Ο ἀββᾶς Ἀγάθωνας πῆγε στὴν πόλη, γιὰ νὰ πουλήσει διάφορα ἀντικείμενα.

Στὴν πλατεῖα βρῆκε ἕνα κατάκοιτο ξένο ἄνθρωπο, ποὺ δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν φροντίζει. Τὸν λυπήθηκε πολὺ καὶ θέλησε νὰ τὸν βοηθήσει. Νοίκιασε ἕνα δωμάτιο καὶ ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του πλήρωνε τὸ ἐνοίκιο καὶ ξόδευε γιὰ ὅ,τι χρειαζόταν ὁ ἄρρωστος ἀδελφός. Ἔμεινε μαζί του τέσσερις μῆνες μέχρι νὰ γίνει καλά. Μετὰ γύρισε στὸ κελί του ἔχοντας βαθιὰ εἰρήνη στὴν καρδιά του. Παρόμοιο περιστατικὸ συνέβη στὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα καὶ μιὰ ἄλλη φορά, ποὺ βρέθηκε στὴν πόλη, γιὰ νὰ πουλήσει διάφορα μικροαντικείμενα. Συνάντησε ἕνα λεπρό, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου. Τὸν πλησίασε καὶ ὁ λεπρὸς τὸν ρώτησε: -Ποῦ πηγαίνεις; -Στὸ Κέντρο τῆς πόλης, γιὰ νὰ πουλήσω τοῦτα τὰ ἀντικείμενα, τοῦ ἀπάντησε. -Κάνε μου τὴ χάρη, σήκωσέ με καὶ πήγαινέ με ἐκεῖ. Τὸν σήκωσε καὶ τὸν πῆγε στὴν ἀγορά. Ὁ λεπρὸς μόλις εἶδε τὸν ἀββᾶ νὰ πουλάει ἕνα ἀντικείμενο, τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πάρει μιὰ πίττα. Ὁ ἀββᾶς τοῦ ἱκανοποίησε τὴν ἐπιθυμία του. Ὁ ἀσθενὴς ὅλο ζητοῦσε καὶ κάτι ἄλλο, καθὼς ἔβλεπε τὸν ἀββᾶ νὰ πουλάει. Ἦταν πολλὲς οἱ ἐπιθυμίες του. Ὅταν ὁ ἀββᾶς τὰ πούλησε ὅλα ὅσα εἶχε, ἑτοιμαζόταν νὰ φύγει. Ὁ λεπρὸς τὸν παρακολουθοῦσε καὶ τοῦ ζήτησε μιὰ ἀκόμα χάρη: -Σὲ παρακαλῶ πήγαινέ με ἐκεῖ ποὺ μὲ βρῆκες. Τὸν σκήκωσε ὁ ἀββᾶς καὶ τὸν πῆγε στὸν τόπο του. Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: -Εὐλογημένος εἶσαι Ἀγάθων, ἀπὸ τὸν Κύριο στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Ὁ γέροντας ἔστρεψε τὰ μάτια του πρὸς τὸν ἀδελφό, ἀλλὰ δὲν τὸν εἶδε, γιατὶ ἦταν ἄγγελος Κυρίου, ποὺ εἶχε πάει, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν ἀγάπη του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: