρευρίσκετο δε ποτε παρών και ο Επίσκοπος της Εκκλησίας Κύρου Θεοδώρητος, εις τον οποίον παρέδωκεν ο Συμεών πλήθος εξ αυτών δια να τους βαπτίση. Ενώ δε ούτος επεχείρει να εκτελέση την εντολήν, εκείνοι φιλονικούντες τις εξ αυτών πρώτος θα αποπλύνη τον ρύπον των παθών και της ασεβείας, και ποίος θα προφθάση να απολαύση πρώτος την χάριν, έσυρον βαρβαρικώτατα άλλοι από το ένα μέρος και άλλοι από το άλλο τον Θεοδώρητον, άλλοι δε μακρύτερα ευρισκόμενοι ήπλωναν τας χείρας και εκράτουν αυτόν, οι μεν από το γένειον, οι δε από τα ενδύματα, τόσον ώστε ολίγον δειν να τον καταξεσχίσουν. Βλέπων ταύτα ο θαυμάσιος Συμεών τους εκάλεσεν από του στύλου να ηρεμήσουν και παρευθύς μετήλλαξαν άπαντας, έλαβον δε την χάριν με ευταξίαν και ετελειώθησαν εις το Θείον Βάπτισμα. Τοιουτοτρόπως η λαμπάς της γλώσσης του ηδύνατο άλλους μεν να φοβή, άλλους δε να φωτίζη συγχρόνως δια την σωτηρίαν αυτών. Μελέτην όμως και έργον ακατάπαυστον είχεν ο Όσιος την τήρησιν των δεσποτικών εντολών και δεν ηγωνίζετο μόνον εις το να φυλάττη αυτάς, αλλά ενόμιζε μεγάλην ζημίαν δι΄ εαυτόν εάν δεν προσέθετέ τι περισσότερον και εξ ιδίας του προαιρέσεως· τοιουτοτρόπως εβιάζετο ακαταπαύστως και δια τούτο, καθώς προείπομεν, αφήκε πατέρα και μητέρα και ηκολούθησε τον ποθούμενον Χριστόν και όλως αυτόν ηγάπησεν, όπερ είναι το ακρότατον και τελειότατον της δεσποτικής εντολής, προσέθηκε δε αφ’ εαυτού και τούτο. Μετά την πάροδον είκοσι και επτά ετών αφ’ εποχής ο υπερκόσμιος ούτος ανήρ απηρνήθη τους νόμους της ανθρωπίνης φύσεως και τα εν τω κόσμω πάντα, η μήτηρ αυτού, το φυσικόν πυρ και την αγάπην της φιλοστοργίας φέρουσα εισέτι εις τα σπλάγχνα αυτής και μη δυναμένη κατ’ άλλον τρόπον να σβέση την φλόγα, ήλθεν εις τον εν σαρκί άσαρκον τούτον υιόν της (καθώς ο λόγος βιαζόμενος ονομάζει) επιθυμούσα και το πρόσωπον του υιού αυτής να ίδη και την ομιλίαν του να ακούση, την οποίαν επί τοσούτον χρόνον είχε στερηθή. Μαθών δε τούτο ο Όσιος, ιδού πως μερίζει και δίδει και την τιμήν εις την μητέρα, και την φύλαξιν της σωτηρίου εντολής, τιμιωτέρας ούσης, ποιεί. Δεν εδέχθη την συνομιλίαν της μητρός, αλλά δια να παρηγορήση αυτήν της παραγγέλλει με γλυκύτητα λέγων· «Ανίσως και σου φαίνεται, ω μήτερ, εύλογον, ας φυλάξωμεν να ίδωμεν ο εις τον άλλον εις την άλλην ζωήν, και όχι εδώ· εάν δε βεβαίως η πολιτεία μας είναι ευάρεστος εις τον Θεόν, μετά την εντεύθεν αναχώρησιν θέλομεν ίδει ο εις τον έτερον κατά πολλά συγγενέστερα και φανερώτερα». Και ο μεν Άγιος ταύτα εμήνυσε· επειδή όμως δεν άφηνε την μητέρα η φλογίζουσα την ψυχήν της φλοξ ήσυχον να ακούη τα λεγόμενα, αλλ’ επέμενεν εις την επιθυμίαν της να τον ίδη, μηνύει δεύτερον προς αυτήν λέγων· «Εγώ, ω μήτερ, ενόμιζον ότι και συ θα στέρξης περισσότερον το συμφέρον και των δύο μας· αλλ’ επειδή καθώς βλέπω η επιθυμία σου να με ίδης είναι μεγαλυτέρα, σε παρακαλώ να κάμης προς το παρόν μικράν υπομονήν και θέλω σε ίδει μετ’ ολίγον· διότι τούτο εφάνη αρεστόν εις τον Άγιον Θεόν». Δεξαμένη όθεν η μήτηρ με μεγίστην χαράν την υπόσχεσιν εκρέματο από αυτήν η ψυχή της, και με αυτάς τας ελπίδας έχαιρε και ηγαλλιάτο, και όλη εδόθη εις το μέλλον, της εφαίνετο δε ότι έβλεπε τον υιόν της παρόντα και ενηγκαλίζετο και κατεφίλει αυτόν, και ότι ήκουε την φωνήν του. Εις ταύτην την χαράν ευρισκομένη ανεπαύθη αίφνης η μακαρία, παραθέσασα εις τον Θεόν την ψυχήν της, μακαρία κατά την ζωήν ως αληθώς, μακαριωτέρα όμως κατά πολλά δια το τέλος και διότι τοιούτου παιδός ήτο μήτηρ και εις τοσαύτην αρετήν φθάσαντα αυτόν καταλέλοιπεν. Ο δε θείος Συμεών προσέταξε να εμβάσουν το λείψανον αυτής εντός της μάνδρας, όπως εκαλείτο το περιτείχισμα του πέριξ του στύλου χώρου. Ήτο δε εκτισμένος ο χώρος ούτος δια να μη δύνανται να εισέλθουν γυναίκες. Τούτου δε γενομένου είδεν ο Όσιος την μητέρα αυτού νεκράν και τα συνήθη τελέσας και επευξάμενος, έθαψεν αυτήν πλησίον του στύλου. Τοιουτοτρόπως και εις την μητέρα την τιμήν απέδωσε και την δεσποτικήν εντολήν όχι μόνον εξεπλήρωσε, αλλά και με ιδικάς του προκοπάς την ηύξησε και επερίσσευσε. Δια τοιούτων αρετών και ενθέων πράξεων ως πυρσός διαλάμπων τους ευρισκομένους εις την χαλεπωτάτην και σκληράν τρικυμίαν της νυκτός της απιστίας καθωδήγει, ο μακάριος Συμεών, ως εις λιμένα γαληνόν και πανεύδιον εις την ευσέβειαν και την Ορθοδοξίαν. Ούτως όθεν αγωνιζόμενος ήλθον ποτε προς αυτόν δύο φυλαί των προειρημένων Ισμαηλιτών και παρεκάλουν εκάστη εξ αυτών τον Άγιον να την ευλογήση και να ευλογήση αοράτως τον αρχηγόν της, την οποίαν ευλογίαν θα μεταφέρουν ως δώρον πολύτιμον εις αυτόν. Δια δε το πρωτείον της ευλογίας ήλθον εις φιλονικίαν μεγάλην και γίνεται μάχη μεταξύ των· διότι έκαστον μέρος υπεστήριζεν, ότι ο ιδικός των αρχηγός έπρεπε πρώτος να λάβη την ευλογίαν. Εκ ταύτης όθεν της αιτίας αντιμαχόμενοι ήθελον έλθει και εις βαρβαρικήν σκληρότητα και ωμότητα, εάν δε ήθελε τους φοβερίσει ο της ειρήνης και της ομονοίας άνθρωπος· και ούτω τους ειρήνευσε· και δίδων εις αυτούς την ευχήν και ευλογίαν, απέλυσεν εν ειρήνη. Στοχασθήτε νυν τους πριν απίστους, οίτινες εκίνουν την γλώσσαν ως όπλον εναντίον της ευσεβείας, ήδη δια την ευλογίαν του Αγίου δέχονται να υποστούν όλα τα δεινά· διότι βεβαίως δεν ήθελον θυμωθή και συγκρουσθή μεταξύ των, εάν δεν επίστευον εις την μεγάλην δύναμιν της ευχής και της ευλογίας του Οσίου. Έτερος αρχηγός των Σαρακηνών ελθών, την θείαν εκείνην παρεκάλει κεφαλήν, ίνα βοηθήση άνθρωπον τινα παραλελυμένον τα μέλη και οδυνώμενον από πόνους σφοδρούς, διαμένοντα εις τι πλησίον χωρίον. Ταύτα παρακαλέσας ο Σαρακηνός επρόσταξε να φέρουν τον παραλελυμένον και να τον αποθέσουν έμπροσθεν του Αγίου, ίνα βλέπων ούτος την μεγάλην του δυστυχίαν, ίσως τον ελεήση. Τούτου γενομένου έκειτο εκείνος ο δυστυχής παρά τον στύλον, έμπροσθεν του Αγίου, και εθρήνει την μεγάλην του συμφοράν. Ο δε ταχύς και πρόθυμος εις έλεος και πολύς την συμπάθειαν Όσιος, φροντίζων περισσότερον από την σωματικήν δια την ψυχικήν θεραπείαν, είπεν εις τον ασθενή να απαρνηθή την πατρικήν ασέβειαν και απιστίαν, επειδή εγνώριζεν αυτόν επιμελούμενον εισέτι αυτήν. Εκείνος δε ευχαρίστως εδέχθη και ήκουσε και το προσταχθέν ετελείωσεν. Είτα το μέγα θαύμα της οικουμένης, ο Συμεών, ηρώτησεν αυτόν εάν πιστεύη τω Πατρί και τω μονογενεί Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι· και εκείνου την πίστιν ομολογήσαντος είπεν ο Άγιος· «Πιστεύων, ανάστηθι» και ευθύς, ω της αφάτου σου περί τον άνδρα, Χριστέ, χάριτος! Ο λόγος ιατρεία εις τον παραλελυμένον εγένετο. Ο δε Όσιος τον Δεσπότην αυτού μιμούμενος, επρόσταξε τον ασθενή να εγείρη την κλίνην του εις τους ώμους του, όπερ παρεκίνησεν εις μεγαλυτέραν ευχαριστίαν και θαυμασμόν τους παρόντας. Έτερος εκ των πιστευσάντων εις Χριστόν Ισμαηλιτών, ο επισημότερος, υπεσχέθη ενώπιον του Θεού, θέτων μάρτυρα τον σεβάσμιον τούτον Συμεών, να μη γευθή έως τέλους της ζωής του εκ ζωϊκής τροφής· μετά δε τινα χρόνον, δεν γνωρίζω πως, ή διότι ελησμόνησε την υπόσχεσιν ή από λαιμαργίαν, έσφαξε μίαν όρνιθα, την εμαγείρευσε και ήρχισε να τρώγη. Εκείνη όμως την στιγμήν, ω πράγματος απορρήτου! Η όρνις εγένετο λίθος· δοκιμάσας δε ούτος να φάγη, δεν ηδυνήθη. Καταπλαγείς όθεν ο βάρβαρος δια το γενόμενον έσπευσεν ευθύς εις τον της μετανοίας διδάσκαλον, εξομολογείται με συντριβήν καρδίας το αμάρτημα και τον παρακαλεί να εξευμενίση τον Θεόν δια την παράβασιν της υποσχέσεως· βλέπων δε ο Άγιος την μετάνοιαν, παρέσχε προθύμως την συγχώρησιν. Όμως το θαύμα της όρνιθος, αν και τότε παρευθύς εβεβαιώθη, όμως και μετέπειτα πολλούς εύρισκε μάρτυρας, διότι έβλεπον ούτοι το στήθος αυτής έχον το σχήμα στήθους όρνιθος, όμως προς πίστωσιν του θαύματος αποτελούμενον από πέτραν και οστά· τα μεν οστά διαπιστούντα την πρώτην τού στήθους φύσιν, η δε πετρώδης συνάρμοσις την μεταβολήν του κρέατος εις λίθον. Από δε την παντοτεινήν επί του στύλου στάσιν επληγώθησαν οι πόδες του Οσίου, αυτός δε ο καρτερόψυχος τους πόνους αγογγύστως υπομένων ουδεμίαν θεραπείαν εδέχετο. Επληρώθησαν όθεν αι πληγαί σκωλήκων, οίτινες, ω της αδαμαντίνης σου ψυχής, αθλητά γενναιότατε! Κατέτρωγον τας σάρκας αυτού! Συνέβη δε ποτε να έλθη εις άρχων των Σαρακηνών, όστις πιστεύσας και αυτός εις τον Χριστόν και επιτυχών του ποθουμένου, ήτοι του να λάβη την ευχήν και ευλογίαν του Αγίου, εκάθητο πλησίον του στύλου ακροώμενος και εντρυφών εις την ιεράν αυτού διδασκαλίαν. Ενώ δε εκάθητο εκεί, σκώληξ εκ των πληγών του Οσίου εκκυλισθείς από του στύλου έπεσεν έμπροσθεν των ποδών αυτού· εκείνος δε παρευθύς λαβών παμποθήτως τον σκώληκα έβαλεν αυτόν ευλαβώς εις το στήθος του, είτα τον ήγγισεν εις τους οφθαλμούς του, κατόπιν τον έφερεν εις το στόμα και εις τα ώτα του, και ακολούθως εις όλα τα άλλα μέρη του σώματός του ως αφανιστικόν και ιατρείαν όλων των παθών και αρρωστημάτων του. Από δε τον πολύν πόθον δεν του εφαίνετο σκώληξ το τιμώμενον, αλλά πολύτιμον τι και σεβάσμιον απόκτημα, διότι ενίκα η πίστις αυτού την όψιν και ο πόθος εκάλυπτε την μορφήν του ταπεινού σκώληκος. Άνωθεν όμως ο μέγας Συμεών ωνείδιζε τον άρχοντα δια την πολλήν τιμήν και ευλάβειαν την οποίαν εδείκνυεν εις τον σκώληκα· εκείνος δε ανοίξας την χείρα του, ω του θαύματος! βλέπει τον σκώληκα μετατραπέντα εις μαργαρίτην λαμπρόν και ωραιότατον. Γυνή τις περιφανής και πλουσία, σύμβιος του άρχοντος των Σαρακηνών, ούσα στείρα, ελυπείτο πολλά και ονειδισμούς παρά του ανδρός πολλούς καθ’ ημέραν υπέμενε· μη ευρίσκουσα δε ιατρείαν της ατεκνίας, προστρέχει εις τον Άγιον παρακαλούσα αυτόν να την βοηθήση δια των ευχών του ως συμπαθέστατος. Ευχηθείς όθεν ταύτην και εις τον οίκον της επανελθούσα, συνέλαβε και εγέννησεν εν καιρώ θυγάτριον· είχον όθεν εορτήν καθ’ εκάστην και αγαλλίασιν δια την γέννησιν του παιδίου, το δε τρίτον έτος της ηλικίας του εγένετο παράλυτον και άλαλον· θρηνούντες όθεν καθημερινώς οι γονείς του προστρέχουσι κι πάλιν εις τον Άγιον διηγούμενοι την συμφοράν των και παρακαλούντες να τους ελεήση, ως εύσπλαγχνος, και να τους ελευθερώση από την λύπην των. Ο δε Άγιος, αφού τους παρηγόρησε με τους γλυκυτάτους λόγους του, τούς είπε να ελπίζουν εις το έλεος του Θεού. παραμείναντες δε εκεί επί επτά ημέρας, επειδή ιατρεία τις δεν εγένετο, ανεχώρησαν οδυρόμενοι δια την δυστυχίαν των. Ελθόντες όμως εις απόστασιν τινα, από της οποίας δεν εφαίνετο πλέον ο στύλος, αίφνης στρέψαν το παιδίον το πρόσωπόν του προς το μέρος του στύλου, είπε με φωνήν ισχυράν ταύτα· «Δόξα σοι, Άγιε Συμεών». Οι δε γονείς του νομίσαντες φαντασίαν το γενόμενον έστησαν περιδεείς. Βλέποντες όμως ότι αληθώς ελάλει και εβάδιζε, χαίροντες και αγαλλώμενοι επορεύθησαν εις τον οίκον των, κηρύττοντες την αγαθότητα του Θεού και την δόξαν του Αγίου. Ετέρα γυνή θεοφιλής φλογιζομένη από τον ευλαβητικόν πόθον τον οποίον είχε δια να ίδη τον Άγιον και επειδή αι γυναίκες ημποδίζοντο, ως είπομεν, να εισέλθουν εντός της μάνδρας, ενδυθείσα στρατιωτικά ενδύματα και άρματα, επορεύθη αγνώριστος μετ’ άλλων στρατιωτών. Φθάσαντες δε εις το πλησίον του στύλου χωρίον είπον οι άλλοι στρατιώται προς τον νομιζόμενον συστρατιώτην· «Φύλαττε, συ, τα πράγματά μας και τα άλογα μέχρι της επιστροφής μας εκ του Αγίου». Εκείνη δε είπε· «Καλώς· μόνον επιστρέφοντες να φυλάξητε και τα ιδικά μου, δια να υπάγω και εγώ να προσκυνήσω τον Άγιον». Ελθόντες οι στρατιώται εις τον στύλον ηυλογήθησαν παρά του Αγίου κατά τον πόθον των, ο δε Άγιος είπεν εις αυτούς· «Να είπητε εις τον συστρατιώτην σας, ότι ο Θεός επλήρωσε τον κόπον του και είναι ευλογημένος· διότι Αυτός γνωρίζειτα κρύφια εκάστου και αποδίδει εις αυτόν κατά τα έργα του. Δια τούτο ας μη λάβη τον κόπον να έλθη έως εδώ». Εθαύμασαν όθεν οι στρατιώται δια το προορατικόν του Οσίου, επανελθόντες δε είπον την παραγγελίαν αυτού εις τον σύντροφόν των, και τον εβίασαν να είπη τις είναι και ποία τα έργα του· επειδή αν δεν ήσαν θαυμαστά τινα, δεν θα ηξιώνετο από τον Άγιον τοιαύτης ευχής και ευλογίας. Εκείνη δε και μη θέλουσα απεκάλυψε κλαίουσα την αλήθειαν και ούτως επέστρεψαν έκαστος εις τον οίκον του, δοξάζοντες τον Θεόν και θαυμάζοντες τον Άγιον. Αλλά και ληστής τις μέγας και φοβερός, ονομαζόμενος Αντίοχος και αποκαλούμενος Αγώνατος δια την ανδρείαν του σώματος και την τόλμην της ψυχής, όστις πολλούς φόνους και αρπαγάς έκαμνεν έως και εις αυτά τα περίχωρα της Αντιοχείας, παρατυχών εις ξενοδοχείον διασκέδαζεν. Αίφνης περιεκύκλωσαν τον οίκον εκατόν πεντήκοντα στρατιώται, εκείνος δε τολμηρός ων εξήλθε του οίκου και ιππεύσας εκράτησε την μάχαιράν του γυμνήν και έτρεχεν εν μέσω αυτών απειλών θάνατον εις όποιον τολμήση να τον πλησιάση. Η φήμη δε της ανδρείας του και αι πολλαί σφαγαί, τας οποίας είχε κάμει, εδειλίαζον τους στρατιώτας να τον πλησιάσουν· εκείνος δε τρέχων έφθασεν εις τον στύλον του Αγίου, και πίπτει κατά πρόσωπον εις τους πόδας αυτού, δεόμενος με θερμά και άμετρα δάκρυα να παρακαλέση τον ελεήμονα Θεόν να τον λυτρώση από τον ψυχικόν θάνατον, καθώς και τον ληστήν επί του σταυρού ελύτρωσεν. Εξωμολογείτο δε ούτος θερμώς λέγων· «Εγώ τον σωματικόν θάνατον δεν τον φοβούμαι, διότι ακόμη στάζουν αι χείρες μου από τα πολλά αίματα των συγγενών μου και ξένων και τι θέλει είναι ο θάνατος ενός προς τους πολλούς, φρίττω όμως και τρέμω τον αιώνιον θάνατον». Ο δε Άγιος, ως συμπαθέστατος, τον παρηγόρησε και ηγγυήθη την σωτηρίαν του· ενώ δε έλεγε ταύτα, έφθασαν και οι στρατιώται και παρεβίαζον τον Άγιον να τους δώση τον φονέα και εχθρόν των νόμων. Ο δε έλεγεν· «Εγώ δεν τον έφερον εδώ, αλλ’ ο Θεός όστις θέλει την σωτηρίαν των αμαρτωλών». Εκείνοι δε ακούσαντες ηυλαβήθησαν τον Άγιον, διότι η αρετή τον έκαμνεν αιδέσιμον εις όλους. Ο δε ληστής πάλιν θερμώς εδέετο του Αγίου δια να τύχη συγχωρήσεως. Λέγει όθεν ο Άγιος· «Λάβε σημείον της μετανοίας σου τούτο, ότι ιδού ο Πανάγαθος Θεός σε λαμβάνει αμέσως εις τας αιωνίους μονάς». Ο δε ληστής ευξάμενος και ειπών· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του Ανάρχου Πατρός, ο μη δικαίους ελθών κακέσαι αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, δέξαι το πνεύμα μου», παρευθύς, μετά την προσευχήν, ανεπαύθη. Εθαύμασαν δε οι παρευρεθέντες και εδόξασαν τον Θεόν τον δεχόμενον την μετάνοιαν των αμαρτωλών. Την άλλην ημέραν, θυμωθέντες πάλιν οι στρατιώται, διότι εφύλαττον έξωθεν της μάνδρας, εισήλθον εντός αυτής και εβίαζον τον Άγιον να τους παραδώση τον κακούργον, εκείνος δε πάλιν κατά την συνήθειάν του ηρέμως και ειρηνικώς απεκρίνατο· «Τέκνα μου αγαπητά, σας προείπον, ότι όχι εγώ, αλλ’ ο αγαθός Θεός τον ωδήγησεν εδώ· σεις δε μη οργίζεσθε, διότι τον προσεκάλεσεν από τα πρόσκαιρα εις τα αιώνια και πανευφρόσυνα δεξάμενος την καθαράν αυτού και θερμήν μετάνοιαν». Τους εδείκνυε δε και τον τάφον του· οι δε ιδόντες και βεβαιωθέντες, κατετρόμαξαν και εθαύμασαν μεγάλως· ζητήσαντες όθεν ταπεινώς συγχώρησιν από τον Άγιον και λαβόντες την ευλογίαν του, επέστρεψαν κήρυκες και μηνυταί του παραδόξου τούτου γεγονότος. Αλλά και πλοίον εκ μεγάλης τρικυμίας κινδυνεύον ποτε διέσωσεν ο Άγιος, διότι επικαλεσθέντες αυτόν οι ναύται εφάνη εις το πλοίον, ενώ ευρίσκετο εις την ξηράν και εις τον στύλον, και ελύτρωσεν αυτούς αβλαβείς ανελπίστως. Και ράβδον τινά ποτέ εξ ουρανού φλογεράν είδε κατερχομένην εις την γην και ως προφητικώτατος και καθαρός την ψυχήν προείπε το μέλλον, ότι δηλαδή τούτο δηλοί οργήν και αγανάκτησιν θείαν και θέλει γίνει θανατικόν και πείνα μεγάλη το επόμενον έτος· και ο λόγος αυτού δεν διεψεύσθη. Αλλά και επιδρομήν κάμπης προεμήνυσε· και δεν παρήλθον τριάκοντα ημέραι, και ιδού άπειρον πλήθος κάμπης ως νέφος εφώρμησεν εις τους καρπούς. Ο δε Όσιος ουχί μόνον προεμήνυε τας επερχομένας συμφοράς, αλλά και την ιατρείαν τούτων και την απ’ αυτών ελευθερίαν υπέσχετο λέγων· «ας μετανοήσωμεν, αδελφοί, και ας δεηθώμεν του αγαθού Θεού να μας ελευθερώση». Έπραττε δε τούτο δια να μη λέγουν οι άνθρωποι ότι χάριν των ιδικών του αγώνων δίδεται παρά Θεού η θεραπεία κι η ελευθερία των κακών. Τοιούτος όθεν προφήτης αληθέστατος ήτο, αλλά και βοηθός οξύτατος και ταχύτατος ιατρός. Άξιον δε μνείας είναι και τούτο· εφάνησαν ποτέ δύο ράβδοι φλογοειδείς φερόμεναι από τον ουρανόν, η μεν εξ ανατολών, η δε εκ του βορρά, κατευθυνόμεναι προς δυσμάς. Ο δε Άγιος εγνώρισεν ότι άλλο δεν εσήμαινε το γεγονός τούτο, παρά στρατεύματα Περσών και Σκυθών ερχόμενα εναντίον των Ρωμαίων· λυπηθείς όθεν κατέπαυσε δια προσευχής την ορμήν των Περσών στασιασάντων και συμπλακέντων μεταξύ των· τα όμοια συνέβησαν και εις τους Σκύθας. Ο Κύρου Θεοδώρητος, περί του οποίου προείπομεν, ότι ήτο φίλος στενός του Οσίου, επεβουλεύετο κατά πολλά υπό τινος· μη ευρίσκων δε παρηγορίαν και απαλλαγήν από του κακού, ήλθεν εις τον Όσιον· ούτος δε τον παρηγόρησε, υπενθυμίζων εις αυτόν τον μισθόν τον οποίον μέλλει να λάβη ο άνθρωπος δια την υπομονήν των πειρασμών, λέγων εις αυτόν επί πλέον να μη λυπήται, διότι μετά δέκα πέντε ημέρας θέλει εξαφανισθή ο πολέμιος. Και πράγματι ευρέθη αψευδής η πρόρρησις του Οσίου, ελευθερωθέντος ούτω του Θεοδωρήτου. Αλλά και ο μέγας Θεοδόσιος πολλά παρεκινήθη από τον Όσιον εις αρετήν, του προείπε δε ότι θέλει γίνει οδηγός και σωτηρία πολλών, δια τούτο όθεν να σπουδάζη προθύμως τας αρετάς, όπερ και επραγματοποιήθη. Ομοίως και Δανιήλ ο Στυλίτης, ευρισκόμενος εισέτι εις υπακοήν Γέροντος, απήλθε ποτε εις τον Όσιον και αναβάς εις τον στύλον να προσκυνήση, του είπεν ο Άγιος· «Ανδρίζου, τέκνον, και ενδυναμού εις τους κόπους της αρετής». Πολλά δε ωφεληθείς ανεχώρησεν, ενθυμούμενος πάντοτε τας νουθεσίας του Άγίου και προκόπτων καθ’ εκάστην μεγάλως. Ότε δε ποτε ηθέλησεν ο Δανιήλ να μεταβή εις Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως, εμφανισθείς ο Άγιος εν τη οδώ τον απέτρεψεν από την οδοιπορίαν, λέγων εις αυτόν ότι υπάρχουν κίνδυνοι ψυχικοί και σωματικοί εκ των αιρετικών, των βαρβάρων και των ληστών. Ο δε Δανιήλ υπαλούσας επέστρεψεν αγωνιζόμενος ως και πρότερον. Άλλοτε πάλιν εφάνη εις τον ίδιον Δανιήλ, καθ’ ύπνον, ο Άγιος παροτρύνων αυτόν να ανέλθη επί στύλου. Ο δε εξυπνήσας, εβιάζετο εις το να εκτελέση το προσταχθέν, αναβάς δε εμιμήθη ως ο Ελισσαίος τον Ηλίαν εις την αρετήν. Ο βασιλεύς των Περσών, ακούων τα πολλά και παράδοξα έργα του Αγίου, εσυλλογίζετο ημέραν και νύκτα τον Όσιον, εγκαταλείπων ως εκ τούτου τας βασιλικάς φροντίδας και δι’ αυτόν μόνον ερωτών. Ωσαύτως και η γυνή του εθαύμαζε κατά πολύ δια την φήμην του Αγίου και εζήτησεν έλαιον ευλογηθέν υπό του Οσίου, το οποίον λαβούσα εθεράπευσε με αυτό όχι μόνον τον εαυτόν της, αλλά και πάσαν ασθένειαν και πάθος των συγγενών της, των αυλικών και άλλων πολλών. Όσοι δε ήσαν πλησίον του βασιλέως, ακούοντες την μεγάλην φήμην του Αγίου και βεβαιούμενοι από τα έργα αυτού, θείον άνδρα τούτον ωνόμαζον. Ημείς όμως έως πότε θα φιλονικούμεν διηγούμενοι τους υπέρ φύσιν κόπους και τα κατορθώματα αυτού, τας στάσεις του νυκτός και ημέρας και τας αμετρήτους σχεδόν ειπείν μετανοίας; Διότι εις εκ των συντρόφων τού φιλαρέτου Επισκόπου Θεοδωρήτου, μετρήσας ποτέ μέχρι των χιλίων διακοσίων τεσσαράκοντα τεσσάρων και κουρασθείς αφήκε την μέτρησιν. Τοσούτον ήτο προθυμότατος εις τους αγώνας της αρετής, ώστε πάντοτε προσέθετε κόπους επάνω εις άλλους κόπους, και εις το τέλος του ενός αγωνίσματος εφεύρισκεν άλλο μεγαλύτερον, τόσον ώστε και ως άσαρκος υπό πολλών να νομίζεται. Όθεν και Διάκονός τις Φιλάρετος, ελθών από Βρυέννης, είπεν εις τον Όσιον· «Ειπέ ημίν, Άγιε του Θεού, άνθρωπος είσαι ή άλλη τις φύσις ασώματος»; Ο δε Άγιος αναβιβάσας αυτόν επί του στύλου έσυρε την χείρα του δια να τον εγγίση και να γνωρίση ούτος ότι έχει σώμα, δεικνύων άμα εις αυτόν και την φοβεράν πληγήν την οποίαν είχεν εις τον πόδα από την πολλήν ορθοστασίαν, περί ης προείπομεν. Πιστωθείς τότε ο Διάκονος εκήρυττε πανταχού τα υπέρ φύσιν αγωνίσματα του Αγίου. Εις τοιαύτα λοιπόν υπέρ άνθρωπον μέτρα φθάσας ο Άγιος, όμως πάλιν είχε περισσοτέραν την ταπείνωσιν και εις πάντας, σοφούς τε και αμαθείς και πλουσίους και ιδιώτας ήτο χαρίεις και γλυκύτατος, διδάσκων με θείους και αγγελικούς λόγους δύο φοράς την ημέραν και λέγων, ότι πρέπει να καταφρονώμεν τα παρόντα, ως πρόσκαιρα, να επιθυμώμεν δε και να μιμώμεθα τας αρετάς του Σωτήρος μας Χριστού και Δεσπότου, δια να συμβασιλεύωμεν αιωνίως μετ’ Αυτού εις την Βασιλείαν των ουρανών, κληρονομούντες τα εκείσε ακατανόητα αγαθά. Αλλά και εις την επίλυσιν των διαφορών ήτο ο Όσιος επιτηδειότατος και εκείνον τον οποίον κατεδίκαζεν, εχαίρετο περισσότερον από εκείνον που εδικαίωνε· τοσούτον ήτο κατά πάντα δεκτικός και γλυκύτατος. Ουχί δε μόνον εις τα έργα ήτο μέγας, αλλά και εις την πίστιν ζηλωτής θερμότατος και του λόγου χειριστής δεξιώτατος αποστομών Ιουδαίους, Έλληνας και αιρετικούς. Εις τούτο δε πολλά παρεκίνει και τους επιστάτας των Εκκλησιών και προεστώτας. Ταύτα δε πάντα εγένοντο από της ενάτης έως της δωδεκάτης ώρας της ημέρας, διότι από της δωδεκάτης ήτοι της δύσεως του ηλίου έως της ενάτης ώρας της επομένης ημέρας εγένετο προσευχή εκτενής προς τον Θεόν. Δεν πρέπει όμως να παραλείψωμεν και τούτο. Θεοδόσιος ο νέος βασιλεύς, παρακινηθείς από τινα έπαρχον της Αντιοχείας, νικηθέντα από χρήματα και δώρα, έδωκεν άδειαν εις τους Εβραίους να έχουν τας συναγωγάς των· μαθών δε τούτο ο θείος Συμεών ήλεγξε τον βασιλέα αυστηρός, διότι έκαμε πράγμα ασεβές και παράνομον. Ευθύς όθεν ο βασιλεύς μεταμεληθείς ηκύρωσε την άδειαν και κατήργησε τας συναγωγάς, απειλήσας μάλιστα δια θανάτου εκείνους οίτινες ήθελον εναντιωθή εις την βασιλικήν προσταγήν. Άλλην πάλιν φοράν άνθρωποί τινες είδον μακρόθεν μίαν μεγάλην έλαφον εις την πεδιάδα και μη δυνάμενοι να την φθάσουν, επεκαλέσθησαν τον Άγιον και έμεινεν η έλαφος ακίνητος· εκείνοι δε συλλαβόντες αυτήν την έσφαξαν, ευθύς όμως έμειναν άπαντες άλαλοι· μετά πολλήν δε ώραν ηννόησαν, ότι δια την προς την έλαφον ασπλαγχνίαν των ετιμωρήθησαν· δι’ ο και δραμόντες προς τον Άγιον, διηγήθησαν μετά δακρύων την υπόθεσιν· ο δε Όσιος ευσπλαγχνισθείς αυτούς τους ηυλόγησε και επανέκτησαν την φωνήν. Κατά την εποχήν εκείνην εγένετο σεισμός μέγας εις την ντιόχειαν και εις τα περίχωρα αυτής, μεγάλαι δε οικίαι και πολλά κτίρια εκρημνίζοντο, οι δε άνθρωποι εθάπτοντο υπό τα ερείπια· απηλπισμένοι όθεν οι Αντιοχείς καταφεύγουν εις τον Άγιον, δακρύοντες και θρηνούντες απαρηγόρητα. Ο δε Άγιος ήλεγξε μεν πρώτον αυτούς δια την αμέλειαν των καλών έργων, είτα δε τους είπε να δεηθούν άπαντες κράζοντες το, Κύριε ελέησον· μετά ώραν δε ικανήν προσευξάμενος και ο Άγιος είπεν εις επήκοον πάντων· «Να γνωρίζετε, αδελφοί, ότι ενός μόνον από όλους υμάς εισηκούσθη η δέησίς του». Καλέσας δε τον άνθρωπον τον εβίαζε να είπη τας αρετάς του, εκείνος δε ωμολόγει τον εαυτόν του αμαρτωλότερον πάντων· βιάζων όμως αυτόν επί πολύ είπεν: «Εγώ άλλο τίποτε δεν γνωρίζω, ειμή μόνον ότι είμαι γεωργός, εργαζόμενος δε πρώτον εις τα ολίγα μου κτήματα, τον επίλοιπον καιρόν εργάζομαι επί πληρωμή, εξ όσων δε συνάζω εκ της εργασίας μου το εν μέρος δίδω εις τους πτωχούς, το άλλο εις τους φόρους της πολιτείας, και το τρίτον κρατώ δια τα έξοδα του οίκου μου· τίποτε άλλο καλόν εις εμέ δεν γνωρίζω». Ακούσαντες δε εκείνοι έκλαυσαν άπντες δια την ιδικήν των αμέλειαν προς τας αρετάς και μεγάλως κατενύχθησαν. Ο δε Άγιος, απολύσας αυτούς εν ειρήνη, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες μεν αυτόν, τον δε ενάρετον γεωργόν επαινούντες και εγκωμιάζοντες. Έκτοτε ο μεν σεισμός κατέπαυσεν, αυτοί δε εμιμούντο την αρετήν του γεωργού, κατηγορούντες εαυτούς δια την αμέλειαν, την οποίαν είχον εις το καλόν· πολλοί δε εξ αυτών προέκοπτον εις το εξής, έχοντες υπόψη των το καλόν παράδειγμα του ελεήμονος γεωργού. Δια τοιούτων όθεν πολλών και μεγάλων κατορθωμάτων διαλάμψας ο Όσιος, τελειώνει την ζωήν κατά το έτος υξα΄ (461), ζήσας έτη εξήκοντα εννέα, και από την εδώ παροικίαν διαβαίνει προς τον ποθούμενον Χριστόν δια να συναγάλλεται μετά πάντων των Αγίων, εξαιρέτως δε των Αγίων Ασκητών, των οποίων τον βίον εζήλωσεν, εμιμήθη και εν πολλοίς υπερέβη με την ξενήκουστον επί του στύλου στάσιν, να καθορά πρόσωπον προς πρόσωπον τον γλυκύτατόν μας Δεσπότην και να συνομιλή μετ’ αυτού εις τους απεράντους αιώνας εις την Βασιλείαν των ουρανών. Ότε δε εκοιμήθη εγνωρίσθη εις πάντας η ανθρώπινος φύσις του Αγίου, διότι πολλοί μέχρι τότε αμφέβαλλον, ήδη δε έβλεπον διαλάμπουσαν έτι λαμπροτέραν την υπέρ άνθρωπον αρετήν του Οσίου. Εξήλθεν όθεν από το σώμα εκείνος όστις και προ της εξόδου απηρνήθη αυτό και μόνον δια την ψυχήν ηγωνίζετο και μετ’ αυτής έτι ζων περιεπάτει εις τους ουρανούς ομού με τας αγγελικάς στρατιάς, μετά των οποίων και συνηριθμήθη. Το δε τίμιον αυτού σώμα σεβασμίως ετάφη, βρύον θαύματα πολλά τε και μεγάλα. Ο δε βασιλεύς Λέων ο μέγας μετέφερε μετ’ ολίγον εις την Αντιόχειαν το σεβάσμιον εκείνο λείψανον μετά μεγάλης τιμής και λαμπαδηφορίας, δια την οποίαν έλεγον οι άνθρωποι της εποχής εκείνης ότι ήτο τόσον μεγάλη, ώστε συνεσκότιζε το φως του ηλίου, το δε πλήθος των ανθρώπων κατελάμβανε το πλησίον κείμενον όρος και τας πεδιάδας. Κατά την εις Αντιόχειαν ανακομιδήν του ιερού λειψάνου παρίστατο και ο στρατηγός της Ανατολής Αρδαβούριος, μεθ’ ολοκλήρου της δορυφορίας του. Ότε δε η ιερά αύτη λιτανεία έφθασεν εις τι χωρίον πλησίον της Αντιοχείας, έστη αιφνιδίως ακίνητος η φέρουσα το ιερόν λείψανον άμαξα προς γενικήν των ακολουθούντων έκπληξιν και φόβον μέγαν, άνθρωπος δε τις ερχόμενος τρέχων εκ των μνημείων, άτινα ήσαν εκεί πλησίον, εθρήνει γοερώς παρακαλών τον Άγιον να τον ελευθερώση από την βάσανον, ήτις τον κατετυράννει, διότι ούτος ασχημονήσας εις νεκρόν σώμα γυναικός, εδαιμονίσθη και ευρίσκετο ως δεδεμένος υπό του δαίμονος εις τον τάφον της γυναικός δια την μιαράν του πράξιν, διεστρέφοντο δε οι οφθαλμοί του και αφροί εξήρχοντο εκ του στόματος αυτού. Ευθύς όμως ως ήγγισεν εις το τίμιον λείψανον εγένετο υγιής, η δε άμαξα παρευθύς εκινήθη. Εις Αντιόχειαν εγένετο λαμπρά του ποθουμένου υποδοχή και κατά πρώτον μεν ετέθη τούτο εις τον περιφανή Ναόν του Οσίου Βασιανού· είτα δε εις τον πλησίον τούτου κτισθέντα. Ο δε ιατρευθείς εγένετο υπηρέτης του Ναού, ζήσας εναρέτως και ανταποδώσας την ευεργεσίαν εις τον Άγιον. Επειδή δε η φήμη των πολλών κι μεγάλων θαυμάτων αυτού πανταχού περιέτρεχεν, ο βασιλεύς Λέων, περί του οποίου προείπομεν, διέταξε να μετακομισθή το λείψανον του Αγίου εις Κωνσταντινούπολιν· οι Αντιοχείς όμως παρεκάλεσαν θερμώς και μετά δακρύων, όπως μη στερηθή η πόλις αυτών από τον μέγαν βοηθόν και φύλακα αυτής, όστις δια της μεγάλης αυτού αρετής κατεπράϋνε την οργήν του δικαιοκρίτου Θεού κατά την φοβεράν απειλήν του σεισμού. Πεισθείς εις ταύτα ο Αυτοκράτωρ αφήκεν εις τους Αντιοχείς τον κοινόν θησαυρόν. Πλην όμως, αν και εις Αντιόχειαν το ιερόν αυτού παρέμεινε λείψανον, όμως πανταχού εις τους αυτόν επικαλουμένους μετά πίστεως η χάρις των θαυμάτων αυτού προστρέχει. Εις δε την κορυφήν του όρους, εις το οποίον τους υπέρ φύσιν αγώνας ετέλεσεν, έκτισαν ιερόν εις σχήμα σταυρού, το οποίον εστερεούτο επάνω εις τέσσαρας θόλους εξ εκάστης πλευράς· έκαστος δε θόλος εστηρίζετο εις κίονας εκ πελεκητού λίθου και αρκετού ύψους. Το δε μέσον του Ιερού ήτο άνευ σκέπης, ούτως ώστε να περιλάμπηται πανταχόθεν δια του φωτός του ηλίου η αυλή, εις το μέσον της οποίας ήτο ο στύλος, επί του οποίου διήλθε την αγγελικήν πολιτείαν ο ισάγγελος Συμεών. Εις δε την κορυφήν των θόλων αφήκαν θυρίδας δια να εισέρχηται το φως της ημέρας· εντεύθεν δε διενοούντο την του Οσίου Συμεών λαμπρότητα, την οποίαν ούτος απολαμβάνει ιστάμενος πάντοτε πλησίον του μεγάλου φωτός της Μακαρίας και Παναγίας Τριάδος καθαρώτερον εκείθεν ελλαμπόμενος εκ της μιας Θεότητος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Επειδή όμως ο θαυμάσιος ούτος Συμεών δεν υπετάγη εις τους νόμους της φύσεως, αλλ’ εν θνητώ σώματι ασωμάτων διαγωγήν επέδειξε και πολιτείαν και υπομονήν έφθαστον και επειδή οι αμαθείς περί τα θεία φυσικώς μόνον μετρούσι τα πράγματα, όταν δε ακούσωσιν υπερφυές τις κατόρθωμα ως ψεύδος λογίζονται και δεν πιστεύουσι τούτο, δια ταύτα φοβούμεθα μήπως ο λόγος ημών φανή ως μύθος· πλην όμως ημείς θα διηγηθώμεν την αλήθειαν και αι φιλευσεβείς ψυχαί ας προσέξωσι δια να ακούσωσι τα φοβερά και εξαίσια του Οσίου κατορθώματα. Ούτος ο μακάριος Συμεών ηκολούθει από μικρός τους γονείς του, οίτινες ήσαν ποιμένες και εδιδάσκετο απ’ αυτούς εις το να ποιμαίνη και να βόσκη τα πρόβατα, επειδή έπρεπε και εις τούτο να συμμετράται και να προσομοιάζη προς τους παλαιούς και μεγάλους εκείνους κατά την αρετήν άνδρας· δηλαδή με τον Πατριάρχην Ιακώβ, με τον Ιωσήφ τον Σώφρονα, με τον νομοθέτην Μωϋσήν, με τον Δαβίδ τον Βασιλέα και Προφήτην, με τον Μιχαίαν, και με τους ομοίους με εκείνους θείους Πατέρας. Επειδή δε εγένετο ποτε μεγάλη βροχή και δεν ηδύναντο να εξέλθουν τα πρόβατα εις βοσκήν, ευρών άδειαν μετέβη με τους γονείς του εις τον θείον Ναόν. Ακούσας δε εκεί την ευαγγελικήν φωνήν την μακαρίζουσαν τους κλαίοντας και λυπουμένους, τους δε γελώντας αθλίους και ταλαιπώρους ονομάζουσαν και τα τοιαύτα, ηρώτησε τινα εκ των παρευρισκομένων εις την ακολουθίαν τι πρέπει να κάμη τις δια να αποκτήση καθ’ ένα από ταύτα; Εκείνος δε, διότι ήτο και ούτος ως φαίνεται εργάτης της αρετής και του καλού αγωνιστής προθυμότατος, του υπέδειξε και εδίδαξε την μοναδικήν ζωήν, την άκραν και τελειοτάτην εκείνην φιλοσοφίαν της ασκήσεως. Δεξάμενος όθεν του θεϊκού λόγου τα σπέρματα, και κατακρύψας και φυλάξας ταύτα καλώς και επιμελώς εις τας βαθείας αύλακας της ψυχής του, έτρεξεν εις τον Ναόν των ιερών Μαρτύρων, όστις ήτο πλησίον· εκεί δε βαλών το μέτωπον και τα γόνατα εις την γην, παρεκάλει τον θέλοντα σωθήναι πάντας Θεόν να τον οδηγήση προς την τελείαν οδόν της ευσεβείας και αρετής. Ούτως ώραν πολλήν διατρίψας εις ταύτην την δέησιν, έρχεται εις ύπνον και βλέπει ότι έσκαπτε θεμέλια, κατόπιν δε σταθείς, ενόμιζεν ότι ήκουε φωνήν, προστάζουσαν αυτόν ναβαθύνη ακόμη τον τόπον εκείνον, τον οποίον έσκαπτε· προσθέτων λοιπόν, καθώς προσετάχθη, βάθος, πάλιν εδοκίμασε να αναπαυθή· λλά πάλιν ο φανείς τον διέτασσε να σκάπτη και να μη παύη από τον κόπον· τρεις δε και τέσσαρας φοράς τούτο προσταχθείς, συνέχιζεν· αλλ’ επειδή τέλος και από το πολύ βάθος δεν ηδύνατο άλλο να σκάπτη, ήκουσεν ότι αρκετόν ήτο πλέον το βάθος εις το οποίον έφθασε και έπρεπε να αρχίση την οικοδομήν, ώστε ομού με το τέλος των κόπων του να έχη αύτη ευκόλως πραγματοποιηθή. Την πρόρρησιν ταύτην και προφητείαν εβεβαίωσαν και τα πράγματα, τούτο δε εφανέρωνε και το όραμα, ότι δηλαδή θα ήσαν υπέρ φύσιν οι αγώνες εις τους οποίους επεδόθη όλη ψυχή τε και διανοία ο Άγιος και ότι κατόπιν της πρώτης επιτυχίας θα ηκολούθουν και άλλαι και τέλος ευκόλως και επιτυχώς θέλει τελειώσει την ασκητικήν διαγωγήν και πολιτείαν. Αναχωρήσας εκείθεν ο Συμεών μετέβη προς συνάντησιν Ασκητών τινων γειτόνων του, μετά των οποίων συνηγωνίσθη επί δύο χρόνους· τελειοτέρας δε επιθυμήσας αρετής μετέβη εις κώμην λεγομένην Τελεδάν, εις την οποίαν ήτο προστάτης και καθηγητής αδελφών τινων ο θαυμαστός Ηλιόδωρος, όστις έζησε χρόνους εξήκοντα πέντε, εξ ωντους εξήκοντα δύο εις οικίσκον μικρόν εγκεκλεισμένος· διότι ευθύς ως εγένετο τριών ετών αφιερώθη υπό των γονέων του εις τον Θεόν. Εις τοιαύτην θαυμαστήν αγέλην και ποίμνην εισήλθεν ο θαυμάσιος ούτος άνθρωπος, άπλαστος και απόνηρος ως ο μέγας εκείνος και θαυμάσιος Ιακώβ· είχε δε τοιαύτην καθαρότητα και εις τοσαύτην πραότητα έφθασεν, ώστε υπερέβη τους ασκητικούς νόμους, υπερβάς εις έκαστον είδος και τρόπον αρετής τους ανθρωπίνους νόμους και πλησιάσας τους ασάρκους Αγγέλους. Εις το Ησυχαστήριον τούτο διέμεινεν ο πένταθλος της ευσεβείας αγωνιστής και τελειότατος Συμεών επί δέκα έτη, αγωνιζόμενος μετ’ ογδοήκοντα άλλων συνασκητών, τους οποίους άπαντας υπερέβη, ενώ δε εκείνοι ανά δύο ημέρας ετρέφοντο, ούτος όλην την εβδομάδα άγευστος διήγεν. Εδυσανασχέτουν όθεν πολλάκις και εστενοχωρούντο άπαντες μη δυνάμενοι να μιμηθώσι τον Συμεών· ωνόμαζον δε την τοιαύτην αυτού εγκράτειαν, σύγχυσιν και αταξίαν της ασκητικής πολιτείας. Εκείνος όμως δεν ανεπαύετο ούτε εχαλίνωνε την προθυμίαν· αλλά και έτερον κρύφιον αγώνισμα προσέφερε τω εξεταστή των κρυφίων Θεώ· διότι το σχοινίον, όπερ είναι πεπλεγμένον εκ φοινίκων, είναι τόσον τραχύ, ώστε και δια των χειρών μόνον κρατούμενον προκαλεί ισχυρότατον πόνον· ο δε μακάριος Συμεών περιέζωσε δι’ αυτού την μέσην του ουχί έξωθεν, αλλά συγκολλήσας αυτό εις το δέρμα και τοιουτοτρόπως περιέσφιγξεν, ώστε κατεπλήγωσε το σώμα του πέριξ του σχοινίου. Επειδή δε παρήλθον δέκα περίπου ημέραι ούτως, εγένετο και η πληγή χειροτέρα και εξήρχετο εκείθεν ύλη αιματώδης, ήτις εφανέρωνε την κεκρυμμένην πληγήν· όθεν ιδών τις ηρώτησε την αιτίαν, ο δε Όσιος έλεγεν ότι ουδέν κακόν έχει, αλλ’ ο ερωτήσας, βλέπων το αίμα να εξέρχεται περισσότερον, δεν επείσθη και ψηλαφήσας ηννόησε την αιτίαν και ανήγγειλε τούτο εια τον προεστώτα, εκείνος δε παρευθύς επιτιμών και παρακαλών και κατηγορών την σκληρότητα του πράγματος, μετά βίας τον έλυσεν από εκείνα τα δεσμά. Ο δε γενναίος αγωνιστής εις μεν το να λύση το σχοινίον υπήκουσεν, αλλ’ εις το να θεραπεύση την πληγήν ήτο ενάντιος κατά πολλά και αμετάπειστος. Όθεν οι συνασκηταί του βλέποντες ταύτα και μη δυνάμενοι ούτε εις τα μικρά να τον φθάσουν, τούτο μη υποφέροντες, τον προσέταξαν να αναχωρήση εκείθεν δια να μη γίνεται και αίτιος βλάβης εις τους ασθενεστέρους κατά το σώμα, οίτινες δοκιμάζοντες να τον μιμηθούν και μη επιτυγχάνοντες τούτο απελπίζονται. Αναχωρήσας όθεν επορεύθη εις τα ερημικώτερα του όρους, ένθα ευρών όρυγμά τι εισήλθεν εις αυτό και έμεινεν εκεί μετερχόμενος την συνήθη του προσευχήν και φιλοσοφίαν και ζωήν. Ότε δε παρήλθον πέντε ημέραι, μεταμεληθέντες οι αίτιοι της αναχωρήσεώς του εξαπέστειλαν δύο εξ αυτών των ιδίων δια να ανεύρωσι και επναφέρωσι τον Συμεών εις το Ησυχαστήριον. Περιερχόμενοι όθεν το όρος, συνήντησαν βοσκούς τινας, τους οποίους ηρώτησαν αν είδον τοιούτον τινά Μοναχόν, εκείνοι δε, επειδή εκεί πλησίον ήτο κεκρυμμένος, τους υπέδειξαν τον τόπον δια του δακτύλου· ελθόντες δε ούτοι ευθύς εις το μέρος εκείνο, εκάλεσαν εξ ονόματος τον Συμεών· και φέροντες σχοινίον, ανεβίβασαν αυτόν με πολύν κόπον, διότι δεν ήτο εύκολος η ανάβασις, όπως ήτο και η κατάβασις και τον επανέφερον εις την αδελφότητα. Ολίγον έκτοτε χρόνον διατρίψας μετ’ αυτών ο Συμεών ανεχώρησεν εκείθεν, μεταβάς εις χώραν κλουμένην Τελάνισον· αύτη δε ευρίσκεται εις τους πρόποδας του όρους. Ευρών δε εκεί μικρόν οίκημα ενεκλείσθη εις αυτό επί τρία έτη, αγωνιζόμενος πάντοτε εις το να αυξάνη τον πλούτον της αρετής. Ήτο δε τότε άνθρωπος τις θεοσεβής καλούμενος Βλάσιος, όστις ηγάπα και επεμελείτο κατά πολλά τους Μοναχούς, ενισχύων αυτούς εις την ασκητικήν ζωήν και πολιτείαν. Ούτος ήλθε ποτε και εις τον Άγιον, ο δε Συμεών βλέπων την αρετήν του ανδρός του εξεμυστηρεύθη τους σκοπούς του και εζήτησε την συμβουλήν του, ο δε Βλάσιος, αναλογιζόμενος το δύσκολον και βίαιον των αγώνων του Οσίου, συνεβούλευσεν αυτόν να μη νομίζη αρετήν τον βίαιον θάνατον, αλλά μάλιστα το εναντίον, κακίαν μεγάλην και χωρισμόν Θεού. Όμως ο θαυμάσιος Συμεών εις την μέχρι τότε ατροφίαν και ετέραν τοιαύτην προσέθεσε, διήρχετο δε τριάκοντα εννέα ημέρας σχεδόν ειπείν άσιτος, την δε τεσσαρακοστήν έδιδε τέλος της μιας ολιγοσιτίας, δια να αναλαμβάνη ολίγον το καταπεπονημένον σώμα του και να δύναται να τον υπηρετή εις την ολονύκτιον στάσιν, από δε της επομένης ήρχιζε την νέαν ιστάμενος ορθός και προσευχόμενος, ότε δε έφθανεν εις το μέσον της οδού των τεσσαράκοντα ημερών, εκαθέζετο από τον κόπον ακουσίως, επειδή ηφανίζετο από την ατροφίαν ολίγον κατ’ ολίγον η σωματική του δύναμις. Συμπληρουμένου δε του κύκλου των τεσσαράκοντα ημερών εξηντλείτο τελείως και η ζωτική του δύναμις και ενέργεια· όθεν έπιπτεν επί του εδάφους. Εκείνος όμως ο ανδρείος ούτε τότε εγκατέλειπε τους ιερούς ύμνους και δοξολογίας, αλλά ως ανάπαυσιν εκ των κόπων και τροφήν και ύπνον ελογίζετο την ιεράν προσευχήν. Ταύτην δε την διαγωγήν και πολιτείαν μετήρχετο ο Όσιος εφ’ όσον ευρίσκετο εισέτι εις το ισόγειον κελλίον του ο των ουρανών άξιος, αλλ’ αφ’ ότου ανήλθεν επί του στύλου, ελησμόνησε τελείως την κοινήν φύσιν και τας συνηθείας των άλλων ανθρώπων, και δεν εκάθητο πλέον ούτε εκοιμάτο. Τοποθετών δε μίαν δοκόν ορθίαν εις τον στύλον και προσδένων τον εαυτόν του εις αυτήν δια να μη δύναται ούτε και αν θελήση να καθήση ή να κοιτασθή, διήρχετο ούτω όρθιος κι άγρυπνος ολόκληρον το τεσσαρακονθήμερον στάδιον της νηστείας του. Μετά παρέλευσιν αρκετού χρόνου πλουσιωτέρας αξιωθείς χάριτος, ουδέ ταύτην εχρειάζετο την βοήθειαν της δοκού· αλλά και τας τεσσαράκοντα ημέρας ασκεπής και ώσπερ τις άσαρκος ίστατο, στήλη ζώσα και έμψυχος. Ας μη προφθάνη όμως ο λόγος την ακολουθίαν και τάξιν των πραγμάτων, αλλ’ ας ακολουθώμεν ταύτα με την εμπρέπουσαν σειράν. Εις το προρρηθέν οίκημα υπέμεινε τρία έτη, κατόπιν δε ανήλθεν εις την περίφημον εκείνην κορυφήν του όρους και περιμανδρώσας μέρος τι έμενεν εντός αυτού άνευ σκέπης, παλαίων με το καύμα του θέρους και το ψύχος του χειμώνος· κατασκευάσας δε άλυσιν σιδηράν προσέδεσε το μεν εν μέρος αυτής εις πέτραν τινά μεγάλην, το δε έτερον δια κρίκου τινός εις τον πόδα του, δια να μη δύναται, έστω και θέλων, να εξέρχεται ή και να μετατοπίζη καν εντός εκείνων των ορίων, ούτω δε ευρίσκετο πάντοτε, εις τον ουρανόν μόνον ενατενίζων και εις τα θεάματα αυτού καταγινόμενος, τοιουτοτρόπως δε με περισσότερον και θερμότερον πόθον ανεφέρετο εις τον Δημιουργόν του. Ο δε τότε Πατριάρχης της Αντιοχείας Μελέτιος, ευσεβέστατος ων, ακούων την μεγάλην φήμην του Οσίου, μετέβη προς επίσκεψιν αυτού και ιδών αυτόν άοικον, ασκεπή και δεδεμένον με σίδηρον από του ποδός, τα μεν άλλα εθαύμαζε και επήνει, τον δε σίδηρον εμέμφετο, λέγων ότι είναι πράξις περιττή, επειδή αρκετή είναι η αγαθή αυτού προαίρεσις, να θέση δε εις το σώμα λογικά δεσμά. Πείθεται όθεν εις αυτά ο θαυμαστός Συμεών, και καλέσαντες ένα χαλκέα έλυσαν τον πόδα αυτού από τον σίδηρον· εκείνος όμως ο αδαμάντινος και λυθείς ουδέ ούτως υπερέβαινε τα όρια της αλύσεως· διότι περισσότερον εδέσμει αυτόν ο πόθος του Χριστού από τα δεσμά του σιδήρου. Διέδραμεν όθεν η φήμη του Συμεών πανταχού και προσέτρεχον προς αυτόν όχι μόνον οι πλησιόχωροι, αλλά και οι μακράν ευρισκόμενοι, πολλοί δε και από μηνών ολοκλήρων οδοιπορίαν, ζητούντες έκαστος την ιατρείαν της ασθενείας του. Δεν επέστρεφον όμως κθώς ήρχοντο στυγνοί και κατηφείς, αλλά φαιδροί και περιχαρείς, απελευθερούμενοι πάσης ασθενείας και βλάβης, δι’ ο και ευχαριστίας με εύφημον φωνήν και πρόθυμον γλώσσαν εις τον Θεόν και τον Όσιον Συμεών ανέπεμπον. Εκάστη όθεν οδός φέρουσα προς τον άμισθον και ασφαλή τούτον ιατρόν ήτο παρομοία με αγοράν πεπληρωμένην ανθρώπων· ο δε τόπος εις τον οποίον συνηθροίζετο το συντρέχον πλήθος εφαίνετο ώσπερ πόλις πολυάνθρωπος. Εκ δε του προσερχομένου πλήθους άλλοι μεν ωδύροντο ελεεινώς δια την ασθένειαν αυτών, άλλοι δε επανηγύριζον δια την ιατρείαν· τούτο δε όχι μόνον μίαν φοράν εγένετο, αλλά πολλάκις. Απηρτίζετο δε το πλήθος τούτο ουχί μόνον εκ Σύρων, Φοινίκων, Κιλίκων και εκ πάσης γωνίας της Αυτοκρατορίας προσερχομένων ασθενών, αλλ’ έτι και εξ Αράβων, Ισμαηλιτών, Περσών, Αρμενίων, Ιβήρων, Ομηριτών και εκ των τούτων ενδοτέρων και πλέον μεμακρυσμένων. Έτι δε προσήρχοντο και ασθενείς εκ των δυτικών, ήτοι Άγγλων, Γάλλων, Ισπανών και εκ διαφόρων άλλων δυτικών εθνών, συγκροτούντων απάντων εν πολύγλωσσον συνάθροισμα, διότι τοις πάσι διέδραμεν η φήμη της αρετής του ανδρός. Είναι δε αδύνατον να διηγηθή τις πόσον και αυτή η παλαιά Ρώμη κατεπλάγη από τον θαυμάσιον τούτον άνδρα, τον οποίον κατά πολλά ετίμα, ηυλαβείτο δε τόσον, ώστε εχάραξαν και εζωγράφησαν την αγίαν του εικόνα εις θύρας, προπύλαια, τοίχους ανακτόρων και αλλαχού, λαμβάνοντες ούτω πλουσίαν την ευλογίαν και αγαθά αναρίθμητα. Εξήρχετο δε από του προσώπου του Οσίου τοιαύτη χάρις, ώστε εάν έβλεπε τις αυτόν έχων έχθραν μετά τινος ευθύς θα ειρήνευε και θα συνεφιλιούτο. Πολλοί δε εκ των προσερχομένων, οίτινες ήσαν πρότερον εκδεδομένοι εις αιματοχυσίας και φόνους, ερχόμενοι ενώπιον του Αγίου και βλέποντες το άγιόν του πρόσωπον ειρήνευον και εγίνοντο πραείς και ησύχιοι, εφιλονίκουν δε μόνον τις να αξιωθή να λάβη πρώτος τας ευχάς και ευλογίας τού Οσίου. Αλλά και το να εγγίσουν μόνον τους αγίους πόδας του με τα χείλη ή με τας χείρας μεγάλως εχαίροντο· αν ήγγιζαν δε και την δοράν με την οποίαν ήτο ενδεδυμένος ο Άγιος, ενόμιζον ότι απολαμβάνουν άπασαν την ευλογίαν και χάριν. Το δε να ασπάζωνται τας χείρας ή το στόμα του Αγίου δεν ετόλμων οι πολλοί, αλλ’ όσοι εκ του πλούτου της αρετής των είχον περισσοτέραν την παρρησίαν. Επειδή όμως οι ερχόμενοι ήσαν αναρίθμητοι, αποφεύγων την πολλήν τιμήν και τας περιποιήσεις τας οποίας του έδιδον, αλλά και το κοπιαστικόν και θορυβώδες του πράγματος βαρυνόμενος, εσκέφθη όπως κατ’ άλλον τρόπον πλησιάση εις τον ουρανόν, όχι μόνον με λογισμούς και θεωρίας, αλλά και με αυτό το σώμα. Όθεν ετεχνεύθη να αναβή εις τον στύλον. Ο δε στυλίτης βίος, άγνωστος μέχρι τότε, προσέδωκεν εις τον Άγιον μεγαλυτέραν αίγλην, εγένετο δε και παράδειγμα δι’ άλλους. Ήτο δε τούτο θείας επισκέψεως αποτέλεσμα, διότι οι Ισμαηλίται, οίτινες ήσαν πολλαί μυριάδες και εις το σκότος της απιστίας συγκεκλεισμένοι, βλέποντες την νεοφανή ταύτην και παράδοξον επί του στύλου ζωήν και τα πολλά εκείνου κατορθώματα, έτι δε ακούοντες και την θείαν αυτού διδασκαλίαν εφωτίζοντο την διάνοιαν και εγίνοντο υιοί φωτός οι πριν εσκοτισμένοι, εγκαταλείποντες ομού με το σκότος της ασεβείας, εις το οποίον ήσαν βεβυθισμένοι, και τα μιαρά έργα της πατρίου θεάς αυτών Αφροδίτης, εις τα οποία ήσαν εκδεδομένοι. Έτι δε και Ίβηρες και Πέρσαι, ως είπον, και Αρμένιοι, καταγελάσαντες την πλάνην των, επίστευσαν και ούτοι εις την Ευαγγελικήν διδασκαλίαν και εγένοντο Χριστιανοί. Ότε δε την νέαν ταύτην επί του στύλου πολιτείαν ο θαυμάσιος Συμεών επενόησε, πανταχού περιτρέξασα οξέως η φήμη, ήτις έχει συνήθειαν εις τοιαύτα καινά και παράδοξα πράγματα να μεταχειρίζηται ταχύτερα και οξυκινητότερα τα πτερά, έφθασε κι εις τους θείους Πατέρας, οίτινες δια των ασκητικών των αγώνων και κόπων κατέστησαν την έρημον ουράνιον πόλιν. Καταπλαγέντες όθεν ούτοι εις το νεοφανές και ξένον τούτο τέχνευμα, εξαπέστειλαν εις τον υψηλόν και μετάρσιον εκείνον άνθρωπον τινάς εξ αυτών, με την εντολήν να τον ελέγξουν και επιτιμήσουν δια την πράξιν του ταύτην και να του επιβάλουν, όπως ακολουθή την παλαιάν και συνήθη οδόν των Αγίων και να μη καταφρονή εκείνων την πολιτείαν, την οποίαν ζωήν και οδόν τοσούτος χορός και πλήθος μακαρίων βαδίσαν ανήλθεν εις ουρανούς και εις τας αϊδίους εκείνας εισήλθε σκηνάς και κατοικίας. Φοβούμενοι όμως μήπως και το νέον τούτο εγώνισμα του Οσίου ήτο θεάρεστον, εκείνοι δε κρίνουν την υπόθεσιν ανθρωπίνως, παρήγγειλαν και τούτο εις τους απεσταλμένους, ότι ανίσως και ήθελον ίδει τον άνδρα, πως αφήνει το θέλημά του και υποτάσσεται θεληματικώς κατερχόμενος από του στύλου, τότε να τον εμποδίσουν ευθύς και να τον προστάξουν να παραμείνη εις την πολιτείαν αυτήν και να μη αμελή, διότι ούτω θα επίστευον, ότι ήτο θεία οικονομία και πλέον δεν θα είχον αμφιβολίαν, ότι θέλει καταλήξει η αρχή αύτη εις τέλος αγαθόν. Εάν δε του βαρυφανή και δεν δεχθή την συμβουλήν των, αλλ’ ήθελεν ακολουθεί ούτως απλώς και ασυλλογίστως εις το θέλημά του, φανερόν θα ήτο ότι ευρίσκεται μακράν από την ταπεινοφροσύνην, και εξ αυτού βεβαίως και ο λογισμός του θα ήτο εκ του πονηρού· όθεν τότε να τον καταβιβάσουν και χωρίς να θέλη από τον στύλον. Ταύτα παρήγγειλαν οι Πατέρες εις τους απεσταλμένους· ότε δε ούτοι έφθασαν προς τον πατέρα της υπακοής και της ταπεινοφροσύνης Συμεών, έτι και από αυτήν την θέαν του προσώπου του και από τον χαιρετισμόν του τον ηυλαβήθησαν μεγάλως και ούτε να τον βλέπου κατά πρόσωπον ηδύναντο· όμως δια την εντολήν εκείνων, οίτινες τους απέστειλαν, και δια το καλόν της διακονίας και υπηρεσίας, του είπον την προσταγήν των Πατέρων. Εκείνος δε, ο κατά αλήθειαν πράος και ταπεινός τη καρδία, πράως και ηρέμως την επιτίμησιν αποδεχόμενος, δεν αντελόγησε ποσώς, δεν εθυμώθη, δεν κατηγόρησε την προσταγήν, ούτε ολίγον ούτε πολύ ωμίλησεν, αλλ’ ευθύς με ιλαρόν όμμα κύπτων την κεφαλήν και αποδούς την ευχαριστίαν εις τον Θεόν, ευχαριστήσας δε και τους Πατέρας δια την φροντίδα την οποίαν έχουν δι’ αυτόν, μη αργοπορήσας ουδόλως ήρχισε να καταβαίνη από του στύλου, εκείνοι δε ευθύς τον ημπόδισαν και του απεκάλυψαν την εντολήν των Πατέρων· είτα ευχηθέντες εις αυτόν στερεάν και βεβαίαν στάσιν έως τέλους εις τον στύλον και πλουσίαν την παρά Κυρίου αντιμισθίαν των πυκνών και πολλών αγώνων και κόπων του, ανεχώρησαν. Αλλά περί μεν του ύψους της ταπεινοφροσύνης αυτού και της υπακοής το μέγεθος εκτός της του στύλου καταβάσεως και εις άλλα έργα του θέλομεν ίδει· ας επανέλθωμεν δε εις την τάξιν της διηγήσεως, την οποίαν προλαβόντως διεκόψαμεν. Κατά φυλάς όθεν και γενεάς οι Ισμαηλίται προσερχόμενοι εις τον οδηγόν της σωτηρίας Συμεών και την πατρώαν ασέβειαν αρνούμενοι, ελάμβανον το Θείον Βάπτισμα. Παρευρίσκετο δε ποτε παρών και ο Επίσκοπος της Εκκλησίας Κύρου Θεοδώρητος, εις τον οποίον παρέδωκεν ο Συμεών πλήθος εξ αυτών δια να τους βαπτίση. Ενώ δε ούτος επεχείρει να εκτελέση την εντολήν, εκείνοι φιλονικούντες τις εξ αυτών πρώτος θα αποπλύνη τον ρύπον των παθών και της ασεβείας, και ποίος θα προφθάση να απολαύση πρώτος την χάριν, έσυρον βαρβαρικώτατα άλλοι από το ένα μέρος και άλλοι από το άλλο τον Θεοδώρητον, άλλοι δε μακρύτερα ευρισκόμενοι ήπλωναν τας χείρας και εκράτουν αυτόν, οι μεν από το γένειον, οι δε από τα ενδύματα, τόσον ώστε ολίγον δειν να τον καταξεσχίσουν. Βλέπων ταύτα ο θαυμάσιος Συμεών τους εκάλεσεν από του στύλου να ηρεμήσουν και παρευθύς μετήλλαξαν άπαντας, έλαβον δε την χάριν με ευταξίαν και ετελειώθησαν εις το Θείον Βάπτισμα. Τοιουτοτρόπως η λαμπάς της γλώσσης του ηδύνατο άλλους μεν να φοβή, άλλους δε να φωτίζη συγχρόνως δια την σωτηρίαν αυτών. Μελέτην όμως και έργον ακατάπαυστον είχεν ο Όσιος την τήρησιν των δεσποτικών εντολών και δεν ηγωνίζετο μόνον εις το να φυλάττη αυτάς, αλλά ενόμιζε μεγάλην ζημίαν δι΄ εαυτόν εάν δεν προσέθετέ τι περισσότερον και εξ ιδίας του προαιρέσεως· τοιουτοτρόπως εβιάζετο ακαταπαύστως και δια τούτο, καθώς προείπομεν, αφήκε πατέρα και μητέρα και ηκολούθησε τον ποθούμενον Χριστόν και όλως αυτόν ηγάπησεν, όπερ είναι το ακρότατον και τελειότατον της δεσποτικής εντολής, προσέθηκε δε αφ’ εαυτού και τούτο. Μετά την πάροδον είκοσι και επτά ετών αφ’ εποχής ο υπερκόσμιος ούτος ανήρ απηρνήθη τους νόμους της ανθρωπίνης φύσεως και τα εν τω κόσμω πάντα, η μήτηρ αυτού, το φυσικόν πυρ και την αγάπην της φιλοστοργίας φέρουσα εισέτι εις τα σπλάγχνα αυτής και μη δυναμένη κατ’ άλλον τρόπον να σβέση την φλόγα, ήλθεν εις τον εν σαρκί άσαρκον τούτον υιόν της (καθώς ο λόγος βιαζόμενος ονομάζει) επιθυμούσα και το πρόσωπον του υιού αυτής να ίδη και την ομιλίαν του να ακούση, την οποίαν επί τοσούτον χρόνον είχε στερηθή. Μαθών δε τούτο ο Όσιος, ιδού πως μερίζει και δίδει και την τιμήν εις την μητέρα, και την φύλαξιν της σωτηρίου εντολής, τιμιωτέρας ούσης, ποιεί. Δεν εδέχθη την συνομιλίαν της μητρός, αλλά δια να παρηγορήση αυτήν της παραγγέλλει με γλυκύτητα λέγων· «Ανίσως και σου φαίνεται, ω μήτερ, εύλογον, ας φυλάξωμεν να ίδωμεν ο εις τον άλλον εις την άλλην ζωήν, και όχι εδώ· εάν δε βεβαίως η πολιτεία μας είναι ευάρεστος εις τον Θεόν, μετά την εντεύθεν αναχώρησιν θέλομεν ίδει ο εις τον έτερον κατά πολλά συγγενέστερα και φανερώτερα». Και ο μεν Άγιος ταύτα εμήνυσε· επειδή όμως δεν άφηνε την μητέρα η φλογίζουσα την ψυχήν της φλοξ ήσυχον να ακούη τα λεγόμενα, αλλ’ επέμενεν εις την επιθυμίαν της να τον ίδη, μηνύει δεύτερον προς αυτήν λέγων· «Εγώ, ω μήτερ, ενόμιζον ότι και συ θα στέρξης περισσότερον το συμφέρον και των δύο μας· αλλ’ επειδή καθώς βλέπω η επιθυμία σου να με ίδης είναι μεγαλυτέρα, σε παρακαλώ να κάμης προς το παρόν μικράν υπομονήν και θέλω σε ίδει μετ’ ολίγον· διότι τούτο εφάνη αρεστόν εις τον Άγιον Θεόν». Δεξαμένη όθεν η μήτηρ με μεγίστην χαράν την υπόσχεσιν εκρέματο από αυτήν η ψυχή της, και με αυτάς τας ελπίδας έχαιρε και ηγαλλιάτο, και όλη εδόθη εις το μέλλον, της εφαίνετο δε ότι έβλεπε τον υιόν της παρόντα και ενηγκαλίζετο και κατεφίλει αυτόν, και ότι ήκουε την φωνήν του. Εις ταύτην την χαράν ευρισκομένη ανεπαύθη αίφνης η μακαρία, παραθέσασα εις τον Θεόν την ψυχήν της, μακαρία κατά την ζωήν ως αληθώς, μακαριωτέρα όμως κατά πολλά δια το τέλος και διότι τοιούτου παιδός ήτο μήτηρ και εις τοσαύτην αρετήν φθάσαντα αυτόν καταλέλοιπεν. Ο δε θείος Συμεών προσέταξε να εμβάσουν το λείψανον αυτής εντός της μάνδρας, όπως εκαλείτο το περιτείχισμα του πέριξ του στύλου χώρου. Ήτο δε εκτισμένος ο χώρος ούτος δια να μη δύνανται να εισέλθουν γυναίκες. Τούτου δε γενομένου είδεν ο Όσιος την μητέρα αυτού νεκράν και τα συνήθη τελέσας και επευξάμενος, έθαψεν αυτήν πλησίον του στύλου. Τοιουτοτρόπως και εις την μητέρα την τιμήν απέδωσε και την δεσποτικήν εντολήν όχι μόνον εξεπλήρωσε, αλλά και με ιδικάς του προκοπάς την ηύξησε και επερίσσευσε. Δια τοιούτων αρετών και ενθέων πράξεων ως πυρσός διαλάμπων τους ευρισκομένους εις την χαλεπωτάτην και σκληράν τρικυμίαν της νυκτός της απιστίας καθωδήγει, ο μακάριος Συμεών, ως εις λιμένα γαληνόν και πανεύδιον εις την ευσέβειαν και την Ορθοδοξίαν. Ούτως όθεν αγωνιζόμενος ήλθον ποτε προς αυτόν δύο φυλαί των προειρημένων Ισμαηλιτών και παρεκάλουν εκάστη εξ αυτών τον Άγιον να την ευλογήση και να ευλογήση αοράτως τον αρχηγόν της, την οποίαν ευλογίαν θα μεταφέρουν ως δώρον πολύτιμον εις αυτόν. Δια δε το πρωτείον της ευλογίας ήλθον εις φιλονικίαν μεγάλην και γίνεται μάχη μεταξύ των· διότι έκαστον μέρος υπεστήριζεν, ότι ο ιδικός των αρχηγός έπρεπε πρώτος να λάβη την ευλογίαν. Εκ ταύτης όθεν της αιτίας αντιμαχόμενοι ήθελον έλθει και εις βαρβαρικήν σκληρότητα και ωμότητα, εάν δε ήθελε τους φοβερίσει ο της ειρήνης και της ομονοίας άνθρωπος· και ούτω τους ειρήνευσε· και δίδων εις αυτούς την ευχήν και ευλογίαν, απέλυσεν εν ειρήνη. Στοχασθήτε νυν τους πριν απίστους, οίτινες εκίνουν την γλώσσαν ως όπλον εναντίον της ευσεβείας, ήδη δια την ευλογίαν του Αγίου δέχονται να υποστούν όλα τα δεινά· διότι βεβαίως δεν ήθελον θυμωθή και συγκρουσθή μεταξύ των, εάν δεν επίστευον εις την μεγάλην δύναμιν της ευχής και της ευλογίας του Οσίου. Έτερος αρχηγός των Σαρακηνών ελθών, την θείαν εκείνην παρεκάλει κεφαλήν, ίνα βοηθήση άνθρωπον τινα παραλελυμένον τα μέλη και οδυνώμενον από πόνους σφοδρούς, διαμένοντα εις τι πλησίον χωρίον. Ταύτα παρακαλέσας ο Σαρακηνός επρόσταξε να φέρουν τον παραλελυμένον και να τον αποθέσουν έμπροσθεν του Αγίου, ίνα βλέπων ούτος την μεγάλην του δυστυχίαν, ίσως τον ελεήση. Τούτου γενομένου έκειτο εκείνος ο δυστυχής παρά τον στύλον, έμπροσθεν του Αγίου, και εθρήνει την μεγάλην του συμφοράν. Ο δε ταχύς και πρόθυμος εις έλεος και πολύς την συμπάθειαν Όσιος, φροντίζων περισσότερον από την σωματικήν δια την ψυχικήν θεραπείαν, είπεν εις τον ασθενή να απαρνηθή την πατρικήν ασέβειαν και απιστίαν, επειδή εγνώριζεν αυτόν επιμελούμενον εισέτι αυτήν. Εκείνος δε ευχαρίστως εδέχθη και ήκουσε και το προσταχθέν ετελείωσεν. Είτα το μέγα θαύμα της οικουμένης, ο Συμεών, ηρώτησεν αυτόν εάν πιστεύη τω Πατρί και τω μονογενεί Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι· και εκείνου την πίστιν ομολογήσαντος είπεν ο Άγιος· «Πιστεύων, ανάστηθι» και ευθύς, ω της αφάτου σου περί τον άνδρα, Χριστέ, χάριτος! Ο λόγος ιατρεία εις τον παραλελυμένον εγένετο. Ο δε Όσιος τον Δεσπότην αυτού μιμούμενος, επρόσταξε τον ασθενή να εγείρη την κλίνην του εις τους ώμους του, όπερ παρεκίνησεν εις μεγαλυτέραν ευχαριστίαν και θαυμασμόν τους παρόντας. Έτερος εκ των πιστευσάντων εις Χριστόν Ισμαηλιτών, ο επισημότερος, υπεσχέθη ενώπιον του Θεού, θέτων μάρτυρα τον σεβάσμιον τούτον Συμεών, να μη γευθή έως τέλους της ζωής του εκ ζωϊκής τροφής· μετά δε τινα χρόνον, δεν γνωρίζω πως, ή διότι ελησμόνησε την υπόσχεσιν ή από λαιμαργίαν, έσφαξε μίαν όρνιθα, την εμαγείρευσε και ήρχισε να τρώγη. Εκείνη όμως την στιγμήν, ω πράγματος απορρήτου! Η όρνις εγένετο λίθος· δοκιμάσας δε ούτος να φάγη, δεν ηδυνήθη. Καταπλαγείς όθεν ο βάρβαρος δια το γενόμενον έσπευσεν ευθύς εις τον της μετανοίας διδάσκαλον, εξομολογείται με συντριβήν καρδίας το αμάρτημα και τον παρακαλεί να εξευμενίση τον Θεόν δια την παράβασιν της υποσχέσεως· βλέπων δε ο Άγιος την μετάνοιαν, παρέσχε προθύμως την συγχώρησιν. Όμως το θαύμα της όρνιθος, αν και τότε παρευθύς εβεβαιώθη, όμως και μετέπειτα πολλούς εύρισκε μάρτυρας, διότι έβλεπον ούτοι το στήθος αυτής έχον το σχήμα στήθους όρνιθος, όμως προς πίστωσιν του θαύματος αποτελούμενον από πέτραν και οστά· τα μεν οστά διαπιστούντα την πρώτην τού στήθους φύσιν, η δε πετρώδης συνάρμοσις την μεταβολήν του κρέατος εις λίθον. Από δε την παντοτεινήν επί του στύλου στάσιν επληγώθησαν οι πόδες του Οσίου, αυτός δε ο καρτερόψυχος τους πόνους αγογγύστως υπομένων ουδεμίαν θεραπείαν εδέχετο. Επληρώθησαν όθεν αι πληγαί σκωλήκων, οίτινες, ω της αδαμαντίνης σου ψυχής, αθλητά γενναιότατε! Κατέτρωγον τας σάρκας αυτού! Συνέβη δε ποτε να έλθη εις άρχων των Σαρακηνών, όστις πιστεύσας και αυτός εις τον Χριστόν και επιτυχών του ποθουμένου, ήτοι του να λάβη την ευχήν και ευλογίαν του Αγίου, εκάθητο πλησίον του στύλου ακροώμενος και εντρυφών εις την ιεράν αυτού διδασκαλίαν. Ενώ δε εκάθητο εκεί, σκώληξ εκ των πληγών του Οσίου εκκυλισθείς από του στύλου έπεσεν έμπροσθεν των ποδών αυτού· εκείνος δε παρευθύς λαβών παμποθήτως τον σκώληκα έβαλεν αυτόν ευλαβώς εις το στήθος του, είτα τον ήγγισεν εις τους οφθαλμούς του, κατόπιν τον έφερεν εις το στόμα και εις τα ώτα του, και ακολούθως εις όλα τα άλλα μέρη του σώματός του ως αφανιστικόν και ιατρείαν όλων των παθών και αρρωστημάτων του. Από δε τον πολύν πόθον δεν του εφαίνετο σκώληξ το τιμώμενον, αλλά πολύτιμον τι και σεβάσμιον απόκτημα, διότι ενίκα η πίστις αυτού την όψιν και ο πόθος εκάλυπτε την μορφήν του ταπεινού σκώληκος. Άνωθεν όμως ο μέγας Συμεών ωνείδιζε τον άρχοντα δια την πολλήν τιμήν και ευλάβειαν την οποίαν εδείκνυεν εις τον σκώληκα· εκείνος δε ανοίξας την χείρα του, ω του θαύματος! βλέπει τον σκώληκα μετατραπέντα εις μαργαρίτην λαμπρόν και ωραιότατον. Γυνή τις περιφανής και πλουσία, σύμβιος του άρχοντος των Σαρακηνών, ούσα στείρα, ελυπείτο πολλά και ονειδισμούς παρά του ανδρός πολλούς καθ’ ημέραν υπέμενε· μη ευρίσκουσα δε ιατρείαν της ατεκνίας, προστρέχει εις τον Άγιον παρακαλούσα αυτόν να την βοηθήση δια των ευχών του ως συμπαθέστατος. Ευχηθείς όθεν ταύτην και εις τον οίκον της επανελθούσα, συνέλαβε και εγέννησεν εν καιρώ θυγάτριον· είχον όθεν εορτήν καθ’ εκάστην και αγαλλίασιν δια την γέννησιν του παιδίου, το δε τρίτον έτος της ηλικίας του εγένετο παράλυτον και άλαλον· θρηνούντες όθεν καθημερινώς οι γονείς του προστρέχουσι κι πάλιν εις τον Άγιον διηγούμενοι την συμφοράν των και παρακαλούντες να τους ελεήση, ως εύσπλαγχνος, και να τους ελευθερώση από την λύπην των. Ο δε Άγιος, αφού τους παρηγόρησε με τους γλυκυτάτους λόγους του, τούς είπε να ελπίζουν εις το έλεος του Θεού. παραμείναντες δε εκεί επί επτά ημέρας, επειδή ιατρεία τις δεν εγένετο, ανεχώρησαν οδυρόμενοι δια την δυστυχίαν των. Ελθόντες όμως εις απόστασιν τινα, από της οποίας δεν εφαίνετο πλέον ο στύλος, αίφνης στρέψαν το παιδίον το πρόσωπόν του προς το μέρος του στύλου, είπε με φωνήν ισχυράν ταύτα· «Δόξα σοι, Άγιε Συμεών». Οι δε γονείς του νομίσαντες φαντασίαν το γενόμενον έστησαν περιδεείς. Βλέποντες όμως ότι αληθώς ελάλει και εβάδιζε, χαίροντες και αγαλλώμενοι επορεύθησαν εις τον οίκον των, κηρύττοντες την αγαθότητα του Θεού και την δόξαν του Αγίου. Ετέρα γυνή θεοφιλής φλογιζομένη από τον ευλαβητικόν πόθον τον οποίον είχε δια να ίδη τον Άγιον και επειδή αι γυναίκες ημποδίζοντο, ως είπομεν, να εισέλθουν εντός της μάνδρας, ενδυθείσα στρατιωτικά ενδύματα και άρματα, επορεύθη αγνώριστος μετ’ άλλων στρατιωτών. Φθάσαντες δε εις το πλησίον του στύλου χωρίον είπον οι άλλοι στρατιώται προς τον νομιζόμενον συστρατιώτην· «Φύλαττε, συ, τα πράγματά μας και τα άλογα μέχρι της επιστροφής μας εκ του Αγίου». Εκείνη δε είπε· «Καλώς· μόνον επιστρέφοντες να φυλάξητε και τα ιδικά μου, δια να υπάγω και εγώ να προσκυνήσω τον Άγιον». Ελθόντες οι στρατιώται εις τον στύλον ηυλογήθησαν παρά του Αγίου κατά τον πόθον των, ο δε Άγιος είπεν εις αυτούς· «Να είπητε εις τον συστρατιώτην σας, ότι ο Θεός επλήρωσε τον κόπον του και είναι ευλογημένος· διότι Αυτός γνωρίζειτα κρύφια εκάστου και αποδίδει εις αυτόν κατά τα έργα του. Δια τούτο ας μη λάβη τον κόπον να έλθη έως εδώ». Εθαύμασαν όθεν οι στρατιώται δια το προορατικόν του Οσίου, επανελθόντες δε είπον την παραγγελίαν αυτού εις τον σύντροφόν των, και τον εβίασαν να είπη τις είναι και ποία τα έργα του· επειδή αν δεν ήσαν θαυμαστά τινα, δεν θα ηξιώνετο από τον Άγιον τοιαύτης ευχής και ευλογίας. Εκείνη δε και μη θέλουσα απεκάλυψε κλαίουσα την αλήθειαν και ούτως επέστρεψαν έκαστος εις τον οίκον του, δοξάζοντες τον Θεόν και θαυμάζοντες τον Άγιον. Αλλά και ληστής τις μέγας και φοβερός, ονομαζόμενος Αντίοχος και αποκαλούμενος Αγώνατος δια την ανδρείαν του σώματος και την τόλμην της ψυχής, όστις πολλούς φόνους και αρπαγάς έκαμνεν έως και εις αυτά τα περίχωρα της Αντιοχείας, παρατυχών εις ξενοδοχείον διασκέδαζεν. Αίφνης περιεκύκλωσαν τον οίκον εκατόν πεντήκοντα στρατιώται, εκείνος δε τολμηρός ων εξήλθε του οίκου και ιππεύσας εκράτησε την μάχαιράν του γυμνήν και έτρεχεν εν μέσω αυτών απειλών θάνατον εις όποιον τολμήση να τον πλησιάση. Η φήμη δε της ανδρείας του και αι πολλαί σφαγαί, τας οποίας είχε κάμει, εδειλίαζον τους στρατιώτας να τον πλησιάσουν· εκείνος δε τρέχων έφθασεν εις τον στύλον του Αγίου, και πίπτει κατά πρόσωπον εις τους πόδας αυτού, δεόμενος με θερμά και άμετρα δάκρυα να παρακαλέση τον ελεήμονα Θεόν να τον λυτρώση από τον ψυχικόν θάνατον, καθώς και τον ληστήν επί του σταυρού ελύτρωσεν. Εξωμολογείτο δε ούτος θερμώς λέγων· «Εγώ τον σωματικόν θάνατον δεν τον φοβούμαι, διότι ακόμη στάζουν αι χείρες μου από τα πολλά αίματα των συγγενών μου και ξένων και τι θέλει είναι ο θάνατος ενός προς τους πολλούς, φρίττω όμως και τρέμω τον αιώνιον θάνατον». Ο δε Άγιος, ως συμπαθέστατος, τον παρηγόρησε και ηγγυήθη την σωτηρίαν του· ενώ δε έλεγε ταύτα, έφθασαν και οι στρατιώται και παρεβίαζον τον Άγιον να τους δώση τον φονέα και εχθρόν των νόμων. Ο δε έλεγεν· «Εγώ δεν τον έφερον εδώ, αλλ’ ο Θεός όστις θέλει την σωτηρίαν των αμαρτωλών». Εκείνοι δε ακούσαντες ηυλαβήθησαν τον Άγιον, διότι η αρετή τον έκαμνεν αιδέσιμον εις όλους. Ο δε ληστής πάλιν θερμώς εδέετο του Αγίου δια να τύχη συγχωρήσεως. Λέγει όθεν ο Άγιος· «Λάβε σημείον της μετανοίας σου τούτο, ότι ιδού ο Πανάγαθος Θεός σε λαμβάνει αμέσως εις τας αιωνίους μονάς». Ο δε ληστής ευξάμενος και ειπών· «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ μονογενές του Ανάρχου Πατρός, ο μη δικαίους ελθών κακέσαι αλλ’ αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, δέξαι το πνεύμα μου», παρευθύς, μετά την προσευχήν, ανεπαύθη. Εθαύμασαν δε οι παρευρεθέντες και εδόξασαν τον Θεόν τον δεχόμενον την μετάνοιαν των αμαρτωλών. Την άλλην ημέραν, θυμωθέντες πάλιν οι στρατιώται, διότι εφύλαττον έξωθεν της μάνδρας, εισήλθον εντός αυτής και εβίαζον τον Άγιον να τους παραδώση τον κακούργον, εκείνος δε πάλιν κατά την συνήθειάν του ηρέμως και ειρηνικώς απεκρίνατο· «Τέκνα μου αγαπητά, σας προείπον, ότι όχι εγώ, αλλ’ ο αγαθός Θεός τον ωδήγησεν εδώ· σεις δε μη οργίζεσθε, διότι τον προσεκάλεσεν από τα πρόσκαιρα εις τα αιώνια και πανευφρόσυνα δεξάμενος την καθαράν αυτού και θερμήν μετάνοιαν». Τους εδείκνυε δε και τον τάφον του· οι δε ιδόντες και βεβαιωθέντες, κατετρόμαξαν και εθαύμασαν μεγάλως· ζητήσαντες όθεν ταπεινώς συγχώρησιν από τον Άγιον και λαβόντες την ευλογίαν του, επέστρεψαν κήρυκες και μηνυταί του παραδόξου τούτου γεγονότος. Αλλά και πλοίον εκ μεγάλης τρικυμίας κινδυνεύον ποτε διέσωσεν ο Άγιος, διότι επικαλεσθέντες αυτόν οι ναύται εφάνη εις το πλοίον, ενώ ευρίσκετο εις την ξηράν και εις τον στύλον, και ελύτρωσεν αυτούς αβλαβείς ανελπίστως. Και ράβδον τινά ποτέ εξ ουρανού φλογεράν είδε κατερχομένην εις την γην και ως προφητικώτατος και καθαρός την ψυχήν προείπε το μέλλον, ότι δηλαδή τούτο δηλοί οργήν και αγανάκτησιν θείαν και θέλει γίνει θανατικόν και πείνα μεγάλη το επόμενον έτος· και ο λόγος αυτού δεν διεψεύσθη. Αλλά και επιδρομήν κάμπης προεμήνυσε· και δεν παρήλθον τριάκοντα ημέραι, και ιδού άπειρον πλήθος κάμπης ως νέφος εφώρμησεν εις τους καρπούς. Ο δε Όσιος ουχί μόνον προεμήνυε τας επερχομένας συμφοράς, αλλά και την ιατρείαν τούτων και την απ’ αυτών ελευθερίαν υπέσχετο λέγων· «ας μετανοήσωμεν, αδελφοί, και ας δεηθώμεν του αγαθού Θεού να μας ελευθερώση». Έπραττε δε τούτο δια να μη λέγουν οι άνθρωποι ότι χάριν των ιδικών του αγώνων δίδεται παρά Θεού η θεραπεία κι η ελευθερία των κακών. Τοιούτος όθεν προφήτης αληθέστατος ήτο, αλλά και βοηθός οξύτατος και ταχύτατος ιατρός. Άξιον δε μνείας είναι και τούτο· εφάνησαν ποτέ δύο ράβδοι φλογοειδείς φερόμεναι από τον ουρανόν, η μεν εξ ανατολών, η δε εκ του βορρά, κατευθυνόμεναι προς δυσμάς. Ο δε Άγιος εγνώρισεν ότι άλλο δεν εσήμαινε το γεγονός τούτο, παρά στρατεύματα Περσών και Σκυθών ερχόμενα εναντίον των Ρωμαίων· λυπηθείς όθεν κατέπαυσε δια προσευχής την ορμήν των Περσών στασιασάντων και συμπλακέντων μεταξύ των· τα όμοια συνέβησαν και εις τους Σκύθας. Ο Κύρου Θεοδώρητος, περί του οποίου προείπομεν, ότι ήτο φίλος στενός του Οσίου, επεβουλεύετο κατά πολλά υπό τινος· μη ευρίσκων δε παρηγορίαν και απαλλαγήν από του κακού, ήλθεν εις τον Όσιον· ούτος δε τον παρηγόρησε, υπενθυμίζων εις αυτόν τον μισθόν τον οποίον μέλλει να λάβη ο άνθρωπος δια την υπομονήν των πειρασμών, λέγων εις αυτόν επί πλέον να μη λυπήται, διότι μετά δέκα πέντε ημέρας θέλει εξαφανισθή ο πολέμιος. Και πράγματι ευρέθη αψευδής η πρόρρησις του Οσίου, ελευθερωθέντος ούτω του Θεοδωρήτου. Αλλά και ο μέγας Θεοδόσιος πολλά παρεκινήθη από τον Όσιον εις αρετήν, του προείπε δε ότι θέλει γίνει οδηγός και σωτηρία πολλών, δια τούτο όθεν να σπουδάζη προθύμως τας αρετάς, όπερ και επραγματοποιήθη. Ομοίως και Δανιήλ ο Στυλίτης, ευρισκόμενος εισέτι εις υπακοήν Γέροντος, απήλθε ποτε εις τον Όσιον και αναβάς εις τον στύλον να προσκυνήση, του είπεν ο Άγιος· «Ανδρίζου, τέκνον, και ενδυναμού εις τους κόπους της αρετής». Πολλά δε ωφεληθείς ανεχώρησεν, ενθυμούμενος πάντοτε τας νουθεσίας του Άγίου και προκόπτων καθ’ εκάστην μεγάλως. Ότε δε ποτε ηθέλησεν ο Δανιήλ να μεταβή εις Ιεροσόλυμα χάριν προσκυνήσεως, εμφανισθείς ο Άγιος εν τη οδώ τον απέτρεψεν από την οδοιπορίαν, λέγων εις αυτόν ότι υπάρχουν κίνδυνοι ψυχικοί και σωματικοί εκ των αιρετικών, των βαρβάρων και των ληστών. Ο δε Δανιήλ υπαλούσας επέστρεψεν αγωνιζόμενος ως και πρότερον. Άλλοτε πάλιν εφάνη εις τον ίδιον Δανιήλ, καθ’ ύπνον, ο Άγιος παροτρύνων αυτόν να ανέλθη επί στύλου. Ο δε εξυπνήσας, εβιάζετο εις το να εκτελέση το προσταχθέν, αναβάς δε εμιμήθη ως ο Ελισσαίος τον Ηλίαν εις την αρετήν. Ο βασιλεύς των Περσών, ακούων τα πολλά και παράδοξα έργα του Αγίου, εσυλλογίζετο ημέραν και νύκτα τον Όσιον, εγκαταλείπων ως εκ τούτου τας βασιλικάς φροντίδας και δι’ αυτόν μόνον ερωτών. Ωσαύτως και η γυνή του εθαύμαζε κατά πολύ δια την φήμην του Αγίου και εζήτησεν έλαιον ευλογηθέν υπό του Οσίου, το οποίον λαβούσα εθεράπευσε με αυτό όχι μόνον τον εαυτόν της, αλλά και πάσαν ασθένειαν και πάθος των συγγενών της, των αυλικών και άλλων πολλών. Όσοι δε ήσαν πλησίον του βασιλέως, ακούοντες την μεγάλην φήμην του Αγίου και βεβαιούμενοι από τα έργα αυτού, θείον άνδρα τούτον ωνόμαζον. Ημείς όμως έως πότε θα φιλονικούμεν διηγούμενοι τους υπέρ φύσιν κόπους και τα κατορθώματα αυτού, τας στάσεις του νυκτός και ημέρας και τας αμετρήτους σχεδόν ειπείν μετανοίας; Διότι εις εκ των συντρόφων τού φιλαρέτου Επισκόπου Θεοδωρήτου, μετρήσας ποτέ μέχρι των χιλίων διακοσίων τεσσαράκοντα τεσσάρων και κουρασθείς αφήκε την μέτρησιν. Τοσούτον ήτο προθυμότατος εις τους αγώνας της αρετής, ώστε πάντοτε προσέθετε κόπους επάνω εις άλλους κόπους, και εις το τέλος του ενός αγωνίσματος εφεύρισκεν άλλο μεγαλύτερον, τόσον ώστε και ως άσαρκος υπό πολλών να νομίζεται. Όθεν και Διάκονός τις Φιλάρετος, ελθών από Βρυέννης, είπεν εις τον Όσιον· «Ειπέ ημίν, Άγιε του Θεού, άνθρωπος είσαι ή άλλη τις φύσις ασώματος»; Ο δε Άγιος αναβιβάσας αυτόν επί του στύλου έσυρε την χείρα του δια να τον εγγίση και να γνωρίση ούτος ότι έχει σώμα, δεικνύων άμα εις αυτόν και την φοβεράν πληγήν την οποίαν είχεν εις τον πόδα από την πολλήν ορθοστασίαν, περί ης προείπομεν. Πιστωθείς τότε ο Διάκονος εκήρυττε πανταχού τα υπέρ φύσιν αγωνίσματα του Αγίου. Εις τοιαύτα λοιπόν υπέρ άνθρωπον μέτρα φθάσας ο Άγιος, όμως πάλιν είχε περισσοτέραν την ταπείνωσιν και εις πάντας, σοφούς τε και αμαθείς και πλουσίους και ιδιώτας ήτο χαρίεις και γλυκύτατος, διδάσκων με θείους και αγγελικούς λόγους δύο φοράς την ημέραν και λέγων, ότι πρέπει να καταφρονώμεν τα παρόντα, ως πρόσκαιρα, να επιθυμώμεν δε και να μιμώμεθα τας αρετάς του Σωτήρος μας Χριστού και Δεσπότου, δια να συμβασιλεύωμεν αιωνίως μετ’ Αυτού εις την Βασιλείαν των ουρανών, κληρονομούντες τα εκείσε ακατανόητα αγαθά. Αλλά και εις την επίλυσιν των διαφορών ήτο ο Όσιος επιτηδειότατος και εκείνον τον οποίον κατεδίκαζεν, εχαίρετο περισσότερον από εκείνον που εδικαίωνε· τοσούτον ήτο κατά πάντα δεκτικός και γλυκύτατος. Ουχί δε μόνον εις τα έργα ήτο μέγας, αλλά και εις την πίστιν ζηλωτής θερμότατος και του λόγου χειριστής δεξιώτατος αποστομών Ιουδαίους, Έλληνας και αιρετικούς. Εις τούτο δε πολλά παρεκίνει και τους επιστάτας των Εκκλησιών και προεστώτας. Ταύτα δε πάντα εγένοντο από της ενάτης έως της δωδεκάτης ώρας της ημέρας, διότι από της δωδεκάτης ήτοι της δύσεως του ηλίου έως της ενάτης ώρας της επομένης ημέρας εγένετο προσευχή εκτενής προς τον Θεόν. Δεν πρέπει όμως να παραλείψωμεν και τούτο. Θεοδόσιος ο νέος βασιλεύς, παρακινηθείς από τινα έπαρχον της Αντιοχείας, νικηθέντα από χρήματα και δώρα, έδωκεν άδειαν εις τους Εβραίους να έχουν τας συναγωγάς των· μαθών δε τούτο ο θείος Συμεών ήλεγξε τον βασιλέα αυστηρός, διότι έκαμε πράγμα ασεβές και παράνομον. Ευθύς όθεν ο βασιλεύς μεταμεληθείς ηκύρωσε την άδειαν και κατήργησε τας συναγωγάς, απειλήσας μάλιστα δια θανάτου εκείνους οίτινες ήθελον εναντιωθή εις την βασιλικήν προσταγήν. Άλλην πάλιν φοράν άνθρωποί τινες είδον μακρόθεν μίαν μεγάλην έλαφον εις την πεδιάδα και μη δυνάμενοι να την φθάσουν, επεκαλέσθησαν τον Άγιον και έμεινεν η έλαφος ακίνητος· εκείνοι δε συλλαβόντες αυτήν την έσφαξαν, ευθύς όμως έμειναν άπαντες άλαλοι· μετά πολλήν δε ώραν ηννόησαν, ότι δια την προς την έλαφον ασπλαγχνίαν των ετιμωρήθησαν· δι’ ο και δραμόντες προς τον Άγιον, διηγήθησαν μετά δακρύων την υπόθεσιν· ο δε Όσιος ευσπλαγχνισθείς αυτούς τους ηυλόγησε και επανέκτησαν την φωνήν. Κατά την εποχήν εκείνην εγένετο σεισμός μέγας εις την ντιόχειαν και εις τα περίχωρα αυτής, μεγάλαι δε οικίαι και πολλά κτίρια εκρημνίζοντο, οι δε άνθρωποι εθάπτοντο υπό τα ερείπια· απηλπισμένοι όθεν οι Αντιοχείς καταφεύγουν εις τον Άγιον, δακρύοντες και θρηνούντες απαρηγόρητα. Ο δε Άγιος ήλεγξε μεν πρώτον αυτούς δια την αμέλειαν των καλών έργων, είτα δε τους είπε να δεηθούν άπαντες κράζοντες το, Κύριε ελέησον· μετά ώραν δε ικανήν προσευξάμενος και ο Άγιος είπεν εις επήκοον πάντων· «Να γνωρίζετε, αδελφοί, ότι ενός μόνον από όλους υμάς εισηκούσθη η δέησίς του». Καλέσας δε τον άνθρωπον τον εβίαζε να είπη τας αρετάς του, εκείνος δε ωμολόγει τον εαυτόν του αμαρτωλότερον πάντων· βιάζων όμως αυτόν επί πολύ είπεν: «Εγώ άλλο τίποτε δεν γνωρίζω, ειμή μόνον ότι είμαι γεωργός, εργαζόμενος δε πρώτον εις τα ολίγα μου κτήματα, τον επίλοιπον καιρόν εργάζομαι επί πληρωμή, εξ όσων δε συνάζω εκ της εργασίας μου το εν μέρος δίδω εις τους πτωχούς, το άλλο εις τους φόρους της πολιτείας, και το τρίτον κρατώ δια τα έξοδα του οίκου μου· τίποτε άλλο καλόν εις εμέ δεν γνωρίζω». Ακούσαντες δε εκείνοι έκλαυσαν άπντες δια την ιδικήν των αμέλειαν προς τας αρετάς και μεγάλως κατενύχθησαν. Ο δε Άγιος, απολύσας αυτούς εν ειρήνη, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες μεν αυτόν, τον δε ενάρετον γεωργόν επαινούντες και εγκωμιάζοντες. Έκτοτε ο μεν σεισμός κατέπαυσεν, αυτοί δε εμιμούντο την αρετήν του γεωργού, κατηγορούντες εαυτούς δια την αμέλειαν, την οποίαν είχον εις το καλόν· πολλοί δε εξ αυτών προέκοπτον εις το εξής, έχοντες υπόψη των το καλόν παράδειγμα του ελεήμονος γεωργού. Δια τοιούτων όθεν πολλών και μεγάλων κατορθωμάτων διαλάμψας ο Όσιος, τελειώνει την ζωήν κατά το έτος υξα΄ (461), ζήσας έτη εξήκοντα εννέα, και από την εδώ παροικίαν διαβαίνει προς τον ποθούμενον Χριστόν δια να συναγάλλεται μετά πάντων των Αγίων, εξαιρέτως δε των Αγίων Ασκητών, των οποίων τον βίον εζήλωσεν, εμιμήθη και εν πολλοίς υπερέβη με την ξενήκουστον επί του στύλου στάσιν, να καθορά πρόσωπον προς πρόσωπον τον γλυκύτατόν μας Δεσπότην και να συνομιλή μετ’ αυτού εις τους απεράντους αιώνας εις την Βασιλείαν των ουρανών. Ότε δε εκοιμήθη εγνωρίσθη εις πάντας η ανθρώπινος φύσις του Αγίου, διότι πολλοί μέχρι τότε αμφέβαλλον, ήδη δε έβλεπον διαλάμπουσαν έτι λαμπροτέραν την υπέρ άνθρωπον αρετήν του Οσίου. Εξήλθεν όθεν από το σώμα εκείνος όστις και προ της εξόδου απηρνήθη αυτό και μόνον δια την ψυχήν ηγωνίζετο και μετ’ αυτής έτι ζων περιεπάτει εις τους ουρανούς ομού με τας αγγελικάς στρατιάς, μετά των οποίων και συνηριθμήθη. Το δε τίμιον αυτού σώμα σεβασμίως ετάφη, βρύον θαύματα πολλά τε και μεγάλα. Ο δε βασιλεύς Λέων ο μέγας μετέφερε μετ’ ολίγον εις την Αντιόχειαν το σεβάσμιον εκείνο λείψανον μετά μεγάλης τιμής και λαμπαδηφορίας, δια την οποίαν έλεγον οι άνθρωποι της εποχής εκείνης ότι ήτο τόσον μεγάλη, ώστε συνεσκότιζε το φως του ηλίου, το δε πλήθος των ανθρώπων κατελάμβανε το πλησίον κείμενον όρος και τας πεδιάδας. Κατά την εις Αντιόχειαν ανακομιδήν του ιερού λειψάνου παρίστατο και ο στρατηγός της Ανατολής Αρδαβούριος, μεθ’ ολοκλήρου της δορυφορίας του. Ότε δε η ιερά αύτη λιτανεία έφθασεν εις τι χωρίον πλησίον της Αντιοχείας, έστη αιφνιδίως ακίνητος η φέρουσα το ιερόν λείψανον άμαξα προς γενικήν των ακολουθούντων έκπληξιν και φόβον μέγαν, άνθρωπος δε τις ερχόμενος τρέχων εκ των μνημείων, άτινα ήσαν εκεί πλησίον, εθρήνει γοερώς παρακαλών τον Άγιον να τον ελευθερώση από την βάσανον, ήτις τον κατετυράννει, διότι ούτος ασχημονήσας εις νεκρόν σώμα γυναικός, εδαιμονίσθη και ευρίσκετο ως δεδεμένος υπό του δαίμονος εις τον τάφον της γυναικός δια την μιαράν του πράξιν, διεστρέφοντο δε οι οφθαλμοί του και αφροί εξήρχοντο εκ του στόματος αυτού. Ευθύς όμως ως ήγγισεν εις το τίμιον λείψανον εγένετο υγιής, η δε άμαξα παρευθύς εκινήθη. Εις Αντιόχειαν εγένετο λαμπρά του ποθουμένου υποδοχή και κατά πρώτον μεν ετέθη τούτο εις τον περιφανή Ναόν του Οσίου Βασιανού· είτα δε εις τον πλησίον τούτου κτισθέντα. Ο δε ιατρευθείς εγένετο υπηρέτης του Ναού, ζήσας εναρέτως και ανταποδώσας την ευεργεσίαν εις τον Άγιον. Επειδή δε η φήμη των πολλών κι μεγάλων θαυμάτων αυτού πανταχού περιέτρεχεν, ο βασιλεύς Λέων, περί του οποίου προείπομεν, διέταξε να μετακομισθή το λείψανον του Αγίου εις Κωνσταντινούπολιν· οι Αντιοχείς όμως παρεκάλεσαν θερμώς και μετά δακρύων, όπως μη στερηθή η πόλις αυτών από τον μέγαν βοηθόν και φύλακα αυτής, όστις δια της μεγάλης αυτού αρετής κατεπράϋνε την οργήν του δικαιοκρίτου Θεού κατά την φοβεράν απειλήν του σεισμού. Πεισθείς εις ταύτα ο Αυτοκράτωρ αφήκεν εις τους Αντιοχείς τον κοινόν θησαυρόν. Πλην όμως, αν και εις Αντιόχειαν το ιερόν αυτού παρέμεινε λείψανον, όμως πανταχού εις τους αυτόν επικαλουμένους μετά πίστεως η χάρις των θαυμάτων αυτού προστρέχει. Εις δε την κορυφήν του όρους, εις το οποίον τους υπέρ φύσιν αγώνας ετέλεσεν, έκτισαν ιερόν εις σχήμα σταυρού, το οποίον εστερεούτο επάνω εις τέσσαρας θόλους εξ εκάστης πλευράς· έκαστος δε θόλος εστηρίζετο εις κίονας εκ πελεκητού λίθου και αρκετού ύψους. Το δε μέσον του Ιερού ήτο άνευ σκέπης, ούτως ώστε να περιλάμπηται πανταχόθεν δια του φωτός του ηλίου η αυλή, εις το μέσον της οποίας ήτο ο στύλος, επί του οποίου διήλθε την αγγελικήν πολιτείαν ο ισάγγελος Συμεών. Εις δε την κορυφήν των θόλων αφήκαν θυρίδας δια να εισέρχηται το φως της ημέρας· εντεύθεν δε διενοούντο την του Οσίου Συμεών λαμπρότητα, την οποίαν ούτος απολαμβάνει ιστάμενος πάντοτε πλησίον του μεγάλου φωτός της Μακαρίας και Παναγίας Τριάδος καθαρώτερον εκείθεν ελλαμπόμενος εκ της μιας Θεότητος εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου