Μετά τή μνημόνευση τοῦ οἰκείου
ἐπισκόπου στή θεία Λειτουργία, ὁ ἱερέας ἀπαγγέλλει τήν ἐκφώνηση – πρόσκληση,
γιά τή δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ: «Καί δός ἡμῖν ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ
δοξάζειν καί ἀνυμνεῖν τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές ὄνομά σου, τοῦ Πατρός καί τοῦ
Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν και ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἡ
θεία Λειτουργία εἶναι ἀπ’ τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, μιά ἀσίγαστη καί «ἐκ βαθέων»
γλυκύτατη δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ἄγγελοι καί ἄνθρωποι στην εὐγενέστερη καί
μεγαλειωδέστερη λειτουργία τῆς ὕπαρξής τους. Τρισάγιοι καί ἐπινίκιοι ὕμνοι, ἀδιάλειπτα
πληροῦν τά σύμπαντα. «Τά οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ καί τά ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς».
«Ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ».
Μ’ ἕνα στόμα καί μια καρδιά. Οἱ πάντες καί τά
πάντα σμίγουν σ’ ἕνα ὑμνολογικό τραγούδι χωρίς φινάλε. Και καθώς λέγει ἡ ἐξαίρετη
εὐχή τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων: «Σήμερον τά ἄνω τοῖς κάτω
συνεορτάζει, και τά κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ». Ὅλα σέ μιά παναρμόνια συγχορδία,
χωρίς φάλτσα και παραφωνίες. Στόματα και καρδιές, σ’ ἕνα ἀτέλειωτο τρισάγιο
δοξολόγημα, σάν ἐκεῖνο τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαώθ,
πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (ΣΤ΄ 3). Ἤ σάν τον θαυμαστό ὕμνο τῶν εἰκοσιτεσσάρων
πρεσβυτέρων τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ψάλλουν κι αὐτοί γύρω ἀπ’ τό
θρόνο τοῦ Θεοῦ: «Ἄξιος εἶ, ὁ Κύριος καί Θεός ἡμῶν, λαβεῖν τήν δόξαν καί την
τιμήν καί τήν δύναμιν, ὅτι σύ ἔκτισας τά πάντα καί διά τό θέλημά σου ἦσαν καί ἐκτίσθησαν»
(Δ΄ 13). Σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, πρῶτος καί κύριος σκοπός τῆς δημιουργίας τοῦ
κόσμου, εἶναι ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. «Ὅτι ἐξ αὐτοῦ καί δι’ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν τά
πάντα» (Ρωμ. ΙΑ΄ 36). Δόξα καί ἔπαινος και εὐλογία τῶν λογικῶν ὄντων, γιά τή
θεία μεγαλειότητα. Δόξα, πού δέν τήν ἐπιζητεῖ ὁ Θεός, ἀλλά τήν κάνουν ὕμνο και
δοξολογία τά λογικά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ὅσες στρατιές ἀγγέλων κι ὅσα
ἀναρίθμητα πλήθη ἀνθρώπων κι ἄν Τον δοξολογήσουν, κι ὅσους ὕμνους κι ἄν Τοῦ ἀναπέμψουν,
δέν ἔχει νά κερδήσει τίποτε. Αὐτοί μονάχα πλουτίζουν καί τελειοποιοῦνται κι αὐξάνουν
τή μακαριότητά τους. «Ἡ δόξα, λέγει ὁ Μόσχας Φιλάρετος, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη, ἡ
φανέρωση, τό ἀπαύγασμα τῆς ἐσωτερικῆς τελειότητας. Τούτη ἡ δόξα φανερώνεται
στίς οὐράνιες δυνάμεις καί ἀντανακλᾶ στόν ἄνθρωπο. Ὁ Θεός την προσφέρει, κι ὅσοι
τή δέχονται, γίνονται μέτοχοι τῆς δόξας και στή συνέχεια ἐπιστρέφει και πάλι
στό Θεό. Στήν ἀδιάκοπη τούτη ἀνακύκλωση τῆς θείας δόξας, βρίσκεται ἡ μακάρια
ζωή τῶν δημιουργημάτων». «Ἡ δόξα, λέγει ὁ Λόσκυ, εἶναι τό ἀπρόσιτο φῶς μέσα στό
ὁποῖο κατοικεῖ ὁ Θεός. Μ’ αὐτή τή δόξα φανερώθηκε στούς Κριτές, στούς προφῆτες.
Εἶν’ αὐτό τό αἰώνιο φῶς, πού εἰσχώρησε στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καί ἔκανε
ὁρατή στούς ἀποστόλους τή θεότητά Του κατά τή Μεταμόρφωση. Ὅταν λέμε «δόξα τοῦ
Θεοῦ», ἐννοοῦμε τόν ἴδιο τον Κύριο «στό μέτρο, πού αὐτός ἀποκαλύπτεται μέσα στό
μεγαλεῖο Του, στή δύναμή Του, στη λαμπρότητα τῆς ἁγιοσύνης Του, στό δυναμισμό
τοῦ Εἶναι Του» (D.Mollat). Κάθε μετοχή τῶν λογικῶν δημιουργημάτων στό ἄκτιστο φῶς
τῆς θείας μεγαλειότητας, κάθε μετοχή στή μακαριότητα καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι
μιά θεολογία, πού ἐκφράζεται κυρίως ὡς δοξολογία – θεοδοξολογία. Εἶναι μιά,
στους αἰῶνες τῶν αἰώνων, δοξολογητική θεολογία, πού λειτουργεῖ ὡς λατρεία πρός
τόν Θεό. Εἶναι μιά μυστική μέθεξη Θεοῦ, καρπός τῆς ἀένναης θεωρίας τοῦ Θεοῦ.
Καί τί εἶναι θεωρία Θεοῦ; Κατά τόν ἀββά Ἰσαάκ τόν Σύρο, «θεωρία ἐστίν αἴσθησις
τῶν θείων μυστηρίων τῶν κεκρυμμένων ἐν τοῖς πράγμασι καί ταῖς αἰτίαις». Εἶναι
συνειδητή ὑπαρξιακή συμμετοχή στό μυστικό κάλλος, τό θεῖο φῶς και τή
μακαριότητα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἅγια τούτη κατάσταση τῆς ψυχῆς μοιάζει μέ θεία, οὐράνια
μέθη. Ἄγγελοι καί ἄνθρωποι γίνονται «θείας κοινωνοί φύσεως». Αὐθόρμητη ἔκφραση
τῆς ἔκστασης καί τοῦ θαυμασμοῦ μπροστά στή θεία δόξα, εἶναι ὁ ἀσίγαστος ὕμνος
καί ἡ δοξολογητική λατρεία. Αὐτό συμβαίνει προπάντων μέ τούς ἀγγέλους. Ὅσο ἀτενίζουν
τη φωτοπλήμμυρα τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, τόσο καί πιό πολύ εὐλογοῦν, ὑμνοῦν καί
δοξάζουν τήν ἄρρητη δόξα καί τό μεγαλεῖο Του, «ἀκαταπαύστοις στόμασιν, ἀσιγήτοις
δοξολογίαις». «Ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ». Ἡ ἀνθρώπινη καρδιά σάν τό ἡλιοτρόπιο,
εἶναι πάντα στραμμένη εὐχαριστιακά στόν ἥλιο τῆς ἀγάπης, τον «Πατέρα τῶν
Φώτων». Σάν το ἀκοίμητο ἀηδόνι, πού ἀκοίμητα τραγουδάει τίς ἀκοίμητες τρίλιες
μιᾶς ἀκοίμητης δοξολογίας πρός τόν Δημιουργό τοῦ κόσμου. Στήν Ἀσιατική ἀκτή τοῦ
Βοσπόρου, βόρεια τῆς Κωνσταντινούπολης, ὑπῆρξε γιά πολλούς αἰῶνες ἡ περίφημη
«Μονή τῶν Ἀκοιμήτων». Οἱ πατέρες καί μοναχοί, χωρισμένοι σέ τρεῖς φυλές καί γλῶσσες
(Ἕλληνες, Ρωμαῖοι καί Σύροι), καί σέ ἕξη χορούς, μέρα και νύχτα ὑμνοῦσαν τό
Θεό. Ἡ δοξολογική τους λατρεία ἦταν ἕνα γλυκύτατο καί ἀσίγαστο «Ἀλληλούϊα» στή
δόξα τοῦ Ὑπερδεδοξασμένου Κυρίου. «Gloria Dei vivens homo», σημειώνει ὁ Εἰρηναῖος.
(Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου). Ὅλες οἱ χορδές τῆς ψυχῆς ἄς ἠχοῦν
τή δόξα τοῦ Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου