«Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1:38).
Δεν είναι νομίζω η ταπεινωφροσύνη περισσότερον από όλας τας άλλας αρετάς περιφρονημένη από τον άνθρωπον, όχι δι΄ άλλην αιτίαν, αλλά διότι ούτος δεν κατώρθωσεν ακόμη να αποκαλύψη τον πολύτιμον εκείνον θησαυρόν, τον οποίον περιλαμβάνει αύτη η αρετή εντός των μακαρίων κόλπων της. Έλα εδώ εις το μέσον, συ τρισάθλιε Εωσφόρε, μαύρον και σκοτεινόν νέφος του Άδου και της κολάσεως, εγέρθητι από την άσβεστον ταύτην κάμινον όπου κατακαίεσαι, συ ο οποίος δεν ήθελες να ταπεινώσης την πονηράν σου καρδίαν, όταν είχες πλουτισμένον τον νουν με υπερβάλλουσαν γνώσιν, να μαρτυρήσης αν εγώ δεν λέγω την αλήθειαν. Ποία είναι εκείνη η αιτία, η οποία σε εξώρισεν από τον ουρανόν, σε εγύμνωσεν από τας ακτίνας και τας λάμψεις των αγγελικών ουσιών και σε ημαύρωσε με όλα τα σκότη του Άδου;
Τι είναι εκείνο το οποίον σε κατεβίβασεν από την υπερουράνιον δόξαν και σε εκρήμνισε κάτω εις μίαν φοβεράν ατιμίαν και σε εσφράγισε μέσα εις την αιώνιον κόλασιν ως κατάδικον; Ειπέ μας΄ ήτο άλλη αιτία, ει μη διότι υπερηφανεύθης και ηθέλησες να αναβής υπεράνω του Θεού σου και Πλάστου; Βεβαίως η υπερηφάνεια σε εκρήμνισεν, άθλιε, από την προτέραν σου δόξαν και αγγελικήν φύσιν. Αλλά αν συ δια τον εαυτόν σου εντρέπεσαι να μας φανερώσης την αλήθειαν, ειπέ μας τουλάχιστον δια τον προπάτορα Αδάμ, διότι συ ήσο ο διδάσκαλός του, τις ήτο εκείνη η αιτία η οποία τον εξώρισεν από τον Παράδεισον και τον έφερεν εις ταύτην την κατηραμένην γην; Δεν του επότισες συ την καρδίαν από έπαρσιν και υπερηφάνειαν, δια να μη ταπεινωθή εις τον Θεόν, όταν τον ηρώτα, και του είπη ότι έσφαλεν; Α! Εκ τούτου δεν έχασεν ευθύς όλην την δόξαν και την μακαριότητα των Αγίων Αγγέλων και εστερήθη της ανεκλαλήτου χαράς και ευφροσύνης του Παραδείσου; Εκ τούτου δεν εκληρονόμησεν ακάνθας και τριβόλους εδώ εις την γην, πάθη, ασθενείας, φόβους, κινδύνους και τελευταίον την κατάραν του Θεού ειπόντος «γη ει και εις γην απελεύσει;»(Γεν. Γ΄ 19). Ταύτα πάντα έπαθεν ο Εωσφόρος, ευσεβέστατοί μου ακροαταί, καθώς και ο προπάτωρ Αδάμ, από την υπερηφάνειάν των, διότι δεν ηγάπησαν τον πολύτιμον θησαυρόν της ταπεινώσεως. Αν λοιπόν η κατηραμένη υπερηφάνεια προξενή τόσα μεγάλα κακά εις τον άνθρωπον, καθώς ηκούσατε, η ευλογημένη ταπείνωσις είναι αρετή, όχι καταφρονητέα, καθώς την νομίζουν οι πεπλανημένοι άνθρωποι, αλλά μάλιστα πρόξενος παντός μεγάλου κατορθώματος και δόξης, εις εκείνον όστις την κατέχει. Αυτόν τον πολύτιμον θησαυρόν της ταπεινωφροσύνης αποκαλύπτει σήμερον εις ημάς η άσπιλος νύμφη και Παρθένος Μαρία. Διότι, ότε προσταχθείς επέμφθη προς αυτήν ο ουράνιος στρατιώτης, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, δια να φέρη προς Αυτήν το χαροποιόν μήνυμα του προανάρχου Πατρός, ότι εξελέγη Βασίλισσα του ουρανού και της γης, δεν αφήκε καθόλου την μακαρίαν ψυχήν της να ανέλθη εις τα υψηλά και να πέση εις την υπερηφάνειαν, αλλ΄ ευθύς ως ήκουσε το τόσον ύψος, εις το οποίον την ανεβίβασεν ο ουράνιος Βασιλεύς, δια να την κάμη Βασίλισσαν όλου του κόσμου, δια να την κάμη ιδικήν Του άμωμον νύμφην, εταπεινώθη και ωνομάσθη δούλη΄ «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. Α : 38). Δια να γνωρίσητε λοιπόν καλύτερον το μεγαλείον της ταπεινοφροσύνης, απεφάσισα σήμερον κατά την χαρμόσυνον ταύτην ημέραν του Ευαγγελισμού, να σας αποδείξω, ότι όσα μεγαλεία και δόξας έλαβεν η Παρθένος Μαρία, όλα τα εκέρδησεν από την αρετήν της ταπεινώσεως και την υπακοήν την οποίαν έδειξε σήμερον προς τον Αρχιστράτηγον Ευαγγελιστήν. Αυτά θέλετε ακούσει σήμερον με βραχυλογίαν, αν λάβω από υμάς μετά προσοχής την φιληκοϊαν. Όλα τα τάγματα, Χριστιανοί Ορθοδοξότατοι, των απ΄ αιώνος Αγίων Προφητών, Αποστόλων, Πατριαρχών, Μαρτύρων, Οσίων, έλαβον Χάριτας και δόξας από τον επουράνιον Θεόν, δια τας αρετάς τας οποίας είχον΄ ποτέ όμως δεν έφθασαν να λάβουν εκείνας τας Χάριτας τας οποίας έλαβεν η Θεοτόκος από τον Υιόν της και Θεόν. Διότι, λόγου χάριν, αν οι Βασίλειοι είχον την αρετήν της εγκρατείας, αν οι Χρυσόστομοι την αρετήν της ταπεινότητος, αν οι Γρηγόριοι την φιλοσοφίαν, οι Νικόλαοι την ελεημοσύνην, οι Γεώργιοι, οι Δημήτριοι, οι Θεόδωροι την δίψαν δια το Μαρτύριον, οι Αντώνιοι, οι Ευθύμιοι την προθυμίαν εις την ασκητικήν ζωήν και αν ο χορός όλος των Δικαίων ησπάζοντο την σκληραγωγίαν και την απάθειαν, έκαστος εξ αυτών έλαβε, δια την αρετήν του, κάποιαν χάριν από τον Θεόν. Ο εις ηξιώθη να εγείρη νεκρούς, ο αλλος να ιατρεύη δαιμονιώντας, ο έτερος να προλέγη τα μέλλοντα και ο άλλος άλλα χαρίσματα, έκαστος κατά την αρετήν την οποίαν ήσκησεν. Αλλά ποτέ δεν έφθασε κανείς εξ αυτών να λάβη τόσας Χάριτας όσας έλαβεν η Παναγία Παρθένος από τον μονογενή Της Υιόν΄ μάλιστα, όλοι οι Άγιοι ηνωμένοι δεν ηξιώθησαν να λάβουν τα μεγαλεία και τας Χάριτας, τας οποίας έλαβε μόνη η Παρθένος Μαρία΄ εις αυτήν ευρίσκεται όλη η επισκίασις του Αγίου Πνεύματος και δια τούτο λέγεται πλήρης Χαρίτων, ήτοι γεμάτη από όλας τας Χάριτας του Παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος. Η Παναγία Παρθένος έλαβεν όχι μόνον όλας τας Χάριτας τας οποίας όλοι ομού οι Άγιοι έλαβον και τας οποίας ουδείς εξ όλων των άλλων Αγίων ηξιώθη να λάβη, αλλ΄ επί πλέον έλαβε και εν ακόμη πρωτάκουστον χάρισμα, το να υψωθή επάνω από όλην την υπεξούσιον κτίσιν του Βασιλέως των βασιλέων, να γίνη δηλαδή Βασίλισσα πάσης της κτίσεως και Μήτηρ του μονογενούς Υιού του Θεού. Ώστε, αφ΄ ου οι Άγιοι όλοι δεν ηξιώθησαν να λάβουν τας Χάριτας της Παρθένου, φανερόν είναι, ότι Αυτή είχε και όλας τας αρετάς εις την μακαρίαν ψυχήν της, περισσότερον όλων των Αγίων΄ και αν η Παναγία Παρθένος έλαβεν εκείνο το Χάρισμα, το οποίον δεν ηδυνήθησαν να λάβουν όλοι οι Άγιοι, φανερόν είναι, ότι η Παρθένος υπερβαίνει όλους τους Αγίους και κατά την αγιότητα και κατά τας αρετάς και κατά τας Χάριτας, τας οποίας έχουν εκείνοι. Υπερβαίνει πράγματι η Παρθένος πάσας τας χορείας των Αγίων, διότι μόνη Αυτή ηξιώθη να γίνη Μήτηρ Θεού, μόνη Αυτή ηξιώθη να γίνη Βασίλισσα Αγγέλων και ανθρώπων΄ Αυτή μόνη έδωκε τρόπον τινά το είναι του ιδίου της Κτίστου΄ Αυτή έδωκε την ορατήν φύσιν τε και ουσίαν εις εκείνην την αόρατον και θείαν ουσίαν, την υποστατικήν, δηλαδή υιότητα, και εφανέρωσεν εις ημάς τον φύσει αόρατον και ακατάληπτον Θεόν. Αυτή λοιπόν η θεία μητρότης της Παναγίας Παρθένου, το ασύγκριτον μεγαλείον των μεγαλείων, την ανεβίβασεν εις το υπέρτατον αξίωμα της θείας δόξης, να γίνη δηλαδή Βασίλισσα του ουρανού και της γης. Ετιμήθη και εδοξάσθη αληθώς και ο προπάτωρ Αδάμ, όταν επλάσθη από τον Θεόν, διότι τον έκαμε βασιλέα και κύριον πάντων των υπό σελήνην κτισμάτων, αλλά περισσότερον ετιμήθη και εδοξάσθη σήμερον η θεόπαις Μαρία, υπερβαλλόντως και ασυγκρίτως από τον προπάτορα του γένους Αδάμ. Διότι, αν εκείνος έγινε βασιλεύς όλων των κτισμάτων, η Παναγία εστεφανώθη ως Βασίλισσα του ουρανού και της γης και υψώθη περισσότερον, διότι εξελέγη Μήτηρ του Θεού, εφ΄ όσον ήτο δοχείον εκλεκτόν πλήρες από όλας τας αρετάς και από όλας τας Χάριτας του Αγίου Πνεύματος. Τόσον ήτο ερριζωμένη και τεθεμελιωμένη μέσα εις όλα τα είδη των αρετών, όσον έπρεπε να είναι η μητέρα του Θεού, του εξ αυτής γεννηθέντος. Αν δε ερωτάτε δια την αγαθότητά Της, σας λέγω, ότι εκείνη όπου έμελλε να γεννήση τον αγαθόν Θεόν έπρεπε να έχη τόσην αγαθότητα, όσην ήρμοζε δια την μητέρα του αγαθού Θεού. Αν εξετάζετε δια την παεθενίαν Της, σκεφθήτε ότι δια την αγνότητά Της κατεδέχθη να γεννηθή εξ Αυτής ο αναμάρτητος Θεός, χωρίς πείραν ανδρός, ευδοκία μόνη Πατρός αϊδίου και επελεύσει του Παναγίου Πνεύματος, μένουσα και εν τόκω Παρθένος και μετά τόκον Παρθένος, καθώς και προ τόκου ήτο Παρθένος. Αν εξετάσετε δια την δικαιοσύνην Της, μετρήσατε λέγοντες, ποίος άλλος δικαιότατος, ως τον Θεόν, όστις εξ αυτής έγινεν άνθρωπος; Λοιπόν και η Παρθένος, ήτις εγέννησε τον Θεόν, δικαία έπρεπε να ήτο ως Μήτηρ Θεού. Αν πάλιν εξετάζετε δια την ανδρείαν της Παρθένου, αν ζητήσετε να μάθετε δια την ελεημοσύνην Αυτής, αν περιεργασθήτε εξετάζοντες δια την αγάπην, δια την συμπάθειαν, δια την φρόνησιν, δια την σωφροσύνην, δια την εγκράτειαν, δια την ταπείνωσιν και δια τα πλήθη όλα των αρετών της Παρθένου, θα ίδητε, ότι εις Αυτήν μόνην εβλάστησαν, εις Αυτήν μόνην εκαρποφόρησαν, εις Αυτήν μόνην ηύξησαν και επερίσσευσαν τόσον, ώστε δεν ευρίσκετο καμμία παραμικρά αμαρτία εις την καθαράν και άμωμον ψυχήν της. Εκ τούτων λοιπόν και Αυτή μόνη έλαβε την χάριν να συμφιλιώση το ανθρώπινον γένος με τον ποιητήν του Θεόν, το οποίον εμίσησε και εχθρεύθη ο Θεός, δια την παρακοήν του πρωτοπλάστου Αδάμ. Αυτή ήνοιξε τον Παράδεισον, δια να εμβάλη εις αυτόν όλην την εξορισθείσαν αδαμιαίαν φύσιν. Αυτή μόνη ενέκλεισε τον αντάρτην διάβολον εις την εζοφωμένην φυλακήν της κολάσεως και του κατεκρήμνισε το βασίλειον της τυραννίας΄ Αυτή ελύτρωσε τους προπάτορας όλους από την πολυχρόνιον τυραννίαν του Άδου και της κολάσεως΄ Αυτή μόνη ήρπασε τα από τόσων ετών αιχμάλωτα γένη των ανθρώπων΄ Αυτή μόνη κατεβίβασε τον Θεόν από τον ουρανόν εις την γην΄ Αυτή έδωκε την πάσχουσαν σάρκα εις τον απαθή Θεόν, δια να λυτρώση ημάς από τα πάθη και τας αμαρτίας΄ Αυτή τέλος έλαβε τόσα μεγαλεία και Χάριτας, όσας δεν έλαβον όλα τα τάγματα των αϋλων Αγγέλων και Αρχαγγέλων, όλα τα πλήθη των Προφητών και Αποστόλων, όλα τα στίφη των θεοπνεύστων Διδασκάλων, Ιεραρχών, Μαρτύρων τε και Οσίων. Το λέγει μόνη της η Παρθένος, δοξολογούσα τον Κύριον΄ «ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο Δυνατός και άγιον το όνομα αυτού» (Λουκ. 1:49). Δικαίως λοιπόν θεωρούσα η Αγία ημών Εκκλησία τα μεγαλεία της Παρθένου, τας αρετάς Αυτής και τας Χάριτας του Παναγίου Πνεύματος, με τας οποίας είναι εστολισμένη, κηρύττει μεγαλοφώνως καθ΄ εκάστην με όλα τα εύηχα στόματα των ιερών Διδασκάλων, με όλας τας φωνητικάς σάλπιγγας των θεολόγων και με όλας τας εναρμονίους μούσας των μελωδικών μουσικών και λέγει΄ «Την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν». Ω μεγαλεία επάξια της μητροπαρθένου Κόρης! Ω ασύγκριτοι αρεταί της Κεχαριτωμένης Μαρίας! Ω Χάριτες του Αγίου Πνεύματος, περιαστράπτουσαι την Βασίλισσαν των Αγγέλων και ανθρώπων! Ω υπερβάλλουσα ταπείνωσις της Μητρός του Θεού, δια της οποίας ο Ύψιστος Βασιλεύς και Θεός ταπεινωθείς, εγένετο άνθρωπος ταπεινός εξ Αυτής! Τώρα, αν η Παναγία Παρθένος έλαβε τόσα μεγαλεία και δόξας, όσας οι χοροί όλοι των Αγίων δεν ηξιώθησαν να λάβουν, αν και έφθασαν εις το έπακρον της τελειότητος των αρετών, ημπορούμεν να είπωμεν άλλο, παρά ότι το έλαβεν από την ταπείνωσιν και την υπακοήν την οποίαν έδειξε σήμερον; Όχι, βέβαια. Και ηξιώθη η Παρθένος να αναβή επάνω εις το υπέρτατον αξίωμα της Βασιλείας όλου του κόσμου, ώστε να προσκυνήται ως Βασίλισσα στεφανωμένη από Αγγέλους και ανθρώπους, ημπορούμεν να είπωμεν άλλο, παρά ότι έλαβε τοιούτον αξίωμα από την ταπείνωσιν και την υπακοήν, την οποίαν έδειξε σήμερον; Όχι, βέβαια. Και αν ηξιώθη η Παρθένος να λάβη εν τοιούτον μεγαλείον, ώστε να γίνη Μήτηρ Θεού και κατοικητήριον έντιμον του Αγίου Πνεύματος, δια την καθαρότητά Της και την Παρθενίαν Της, ημπορούμεν να είπωμεν άλλο, παρά ότι το τοιούτον μεγαλείον έλαβεν από την ταπείνωσιν και την υπακοήν την οποίαν έδειξε σήμερον; Όχι, βέβαια. Και αν η Παρθένος έλαβε τόσον μεγαλείον, ώστε υπήρξε μεσίτης δια να συμφιλιωθώμεν ημείς με τον δημιουργόν μας Θεόν, δια να ελευθερωθώμεν από την αιώνιον κόλασιν, δια να κερδήσωμεν πάλιν την πρώτην μας υιοθεσίαν, την πρώτην μας δόξαν, την πρώτην μας αθανασίαν και μακαριότητα και, εν συντόμω ειπείν, την ουράνιον πατρίδα και τα ανεκλάλητα αγαθά του Παραδείσου, ημπορούμεν να είπωμεν άλλο, παρά ότι το τοιούτον μεγαλείον έλαβεν από την ταπείνωσιν και την υπακοήν την οποίαν έδειξε σήμερον; Όχι, βέβαια. Κηρύττομεν λοιπόν, ω ευλογημένη Παρθένε, όλη ψυχή και καρδία τα μεγαλεία Σου ταύτα τα μεγάλα και ασύγκριτα. Κηρύττομεν τας απείρους Σου αρετάς και τας ανεκλαλήτους χάριτας, τας οποίας εχαρίσατο εις Σε το Πνεύμα το Άγιον. Κηρύττομεν την ταπείνωσιν και την υπακοήν, με την οποίαν ελάλησας σήμερον προς τον Γαβριήλ το΄ «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1: 38), και δια την οποίαν ταπείνωσιν, βλέποντές Σε σήμερον νοερώς αναβιβαζομένην επάνω εις τον υψηλότατον θρόνον του Υιού Σου, στεφανωμένην Βασίλισσαν Αγγέλων τε και ανθρώπων, τρέχομεν όλοι με ευλάβειαν και πόθον και προσκυνούντες την Βασιλείαν Σου, δοξολογούμεν και λέγομεν΄ «Την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ, την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν». Ποίος τώρα θέλει αμφιβάλλει, ότι η Παρθένος ηξιώθη να λάβη τόσα μεγαλεία από την υπακοήν την οποίαν έδειξε σήμερον; Ποίος; Ας έλθη΄ ας έλθη, και ας ακούση από Αυτήν την Κεχαριτωμένην Παρθένον με το άγιόν Της στόμα τι λέγει. «Επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού»(αυτ. 48) και δια τούτο «εποίησέ μοι μεγαλεία ο Δυνατός και άγιον το όνομα Αυτού» (αυτ. 49). Ναι, εδώ εις την ταπείνωσιν της Παρθένου Μαρίας, λέγει ο προάναρχος Πατήρ, ηυδόκησα να πέμψω τον μονογενή μου Υιόν, δια να γίνη άνθρωπος ταπεινός, ταπεινός μέχρι θανάτου, δια την σωτηρίαν σας, άνθρωποι. Εδώ εις την ταπεινωμένην Μαρίαν ενατενίζω εγώ ο Ύψιστος Θεός τους οφθαλμούς μου και εδώ εκχέω όλον τον πλούτον των χαρίτων μου, διότι εις Αυτήν ευρίσκεται όλος ο πλούτος των αρετών. Εδώ εις την εκλελεγμένην νύμφην μου, παρακινούμαι, ως φύσει αγαθός και φιλάνθρωπος, να εκκενώσω όλα τα μεγαλεία της θεϊκής μου δόξης. Η ταπείνωσίς Της με παρεκίνησε να συμφιλιωθώ με υμάς τους εχθρούς μου και να σας στείλω τον προαιώνιον Λόγον μου και Υιόν, δια να σας κάμω και πάλιν, όσοι πιστεύσετε εις Αυτόν και εις την Μητέρα Αυτού, υιούς και κληρονόμους της Βασιλείας μου. Η άκρα υπακοή, την οποίαν δεικνύει εις τον υπ΄ εμού πεφθέντα Γαβριήλ, ίνα της ευαγγελίση το χαίρε, με κάμνει να την υψώσω επάνω από τους Θρόνους και τας Δυνάμεις και τας Εξουσίας, αίτινες με δοξολογούσιν, επάνω των Χερουβίμ και των Σεραφίμ, τα οποία με προσκυνούσιν, επάνω των Κυριοτήτων και των Αρχών, αίτινες με υμνολογούσιν, επάνω των Αρχαγγέλων και Αγγέλων αίτινες με διακονούσι. Θέλω Αυτή, ήτις εταπεινώθη, να είναι τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξοτέρα των Σεραφίμ. Εγώ τους υπερηφάνους, τον Εωσφόρον και τον Αδάμ, κατεκρήμνισα, δια την υπερηφάνειάν των, κάτω εις τα καταχθόνια, εγώ την ταπεινήν Μαρίαν υψώνω, δια την ταπείνωσίν της, εις τα υπερουράνια βασίλεια. Θέλω λοιπόν να υψωθή Εκείνη η οποία εταπεινώθη και ωνόμασε τον εαυτόν της δούλην, να γίνη μεγάλη, εστεφανωμένη Βασίλισσα Αγγέλων τε και ανθρώπων, δια να συμπροσκυνήται ως Βασίλισσα μετά του Βασιλέως των απάντων, υπό πάσης της λογικής φύσεως ορατής και αοράτου, από ανθρώπους δηλαδή και Αγγέλους. Θέλω να γνωρίσουν οι άνθρωποι, ότι εγώ, ο Θεός ο ύψιστος, υψώνω τους ταπεινούς και ταπεινώνω τους υπερηφάνους. Θέλω να εννοήσουν, ότι «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 18:14). Χριστιανοί ορθοδοξότατοι, ειπέτε μοι, σας παρακαλώ, αν εις επίγειος βασιλεύς ήθελεν αποφασίσει να τιμήση την μητέρα του, διότι τον εγέννησε, διότι τον εθήλασε, διότι τον ανέθρεψε, πόσους θησαυρούς νομίζετε ήθελε χαρίσει εις αυτήν και με πόσα άλλα βασιλικά στολίσματα και ωραϊσματα ήθελε την καλλωπίσει; Βεβαίως με πολλά και μεγάλα, με όλα εκείνα, τα οποία ημπορεί να χαρίση ένας βασιλεύς. Ακόμη και με την ιδίαν δόξαν της βασιλείας του ήθελε τιμήσει την μητέρα του. Ούτω δεν έχουσι τα πράγματα; Ναι, βεβαίως. Το αυτό δεν έπρεπε να πράξη και ο επουράνιος Βασιλεύς, ο Βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριάρχων, σήμερον ότε απεφάσισε να τιμήση και δοξάση την Μητέρα Αυτού και Παρθένον; Ναι, βεβαίως. Εκείνος λοιπόν ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς, όστις υψώνει και τιμά τους ταπεινούς, όχι ως ο επίγειος βασιλεύς, όστις χαρίζει φθαρτά και γήϊνα πράγματα, αλλά ως μέγας Θεός και Βασιλεύς, όστις ανταμείβει τους δούλους του με άφθαρτα και ουράνια κάλλη, τι νομίζετε ότι ήθελε χαρίσει εις την αγαπημένην του Μητέρα; Με ποίαν τιμήν νομίζετε ήθελε τιμήσει την κεχαριτωμένην Παρθένον; Όχι βέβαια με θησαυρούς και στολάς χρυσοποικίλους και αδαμαντοκολλήτους, όχι με φθαρτά και επίγεια πράγματα, αλλά με άφθαρτα και ουράνια. Της εχάρισε τιμήν, όσην άφθαρτον και ουράνιον ημπορεί να έχη ο εις και μόνος Θεός΄ Της έδωκε τόσην δόξαν, όσην αϊδιον και έκλαμπρον πρέπει να έχη ένας Θεός΄ Την εστεφάνωσε με τόσην Βασιλείαν, όσην ημπορεί να έχη ένας Βασιλεύς και Θεός, απέραντον και αιώνιον. Την ύψωσεν επάνω εις τόσα μεγαλεία και θαυμαστά άφθαρτα και αμάραντα, εις όσα υψώνεται ο Ύψιστος και μέγας Θεός. Τοιαύτα είναι τα μεγαλεία, τα οποία έλαβεν η Παρθένος σήμερον, Χριστιανοί, δια την άκραν Της ταπείνωσιν. Ω των φρικτών και ανεκλαλήτων μεγαλείων της Παρθένου! Ω μακαρία ταπείνωσις, εις πόσον ύψος αναβιβάζεις τους αγαπώντας Σε! Αληθώς δε μία τοιαύτη ταπείνωσις, την οποίαν έδειξεν η Παρθένος, ήτο αξία πάσης μεγαλειότητος. Διότι, ποία ταπείνωσις ημπορεί να συγκριθή με ταύτην της Παρθένου, Χριστιανοί; Μήπως της Ιουδήθ, ήτις εθανάτωσε τον Ολοφέρνην; Μήπως της Ιαήλ, ήτις εθανάτωσε τον Σισάρα; Α! Σκιά παραμικρά είναι η ταπείνωσις και των δύο τούτων, συγκρινομένη με εκείνην της Παρθένου. Και για να πληροφορηθήτε την αλήθειαν, ας ανοίξωμεν την Αγίαν Γραφήν και ας αρχίσωμεν από την πρώτην, δια να ίδωμεν τι κατώρθωσαν αύται αι γυναίκες. Η Ιουδήθ, η ωραία και πάγκαλος, η οποία ήτο θυγάτηρ του Μεραρή και γυνή του Μανασσή, έδειξε μίαν άκραν ταπείνωσιν εις τον Θεόν και παρακαλούσα την χάριν Του, όταν ίστατο μόνη άνωθεν της κλίνης του Ολοφέρνους και αυτός βυθισμένος εις βαθύτατον ύπνον μέθης, εβόα με την καρδίαν της τοιαύτα προς τον Θεόν΄ «Κύριε, ο Θεός πάσης δυνάμεως, επίβλεψον εν τη ώρα ταύτη... και κραταίωσόν με, ο Θεός Ισραήλ» (Ιουδ. 13: 4-7). Ομιλούσα λοιπόν με την καρδίαν η Ιουδήθ προς τον Θεόν, ομιλεί και με τον νουν προς τον υπνούντα Ολοφέρνην δια τούτων των λόγων΄ «Άρά γε να φαντάζεσαι, Ολοφέρνη, εις τον ύπνον σου, ότι ηχμαλώτισες το γένος μου, τους Εβραίους, και εκυρίευσας την Ιερουσαλήμ; Άρά γε να ονειρεύεσαι εμέ την Ιουδήθ, ήτις έμεινα μόνη εις την σκηνήν σου, αναχωρησάντων από σου όλων των σωματοφυλάκων και δορυφόρων; Εξηπατήθης άρά γε από το κάλλος μου, ή από τον πολύν πότον και την μέθην σου; Να φονεύσης τους Ιουδαίους στοχάζεσαι ή ότι θα σε φονεύση μία γυνή;». Τοιαύτα συλλογιζομένη η πάγκαλος και ανδρικωτάτη Ιουδήθ και περιγελώσα τον υπερήφανον Ολοφέρνην δια την ανοησίαν του και την μέθην του, τον συλλαμβάνει με την αριστεράν χείρα από τας τρίχας της κεφαλής και κρατούσα με την δεξιάν την ιδίαν του σπάθην, του θερίζει ευθύς, γενναίως, από τους ώμους την κεφαλήν. «Και προσελθούσα τω κανόνι της κλίνης ος ην προς κεφαλής Ολοφέρνου καθείλε τον ακινάκην αυτού απ΄ αυτού και ... αφείλε την κεφαλήν αυτού απ΄ αυτού» (Ιουδ. 13: 6-8). Άθλιε Ολοφέρνη, εξηπατήθης από το κάλλος μιας γυναικός, από την μέθην και τον οίνον, και εφονεύθης από μίαν γυναίκα επάνω εις την κλίνην σου. Πράγμα παράδοξον και φοβερόν, μία γυναίκα να φονεύση ένα γίγαντα, ένα κραταιόν και μεγάλον στρατάρχην του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος! Αυτός τον οποίον έτρεμεν ο κόσμος, αυτός όστις είχε χιλιάδας και μυριάδας ανδρείους στρατιώτας, αυτός όστις έκαμνε την γην να σείεται από τους κτύπους των αρμάτων του και όστις κατακυρίευε πόλεις και χώρας, να φονεύηται από μίαν γυναίκα; Ναι! Τοιαύτην δύναμιν χαρίζει η ταπείνωσις εις εκείνον ο οποίος την έχει. Από την αρίστην ταύτην πράξιν της Ιουδήθ, ας διέλθωμεν εις την άλλην, της Ιαήλ. Αύτη πάλιν, καθώς διηγείται η βίβλος των Κριτών εν τω δ΄ κεφαλαίω, ήτο γυνή του Χαβέρ του Κιναίου, ενάρετος και φοβουμένη τον Κύριον, προς την οποίαν κατέφυγεν ο Σισάρα, διωχθείς από τον Βαράκ΄ «Και Σισάρα έφυγε τοις ποσίν αυτού εις σκηνήν Ιαήλ, γυναικός Χαβέρ εταίρου του Κιναίου» (Κρ. Δ΄ 17). «Κύριε Αδωναϊ Σαβαώθ, επίβλεψον επ΄ εμέ και ενίσχυσόν με», θα είπε και αυτή ισταμένη άνωθεν του Σισάρα, τον οποίον είχε καλύψει με το ιμάτιόν της και εκοιμάτο ύπνον βαθύν εις την κλίνην της. Έπειτα βλέπουσα τον υπερήφανον Σισάρα, θα έλεγε καθ΄ εαυτήν΄ «Άρά γε, ω Σισάρα, να φαντάζεσαι εις τον ύπνον σου, ότι ενίκησες τον Βαράκ και το γένος του όλον, κυριεύων τους τόπους του, ή να ονειρεύεσαι ταύτην την ώραν τον ιδικόν σου θάνατον από μίαν γυναίκα; Εξηπατήθης δια το πλήθος των στρατιωτών σου και των αρμάτων σου ή από την απατηλήν φθογγήν των ρημάτων μου;». Ούτω περιγελώσα η Ιαήλ τον Σισάρα δια την πλάνην του, έλαβε παρευθύς με την αριστεράν της χείρα ένα σιδηρούν πάσσαλον, εξ εκείνων με τους οποίους εστήριζον την σκηνήν εις την γην και με την δεξιάν μίαν σφύραν και κτυπώσα δι΄ όλης της δυνάμεώς της τον πάσσαλον εντός του κροτάφου αυτού, τον εκάρφωσε χαμαί εις την γην. Θέαμα ελεεινόν! Ταράσσεται και αφρίζει ο άθλιος Σισάρα, κτυπά, πότε με τους πόδας, πότε με τας χείρας, εις την γην, βρυχάται ως άλογον ζώον και φωνάζει, αλλά δεν ευρίσκει βοήθειαν΄ τόσον ώστε, από τον πολύν κόπον και αγώνα, από τον πολύν πόνον και φόβον, ύστερον από πολλάς ώρας έσκασε και εξεψύχησε΄ «Και έλαβεν Ιαήλ γυνή Χαβέρ τον πάσσαλον της σκηνής και έθηκε την σφύραν εν τη χειρί αυτής και εισήλθε προς αυτόν κρυφή και έπηξε τον πάσσαλον εν τω κροτάφω αυτού και διεξήλθεν εν τη γη και αυτός εξεστώς εσκοτώθη» (Κρ. 4: 21). Άθλιε Σισάρα, συ εζήτεις να φυλαχθής από τους εχθρούς σου εις την σκηνήν της Ιαήλ και εκεί εφονεύθης από μίαν γυναίκα. Εις την καταφυγήν όπου έδραμες, εύρες τον τάφον σου και τούτο πάλιν πράγμα παράδοξον΄ μία γυνή να φονεύση μόνη της ένα μέγαν και κραταιόν Σισάρα και να τον καρφώση εις την γην; Αυτός όστις εφόνευσε τόσα πλήθη λαών και τον οποίον έτρεμεν ο κόσμος εκ του φόβου, να φονευθή από μίαν γυναίκα και να κείτεται καρφωμένος σπαράσσων; Ναι, τοιαύτην δύναμιν χαρίζει η ταπείνωσις εις εκείνον όστις την κατάχει. Αλλά αν η ταπείνωσις της Ιουδήθ, Χριστιανοί, και η ταπείνωσις της Ιαήλ εχάρισε και εις τας δύο τόσην ανδρείαν, ώστε η μία να φονεύση τον Ολοφέρνην και η άλλη τον Σισάρα, είναι όμως δυνατόν η ταπείνωσις των δύο αυτών γυναικών να συγκριθή με την ταπείνωσιν της Θεοτόκου Μαρίας; Όχι βεβαίως. Διατί δε τούτο; Διότι η ταπείνωσις των δύο εκείνων γυναικών φαίνεται ως σκιά μικροτάτη προ της ασυγκρίτου ταπεινώσεως της Παρθένου. Διότι, αν αληθώς η Ιουδήθ και η Ιαήλ υψώθησαν δια την επικράτησιν της ανδρείας, την οποίαν έδειξαν, η Υπεραγία Παρθένος υπερυψώθη, δια να γίνη Βασίλισσα του κόσμου και Μήτηρ του Παντοκράτορος Θεού. Και αν η Ιουδήθ εφόνευσε τον Ολοφέρνην και η Ιαήλ τον Σισάρα και καυχώνται δια την νίκην των, εφόνευσε και η Παρθένος τον υπερήφανον διάβολον, όστις είναι ο νοητός Ολοφέρνης και ο Σισάρα. Και αν η Ιουδήθ και η Ιαήλ επριξένησαν χαράν εις το γένος των Εβραίων, με το να φονεύσουν τους εχθρούς των και να μη αφήσουν να αιχμαλωτισθούν οι Εβραίοι εις τας χείρας των, αφανίσασαι το κράτος και την βασιλείαν των, η Παρθένος Μαρία επροξένησεν όλην την χαράν εις όλον το ανθρώπινον γένος, διότι εφόνευσεν τον εχθρόν της ανθρωπίνης φύσεως και δεν αφήκε να αιχμαλωτισθώσιν οι άνθρωποι εις τας χείρας του, αλλ΄ ηλευθέρωσε μάλιστα και όλους τους απ΄ αιώνος Προπάτορας, τους οποίους εκείνος ετυράννει βιαίως εις την κόλασιν και ηφάνισε το κράτος, το βασίλειον και την τυραννίαν του. Καθώς λοιπόν δεν ημπορεί να συγκριθή αύτη η νίκη των γυναικών με το ύψος και το μεγαλείον της Παρθένου αξιωθείσης να γίνη Βασίλισσα όλου του κόσμου και Μήτηρ του Θεού, ομοίως και η ταπείνωσις των δύο αυτών γυναικών δεν ημπορεί να συγκριθή με την ταπείνωσιν της Παρθένου, αλλ΄ ενώπιον ταύτης η ιδική των φαίνεται ως σκιά μικρά και ασήμαντος. Και καθώς ένας Ολοφέρνης και ένας Σισάρα, φονευθέντες δια την κακίαν και την τυραννίαν των, δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν με ένα πεφονευμένον και μιαρόν διάβολον, δια την άπειρον τούτου κακίαν και την τυραννίαν του, ομοίως δεν ημπορεί να συγκριθή η χαρά και η ελευθερία του γένους των Εβραίων, με την χαράν και την ελευθερίαν όλης της ανθρωπίνης φύσεως, την οποίαν ηλευθέρωσεν η Παρθένος. Κατά τον αυτόν τρόπον και η ταπείνωσις των δύο αυτών γυναικών δεν ημπορεί να συγκριθή ποτέ με την ταπείνωσιν της Παρθένου, αλλά φαίνεται ως μικρά μόνον σκιά. Υψώθη λοιπόν και ανήλθε σήμερον η Παρθένος Μαρία εις τόσα μεγαλεία και δόξας από τον Θεόν, καθώς ηκούσατε, όχι δι΄ άλλο τι, παρά διότι εταπείνωσε τον εαυτόν Της και ωνομάσθη «δούλη Κυρίου». Υψώθη, διότι το μεγαλείον είναι ιδίωμα της ταπεινώτητος, ως βεβαιώνει ο εξ αυτής γεννηθείς Χριστός΄ «ότι πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14: 11, 18: 14). Υψώθη, διότι έδειξεν άκραν υπακοήν προς τον Γαβριήλ, λέγουσα΄ «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1: 38). Και αυτήν την βεβαίωσιν μας την αποδεικνύει εις την πραγματικότητα ο Πατριάρχης Αβραάμ, ο οποίος, διότι επίστευσε και υπήκουσεν εις τον λόγον του Θεού, να αναχωρήση από την πατρίδα του, να αφήση τους γονείς του και να θυσιάση επάνω εις το όρος τον μονογενή του υιόν, τον Ισαάκ, δια την αγάπην Του, εμεγαλύνθη και υψώθη μέχρι των αστέρων του ουρανού. Υπερυψώθη εις τόσα μεγαλεία ο πατριάρχης Αβραάμ, ευλογημένοι Χριστιανοί, διότι εκτός του τόσου πλούτου, τον οποίον εκληρονόμησεν εδώ εις την γην, επολλαπλασιάσθη ακόμη το γένος του, επλατύνθη το σπέρμα του, εθριάμβευσεν επί των εχθρών του Θεού και ενίκησε τούτους, εκ δε της γενεάς του εγεννήθη ο Ιησούς Χριστός. Αν λοιπόν και τα μεγαλεία, ευλογημένοι Χριστιανοί, προέρχωνται από την ταπείνωσιν και την υπακοήν, καθώς ηκούσατε σήμερον, βεβαίως ομολογούμεν και δια την Παρθένον Μαρίαν, ότι η ταπείνωσις και η υπακοή, την οποίαν έδειξεν σήμερον εις τον Ευαγγελισμόν του Αγγέλου, την ανεβίβασεν εις το ύψος των μεγαλείων και της δόξης του Θεού. Ιδού λοιπόν, ότι εβεβαίωσα, χάριτι της Κεχαριτωμένης Κόρης, εκείνο το οποίον υπεσχέθην. Ω ασύγκριτοι αρεταί της Παρθένου, με τας οποίας ανήλθεν επάνω εις εκείνα τα μεγαλεία, εις τα οποία δεν ηξιώθησαν να ανέλθουν όλοι οι άλλοι Άγιοι! Ω κλίμαξ μυστική της ταπεινώσεως, με την οποίαν ανήλθεν επάνω εις την δόξαν του Βασιλέως και Θεού! Ω εστεφανωμένη Βασίλισσα Αγγέλων τε και ανθρώπων, όπου γέγονε σήμερον η Αειπάρθενος Μαρία δια την ταπείνωσιν και την υπακοήν της! Ω δύναμις της ασυγκρίτου ταπεινώσεως με την οποίαν φονεύει η Παρθένος όχι Ολοφέρνην και Σισάρα, αλλά τον μιαρόν διάβολον, αφανίζουσα την βασιλείαν και το κράτος του, ελευθερώνουσα ούτω από την τυραννίαν του το ανθρώπινον γένος και παρέχουσα εις τον σύμπαντα κόσμον μεγάλην χαράν και άμετρον ευφροσύνην! Που είναι τώρα αυτοί οι υπερήφανοι και αλαζόνες άνθρωποι, τα υψηλά και κατάξηρα δένδρα, οίτινες προσπαθούν με την κορυφήν των να φθάσουν εις τα νέφη του ουρανού; Που είναι αυτοί οι μαθηταί του Εωσφόρου, οι οποίοι φαντάζονται, ότι είναι οι μεγαλύτεροι και υψηλότεροι από τους άλλους, δια τα πλούτη των, δια την δόξαν των, δια τα κτήματά των, και δια τούτο καταφρονούν τους αδελφούς των; Που είναι αυτοί οι οποίοι φαντάζονται, ότι διαφέρουν από όλους και δια τούτο, αεροβατούντες, θεοποιούσι τον εαυτόν των και δεν καταδέχονται, φευ! να χαιρετήσουν τους αδελφούς των τους πτωχούς; Ω! Δεν ήκουσαν άρά γε ούτοι δια τον Εωσφόρον, πως εκρημνίσθη από την δόξαν του και έπεσε κάτω εις την άβυσσον δια την υπερηφάνειάν του; Διατί λοιπόν δεν αγαπάτε και σεις την ταπείνωσιν, ίνα μη πάθετε τα ίδια; Αλλοίμονον, αλλοίμονον εις υμάς, τετυφλωμένοι υπερήφανοι, δεν βλέπετε ότι αν και ήκουσεν η Παρθένος από τον Άγγελον, ότι γίνεται Βασίλισσα και Μήτηρ Θεού, πάλιν εταπεινώθη και ωνομάσθη μικρά δούλη, δια τούτο δε και ανήλθεν εις τόσα μεγαλεία ασύγκριτα και αναρίθμητα; Διατί λοιπόν δεν αγαπάτε και σεις την ταπείνωσιν, δια να λάβητε κατόπιν και σεις, με την χάριν της Παρθένου, την αγαλλίασιν και την δόξαν Της; Υπερήφανοι Χριστιανοί, αμαρτωλοί, η Παναγία με τόσας αρετάς κεκοσμημένη και πάλιν εταπεινώθη και σεις οι σκώληκες της γης ποίας αρετάς έχετε και υπερηφανεύεσθε; Και τι λέγω αρετάς; Με πόσα φορτία δυσβάστακτα των αμαρτιών σας έχετε φορτωμένην την αθλίαν ψυχήν και πάλιν δεν αγαπάτε την ταπείνωσιν δια να ελαφρωθήτε από ταύτα, ίνα λάβητε και σεις τον Παράδεισον και την δόξαν της Θεοτόκου; Α, Χριστιανοί, Χριστιανοί! δύο πράγματα σας λέγω και περαίνω τον λόγον. Πρώτον, αν υμείς υπερηφανεύεσθε και δεν θέλετε την ταπείνωσιν, θέλετε κρημνισθή από τον Θεόν κάτω εις την κόλασιν. Και δεύτερον, αν αφήσετε την κατηραμένην υπερηφάνειαν και αγαπήσετε την ευλογημένην ταπείνωσιν και μιμηθήτε την Θεοτόκον, θέλει σας υψώσει ο Υιός Της εις το υπέρτατον μεγαλείον και θέλει σας χαρίσει την Βασιλείαν Του την ουράνιον. Είναι προσταγή ιδική Του΄ «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14: 11, 18: 18). Έθηκεν ενώπιόν σας πυρ κατακαίον, της υπερηφανείας, και πυρ καταδροσίζον, της ταπεινώσεως΄ εκλέξατε σεις εκείνο, το οποίον σας αρέσει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου