Παύλος
και Ιουλιανή οι αυτάδελφοι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους χρόνους του βασιλέως
Αυρηλιανού εν έτει σο΄ (270), διατελούντες εις την Πτολεμαϊδα· ήσαν δε
αυτάδελφοι γεννηθέντες εξ ευγενών γονέων και ανατραφέντες μάλλον δια της
ευσεβείας ή δια του γάλακτος. Ο Παύλος κατεγίνετο επιμελώς εις την ανάγνωσιν
και μελέτην των θείων Γραφών, και ων εγκρατέστατος, καίτοι νέος, των θείων
νοημάτων των Γραφών, προχείρως και με ετοιμότητα απεστόμωνε τους αντιλέγοντας,
και κήρυξ ένθεος εχρημάτιζε της περί ημάς του Θεού Λόγου οικονομίας.
Ιδών όθεν ότι έφθασεν ο βασιλεύς Αυρηλιανός εις την Πτολεμαϊδα, παρήγγειλεν εις την αδελφήν του Ιουλιανήν να έχη θάρρος και μεγαλοψυχίαν, και να σταθή προθύμως επειδή μέλλει να συμβή εν Πτολεμαϊδι μέγας πειρασμός· και αυτός δε ο ίδιος εθωρακίσθη όπως παρασταθή έμπροσθεν του βασιλέως, σφραγίσας το σώμα του με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού. Επειδή δε είδον αυτόν οι Έλληνες ποιήσαντα τον σταυρόν του ως Χριστιανός, έφεραν αυτόν εις τον βασιλέα· ομολογήσας δε ο Άγιος την εις Χριστόν πίστιν, και ελέγξας την ματαιότητα των ειδώλων, εκρεμάσθη και εξεσχίσθη. Είτα έβαλαν αυτόν τε και την αδελφήν του Ιουλιανήν εντός λέβητος πλήρους βεβρασμένης πίσσης· επειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς και επέμειναν εις την του Χριστού πίστιν, ηπλώθησαν επί σιδηράς πεπυρωμένης κλίνης και εδάρησαν επί της ράχεως. Τότε Κοδράτος και Ακάκιος οι δήμιοι, επειδή ελυπήθησαν τους Αγίους και τους περιεποιήθησαν, δια τούτο και μόνον απεκεφαλίσθησαν οι αοίδιμοι και έλαβον τους αφθάρτους στεφάνους του μαρτυρίου. Είτα ερρίφθησαν οι Άγιοι εις την φυλακήν, ο τε Παύλος και η αδελφή του, φορούντες σιδηράς αλύσεις. Άγγελος δε Κυρίου ελθών έλυσε τα δεσμά των και έδωκεν εις αυτούς άρτον, εκ του οποίου φαγόντες και δυναμωθέντες οι Άγιοι ηυχαρίστησαν τον Θεόν. Μετά ταύτα πάλιν παρεστάθησαν εις τον βασιλέα, και μη θελήσαντες να θυσιάσωσιν εδάρησαν. Εις δε δήμιος, Στρατόνικος ονομαζόμενος, ελυπήθη και εσυμπόνεσε την Αγίαν Ιουλιανήν, η οποία όμως τον παρεκίνει να μη την λυπήται, αλλά να εκτελέση την προσταγήν του βασιλέως. Ταύτα δε μαθών ο βασιλεύς, τον μεν Στρατόνικον απεκεφάλισε, τους δε Αγίους Μάρτυρας προσέταξε να βάλωσιν ομού με δηλητηριώδεις όφεις και ερπετά. Επειδή δε οι Άγιοι εφυλάχθησαν αβλαβείς υπό της θείας χάριτος, δια τούτο διέταξεν ο τύρρανος να πλήττωσι τας σιαγόνας του μακαρίου Παύλου με μολύβδους και να δέρωσιν αυτόν τέσσαρες στρατιώται με ακανθώδη ραβδία εξ εκατέρων των μερών του σώματος. Την δε Αγίαν Ιουλιανήν έβαλαν εις το πορνοστάσιον, ίνα ατιμασθή υπό ασώτων ανθρώπων, αλλ΄ επιστάς Άγγελος Κυρίου, με τον κονιορτόν των ποδών του ετύφλωσε τους ερχομένους όπως ατιμάσωσιν αυτήν. Τούτους όμως οικτείρασα η Αγία, προσηυχήθη ύστερον και χύσασα ύδωρ εις τους οφθαλμούς των κατέστησεν αυτούς υγιείς. Μετά ταύτα ερρίφθησαν οι Άγιοι εντός λάκκου πλήρους πυρός, όπου προσέταξεν ο τύραννος να τους λιθοβολήσωσιν, ότε νέφος πλήρες φωτός επλησίασε τον βασιλέα και έβρεξεν επ’ αυτού βροχήν πυρός. Ο δε βασιλεύς φοβηθείς τότε μεν εξήγαγε τους Αγίους εκ του λάκκου, είτα δε προσέταξε να δέσωσιν αυτούς εις ξύλον, και με ανημμένας λαμπάδας να καύσωσι τους οφθαλμούς και όλον αυτών το σώμα, και μετά τούτο να τους αποκεφαλίσωσι. Τούτων δε γενομένων, έλαβον οι Άγιοι παρά Κυρίου τους αφθάρτους στεφάνους της αθλήσεως.
Ιδών όθεν ότι έφθασεν ο βασιλεύς Αυρηλιανός εις την Πτολεμαϊδα, παρήγγειλεν εις την αδελφήν του Ιουλιανήν να έχη θάρρος και μεγαλοψυχίαν, και να σταθή προθύμως επειδή μέλλει να συμβή εν Πτολεμαϊδι μέγας πειρασμός· και αυτός δε ο ίδιος εθωρακίσθη όπως παρασταθή έμπροσθεν του βασιλέως, σφραγίσας το σώμα του με τον τύπον του Τιμίου Σταυρού. Επειδή δε είδον αυτόν οι Έλληνες ποιήσαντα τον σταυρόν του ως Χριστιανός, έφεραν αυτόν εις τον βασιλέα· ομολογήσας δε ο Άγιος την εις Χριστόν πίστιν, και ελέγξας την ματαιότητα των ειδώλων, εκρεμάσθη και εξεσχίσθη. Είτα έβαλαν αυτόν τε και την αδελφήν του Ιουλιανήν εντός λέβητος πλήρους βεβρασμένης πίσσης· επειδή δε εφυλάχθησαν αβλαβείς και επέμειναν εις την του Χριστού πίστιν, ηπλώθησαν επί σιδηράς πεπυρωμένης κλίνης και εδάρησαν επί της ράχεως. Τότε Κοδράτος και Ακάκιος οι δήμιοι, επειδή ελυπήθησαν τους Αγίους και τους περιεποιήθησαν, δια τούτο και μόνον απεκεφαλίσθησαν οι αοίδιμοι και έλαβον τους αφθάρτους στεφάνους του μαρτυρίου. Είτα ερρίφθησαν οι Άγιοι εις την φυλακήν, ο τε Παύλος και η αδελφή του, φορούντες σιδηράς αλύσεις. Άγγελος δε Κυρίου ελθών έλυσε τα δεσμά των και έδωκεν εις αυτούς άρτον, εκ του οποίου φαγόντες και δυναμωθέντες οι Άγιοι ηυχαρίστησαν τον Θεόν. Μετά ταύτα πάλιν παρεστάθησαν εις τον βασιλέα, και μη θελήσαντες να θυσιάσωσιν εδάρησαν. Εις δε δήμιος, Στρατόνικος ονομαζόμενος, ελυπήθη και εσυμπόνεσε την Αγίαν Ιουλιανήν, η οποία όμως τον παρεκίνει να μη την λυπήται, αλλά να εκτελέση την προσταγήν του βασιλέως. Ταύτα δε μαθών ο βασιλεύς, τον μεν Στρατόνικον απεκεφάλισε, τους δε Αγίους Μάρτυρας προσέταξε να βάλωσιν ομού με δηλητηριώδεις όφεις και ερπετά. Επειδή δε οι Άγιοι εφυλάχθησαν αβλαβείς υπό της θείας χάριτος, δια τούτο διέταξεν ο τύρρανος να πλήττωσι τας σιαγόνας του μακαρίου Παύλου με μολύβδους και να δέρωσιν αυτόν τέσσαρες στρατιώται με ακανθώδη ραβδία εξ εκατέρων των μερών του σώματος. Την δε Αγίαν Ιουλιανήν έβαλαν εις το πορνοστάσιον, ίνα ατιμασθή υπό ασώτων ανθρώπων, αλλ΄ επιστάς Άγγελος Κυρίου, με τον κονιορτόν των ποδών του ετύφλωσε τους ερχομένους όπως ατιμάσωσιν αυτήν. Τούτους όμως οικτείρασα η Αγία, προσηυχήθη ύστερον και χύσασα ύδωρ εις τους οφθαλμούς των κατέστησεν αυτούς υγιείς. Μετά ταύτα ερρίφθησαν οι Άγιοι εντός λάκκου πλήρους πυρός, όπου προσέταξεν ο τύραννος να τους λιθοβολήσωσιν, ότε νέφος πλήρες φωτός επλησίασε τον βασιλέα και έβρεξεν επ’ αυτού βροχήν πυρός. Ο δε βασιλεύς φοβηθείς τότε μεν εξήγαγε τους Αγίους εκ του λάκκου, είτα δε προσέταξε να δέσωσιν αυτούς εις ξύλον, και με ανημμένας λαμπάδας να καύσωσι τους οφθαλμούς και όλον αυτών το σώμα, και μετά τούτο να τους αποκεφαλίσωσι. Τούτων δε γενομένων, έλαβον οι Άγιοι παρά Κυρίου τους αφθάρτους στεφάνους της αθλήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου