Θεοφανώ η
ευσεβεστάτη και Αγία βασίλισσα ήτο γέννημα και θρέμμα της Κωνσταντινουπόλεως,
έχουσα βασιλικήν την καταγωγήν, καθότι ήτο απόγονος των περιφανών Μαρτινακίων,
θυγάτηρ δε Κωνσταντίνου ιλλουστρίου και Άννης, οι οποίοι κατήγοντο εκ της
Ανατολής. Ούτοι, μη έχοντες παιδίον, καθ΄ εκάστην ελυπούντο και παρεκάλουν υπέρ
τούτου την Κυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον πανσεβάσμιον αυτής
Ναόν, τον ευρισκόμενον εις τον λεγόμενον Βάσσου, θερμοτάτας δε τας αυτών
δεήσεις και ικεσίας προσφέροντες και λέγοντες·
«Λυθήτω, Δέσποινα, η του κόσμου
Κυρία, λυθήτω η ατεκνία, ήτις λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου». Όθεν,
επειδή με πίστιν εζήτουν, απέκτησαν παιδίον θηλυκόν, την Θεοφανώ ταύτην, την
μετέπειτα βασίλισσαν. Αύτη λοιπόν, αφού απεγαλακτίσθη και εγένετο εξ ετών,
εξεπαιδεύθη τα ιερά γράμματα και εστολίσθη με παν είδος αγαθότητος και αρετής·
όθεν βλέποντες οι γονείς της, ότι ήτο τοσούτον ενάρετος, έχαιρον και εσκίρτων
ελπίζοντες, ότι θέλουν απολαύσει εντός ολίγου τον καρπόν της τοιαύτης εξαιρέτου
καλλιτεκνίας των. Προέκοπτε δε η πολυχαρίτωτος αύτη κόρη ομού με την ηλικίαν
και εις μεγαλυτέρας αρετάς και ηύξανεν εις ανώτερα αγαθά. Κατά δε τον καιρόν
εκείνον ο βασιλεύς Βασίλειος ο Μακεδών εζήτει κόρην ωραίαν και ενάρετον δια να
την δώση σύζυγον εις τον υιόν του Λέοντα· όθεν εις την Θεοφανώ ταύτην ευρών ο
ρηθείς βασιλεύς συσσωρευμάνα όλα ομού τα καλά, συνήψεν αυτήν εις νόμιμον γάμον
μετά του Λέοντος του Σοφού του κατόπιν βασιλέως, άπασα δε η Κωνσταντινούπολις
επληρώθη χαράς και ευφροσύνης δια το τοιούτον βασιλικόν και τίμιον συνοικέσιον.
Δεν εμεσολάβησεν όμως πολύ διάστημα χρόνου, ότε ο διάβολος έσπειρε δια της γλώσσης
του Σανταβαρηνού Αββά εν ζιζάνιον και πονηρόν λόγον· όθεν τούτον ακούσας ο
πατήρ του Βασίλειος, κλείει εις την φυλακήν επί τρία έτη τον υιόν του Λέοντα
και την γυναίκα αυτού Θεοφανώ. Αλλ΄ όμως κατά την εορτήν των εγκαινίων του
Προφήτου Ηλιού συνεφιλιώθη πάλιν ο πατήρ μετά του υιού του· όθεν εξελθών της
φυλακής παρευρέθη εις την συνήθη προπομπήν· επειδή δε ο βασιλεύς ησθένησεν,
ανεκήρυξεν αυτοκράτορα και βασιλέα τον υιόν του τούτον Λέοντα.
Διατρίβουσα δε η
τιμία αύτη Βασίλισσα εις τα βασιλικά παλάτια, δεν έπαυσεν επιμελουμένη την
σωτηρίαν της ψυχής της, την δε δόξαν της βασιλείας ως ουδέν ελογίζετο και όλας
τας ηδονάς της ζωής της ταύτης ενόμιζεν ως ιστόν αράχνης. Όθεν δεν έπαυεν η
αείμνηστος υπηρετούσα τον Θεόν με ψαλμούς και ύμνους, με ελεημοσύνας και με
πάσαν εγκράτειαν. Και εξωτερικώς μεν κατά το φαινόμενον εφόρει βασιλικήν
αλουργίδα, εσωτερικώς δε και εν κρυπτώ ήτο ενδεδυμένη ράκη και ενδύματα τρίχινα
και με αυτά εταλαιπώρει το σώμα της· και τας μεν πολυτελείς τραπέζας
κατεφρόνει, τροφήν δε είχεν η μακαρία ευτελή και αυτοσχέδιον, τον άρτον δηλαδή
και τα λάχανα και εις αυτά ηυχαριστείτο και ανεπαύετο. Διένεμε δε εις τους
πτωχούς και όσα χρήματα ήθελον περιέλθει εις χείρας της, αλλά και δεν ηρκείτο
εις ταύτα μόνον, αλλά και τα κοσμήματα και τα πολύτιμα ενδύματά της πωλούσα η
μακαρία, τα εσκόρπιζεν εις τους πένητας· έδιδεν εις τας χήρας και τα ορφανά τα
αναγκαία προς συντήρησιν αυτών· επλούτιζε τα Μοναστήρια και τα Ασκητήρια των
Ασκητών με χρήματα και αγρούς και επεμελείτο τους δούλους της, ως να ήσαν
αδελφοί της.
Συμπεριεφέρετο δε η μακαρία προς πάντας με τοσαύτην ευγένειαν και
ταπείνωσιν, ώστε δεν ωνόμαζε ποτέ τινα με το απλούν όνομά του, παραδείγματος
χάριν: Γεώργιε! ή Δημήτριε! Αλλά προσέθετε πάντοτε και το «κύριε», ήτοι κύριε
Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! Και ούτω καθ΄ εξής. Αλλά και από όλας τας άλλας αρετάς
ήτο πεπροικισμένη η μακαρία, διότι ουδέποτε εις την ζωήν της ωρκίσθη, ουδέ
ελάλησε ποτέ ψεύδος, ή κατηγορίαν κατά τινος· δεν έπαυσε ποτέ από του να πενθή
ενδομύχως και να βρέχη την στρωμνήν της με δάκρυα· δεν εκοιμάτο εις την
βασιλικήν κλίνιν, αν και αύτη ήτο εστρωμένη με χρυσοϋφάντους τάπητας και
βασιλικά στρώματα, αλλ΄ όταν επήρχετο η νυξ, άφηνε ταύτην και ανεπαύετο επί του
εδάφους, εις το οποίον έστρωνε μίαν μόνον ψάθαν ή τρίχινα τινα υφάσματα, δια να
δύναται να εγείρεται συνεχώς και να αναπέμπη εις τον Θεόν τας προσευχάς της.
Όθεν από την πολλήν σκληραγωγίαν και την κακοπάθειαν περιέπεσεν εις σωματικήν
ασθένειαν· αλλ΄ όμως αύτη η μακαρία μετεχειρίζετο την ασθένειαν ως αφορμήν
εγκρατείας· όσα δε φαγητά ητοίμαζον κατάλληλα εις την ασθένειάν της, αυτή τα
διένεμε κρυφίως εις τους πάσχοντας και τους πεινώντας.
Επειδή
δε το στόμα της τρισολβίας ταύτης βασιλίσσης ήτο συνειθισμένον εις την μελέτην
των θείων λόγων, δεν έπαυε ποτέ από του να προφέρη τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Δεν
παρεβλέπετο παρ΄ αυτής ουδέποτε η επτάκις της ημέρας αίνεσις του Κυρίου· ουδέ
εκοιμήθη χωρίς δάκρυα η αοίδιμος, αφ΄ ενός μεν διότι συνελυπείτο και αυτή εις
τας συμφοράς των άλλων, αφ΄ ετέρου δε διότι με τα δάκρυα εδυσώπει τον Κύριον
και έκαμνεν αυτόν ίλεων, τόσον εις εαυτήν όσον και εις τους άλλους. Όθεν επειδή
ήτο τοσούτον συμπαθητική και εύσπλαγχνος, διέλυε τας συμφοράς των
καταπονουμένων, εβοήθει τους αβοηθήτους και παρηγόρει τους πάσχοντας υπό
θλίψεως και αθυμιών· και εν βραχυλογία όλον τον κόσμον και τα εν κόσμω χαροποιά
απηρνήθη η μακαρία αύτη βασιλίς δια τν Κύριον, και άρασα εις τους ώμους της τον
Σταυρόν του Χριστού και τον ελαφρόν ζυγόν του, ηκολούθει εις τούτον προθύμως·
όθεν δεν απέτυχε των ελπιζομένων αιωνίων αγαθών.
Ούτω
λοιπόν θεαρέστως πολιτευομένη η μακαρία βασίλισσα Θεοφανώ και ελθούσα εις το
τέλος τής επί της γης παροικίας της προεγνώρισε την ώραν του θανάτου της και
εκάλεσεν όλους να την ασπασθούν, ασπασθείσα δε και αυτή αμοιβαίως πάντας και
δίδουσα ούτω τον τελευταίον ασπασμόν, παρέδωκεν εν ειρήνη το μακάριον πνεύμα
της εις χείρας Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου