Ο χρυσοχόος

Κάποτε οι μοναχοί ανέθεσαν σε ένα Xιώτη χρυσοχόο να επενδύσει με χρυσό ένα μέρος της ιερής εικόνας (της Παναγίας της Νιαμονίτισσας ) , για να την προφυλάξουν από τη φθορά. Ο εκκλησιάρχης την τοποθέτησε στον κυρίως ναό , και ο τεχνίτης άρχισε την εργασία του με ευλάβεια. 

Ξαφνικά ακούει μια γλυκειά φωνή να του λέει ψιθυριστά: 
- Ελαφρά χτύπα, ελαφρά. Να ʼ χης την ευχή μου, γιατί η εικόνα είναι παλαιά!
 
Σηκώνει τα μάτια ο χρυσοχόος και βλέπει μια μεγαλόπρεπη γυναίκα με ολόχρυση φορεσιά. Δεν πρόλαβε να τη ρωτήσει ποια ήταν , γιατί μπήκε αμέσως στο ιερό βήμα από τη νότια πύλη. Τρέχει να την προφθάσει, αλλά Εκείνη είχε εξαφανιστεί. Μπαίνει στο ιερό , και τότε αναγνωρίζει στη μορφή της πλατυτέρας τη γυναίκα, που πριν λίγο του είχε φανερωθεί.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Επ ευκαιρίας να πω κι εγώ ένα γεγονός. Δε πίστευα ιδιαίτερα, αλλού για αλλού βρισκόμουν, αλλά αραιά και που πήγαινα στην Εκκλησία. Μια Κυριακή πήγα στην Εκκλησία, όταν τελείωσε η λειτουργία έκανα μια συζήτηση με επίσης έναν εκκλησιαζόμενο. Του έλεγα, δεν έχω πίστη, δε ξέρω, η πίστη μου είναι σα σύννεφο, μια έρχεται μια φεύγει, δεν έχει βάθος. Θα ήθελα ο Θεός να μου στείλει ένα γέρο άνθρωπο, να μου μιλήσει για το Χριστό, τη πίστη μας, αυτό είπα, το προσπέρασα και το ξέχασα. Το μεσημέρι αργότερα, σε μια στάση περιμένοντας το λεωφορείο με πλησίασε μια μαυροφορεμένη γυναίκα άγνωστη σε μένα, με ένα μπόγο. Μου μίλησε, μου είπε για το Θεό διάφορα, με ρώτησε αν εκκλησιάζομαι. Τη ρώτησα πού πηγαίνει με ένα τόσο ογκώδη μπόγο και μου απάντησε ότι ράβει τα ράσα ενος ιερέα σε μια συγκεκριμένη Εκκλησία και του τα πηγαίνει εκεί. Δε κατάλαβα, ομίχλη ο νους, μου υπέδειξε την Εκκλησία αλλά δε κατανόησα ότι μιλούσε για την Εκκλησία που πήγαινα. Τελικά ήλθε το λεωφορείο, μπήκαμε και οι δύο μέσα, κοιτάζω δεξιά κοιτώ αριστερά πουθενά η γυναίκα. Μετά πολύ αργότερα θυμήθηκα ότι είχα ζητήσει από τη καρδιά μου να μου στείλει ένα γέρο να μου μιλήσει για το Θεό.