Σήμερον τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος Μυστηρίου ἡ φανέρωσις· ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διὸ καὶ ἡμεῖς σὺν αὐτῷ τῇ Θεοτόκῳ βοήσωμεν· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σου (Ἀπολυτίκιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ).
Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου δηλαδὴ ἡ χαρμόσυνη ἀναγγελία ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ στὴν Παρθένο Μαριὰμ ὅτι θὰ γίνει Μητέρα
κατὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καὶ
Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τοῦ
κοσμοσωτηρίου γεγονότος τῆς θείας σαρκώσεως.
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος χαρακτηρίζει τὴν ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ: «πρώτη καὶ πάνσεπτος ἑορτὴ κατὰ τὴν τῶν πραγμάτων τάξιν καὶ σύνταξιν ὑπάρχουσα, τοῦ θείου Εὐαγγελισμοῦ κλητὴ Ἁγία ἡμέρα περὶ τῆς ἐξ οὐρανοῦ καταβάσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ… Καὶ γὰρ κατελθόντα αὐτὸν ἐκ τῶν οὐρανῶν πιστεύομεν καθὼς καὶ ἀνελθόντα διομολογοῦμεν».
Ἡ ἑορτὴ
τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καθορίστηκε νὰ ἑορτάζεται κατὰ τὴν 25η Μαρτίου, ἐννέα μῆνες πρὸ
τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ καθιερώθηκε τὴν 25η Δεκεμβρίου. Στὴν Ναζαρὲτ, ἡ Ἁγία
Ἑλένη ἔκτισε Ἱερὸ Ναό, βασιλική, ἐντὸς τῆς ὁποίας περιείχετο καὶ ὁ κατὰ τὴν
παράδοση οἶκος τῆς Θεοτόκου, ὅπου δέχθηκε τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ.
Πηγὴ
γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι τὸ κατὰ Λουκᾶν ἅγιον Εὐαγγέλιον (1, 26–38).
Οἱ
σοφοὶ καὶ ἁγιασμένοι διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, προσήγγισαν τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ
μὲ ἁγιοπνευματικὴ μέθεξη, «πάσχοντες τὰ
θεῖα» καὶ μᾶς ἀποκάλυψαν τὶς ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ καὶ ὡσὰν ἀρχὴ τῆς
παγκοσμίου χαρᾶς, τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου.
«Εὐαγγελισμός, καὶ ποῖος νὰ μὴ χαρῇ εἰς τοιοῦτον
κοσμοχαρμόσυνον μήνυμα; Εὐαγγελισμός, καὶ ποῖος ὀρθόδοξος νὰ μὴ εὐφρανθῇ κατὰ τὴν
καρδίαν; Τριπλασιάζω τὴν φωνήν. Εὐαγγελισμός, καὶ τὶς νὰ μὴ λάβῃ εἰς τὴν ψυχή
του πνευματικὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ πανευφρόσυνον ἀγαλλίασιν;
… Ὁ Εὐαγγελισμὸς φέρει εἰς ἡμᾶς χαροποιὰ καὶ οὐράνια
εὐαγγέλια διὰ τὴν σύλληψιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, διὰ τὴν ἀνεκλάλητον χαρὰν τῆς
Θεοτόκου, διὰ τὴν ἀνάπλασιν ὅλου τοῦ Κόσμου καὶ διὰ τὴν αἰώνιον σωτηρίαν τοῦ
γένους τῶν ἀνθρώπων», μᾶς λέγει ὁ ποταμὸς τῶν γνώσεων, ὁ Ἅγιος
Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στὸ «Ἑορτοδρόμιον».
«Καὶ διὰ νὰ πλησιάσης κἄπως τὸ Μυστήριο τοῦτο, μᾶς
προτρέπει νὰ συλλάβουμε ὁ Μακάριος
Καλογερᾶς, δὲν σοῦ λέγω νὰ συλλογισθῆς ἄλλα ὑψηλὰ θεωρήματα, ὅσα
προβάλλουν οἱ θεολόγοι περὶ ταύτης τῆς ὑποθέσεως, ἀλλὰ μόνον πὼς Ἄγγελος ὑπηρετεῖ
τὸ Μυστήριον τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας… καὶ πάλιν ὄχι ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν Ἄγγελος
πέμπεται, ἀλλ᾽ αὐτὸς ὁ τῶν Ἀγγέλων πρωτοστάτης Γαβριήλ, διὰ νὰ σὲ ἐξυπνήσῃ τὸν
νοῦν νὰ προσκυνῆς μόνον μετὰ φόβου καὶ τρόμου καὶ νὰ πιστεύης τοῦτο τὸ ἀκατανίκητον
Μυστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ… διατὶ οἰκονόμησε (ὁ Θεὸς) τοιαύτην ὑποστατικὴν ἕνωσιν
θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος, τὴν ὁποίαν οὔτε δύναται νὰ χωρέσῃ νοῦς κτιστός, οὔτε
νὰ
διηγηθῇ, πολλῷ μᾶλλον νὰ καταλάβῃ… καὶ “εἰσελθὼν
ὁ Ἄγγελος πρὸς Αὐτήν” εἶπε τὸ “χαῖρε”. Αὐτήν, τὸν πολλὰ ἠγαπημένον καὶ
πολυθρύλητον κῆπον, ποὺ περιγράφει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον “κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφὴ
μου, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη” (Ἆ σμα 4, 12). Γιατὶ πράγματι εἶναι
“Μυστικὸς κῆπος”, αὐτὴ ἡ Παρθένος, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ἀνέτειλε τὸ δένδρον τῆς
ζωῆς, τὸ ἀντίδοτον τοῦ κοινοῦ θανάτου καὶ τῆς κατάρας… Ἀπεστάλη “Ἄγγελος πρὸς Αὐτὴν”
τὸν ἔμψυχον καὶ λογικὸν Παράδεισον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐγέννησε καρπὸν ἀνήκουστον
καὶ ἄρρητον καὶ ἀκατανόητον, αὐτὸν τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ μεγάλος
δογματικὸς θεολόγος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Δαμασκηνὸς πλέκει τὸ ἐγκώμιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ διὰ τοῦ ᾀσματικοῦ Κανόνος,
ὅπου ἐμελούργησε διὰ τὴν Κυρίαν Θεοτόκον καὶ παρακινεῖ ὅλους ἡμᾶς νὰ χαίρωμεν
καὶ νὰ
ἀγαλλιώμεθα. Ὁ Ἀσματογράφος ἐμελούργησε τὸν Κανόνα
κατὰ ἀλφάβητον σειρά, γιὰ νὰ δείξει ὅτι ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶναι ἀρχὴ καὶ
κεφάλαιον ὅλων τῶν ἑορτῶν.
«Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται Πνεύματος,
καὶ λόγον ἐρεύξομαι, τῇ Βασιλίδι Μητρί, καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων, καὶ
ᾄσω γηθόμενος, ταύτης τὴν Σύλληψιν».
«Ὁ Μελωδὸς διὰ τοῦ ᾀσματικοῦ τούτου Κανόνος θέλει
φανῇ ὅτι πανηγυρίζει λαμπρῶς, καὶ ὅτι ᾄδει χαροποιῶς τὴν τῆς Θεοτόκου ἀπόρρητον
σύλληψιν, ἧς ἡ ἑορτὴ ἑορτάζεται σήμερον. Διχῶς δὲ λαμβάνεται ἡ σύλληψις, ἐνεργητικῶς
καὶ παθητικῶς· ἐνεργητικῶς μέν, καθὼς νοεῖται τώρα ἐδῶ· καθότι ἡ Θεοτόκος
συνέλαβεν ἀσπόρως καὶ διὰ Πνεύματος Ἁγίου τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ· παθητικῶς
δὲ ὡς ὅταν λέγωμεν, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καθὸ ἄνθρωπος συνελήφθη ἀρρήτως ἐν τῇ ἀσπόρῳ
τῆς Παρθένου κοιλίᾳ. Ἄσω δὲ εἶπε, καὶ οὐχὶ ψαλῶ ἢ ἄλλο τι ρῆμα, διὰ νὰ φανερώσῃ
ὅτι εἶναι ἡ παροῦσα πρώτη ᾠδή, τῆς ὁποίας χαρακτηριστικὸν λόγιον εἶναι τὸ Ἄσωμεν
τῷ Κυρίῳ ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται».
π.
Θεόκλητου Διονυσιάτη (Μαρία ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ).
Στὴ Θεοτόκο Μαριὰμ λέγει ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἀπὸ τοὺς οὐρανούς· «χαῖρε κεχαριτωμένη»! Αὐτὴ
ἡ φωνὴ δημιουργεῖ ἀνεκλάλητη χαρά, γιατὶ ἀνατρέπει τὴν παλαιά, παγκόσμια λύπη,
ποὺ ἐπέβαλε ὁ Θεὸς ὡς ἐπιτίμιο, τιμωρία,
στὴν προμήτορα Εὔα. Ἀπὸ τότε, ποὺ
ἁμάρτησαν οἱ πρωτόπλαστοι, ἡ χαρὰ
χάθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἀλλὰ τώρα
ξεπλένεται τὸ δηλητήριο τῆς παρακοῆς, τὸ ὁποῖο ἡ συμβουλὴ τοῦ ὄφεως ἔχυσε στὴν ἀκοὴ τῆς Εὔας καὶ μετέδωσε σ᾽ ὅλο τὸ γένος μας τὶς φαρμακερὲς σταγόνες. Ἡ χαρά, ποὺ δίδεται σήμερα
στὴν Θεοτόκο, εἶναι παντοτινὴ καὶ παγκόσμια, γι᾽ αὐτὸ καὶ χαρακτηρίζεται ἀπ᾽ τὸν
ὑμνῳδὸ «ἀνεκλάλητος», ἀπερίγραπτη. Ὁ
ἄγγελος, ποὺ ἐστάλη ἀπὸ τὸν Θεόν,
ἦταν ὁ ἄρχων Γαβριήλ. Ὁ Θεὸς «ἔστειλε»
τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, δὲν πῆγε ὁ
Γαβριὴλ μόνος του, ἀπ᾽ τὸν ἑαυτόν του. Ὁ δὲ Ἄγγελος, γιὰ νὰ μὴ ταράξει τὴν Παρθένο, ἡσύχως τὴν πλησίασε.
Καὶ ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λεγει: «ὁ ἀρχάγγελος τῆς ἀπηύθυνε τὸ «χαῖρε» κι ἐβεβαίωσε ὅτι εἶ ναι ἡ μόνη εὐλογημένη καὶ εὐλόγως δοξασμένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες· διότι κατὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς δόξης τῆς Θεομήτορος
Παρθένου δὲν ὑπάρχει ἄλλη
δοξασμένη». Καὶ ὁ Ἄγγελος
συνεχίζοντας λέγει στὴν Παρθένο, ὅτι τῆς φέρνει μήνυμα, εἴδηση γιὰ σύλληψη χωρὶς σπορὰ ἀνδρός. Ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας,
ἔπρεπε ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, ὁ Χριστός, νὰ εἶναι καινούργιος
ἄνθρωπος, ἀναμάρτητος, χωρὶς τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα, τοῦτο θὰ συνέβαινε μόνον
ἄνευ σπορᾶς ἀνδρός.
Ὀνόμασε ὁ μελωδὸς τὴν Ἁγία Παρθένο Θεοτόκον, γιατὶ
κατὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Δαμασκηνό, «τοῦτο
τὸ ὄνομα ὅλο τὸ Μυστήριο τῆς Οἰκονομίας δηλώνει. Διότι ὑποστηρίζομεν ὅτι ἔχει
γεννηθῇ Θεὸς ἀπὸ τὰ σπλάχνα της, ὄχι διότι τάχα ἡ θεία φύσις τοῦ Λόγου προῆλθεν
ἀπ᾽ αὐτήν, ἀλλὰ γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς Λόγος, ποὺ ἐγεννήθη ἀπὸ τὸν Πατέρα
προαιώνια καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνον καί, ποὺ ὑπάρχει μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, χωρὶς ἀρχὴν καὶ αἰώνια, κατοίκησε μέσα εἰς τὰ σπλάγχνα της τὰς ἐσχάτους
ἡμέρας διὰ τὴν σωτηρίαν μας καὶ ἐνσαρκώθη ἀπό αὐτήν, χωρὶς νὰ μεταβληθῆ καὶ ἐγεννήθη.
Διότι δὲν ἐγέννησε ἡ Ἁγία Παρθένος μόνον ἄνθρωπον ἀλλὰ καὶ Θεὸν ἀληθινόν». Στὴν
ἀπορία τῆς Μαρίας πῶς θὰ γεννήσει υἱόν, ἐνῶ εἶναι παρθένος ὁ Ἄγγελος ἀπαντᾶ
«Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ…» καὶ γιὰ νὰ τὴν καθησυχάσει γιὰ τὸ παράδοξο Μυστήριο
τῆς συλλήψεώς της, τῆς
φέρνει τὸ παράδειγμα τῆς Βάτου στὸ ὄρος Σινᾶ, ἡ ὁποία
ἔμεινε ἄκαυστη μολονότι δέχθηκε φλόγα. «Σύ, μετὰ τὴν ἄσπορη σύλληψη καὶ μετὰ τὴν
ἀκατανόητη γέννηση ἔμεινες καὶ θὰ μείνεις πάντοτε ἁγνὴ καὶ ἀειπάρθενη, γι᾽ αὐτὸ
καὶ ἡ Ἐκκλησία, δογματίζουσα, σὲ ἀνακηρύττει “πρὸ τόκου Παρθένος, ἐν τόκῳ
Παρθένος καὶ μετὰ τόκον Παρθένος”. Αὐτὸ παρίσταται συμβολικὰ στὴν εἰκονογράφιση
τῆς Θεοτόκου μὲ τρεῖς ἀστερίσκους. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς τῆς Παναγίας Παρθένου, ἀνακηρύχθηκε
δόγμα πίστεως στὴν Γ´ Οἰκουμ. Σύνοδο
τῆς Ἐφέσου 431 μ.Χ. καὶ ὀνομάστηκε Θεοτόκος καὶ στὴν Πενθέκτη Σύνοδο 692
μ.Χ. ἀνακηρύχθηκε «Ἀειπάρθενος». «Ἐξέστη τὰ σύμπαντα ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου· σὺ γὰρ
ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἔσχες ἐν μήτρᾳ τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ τέτοκας ἄχρονον Υἱόν,
πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσιν σε, σωτηρίαν βραβεύοντα». «Εἶπε δὲ Μαριὰμ ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου
γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1, 38) «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου». Ἡ ἐλευθέρα
συγκατάθεσις τῆς Παρθένου, ἡ ὁποία ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀνθρωπότητα, ἀνταποκρίθηκε
στὴν θείαν προσφοράν. Ἐξόχως ἁπλὰ καὶ ὑπέροχα. Αὐτὴ εἶναι ἡ «κλῖμαξ», δι᾽ αὐτῆς
κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ καὶ ἀνέβηκαν
οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ ἔμψυχη κατοικία τοῦ Θεοῦ,
«οἶκος Θεοῦ», αὐτὴ χώρεσε τὸν Υἱὸν καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ στὴν κοιλίαν της (Ἀνθούσης Μοναχῆς, Ἑορτοδρόμιο Ε´).
Ὁ σύγχρονος θεολόγος π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν στοὺς θαυμάσιους λόγους του στὴν Θεοτόκον ἀφήνει νὰ ἐκχυθοῦν οἱ κρουνοὶ τῆς ἀγάπης του λέγοντας: «Σ᾽ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξη λατρεία ἡ Ἐκκλησία μας
ποτὲ δὲν προσεύχεται στὸ Θεὸ χωρὶς
συγχρόνως νὰ προσδίδει τιμὴ καὶ στὴν Παρθένο Μαρία, ἀποκαλώντας την “τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ”. Οἱ λειτουργικοὶ ὕμνοι καταλήγουν πάντα
σ᾽ ἕνα θεοτοκίο. Ὅποιο καὶ νὰ εἶναι
τὸ θέμα κάποιου ἑορτασμοῦ, ἡ
τελευταία του λέξη, ἡ σφραγίδα του,
πάντοτε θὰ εἶναι ἡ Θεοτόκος Μαρία,
ἡ Παρθένος Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Ἡ τιμητικὴ προσκύνηση τῆς Μαρίας
Θεοτόκου εἶναι μιὰ οὐσιώδης διάσταση
τῆς Χριστιανικῆς κοσμολογίας, ἀνθρωπολογίας, ἐκκλησιολογίας καὶ ἐσχατολογίας. Δὲν
εἶναι δόγμα, ἀλλὰ ἡ ζωὴ καὶ ἡ εὐωδία τοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος μέσα μας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου