Οι πνευματικές και τόσο λαοφιλείς ακολουθίες των Χαιρετισμών, που ψάλλονται την περίοδο αυτή καθιστούν ιδιαίτερα επίκαιρο το λόγο, για την Παναγία μας. Στο όλο σχέδιο της θείας οικονομίας η υπερένδοξος Δέσποινα και Μητέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, η σεμνή κόρη της Ναζαρέτ, κατέχει κεντρική θέση. Είναι ο φωταγωγός από τον οποίο βλέπουμε τον Θεό, ο δρόμος δια του οποίου τον προσεγγίζουμε. Είναι αυτή η φιλόστοργη μάνα, που όπως έφερε κοντά μας τον Θεό, παίρνει κι εμάς από το χέρι και μας οδηγεί κοντά του. Αν η αγία Γραφή μάς αποκαλύπτει το πρόσωπο του τριαδικού Θεού, η προσωπικότητα της Παρθένου Μαρίας είναι ένα ενσαρκωμένο Ευαγγέλιο, μια ζωντανή αγία Γραφή, όπου μπορούμε να μελετήσουμε το θεϊκό σχέδιο της σωτηρίας μας. Αυτή την αλήθεια εκφράζει παραστατικά ο διπλός χαιρετισμός της Στ΄ωδής του Κανόνα του Ακαθίστου ύμνου: Χαίρε των προφητών το περιήχημα· χαίρε των αποστόλων το εγκαλώπισμα.
Με το στόμα του υμνωδού η Εκκλησία χαιρετίζει την Παναγία και την αναγνωρίζει ως «περιήχημα», αντιλάλημα του προφητικού λόγου της Παλαιάς Διαθήκης και ως «εγκαλώπισμα», κόσμημα του αποστολικού κηρύγματος της Καινής Διαθήκης. Διατυπώνει έτσι η Εκκλησία την πίστη της ότι τα δύο μέρη της αγίας Γραφής, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, συμφωνούν ως προς τη θέση τους έναντι της Θεοτόκου και συμψάλλουν το μεγαλείο της. Ίσως δεν είναι περιττό να υπογραμμισθεί αυτή η συμφωνία και η ισοτιμία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στις μέρες μας, όπου συχνά αμφισβητείται η αξία της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που είτε από άγνοια είτε από σκοπιμότητα κινούμενοι, διατείνονται ότι εμείς, ως Έλληνες και Χριστιανοί, δεν επιτρέπεται να ασχολούμαστε με ένα «εβραϊκό βιβλίο», όπως χαρακτηρίζουν την Παλαιά Διαθήκη. Εντούτοις, τόσο η Παλαιά όσο και η Καινή Διαθήκη είναι βιβλία θεόπνευστα, απαραίτητα για τον πνευματικό μας καταρτισμό. Συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Με τη βοήθεια της Παλαιάς μπορούμε να κατανοήσουμε σωστά την Κ. Διαθήκη και κάτω από το φως της Καινής ερμηνεύουμε πλήρως την Π. Διαθήκη. Ο Κύριος και οι Απόστολοί του αναφέρονται στην Π. Διαθήκη και τη χρησιμοποιούν ως αυθεντικό λόγο του Θεού. Γι’ αυτό η Εκκλησία τη χρησιμοποιεί στις λατρευτικές της συνάξεις. Οι πατέρες και όλοι οι άγιοι τη μελετούν, την ερμηνεύουν, εμβαθύνουν στα νοήματά της και τα αξιοποιούν στη διδασκαλία τους. Από την Παλαιά Διαθήκη, ακόμη, είναι εμπνευσμένοι πολλοί από τους ύμνους και τα τροπάρια της Εκκλησίας. Εξάλλου, το πρόσωπο του Κυρίου μας, ενώνει την Παλαιά με την Καινή Διαθήκη, καθώς σ’ αυτόν εκπληρώνονται οι προφητείες της πρώτης μέσα στην ιστορία της δεύτερης. Το ίδιο συμβαίνει και με το πρόσωπο της Παναγίας μας. Προβάλλει στην ιστορία του κόσμου ως αντίλαλος της διδασκαλίας των προφητών. Κάθε φορά που μιλούν, για τον Μεσσία οι προφήτες αναφέρονται και στην ιερή προσωπικότητά της, την οποία θα χρησιμοποιήσει ο Θεός, για να ενανθρωπήσει. Οι προφητικές αναφορές συχνά γίνονται με συμβολικές εικόνες, όπως η κλίμακα του Ιακώβ, η φλεγομένη βάτος, ο πόκος του Γεδεών, το παρθένο δάσος από το οποίο προβάλλει ο Θεός, η κλεισμένη πύλη από την οποία θα περάσει ο σωτήρας «ηγούμενος» χωρίς να την ανοίξει, ο αλατόμητος βράχος. Τη διακρίνει ξεκάθαρα μες στους αιώνες το προφητικό βλέμμα του Ησαΐα κι αναφωνεί· «Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν» (7: 14), τον λυτρωτή μας, τον Εμμανουήλ. Καθώς οι προφητείες πραγματοποιούνται με το πέρασμα του χρόνου, προσεγγίζουμε τις μαρτυρίες της Καινής Διαθήκης. Λιτά αλλά σαφέστατα προβάλλει το σεπτό πρόσωπο της Παναγίας μέσα στα ιερά κείμενα. Εμπνέει και φωτίζει τους αγίους αποστόλους, που τα συνέγραψαν κι αναδεικνύεται πράγματι «των αποστόλων το εγκαλώπισμα». Η σεμνή κόρη της Ναζαρέτ χαιρετίζεται από τον άγγελο ως «η κεχαριτωμένη και ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ. 1: 28). Επιλέγεται από τον Θεό, για να γίνει η Θεόνυμφη, η μητέρα του μονογενούς Υιού και Λόγου του Θεού, τον οποίο θα δει η ανθρωπότητα «γενόμενον εκ γυναικός» (Γαλ. 4: 4). Ο ίδιος θα την καταστήσει μεγάλη συνεργάτριά του στην ανάπλαση του ανθρώπινου γένους. Την ουράνια δόξα και το έκπαγλο μεγαλείο της αποκαλύπτει παραστατικά η Αποκάλυψη. Η Παναγία ως «η γυνή η περιβεβλημένη τον ήλιο» (21: 1) είναι πραγματικά το στολίδι, το καμάρι, η λαμπρότητα των αποστόλων αλλά και όλης της Εκκλησίας. Η ουράνια δόξα της Παρθένου, όπως απεικονίζεται στο ιερό κείμενο, καταδικάζει όλους εκείνους, που υποτιμούν το πρόσωπό της είτε υποβιβάζοντάς το, όπως οι προτεστάντες, είτε υπερτιμώντας το, όπως οι παπικοί. Αλλά η ορθόδοξη θεολογία για το πρόσωπο της Παρθένου δεν περιορίζεται στη διατύπωση στενών δογματικών άρθρων. Προβάλλει επίσης τη στενή προσωπική σχέση του κάθε πιστού με το πρόσωπο της Μητέρας του Κυρίου, που είναι και όλων των πιστών η στοργική Μητέρα. Σ’ αυτή τη μοναδική θέση την τοποθετεί ο ίδιος ο Κύριος και Υιός της, όταν από το ύψος του σταυρού του, λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα του, την εμπιστεύεται στον «ηγαπημένο» μαθητή. Έτσι την καθιστά οικεία σε κάθε ευσεβή ψυχή, στοργική μητέρα και προστάτιδα όλης της Εκκλησίας. Μ’ αυτό το δικαίωμα την ικετεύουμε ανά τους αιώνες οι πιστοί: «Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών»! Ως λαός του Θεού μετέχουμε με την Παλαιά Διαθήκη στο κήρυγμα των προφητών και με την Καινήν Διαθήκη στο έργο των αποστόλων. Γι’ αυτό οι χριστιανοί έχουμε πρότυπό μας τη μεγαλειώδη προσωπικότητα της Παναγίας μας. Όπως εκείνη συνέλαβε και κυοφόρησε στα σπάγχνα της τον Κύριο, έτσι κι εμείς, μέσα στο αγιαστικό έργο της Εκκλησίας, μορφώνουμε μέσα μας τον Χριστό, καθώς μεταμορφωνόμαστε καθημερινά με τη χάρη του και «δια πρεσβειών της υπεραγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας». Η προσευχή μας, βεβαίως, απευθύνεται στον Υιόν της. Συγχρόνως όμως έχει ως αντίλαλο το δικό της γλυκό όνομα. Έτσι ξεχύνεται η χάρη και η ευλογία της στη ζωή μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου