Η Κοίμηση και η μετάσταση της Θεοτόκου σε ατραπούς του Οικουμενισμού

Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου

Η κοίμηση της Θεοτόκου καταρχήν είναι πραγματική και η μετάσταση είναι μια ιδιαίτερη και κατά χάρη ενέργεια του Θεού για να φυλάξει αλώβητο το σκεύος της κυοφορίας του Θεού Λόγου από τη «διαφθορά» του θανάτου. Τούτη όμως η θεϊκή ενέργεια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κατά πρόληψη πραγμάτωση της ανάστασης. Η Θεοτόκος μπαίνει στο βασίλειο της ζωής αναστημένη χάρη στις συνέπειες της κατά χάρη αγιότητας, που αφορά όλους τους ανθρώπους και όχι ως ένα προνομιούχο ον που απαλλάχτηκε από το προπατορικό αμάρτημα κατά τη σύλληψή του. Για την Θεοτόκο και τη μετάστασή της έχουμε μαρτυρίες αγίων της Εκκλησίας μας:

1/ ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου στο έργο του: «περί της αειπαρθενίας της Θεοτόκου» αναφέρει: «Πέραν του δέοντος ου χρη τιμάν τους αγίους, αλλά τον αυτών Δεσπότην. Παυσάσθω τοίνυν η πλάνη των πεπλανημένων. Ούτε γαρ Θεός η Μαρία, ούτε απ’ ουρανού έχουσα το σώμα, αλλ’ εκ συλλήψεως ανδρός και γυναικός, κατ’ επαγγελίαν δε, ώσπερ ο Ισαάκ, οικονομηθείσα».             

2/ ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στις τρεις ομιλίες του που αφιερώνει στην εορτή της Κοιμήσεως είναι σαφέστατος: Ρωτάει π.χ. στη δεύτερη ομιλία απευθυνόμενος προς τον τάφο της Παναγίας: «Συ δε, τάφων ιερών ιερώτατε, μετά τον ζωαρχικόν του Δεσπότου τάφον….. πού η ζωοτόκος πηγή; πού το πολυπόθητον σώμα της Θεοτόκου και πολυέραστον;» Και ο τάφος απαντά: «Τι ζητείτε εν τάφω την προς τα ουράνια μετεωρισθείσαν σκηνώματα; Τι με της φθοράς ευθύνας εισπράττεις; Ου μοι δύναμις τοις θείοις αντιτείνειν κελεύσμασι. Τας σινδόνας καταλιπόν το σώμα το ιερόν τε και άγιον….. ανάρπαστον οίχεται δορυφορούντων Αγγέλων και Αρχαγγέλων και πασών των Ουρανίων Δυνάμεων» (Εγκώμιον εις την πάνσεπτον κοίμησιν της Θεομήτορος, σελ. 164-166).                

3/ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς καταγράφει στο έργο του: Λόγος «εις την Κοίμησιν»: «Δια τούτο το γεννήσαν εικότως σώμα συνδοξάζεται τω γεννήματι δόξη θεοπρεπεί και συνανίσταται». Και φθάνοντας στις λεπτομέρειες περιγράφει πώς, όπως στον τάφο του Χριστού, έτσι και στον τάφο της Παρθένου, οι μαθηταί δεν βρήκαν παρά μόνο «τας σινδόνας και τα εντάφια» (σελ. 208).   

4/ ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, στο έργο του: «Η Θεομήτωρ» καταγράφει: «Ήταν όμως ανάγκη η παναγία εκείνη ψυχή να χωρισθή από το υπεράγιο εκείνο σώμα. Και χωρίζεται βέβαια και ενώνεται με την ψυχή του Υιού της, με το πρώτο φως ενώνεται το δεύτερο. Και το σώμα, αφού έμεινε για λίγο στη γη, αναχώρησε και αυτό μαζί με την ψυχή. Γιατί έπρεπε να περάση από όλους τους δρόμους από τους οποίους πέρασε ο Σωτήρας, να λάμψη και στους ζωντανούς και στους νεκρούς, να αγιάση δια μέσου όλων την ανθρώπινη φύση και να λάβη αμέσως μετά τον αρμόζοντα τόπο. Το δέχθηκε έτσι για λίγο ο τάφος, το παρέλαβε δε και ο ουρανός, αυτό το πνευματικό σώμα, την καινή γη, το θησαυρό της δικής μας ζωής, το τιμιώτερο από τους Αγγέλους, το αγιώτερο από τους Αρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε έτσι ο θρόνος στον βασιλιά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φως, στον καρπό το δένδρο, η μητέρα στον Υιό, αξία καθόλα αντιπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους» (σελ. 215-217).

5/ ο άγιος Μάρκος Εφέσου καταγράφει σε τροπάριό του (s΄ ωδή πλ. δ΄ ήχου): «Νέκρωσιν η της ζωής Μήτηρ δέχεται, και τάφω τεθείσα, μετά τριττήν ημέραν ευκλεώς εξανίσταται, εις αιώνας τω Υιώ συμβασιλεύουσα, και αιτούσα την των πταισμάτων ημών άφεσιν».                          

6/ ο άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, καταγράφει στο έργο του: «Απολογία»: «Και νυν η Κυρία Θεοτόκος ως μήτηρ Θεού, αμέσως μετά Θεόν ούσα και ασυγκρίτως υπερβάσα όχι μόνον ανθρώπους, αλλά και αυτάς τας πρώτας και ανωτάτας τάξεις των Αγγέλων, Χερουβίμ και Σεραφίμ, δι’ εαυτής διανέμει τον πλούτον όλων των εκ Θεού χαρισμάτων και θείων ελλάμψεων εις όλους, Αγγέλους τε ομού και ανθρώπους, καθώς όλη κοινώς η του Χριστού φρονεί Εκκλησία» (σελ. 268). 

Τα περί της κοιμήσεως διαλαμβάνει και η  Συνοδική Επιστολή της Συνόδου Ιεροσολύμων του 1672: «Όμοιόν τι θεωρούμεν την σήμερον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός σηκώνεται από τον θρόνον του, όπου καθέζεται εκ δεξιών της μεγαλωσύνης του Πατρός, ευγένει και περνά όλους τους ουρανούς, δια να προϋπαντήση το μέγα πρόσωπον εκείνο, την μεγάλην βασίλισσαν, την μεγάλην σουλτάναν, την Παναγίαν μας, την κυρίαν μας, την ιδίαν του μητέρα. Δια τούτο και αι ακολουθούσαι αυτώ ουράνιαι δυνάμεις ερωτώσι, καθώς λέγει ο σοφός Σολομών εις το άσμα των ασμάτων κεφ. η΄, «τις αύτη η αναβαίνουσα από της ερήμου λελευκανθισμένη, και στηριζομένη επί τον αδελφιδόν αυτής;» (Άσμα ας. 8. 5) τουτ’ έστι, ποία είναι τούτη, οπού αναβαίνει από τον ορατόν κόσμον, τόσον ωραία και εύμορφη, έχουσα τόσην εξουσίαν εις τον βασιλέα μας, οπού της ομοιάζει ωσάν να ήτον αδελφιδός; Και ταύτα τούτοι λέγοντες και ερωτώντες, και τον βασιλέα και την βασίλισσαν προσκηνούσιν….. Ούτω και εις την Παναγίαν, ήτις αν καλά και αμαρτίαν δεν είχε, πλην είχεν εν εαυτή τα φυσικά, και ως άνθρωπος υπέκειτο τω θανάτω, όμως είχεν από τον Θεόν τοιαύτην χάριν, όπου αν είχε θέλει, δεν απόθενε, μόνον έτζι ζώσα επήγαινεν εις τους ουρανούς, πλην ουκ εβούλετο….. Τι πράγμα είναι εκείνο, όπου να ημπορή να φαίνεται δια μεγάλον σημείον εις τον ουρανόν, όπου κατοικεί ο Θεός, εκεί οπού παραστέκονται αι άγιαι δυνάμεις; Άλλο δεν είναι παρά η Παναγία. όπου ήτον μεγάλον σημείον εις την γην, επειδή εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα, και γεννήσασα έμεινεν άφθορος και παρθένος. και έτσι λέγεται σημείον εν τω ουρανώ, διατί με το σώμα αναβαίνει εις τον ουρανόν. και αν καλά και εμπήκεν εις το μνημείον το άχραντόν της εκείνο σκήνος, πλην εις τρεις ημέρας μετεστάθη εις ουρανούς μετά σώματος, καθώς και ο Χριστός ανελήφθη. διατί; Ότι μεγάλην εξουσίαν και απ’ αυταίς έχει ταις δυνάμεσι» (Ρωμανίδη Ι. Δογματική Θεολογία, τ. Β΄, σελ. 347-349).   

Ο Παπισμός το 1950, με διάταγμα του πάπα Πίου ΙΒ΄, ανακήρυξε σε δόγμα την ενσώματη μετάσταση της Θεοτόκου. Εφ’ όσον η Θεοτόκος ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, κατ’ αναπότρεπτη αναγκαιότητα δεν μπορούσε ο θάνατος να ασκήσει πάνω της τη διαλυτική του δύναμη και έτσι το σώμα της Θεοτόκου παρέμεινε αδιάφθορο, γιατί δεν ασκούσε καμία δύναμη η αμαρτία. Επομένως δεν μπορούσε η Παναγία να πεθάνει. Όλα αυτά, αλλά και αυτή η ίδια η Μετάσταση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δόγμα, καθότι δεν μαρτυρείται ούτε από την Αγία Γραφή, ούτε από την Παράδοση της Εκκλησίας και έτσι τείνει να αμφισβητείται ακόμη και από ορισμένους Ορθόδοξους ερευνητές.

Ειδικά το θέμα της μετάστασης της Θεοτόκου αναφέρεται στο αποκαλούμενο απόκρυφο: «Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου», το οποίον ανήκει στην κατηγορία: «Ορθόδοξα απόκρυφα (ψυχωφελείς διηγήσεις-ψευδεπίγραφα)». Γενικώς, απόκρυφα είναι γραπτά έργα, τα οποία δεν έγιναν δεκτά στον κανόνα της αγίας Γραφής από την Εκκλησία, ορισμένα δε από αυτά χαρακτηρίστηκαν «δευτεροκανονικά», άλλα «αναγνωστέα», άλλα «γνωστικά» κ.λπ. Γενικά, διαιρούνται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:

1/ Γνωστικά, τα οποία στο σύνολό τους απορρίπτονται,

2/ Ιουδαιοχριστιανικά, τα οποία δεν γίνονται δεκτά, γιατί περιορίζουν το χριστιανικό μήνυμα στο λαό της Π. Διαθήκης και

3/ Ορθόδοξα, τα οποία είτε ενσωμάτωσαν ήδη υπάρχουσες παραδόσεις, για τη ζωή προσώπων της Κ. Διαθήκης, είτε κατασκεύασαν φανταστικές ιστορίες, κατά το πλείστον αφελείς και τις δημοσίευσαν κάτω από το όνομα ενός υποτιθέμενου ιερού συγγραφέα, για να «ωφελήσουν» ψυχικά τους χριστιανούς αναγνώστες. Είναι δηλαδή χριστιανικά ψευδεπίγραφα εξωβιβλικά κείμενα.

Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου λόγος εις την κοίμησιν της αγίας Θεοτόκου. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διηγήσεις της ζωής και, ιδιαίτερα, της κοίμησης της Παναγίας, από τις οποίες σώζονται 67 χειρόγραφα με διάφορες παραλλαγές, σε πολλές γλώσσες: συριακή, κοπτική, αραβική, αιθιοπική, αρμενική, σλαβική κ.λπ. Το κυριότερο είναι το ανωτέρω, που τοποθετείται στον 5ο ή 6ο αιώνα και επηρέασε ιδιαίτερα την παράδοσή μας για τα γεγονότα της Κοίμησης της Παναγίας, την οποία γιορτάζουμε στις 15 Αυγούστου. Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού έγινε δεκτό από τους χριστιανούς και εκεί αναφέρεται η περίφημη μεταφορά των αποστόλων «επί νεφελών» για να παραστούν στην ταφή της Θεοτόκου, η απόπειρα κάποιων μεθυσμένων Ιουδαίων να βεβηλώσουν το άγιο σώμα Της κ.ά. Από τα κείμενα αυτά ξέρουμε και για την ανάληψη της Θεοτόκου, καθώς και για την παράδοση της ζώνης Της (της Αγίας Ζώνης), κατά την ώρα της ανάληψής Της, στα χέρια του αγίου αποστόλου Θωμά.

Φαίνεται δε, ότι οι διάφοροι αιρετικοί, που πολεμούσαν λυσσωδώς το πρόσωπο της Θεοτόκου, χωρίζονταν σε δύο παρατάξεις: στους αριστερούς (προτεστάντες), που μείωναν εμφανώς το πρόσωπο και τον ρόλο της, και στους δεξιούς (παπικοί), σ’ αυτούς που δήθεν εκόπτοντο να εξυψώσουν την προσωπικότητά της και πλειοδοτούσαν σ’ αυτό. Ο στόχος των εχθρών της Εκκλησίας ήταν ένας: είτε εκ δεξιών, είτε εξ αριστερών , είτε δηλαδή υπερτιμώντας, είτε υποτιμώντας το πρόσωπο της Παναγίας, τους αρκούσε να εισαγάγουν πλάνες και αιρέσεις στην Εκκλησία.

«Πως θα ήταν δυνατόν να την αφήσει να πεθάνει, αφού μπορούσε ο Κύριος και υιός της να εμποδίσει τον θάνατό της;». Τέτοιοι λογικοφανείς συλλογισμοί και πολλοί άλλοι έτρεφαν πάντα τις αιρέσεις.

Επίσης στην εποχή μας μερικοί ανασύρουν απ’ τα βάθη των αιώνων και εκσυγχρονίζουν αυτήν την αιρετική αντίληψη, ότι η Παναγία δεν «εκοιμήθη», δεν πέθανε πραγματικά και αληθινά. Και ποιοί είναι αυτοί που ανασκάπτουν το παρελθόν, για να εισκομίσουν στη σημερινή ανθρωπότητα μια τόσο δεινή αίρεση; Οι τυμβωρύχοι, αυτοί που σαν ύαινες ανασκάπτουν το παρελθόν και το αναδιφούν, και ακούνε στο όνομα «Παπικοί» με την ανακήρυξη της γνώμης τους αυτής σε νέο δόγμα!

Αυτοί, κατά κανόνα, μιλούν μόνο για «Μετάσταση της Αειπαρθένου»  και αποφεύγουν να μιλήσουν για «Κοίμηση», δηλαδή για σωματικό θάνατό της.

Την 1η  Νοεμβρίου του 1950, ο Πάπας Πίος ο 12ος εξέδωσε Εγκύκλιο-Βούλλα παπική,   με την οποία ο ρωμαίος Ποντίφηκας ανακήρυσσε σε δόγμα της ρωμαιοκαθολικής «Εκκλησίας» τη διδασκαλία περί της «Μεταστάσεως» της Παναγίας μας στον Ουρανό, με τα εξής ακριβώς λόγια, μεταφρασθέντα από τα λατινικά: «Η άσπιλος και αειπάρθενος Θεομήτωρ Μαρία, μετά την ολοκλήρωση της επίγειας διαδρομής της ζωής της, ανελήφθη μετά του σώματος και της ψυχής της εις την ουρανίαν μεγαλειότητα

Από το λατινικό κείμενο της παπικής Εγκυκλίου, το ύποπτο όσο και επίμαχο για το θέμα μας σημείο είναι ακριβώς η παπική φράση: «ολοκληρωθείσης της διαδρομής της επίγειας ζωής» (της Παναγίας)».

Ο Πάπας Πίος ο 12ος, συνειδητά και σκόπιμα, κι όχι τυχαία, συμπτωματικά και άδολα, παραλείπει να αναφερθεί στη «Κοίμηση της Θεοτόκου», και ότι η «Κοίμηση» θεωρείται μια απλή «δοξασία» κι όχι αλήθεια της πίστης, κρίνεται δε σαν κάτι το θεολογικώς, τουλάχιστον, «αμφισβητούμενο», ή, μάλλον, κάτι το εμφανώς αθεμελίωτο και παντελώς αστήρικτο.

Ο κίνδυνος, όμως, απ’ τον Παπισμό, δεν είναι μόνο το ότι εισάγει νέα, ανήκουστα, αστήρικτα, καινοφανή και αιρετίζοντα δόγματα στην «εκκλησία» του. Έχει δικαίωμα να είναι νοικοκύρης στο σπίτι του!

Ο κίνδυνος είναι, ότι ο Παπισμός δεν περιορίζεται σε εσωτερική κατανάλωση, αλλά εξάγει τις διδασκαλίες του και τις διαδίδει διεθνώς, παραδομένος στην μανιώδη προσηλυτιστική του προσπάθεια.

Γνωρίζουμε επίσης για την κοίμηση της Θεοτόκου ότι,  κατά τη μεταφορά του λειψάνου της, φανατικοί Ιουδαίοι αποπειράθηκαν να ανατρέψουν το νεκροκρέβατό της, αλλά τυφλώθηκαν. Μόνο ένας από αυτούς κατόρθωσε να το ακουμπήσει, αλλά μια αόρατη ρομφαία του έκοψε τα χέρια.

Η Παναγία μας όμως, αποτελεί θύμα και της ιδιοτέλειας μεγάλου τμήματος της διοικούσας Εκκλησίας μας.

Πως; Πότε; Μα όταν η ορθόδοξη αρχιεπισκοπή Αυστραλίας κάποτε δια της αρχής της, διατεινόταν ότι η σύλληψη του Κυρίου δεν ήταν άμμωμος.

Διαβάζουμε στην «Φωνή της Ορθοδοξίας» (τεύχος 106ον της αρχιεπισκοπής) τα εξής: «όποιος νομίζει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού έπεσε απ’τον ουρανό σαν μετωρο μαγικού αιφνιδιασμού, δηλαδή μηχανικά και ανώδυνα…αυτός δεν θα καταλάβει ποτέ τον βαθμό της κενώσεως που καταδέχτηκε ο Θεός…»

Δεν είναι αυτό ύβρης του υψίστου σκεύους εκλογής του Κυρίου; Της Παναγίας μας;

Δεν λυπάται η Παναγία μας όταν ο Υιός της λοιρωρείται και ξανασταυρώνεται;

Όταν ο λόγος Του, το Εαυγγέλιο αποδίδεται στην ανθρώπινη έμπνευση;

Όταν ιεράρχες μοιράζουν το ανίερο βιβλίο των εχθρών Του , κατονομάζοντάς το ως ιερό;
Όταν διαστρεβλώνεται ο λόγος του Κυρίου, ονοματίζοντας ως αιρετικούς τους διαφωνούντες με την αίρεση;

Όταν κάποιοι εκπεσόντες στη συνείδηση του πιστού λαού ιεράρχες, φιλούν χέρια Παπικά και υποκλίνονται σε καρδιναλίους;

Όταν εκδιώκονται και σέρνονται σε δικαστικές αίθουσες οι αληθινοί φίλοι του Χριστού απ’ τους πολεμίους Του;

Αδελφοί, σήμερα ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Ξανασταυρώνεται και από μερίδα ορθόδοξου κλήρου, που δηλώνει, γυμνή τη κεφαλή, υποταγή σ’αυτόν που είναι αξιοκατάρατος κατά τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό. Και η Μάννα του κόσμου, η Παναγία μας, είναι εκεί , κάτω απ’το Σταυρό και κλαίει. Κλαίει για τον αμετανόητο άνθρωπο. Για τις αμαρτίες του κόσμου.

Κλαίει και προειδοποιεί. Όπως τότε, πριν από οκτώ αιώνες επί Ιωάννου Βέκκου.

«Οι εχθροί εμού τε και του Υιού μου επλησίασαν. Όστις λοιπόν υπάρχει ασθενής τω πνεύματι, εν υπομονή ας κρυφθή, έως ότου παρέλθη ο πειρασμός, οι δε επιθυμούντες μαρτυρικούς στεφάνους ας παραμείνωσιν εν τη Μονή, άπελθε λοιπόν ταχέως».

Δεν υπάρχουν σχόλια: